Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Κώστας Περδίκης:




εγκώμιον μπάρμπα-Χρηστίδη

          
     Έφαγα όλο το νεκροταφείο να ψάχνω για  τον τάφο σου.                
Με τα πολλά, τον βρήκα πνιγμένο στα ξερόχορτα, σε πλήρη εγκατά­λειψη. Μόλις που φαινόταν ο σταυρός με τα μισοσβη­σμένα ονόματα. Στον ίδιο τάφο, εσύ μαζί με τις τρεις αδελφές σου. Χωρίς καντήλι, χωρίς λιβάνι. Α ρε μπαρμπα-Χρηστίδη, να σε θυμάται τώρα κανείς;
Οι δικοί σου, αλλά και οι γνωστοί σου σχεδόν όλοι έχουν πεθά­νει. Κάποια ανιψιά, που είχες, ζει κι αυτή μακριά …Οι νε­ότε­ροι, που τότε σε γνώριζαν, σήμερα, άλλα θα ’χουν στο μυαλό τους. Εμείς όμως σε θυμόμαστε και δεν πρόκειται, όσο υπάρ­χουμε, να σε ξεχάσουμε. Σου χρωστάμε, άλλωστε, τόσα πολλά οι τρεις μας, εγώ, η αδελφή μου κι ο Γιάννης ο φίλος μας.
Από κάποια αρρώστια, μας έλεγες, έχασες το φως σου όταν ήσουνα πολύ μικρός. Μέχρι που «έφυγες», στα βαθιά γερά­ματα, όταν ερχόμουνα για διακοπές, Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρια, περνούσα πά­ντα από το φτωχικό σου για να σε δω.
Μ’ έψαχνες με τα χέρια σου, με ψηλάφιζες να δεις αν άλλαξα, αν μεγάλωσα όπως έλεγες και δεν σε καταδεχόμουνα πια. Σου ορκιζόμουνα τότε πως σ’ αγαπάω όσο σ’ αγάπαγα παλιά, μπο­ρεί και περισσότερο. Δεν πρέπει να έχεις παράπονο.
Όλη σου τη ζωή την πέρασες στο Πλατανούλι μαζί με τις αδελ­φές σου, στην ταπεινή χαμοκέλα, με την ξεραμένη γλίνα για πάτωμα. Πολύ μεγάλη φτώχεια. Ανύμφευτος έμεινες εσύ και ανύπαντρες εκείνες. Η μεγαλύτερη, η θεια-Βασίλω, λέγανε, δεν είχε και πολύ μυαλό…Από όλους σας μόνο η μικρότερη, η Θο­δώρα, είχε μάθει λίγα κολλυβογράμματα και  μπορούσε κου­τσά-στραβά να διαβάζει.
Αγόραζε ανελλιπώς κάθε βδομάδα το Ρομάντσο και σας το διά­βαζε τα βράδια. Ήταν η μοναδική σας σπατάλη. Μάθαινες όλο το περιοδικό απ’ έξω, από την αρχή μέχρι το τέ­λος και μετά έφτιαχνες δικές σου ιστορίες και παραμύθια. Είχατε πά­ντοτε και δυο-τρεις γίδες, που εσύ τις έβοσκες και έτσι  βολευ­όσαστε με το γάλα, το τυρί και τα κατσίκια τους.
Εκείνα τα χρόνια, στα μικράτα μας, εσύ μας συμπλήρωνες την καθημερινή μας διασκέδαση και τη χαρά μας. Καλή η μπάλα, το κυνηγητό και οι κούνιες. Η δική σου όμως συντρο­φιά για μας είχε άλλη γλύκα, ήταν  πολύτιμη. Τύφλα να ’χουν οι σημε­ρινές τηλεοράσεις και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Το μόνο που διαθέταμε, τότε, ήταν ένα ράδιο, κι αυτό με το ζόρι έπιανε δεν έπιανε δυο-τρεις σταθμούς.
Νωρίς, κάθε απόγευμα έφερνες τις γίδες σου για να βοσκή­σουν στα γύρω μας χωράφια. Για την ακρίβεια οι γίδες σ’ έφερ­ναν, που ήξεραν τον δρόμο, ενώ εσύ ήσουνα στα μαύρα σκοτά­δια. Έδενες τα ζωντανά σου από μια ελιά και ερχόσουνα ύστερα, ψαχτά με τη μαγκούρα σου, για να μας κάνεις την κα­θημερινή επίσκεψη.
«Ω ρε Κωσταντή, φώναζες, που είσαι;» Αμολιόμουνα με λα­χτάρα τότε να σε προϋπαντήσω και να σε φέρω, πάνω στη βε­ράντα, να κάτσεις. Αρχίζαμε αμέσως τα παρακάλια για να μας πεις τα παραμύθια και τα τραγούδια που ήξερες, αδιαφορώντας αν τα είχαμε ακούσει, τα ίδια και τα ίδια, δεκάδες φορές. Ήταν σαν να τα ακούγαμε πρώτη φορά. Εσύ, άλλο που δεν ήθελες.
