Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ (1865-1922):

  1909
 Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας επισκέπτεται την Σκιάθο 




Ο Καρκαβίτσας αποβιβάστηκε στη Σκιάθο επικεφαλής της περιοδεύουσας στρατολογικής επιτροπής, έπειτα από την εκτέλεση των καθηκόντων της στη Μαγνησία και το Πήλιο. Μάλιστα ως αξιωματούχος (υπίατρος) που ήταν συνοδευόταν και από τον νομάρχη, για αυτό και έτυχαν επίσημης υποδοχής από τις αρχές του νησιού. Η ημερομηνία της άφιξης καθορίζεται από τον Παπαδιαμάντη σε επιστολή που θα δούμε πιο κάτω και είναι η 11η Μαΐου, ενώ η διάρκεια της επίσκεψης κράτησε μία εβδομάδα ώς τις 17 του ίδιου μήνα.

Αντίθετα, ο Καρκαβίτσας σε δικό του κείμενο, που επίσης θα αναφέρουμε στη συνέχεια, τοποθετεί την άφιξη στις 14/5. Σωστή φαίνεται η Παπαδιαμαντική αναφορά, η οποία καθορίζει και τη συνολική διάρκεια της παραμονής του Καρκαβίτσα στη Σκιάθο. Αφότου ο τελευταίος πάτησε το πόδι του στο νησί, παραβλέποντας τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, αναζήτησε άμεσα τον φίλο του Παπαδιαμάντη , ο οποίος μάλλον γνώριζε τον επικείμενο ερχομό του. Διαφωτιστικό για τις λεπτομέρειες του γεγονότος είναι το κείμενο του Καρκαβίτσα με τίτλο: «Εις μνήμην του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη» και υπότιτλο «Ο κυρ - Αλέξανδρος» στο περ. Καλλιτέχνης τον Φεβρουάριο του 1912 (στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύτηκαν και τα πρώτα μετά θάνατον διηγήματά του).

Καταγράφει λοιπόν ο Καρκαβίτσας με τη γλαφυρή γραφίδα του την άφιξη της επιτροπής, την υποδοχή των επισήμων, τα καλωσορίσματα και τα κεράσματα, περιγράφει εικόνες της προκυμαίας στη γραφική «πολίχνη», αλλά σημειώνει και τις ανούσιες για τον ίδιο συζητήσεις των κεφαλών του τόπου. Προείχε το αντάμωμα με τον Παπαδιαμάντη και τον έψαχνε περιφέροντας το βλέμμα του. Σύντομα τον εντόπισε μισοκρυμμένο παράμερα, πιστό στην προσφιλή του συνήθεια να αποφεύγει τους μεγαλοσχήμονες. Σηκώθηκε, τον πρόλαβε στη γωνία και μίλησαν στα όρθια.

Ο Παπαδιαμάντης δεν είχε καμία διάθεση να καθίσει με την «επίσημη» παρέα του φίλου του κι επιπλέον του παραπονέθηκε κιόλας για την αδυναμία του, απότοκη της οικονομικής του κατάστασης, να τον φιλοξενήσει όπως θα ήθελε: «Ναρθής στον τόπο μου και να μην μπορώ να σε περιποιηθώ, να πας αλλού! Να μη σε πάρω στο σπίτι μου, είπε κι άρχισε να δακρύζη» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καρκαβίτσας. Το ίδιο παράπονο καταγράφει και ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης σε επιστολή του προς τον Ιωάννη Βλαχογιάννη (3/6/1909): «…Ο Καρκαβίτσας ήτον εδώ την