«Μες στο τσαντίρι μου
βρέχει, όλο βρέχει
και η άδεια τσέπη μου
φράγκο δεν έχει
τσάντι, τσαντιρά, τσάντιράκι μου
τσάντι, τσαντιρά, τσάντιράκι μου…»
Μας κάθιζες στα γόνατά σου και μας χόρευες. Σου παίρναμε τη μαγκούρα και την κάναμε παιχνίδι μας. Μας άφηνες να σου ανάβουμε με το τσακμάκι τα τσιγάρα σου, τα άφιλτρα, που τότε τ’ αγόραζες δέκα-δέκα, χύμα.
Με τον πατέρα μου ήσαστε μακρινά ξαδέλφια και καθώς εκεί­νος ήταν πιο μεγάλος στα χρόνια και πιο αδύναμος στα μπρά­τσα από σένα, σε είχε πάντοτε το δεξί του χέρι στις βαριές δου­λειές. Φόρτωνες τα βαριά σακιά με τις ελιές ή το αραποσίτι στο γαϊ­δούρι του, πάταγες με τις ώρες τα σταφύλια στον λινό, όταν τρυγάγαμε το αμπέλι μας και μετά γύριζες τη βαριά τσι­που­ριά[1]. Ξεφύλλιζες τα καλαμπόκια, από τα φλίτσια[2], έξυνες τις κούκλες[3] με την ξύστρα για να βγει ο καρπός από τα λουμπού­σκια[4] και ύστερα, αργά το απόγευμα, όταν έπιανε το αεράκι τον λίχναγες. Έκανες τις δουλειές τέλεια, σαν να μην σου ’λειπε το φως.
Τον Αύγουστο, η παρέα μας μεγάλωνε, γιατί ερχόταν για δια­κοπές, ο Κώστας ο ξάδελφός μας. Μαζί με μας είχες χαρά κι εσύ, σαν επίτιμο μέλος της συντρο­φιάς μας. Εκείνος, πάλι, μας θάμπωνε και μας εντυπωσίαζε κάθε καλο­καίρι, όλο και με κά­ποιο καινούργιο παιχνίδι.
Έστηνε αληθινές παραστάσεις Καραγκιόζη, κρεμώντας για μπερντέ ένα παλιό σεντόνι της μητέρας μας, ανάμεσα στις δυο κολώνες, στον χώρο κάτω από τη βεραντούλα μας. Ζωγράφιζε τις φιγούρες, τις κόλλαγε στα χαρτόνια και μετά τις έκοβε με μαεστρία, ώστε να είναι έτοιμες για το βράδυ. Όσο μπορούσα τον βοηθούσα κι εγώ.
 Με το που σκοτείνιαζε άρχιζε το πανηγύρι. Θεατές ήμαστε εμείς τα παιδιά, οι γονείς μας και φυσικά εσύ, που δεν μπορού­σες να λείπεις. Μόνο που εσύ τα λόγια μόνο άκουγες, ενώ τα υπόλοιπα τα φα­νταζόσουνα. Με τον ίδιο τρόπο ζούσες και τις ταινίες, που εμείς βλέπαμε στον θερινό σινεμά και που την άλλη μέρα μας έβαζες να στις διηγούμαστε με το νι και με το σίγμα.
Τις Κυριακές και τις γιορτές, πιασμένος από τον ώμο του πα­τέρα μου, πήγαινες μαζί του στην εκκλησία. Φόραγες την καλή σου μπόλκα[5] και το άσπρο πουκάμισο, κου­μπωμένο μέ­χρι πάνω, όλα καθαρά, αλλά μισοφορεμένα πρώτα από τον με­γάλο σου αδελφό, τον λάλα σου όπως συνήθιζες να τον λες, που ζούσε σε άλλη πόλη. Ήξερες τα περισσότερα τροπάρια και τα σιγοψιθύριζες όμορφα.
Ήσουν τόσο καλός ρε μπαρμπα-Χρηστίδη. Αν υπάρχει Πα­ρά­δεισος, σίγουρα εκεί μέσα θα κατοικοεδρεύεις τώρα. Ο κα­λός Θεούλης, που πάντα τον πίστευες βαθιά, θα σου έχει ξανα­δώσει το φως σου. Θα μας βλέπεις εδώ κάτω και θα χαμογελάς ευχα­ριστημένος, που με τόση αγάπη συνεχίζουμε να σε θυμό­μαστε. Θα έχεις και κει φτιάξει την παρέα σου και θα τους λες τις ιστορίες και τα τραγούδια σου. Σε φαντάζομαι ακόμη, να βό­σκεις τις γίδες σου, τις αγα­πημέ­νες, με τις ώρες, εν τόπω χλο­ερώ του Παραδείσου…



[1]τσιπουριά =μηχάνημα για το στύψιμο των τσίπουρων (τσάμπουρων)
[2] φλίτσια =  τα φύλλα που τυλίγουν τον λοβό του καλαμποκιού
[3] κούκλα = ο λοβός του καλαμποκιού
[4] λουμπούσκι =ό,τι απομένει μετά την αφαίρεση του καρπού 
[5] μπόλκα = μακρύ σακκάκι

Από το βιβλίο ''Μκρές Ιστορίες'', 2016 εκδ. Οροπέδιο

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Κώστας Περδίκης:



τα κρινάκια της


      Η μπροστινή βεραντούλα, στο παλιό μας σπίτι, είναι μια γλύκα.
Μόλις λίγα τετραγωνικά, ανατολική. Βλέπει στον κεντρικό δρόμο, που κατηφορίζει από την πάνω αγορά στην κάτω. Αντί για κάγκελο έχει ένα χτιστό πεζούλι, γύρω στο μέτρο ύψος.
Τα απογεύματα, όταν ο ήλιος γύριζε στη δύση, ο πατέρας έβγαζε την πάνινη πολυ­θρόνα του και καθόταν στη βερα­ντούλα, ώρα πολύ, χαζεύοντας τους περαστικούς. Αριά και που σήκωνε το χέρι του για να χαιρετήσει κάποιο γνωστό του.
Εκεί, στη ίδια θέση, αρέσει και σε μένα,  τώρα, να κάθομαι. Όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ του μοιάζω…
Στις δυο γωνίες, που σχηματίζει το πεζούλι, θυμάμαι πάντα να στέκουν, πάνω του, δυο ίδιες γλάστρες. Ήσαν οι αγαπημένες της μητέρας μου. Η θέση τους είναι τέτοια, που το μάτι των περαστικών πηγαίνει κατ’ ευθείαν πάνω τους. Τους περισσότε­ρους μήνες του χρόνου βγάζουν τα πανέμορφα, ροζ, κρινάκια τους. Κρατάνε το πολύ τρεις μέρες και μετά αρχίζουν να μα­ραίνονται. Δεν αργούν, όμως, να ξεπεταχτούν τα καινούργια, όλο ζωντάνια και φρεσκάδα. Είναι κρινάκια ασυνήθιστα στην περιοχή μας, μοναδικά ίσως.
Η μητέρα το 1985 «έφυγε», χτυπημένη  από τον καρκίνο. Δεν ήταν πολύ μεγάλη, λίγο πάνω από τα εβδομήντα. Οι γλά­στρες με τα κρινάκια της συνεχίζουν να υπάρχουν…Γνωστές και φίλες της, περνώντας μπροστά από το σπίτι μας, στέκονται για λίγο, βλέπουν τα κρινάκια και τη θυμούνται. «Τα κρινάκια και τα μάτια σου», μου λένε. «Με το που τα βλέπουμε νομί­ζουμε ότι βλέπουμε τη Γιωργία».
Τα καημένα τα κρινάκια δεν έχουν πολλές απαιτήσεις. Το μόνο που θέλουν από μας είναι λίγο νεράκι. Όταν  λείπουμε από το σπίτι, αντέχουν απότιστα για πολλές μέρες. Με το που θα τα ποτίσουμε, ως εκ θαύματος, ανασταίνονται.
Πήρα από κείνες τις γλάστρες βολβούς και τους φύτεψα στη μπροστινή ζαρτινιέρα, στο σπίτι μας στην Αθήνα. Κάθε Μάη, γύρω στις είκοσι μία, στη γιορτή μου, αρχίζουν να βγαίνουν τα πρώτα  κρινάκια. Βλέποντάς τα, η σκέψη μου πάει αμέσως στη μητέρα.
   Φέτος όμως, δεν ξέρω γιατί, πέρασε και του Αγίου Κωνστα­ντίνου, αλλά δεν έλεγαν να φανούν. Μου κακοφάνηκε, στενο­χωρήθηκα. «Η μητέρα εφέτος με ξέχασε», σκέφτηκα, χωρίς όμως να θέλω, κατά βάθος, να το πιστέψω. Πριν βγει ο μήνας, ένα πρωί, τα αντίκρισα ξανά και τα καλοδέχτηκα, ανακουφι­σμένος. Τα καινούργια κρινάκια ξεπρόβαλαν , πανέμορφα και ελπιδοφόρα.
   Μου έφερναν, για άλλη μια χρονιά, από κείνη, τις πολύτιμες ευχές της και την έγνοια της…

Από το βιβλίο του Κώστα Ι. Περδίκη ''Ματιές'', 2018 εκδ. Παπαηλιού

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Κώστας Περδίκης:



ξυλάκι, κρέμα σοκολάτα 

Ο Χρήστος, ο Καρτινός, είχε ένα μικρό μανάβικο στην κάτω αγορά. Για να τα βγάζει όμως πέρα, έκανε κι άλλα πράγματα. Τον χειμώνα, ερχόταν στο σχολείο στα διαλείμματα και μας πούλαγε σάμαλι με το κομμάτι, από μια φαρδιά λαμαρίνα.
     Μόλις έμπαινε το καλοκαίρι, που η κίνηση μεγάλωνε, άφηνε στο μανάβικο τον γερο-Νέγκα, ένα συγγενή του και  ο ίδιος έκανε τον παγωτατζή. Γύριζε σ’ όλη την πόλη με το «όχημά» του και πούλαγε το παγωτό, που ο ίδιος έφτιαχνε.Ένα μόνο εί­δος, κρέμα βανίλια, που την σέρβιρε μέσα σε μικρά χωνάκια.
Το «όχημά» ήταν επινόηση δική του. Ένα παλιό ποδήλατο, που στη θέση της μπροστινής ρόδας είχε προσαρμόσει ένα άσπρο ξύλινο κιβώτιο με δύο ρόδες. Στις τρεις πλαϊνές πλευρές, στο κιβώτιο, ήταν γραμμένη η ρεκλάμα: Παγωτά «Ταϋγετος».
Στη πάνω του πλευρά είχε ένα πορτάκι, που από κει ο Χρή­στος έχωνε το χέρι του και με ένα κουτάλι έβγαζε παγωτό και γέμιζε τα χωνάκια. Η γεύση της κρέμας, με άρωμα βανίλιας, αλλά και το τραγανιστό χωνάκι μας τρέλαι­ναν.
Το τσίγκινο δοχείο με το παγωτό ήταν πάντα βυθισμένο στο βάθος του κιβωτίου μέσα σε τριμμένο πάγο. Για να λειώνει μάλλον πιο καλά ο πάγος, ο Χρήστος του έριχνε λίγο χοντρό αλάτι, του μονοπωλίου.
Μια φορά, καθώς αρχίσαμε να γλύφουμε με βουλιμία τα χωνάκια, μας φάνηκε η γεύση τους κάπως αρμυρή. Στην αρχή νομίσαμε ότι ήταν η ιδέα μας. Τελικά πειστήκαμε ότι το πα­γωτό του Χρήστου ήταν αλατισμένο. Το δοχείο με την κρέμα κάπου φαίνεται είχε τρυπήσει και το λιωμένο αλάτι είχε αλ­λοιώσει τη γεύση της. Ακόμη όμως κι έτσι, αλατισμένο, το κα­ταβροχθίσαμε…
Αργότερα, ήρθαν και τα πρώτα παγωτά της ΕΒΓΑ. Από την πρωτομαγιά και ύστερα, μια δυο φορές τη βδομάδα, κατέφτανε ένα μεγάλο φορτηγό-ψυγείο και άραζε στην πάνω αγορά, κάτω από το παλιό Δημαρχείο. Μικροί και μεγάλοι έσπευδαν, τότε, να δοκιμάσουν τον νέο εκείνο δροσερό πειρα­σμό.
Εγώ κι αδελφή μου, παιδάκια τότε, μίζερα στο φαγητό, εί­μαστε μια ζωή καχεκτικά. Κάθε τόσο και λιγάκι αρρωσταίναμε από τις αμυγδαλές μας, τα «λαιμά» μας, όπως έλεγε η μητέρα μας. Εκείνη, με τον φόβο μην ξαναρρωστήσουμε, με το ζόρι μας έδινε κάπου-κάπου λε­φτά, αλλά για ένα μόνο παγωτό. Μιάμιση δραχμή.
Έτρεχα τότε όλο λαχτάρα κι αγόραζα ένα ξυλάκι, κρέμα σο­κολάτα και τρέχοντας πάλι μη μου λιώσει, το έφερνα στο σπίτι. Φούσκωνα, φυσώντας με το στόμα μου, το χάρτινο σακουλάκι, έβγαζα το παγωτό και της το παρέδινα. Η μητέρα, μας το μοί­ραζε ακριβοδίκαια, κόβοντάς το κατά μήκος.
Απολαμβάναμε  στη συνέχεια ο καθένας το μερίδιό του, λίγο-λίγο με το κουταλάκι,  όσο πιο αργά για να μη μας τελειώ­σει. Η κρέμα, αλλά και  η σοκολάτα του από τότε έχουν σφη­νωθεί στο μυαλό μου. Τόσα χρόνια έχουν περάσει και δεν λένε να ξεχαστούν.
Από εκείνα τα παγωτά, ύστερα από τη μοιρασιά της μητέ­ρας, περίσσευαν μονάχα τα ξυλάκια, που τα γλείφαμε, πότε εγώ και  πότε η αδελφή μου για πολλή ώρα μετά, εκ περιτροπής… 

Από το βιβλίο ''Ματιές'', 2018 εκδ. Παπαηλιού

Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Κώστας Περδίκης:





              ντοπιολαλιές                      
Παίζοντας με τον πλούτο της γλώσσας μας


Αρχές καλοκαιριού στο κτήμα μας, όταν ξεκίναγε η καλ­λιέρ­γεια της όψιμης ντομάτας.
Ο πατέρας έχει ξεπλαταριαστεί να ποτίζει τις φρεσκοφυτε­μένες ντοματιές, κουβαλώντας νερό από το πηγάδι με τη λάτα. Η ντρίτσα του έγινε μούσκεμα από τον ιδρώτα και την κρέμασε σε μια τσατάλα, στην καρυδιά για να στεγνώσει. Αύριο τον περιμένει ο ρέντος με τη γαλαζόπετρα. Θα ετοιμάσει το υλικό στο μεγάλο καδούλι, προσθέτοντας και λίγο χορίδι, για να κολ­λάει το μίγμα πάνω στα φύλλα. Μετά έχει σειρά το τειάφισμα. Ανάσα δεν θα πάρει ο καημένος.
Αλλά και το γαϊδούρι μας κάλντησε κι αυτό. Από το πρωί, με αγωγιάτη τον μπαρμπα-Χρηστίδη, έχει κουβα­λήσει από τον καλαμιώνα του αμπελιού γύρω στα δέκα κιντινά­ρια καλάμια. Ο πατέρας, αργότερα που οι ντοματιές θα ψηλώσουν, θα τα κάνει φουρκάδες για να κλαρώσουν πάνω τους. Από τη ζέστη γκού­σωσε το καημένο το ζωντανό. Ο μπαρμπα-Χρηστίδης το λυπή­θηκε και το άφησε ξεϊγκλωτο, να ξεϊδρώσει λίγο.
Ήρθε ντριτσινώντας μέχρι το πηγάδι και πήγε καρσί στον σού­γλο με το νερό. Αυτιάστηκε, όμως, και στη πρώτη γουλιά έκανε πέρα, φαίνεται του φάνηκε γανιασμένο. Κάνει μια βρέ­ντα γύρω από το πηγάδι ψάχνοντας με λαχτάρα για άλλο. Ο μπαρμπα-Χρηστίδης, τότε, βουτάει αμέσως τη βουτσέλα, που ο πα­τέρας είχε πριν λίγο γεμίσει για να ρουπώσουν οι δό­γες της και αδειάζει τη μισή στη σπασμένη ζάρα, που ήταν πα­ρα­τη­μένη δίπλα στο φίλιαντρο του πηγαδιού. Δεν άφησε σταγόνα. Ευχα­ριστημένο, μετά, ρίχτηκε στα τρυφερά ψιλίθρια της γρά­νας.
Η μητέρα έχει ανάψει φωτιά και στο χαρανί, πάνω στη σιδε­ρωστιά, αχνίζει το ζεματιστό νερό. Πλένει εδώ και ώρα τα σκουτιά μας στη σκάφη, για να τα ξε­σγαρτσιάσει και τα χέρια της έχουν φαφατιάσει. Μετά το πλύσιμο θα μας φτιάξει τσιγα­ρίδες καγιανά για το μεσημέρι και θα ψήσει στην μπουγάνα σκορκοφίγκι από το πρωτόγαλο της γίδας μας, που χθες γέν­νησε όψιμα. Κουβάλησε μια ζαλιά βεργιά, που βγάζουν καλή θράκα, για να τη βάλει πάνω στη μπουγάνα.
Εγώ και η αδελφή μου παίζουμε, σκαρφαλωμένοι στην πα­λιά μάκινα, που απόμεινε από τη σταφίδα μας, όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να την ξεμπουντουλώσει για να φυτέψει ντομά­τες. Η μητέρα, μάς έχει αναθέσει να γεμίσουμε από το πηγάδι τις δυο βίκες με φρέσκο νερό και να τις κουβαλήσουμε στο σπίτι, όμως ούτε που το θυμόμαστε. Οι λούρες από τη λυγιά, που εκείνη πάντα φυλάει για πρώτη ανάγκη, αργότερα θα μας το ξαναθυμίσουν δυσά­ρεστα…
Εκτός από το γαϊδούρι και τη γίδα, στο κτήμα υπάρχει και ο Αηδόνης, ο σκύλος μας. Λιάζει άγρια όποιον βλέπει να περνάει από κει και τον μαλινα­ρίζει. Είναι μονίμως δεμένος ο δόλιος. Τις λίγες φορές που κατορθώνει να λυθεί πιλαλάει με λαχτάρα και σκαπετάει μέχρι την άκρη του κτήματος, για να βρει τη σκυλίτσα του γείτονα, για έρωτες…Τον άλλο καιρό διασκεδά­ζει την αιχμαλωσία του τρομάζοντας τις χουρχούρες, που λιά­ζονται λίγο πιο πέρα και προγκάει τα τσιροπούλια.
Έχω μια φωτογραφία, μικρός, που με μια λογανιά τον πει­ράζω και κείνος χαίρεται το γαργάλημα. 

ΓΛΩΣΣΑΡΙ


ξεπλαταριαστεί = κουραστεί
λάτα = τενεκές
ντρίτσα = ψάθινο καπέλο
τσατάλα = διχάλα
ρέντος = ράντισμα
καδούλι = βαρέλι
χορίδι = ασβέστης
τειάφισμα = θειάφισμα
κάλντησε = κουράστηκε
κιντινάρια = δεσμίδα 40 καλαμιών
φουρκάδες = παλούκια
γκούσωσε = ζεστάθηκε
ξεϊγκλωτος = χωρίς σαμάρι, χωρίς ίγκλα
ντριτσινώντας = χοροπηδώντας
καρσί = ίσια
σούγλος = κουβά
αυτιάστηκε = υποψιάστηκε
γανιασμένο = με μεταλλική γεύση
βρέντα = βόλτα
βουτάει = αρπάζει
βουτσέλα = ξύλινο βαρέλι νερού
ρουπώσουν = σφίξουν από το νερό, χορτάσουν, φουσκώσουν
δόγες = οι σανίδες του βαρελιού
ζάρα =μεγάλο πήλινο δοχείο
φίλιαντρο = η στέψη του πηγαδιού
ψιλίθρια = είδος άγριου χόρτου
χαρανί = μεταλλικό καζάνι
σιδερωστιά = τριγωνική μεταλλική σχάρα
σκουτιά = ρούχα
ξεσγαρτσιάσει = καθαρίσει
φαφατιάσει =  φουσκώσει
τσιγαρίδες = παστό χοιρινό
καγιανά = ντομάτα με αυγά στο τηγάνι
μπουγάνα = λαμαρινένια γάστρα
σκορκοφίγκι =πίτα από το πρώτο γάλα της γίδας, μετά τη γέννα
ζαλιά = φόρτωμα στην πλάτη
βεργιά = κληματόβεργες
μάκινα = μηχάνημα επεξεργασίας της σταφίδας
ξεμπουντουλώσει = εξαφανίσει,καταστρέψει
βίκες = στάμνες
λούρες =βέργες
λυγιά = λυγαριά
λιάζει = γαβγίζει
μαλιναρίζει = τρομάζει
πιλαλάει = τρέχει
σκαπετάει = φτάνει
χουρχούρες = σαύρες
τσιροπούλια = σπουργίτια
λογανιά = σκούπα από αφάνα

Από το βιβλίο ''Μικρές Ιστορίες'', 2016 εκδ. Οροπέδιο

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Κωνσταντίνος Σοφικίτης:

 ''Marabou Aegean''
Μια μοναδική φωτογραφική καταγραφή των κατοίκων του Αιγαίου 



Παπα-Γιάννης  



Παπά-Γιάννης ο Μεσαριανός, ακάματος φάρος πνευματικότητας, μέσα από την προσωπική του διαδρομή και παρουσία φωτίζει συνδετικά το παρελθόν με το παρόν της Άνδρου.  

Δεν ταξίδεψε ποτέ ως ναυτικός, από τους 53 συμμαθητές του στο σχολείο οι 50 έγιναν καπετάνιοι, εκείνος αποφάσισε να γίνει πνευματικός αγωγός στον τόπο του. Όμως τη θάλασσα την αγαπάει και κυλάει στο αίμα του. Το αισθάνεσαι όταν μιλάει για τη γαλάζια της απεραντοσύνη, όταν σου λέει ότι η θάλασσα για τον Ανδριώτη είναι το καθρέφτισμα των πόθων του και των καημών του.


Για πολλές δεκαετίες έχει κοινωνήσει τις σημαντικότερες στιγμές, χαρούμενες και δυσάρεστες, στη Χώρα και τα χωρία της Άνδρου. Απύθμενο πηγάδι εμπειριών και αναμνήσεων.

Θυμάται το '40, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, ήταν οχτώ χρονών, το πρωί πήγανε στο σχολείο κανονικά, έγινε διάλειμμα, το κουδούνι δεν ξαναχτύπησε να μπουν για το επόμενο μάθημα, και τα παιδιά του γυμνασίου έκαναν παρέλαση με τη σημαία, όχι όπως συνήθως, την είχαν απλωμένη. Θυμάται τα μαθήματα αεράμυνας, τα καταφύγια, σειρήνες δεν είχε η Άνδρος, η καμπάνα έδινε το σύνθημα και ειδοποιούσε τον κόσμο.

Θυμάται στις γιορτές, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Γεωργίου, πήγαιναν στα σπίτια που γιόρταζαν και την πρωτοχρονιά πήγαιναν σε όλα τα σπίτια σαν κινούμενο πανηγύρι που δεν τελείωνε. Τότε είχαν άλλη αξία οι γιορτές, οι άνθρωποι ήταν πιο δεμένοι.

Θυμάται τα πρώτα χρόνια της ιερατείας του, που η Άνδρος και τα χωρία της ήταν γεμάτα ζωή και τις Κυριακές οι εκκλησίες γέμιζαν, και πώς έφυγε ο κόσμος και έμειναν λίγοι στην Άνδρο και οι εκκλησίες άδειασαν.

Δεν είναι η ζωή που ήταν παλιά, η ζωή όμως συνεχίζεται, τρέχει, και πρέπει να τρέξεις και εσύ μαζί της, μας λέει και εμείς νιώθουμε  πως όσο και να γεράσει το σώμα, η ψυχή του αντέχει να υπηρετεί τον σκοπό της. 

Πηγή: www.lifo.gr

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Κώστας Περδίκης:





μόνοι στο σπίτι
στην αδελφή μου

Το καλοκαίρι πήγαινε προς το τέλος του, αλλά η μέρα εξακο­λουθούσε να είναι μεγάλη. Αργούσε, ακόμη, αρκετά να σκοτει­νιάσει. Περνάγαμε τις τελευταίες μέρες των διακοπών στο μι­κρό εξο­χικό, στο κτήμα μας στον Παλιόκαμπο, αρκετά μακριά από το τελευταίο σπίτι του χωριού.
Οι γονείς μας, εκείνο το απόγευμα, είχαν να πάνε για κάποια δουλειά, που θα τους έπαιρνε τουλάχιστον δύο με τρεις ώρες.  Εγώ και η αδελφή μου, μικρά παιδάκια τότε, έπρεπε να μεί­νουμε στο σπίτι και να τους περιμένουμε. «Ανάφτε τη λάμπα μόλις νυχτώσει, κλειδώστε την πόρτα από μέσα και καθίστε ήσυχα μέχρι να γυρίσουμε», μας είπαν φεύγοντας.
Πριν το σκοτάδι πέσει για τα καλά,  ανάψαμε τη λάμπα. Το απαλό της φως γέμισε το δωμάτιο, δίνοντάς μας λίγο κουράγιο. Το σπιτάκι μας έστεκε στη μέση του κάμπου μονάχο του σχε­δόν. Γύρω του κάθε είδους δέντρα, αχλαδιές, μηλιές, ελιές. Ένα στενό δρομάκι έφτανε μέχρι την αυλόπορτα, γύρω στα εκατό μέτρα μακριά από τον δημόσιο δρόμο, που πή­γαινε στη θά­λασσα.
Κλειδώσαμε την πόρτα από μέσα, όπως μας είχαν πει και πα­σχίζαμε να βρούμε κάτι να κάνουμε, για να περνάει η ώρα και να ξεχνάμε κάπως την ερημιά μας. Απ’ έξω δεν ακουγόταν το παραμικρό, άκρα του τάφου σιωπή. Αυτό, όμως, αντί να μας ενθαρρύνει, μεγάλωνε τον φόβο μας. Στήναμε αυτί για να ακούμε αν κάποιος ανέβαινε τη σκάλα, ή έστεκε έξω από την πόρτα μας, στη βεράντα. Χωρίς να το λέμε μεταξύ μας, για να μη ντροπιαστούμε, βλέ­παμε ότι όσο πέρναγε η ώρα τόσο πιο πολύ φοβόμαστε.
Αποφασίσαμε, τότε, αντί να καθόμαστε κλειδωμένοι μέσα, μη μπορώντας να δούμε τι γίνεται απέξω, ν’ ανοίξουμε την πόρτα. Φέραμε τα δύο καρεκλάκια, που τα είχαν φτιάξει ειδικά για  μας και τα βάλαμε μπροστά από το άνοιγμα, στη μικρή βε­ρά­ντα. Κάτσαμε δίπλα-δίπλα σμίγοντας τα κορμιά μας, σφίγγο­ντας  αυθόρμητα ο ένας το χέρι του άλλου. Νοιώθαμε έτσι κά­πως καλύτερα. «Πρέπει να φανούμε γενναίοι όπως οι μεγάλοι», λέγαμε, χωρίς όμως και να το πολυπιστεύουμε.
Η νύχτα ήταν αφέγγαρη και η αστροφεγγιά φώτιζε, μόλις μια ιδέα, το πηχτό σκοτάδι. Μπορούσαμε, από κει, να αφου­γκρα­ζόμαστε και να έχουμε τα μάτια μας ορθάνοιχτα, στυλω­μένα προς το δρομάκι, μπας και δούμε κάτι να κινείται. Τα μόνα φώτα που βλέπαμε ήσαν οι ψόφιοι γλόμποι στους στύ­λους της ηλεκτρικής, που έφεγγαν στο βάθος, κατά μήκος του δημό­σιου δρόμου.
Η  απόλυτη νέκρα και σιγαλιά κάθε τόσο έσπαζε από κάποιο τριζόνι ή νυχτοπούλι. Από μακριά έφτανε πότε ένα γαύγι­σμα και πότε το λάλημα κά­ποιου ξενύχτη κόκορα.
Αυτά όμως τα ακούσματα για μας ήσαν ευχάριστα και ανα­κου­φιστικά, γιατί με το ’να ή τ’ άλλο, βρίσκαμε κάποιο ενδιαφέ­ρον και  η ώρα μας τσούλαγε. Αλλάζαμε μόνο λίγες κουβέντες με­ταξύ μας, όπως: «σε λίγο θα ’ρθουν, κοντεύουν», τα χέρια μας όμως δεν έλεγαν να χωρί­σουν, συνέχιζαν να μέ­νουν σφιχτά δε­μένα.
Λίγο μετά, νομίσαμε ότι αν πιάναμε κανένα τραγουδάκι, απ’ αυτά που είχαμε μάθει στην κατασκήνωση, θα βοηθούσε την κατάσταση και αρχίσαμε να ψιθυρίζουμε μαζί το: «ήτανε ένα μικρό καράβι»  και το: «τι να πρωτοθυμηθώ για σένα όμορφο χω­ριό». Όμως ούτε τα τραγούδια μας έκαναν πιο ξένοιαστους.
Κάποια στιγμή από το δρομάκι, στο βάθος, φτάσανε στα αυ­τιά μας κουβέντες και λίγο μετά, μόλις που διακρίναμε στο σκοτάδι να ’ρχεται το γαϊδούρι μας φορτωμένο και πίσω του να ακο­λουθούν οι γονείς μας. Τι ανακούφιση ήταν αυτή που νοιώ­σαμε τότε; Για πότε έγιναν σκόνη όλοι μας οι φόβοι; Πόσο δυ­νατοί και σίγουροι γινήκαμε μέσα σε μια στιγμή;
«Παιδιά δεν αργήσαμε»,  ακούσαμε τη μητέρα μας να λέει, «κά­ναμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, δεν πιστεύω να φοβηθή­κατε, άλλωστε τώρα είσαστε πια μεγάλα παιδιά και θα πρέπει και σεις να αρχίσετε να παίρνετε τις ευθύνες πάνω σας». Εγώ και η αδελφή μου δεν είπαμε τίποτα, μόνο κοιταχτήκαμε στα μάτια, όλο νόημα. Ήταν σαν να λέγαμε: «η ψυχούλα μας το ξέρει…»

Από το βιβλίο ''Μικρές Ιστορίες'', 2016 εκδ. Οροπέδιο

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

Κώστας Περδίκης:



κοτόπουλο με χυλοπίτες

στη μνήμη του Κώστα

Κάθε καλοκαίρι, τον μήνα Αύγουστο, είχαμε μεγάλη χαρά εγώ και η αδελφή μου.
Έρχονταν για διακοπές, για ένα μήνα περίπου, ο θείος μου με τη γυναίκα και τον γιο του.
Βολευόμαστε και οι δύο οικογένειες στο μικρό σπιτάκι του κτήματος.
Ο ξάδελφός μας, ο Κώστας ο μεγάλος, όπως τον αποκαλούσαμε για να ξεχωρίζει από μένα  τον μικρό, κάθε χρόνο μας είχε και από μία έκπληξη.
Πότε μας έφερνε να διαβάσουμε, άγνωστα για μας, μυθιστορήματα.
Πότε ολόκληρο στρατό από μολυβένια στρατιωτάκια.
Πότε παιδικά περιοδικά, όπως "Διάπλασις των Παίδων" και "Ελληνόπουλο".
Ακόμη και το περίφημο "Μεκανό" μια χρονιά μας κουβάλησε.
Πού να τα ξέρουμε εμείς όλα αυτά, στο μικρό μέρος που ζούσαμε.
Εκείνο το καλοκαίρι μας παρουσίασε το νέο του απόκτημα.
Ήταν ένα πιστόλι, που του είχαν δωρίσει, μεταλλικό σαν αληθινό.
Πέταγε, με χαρακτηριστικό ήχο, μικρές μολυβένιες μπίλιες αρκετά μακριά.
Ό,τι βρισκόταν μπροστά μας το σημαδεύαμε.
Κρεμασμένα μανταλάκια, σπιρτόκουτα στημένα στο πεζούλι της βεράντας κ.ά.
Τα κατάφερνα αρκετά καλά για την ηλικία μου.
Είναι απογευματάκι και από το ύψος της βεράντας χαζεύουμε την αυλή.
Ο Κώστας ψάχνει να βρει κανέναν νέο ενδιαφέροντα στόχο.
Τότε, κάνει την εμφάνισή της στην αυλή, σε απόσταση περίπου πέντε μέτρων, μια καλοθρεμμένη πουλακίδα.
Ήταν απ΄ αυτές, που η μάνα μας έθρεφε από τον χειμώνα για να είναι έτοιμες το καλοκαίρι.
Ο ξάδελφος, χωρίς να πολυπιστεύει ότι θα βρει τον στόχο, σημαδεύει  την πουλακίδα και της ρίχνει.
Η μπίλια πάει κατευθείαν στο κεφάλι του πουλιού και κείνο καταρρέει.
Παγώνουμε.
Τώρα τι κάνουμε; Το λέμε; Το κρύβουμε;
Αναλαμβάνει ο ξάδελφος, σαν μεγαλύτερος, να το πει στη μάνα μου.
Άλλωστε ήταν γνωστό ότι εκείνη τον λάτρευε.
Περίμενα σφιγμένος να ακούσω την αντίδρασή της.
Και τι ακούω;
"Μη χολοσκάς αγόρι μου.
Εδώ και ώρα, σπάω το κεφάλι μου να βρω τι να σας μαγειρέψω για το βράδυ.
Λοιπόν το βρήκα.
Απόψε θα φάμε κοτόπουλο με χυλοπίτες"...

Από το βιβλίο μου ''Σινική Μελάνη'' ,2014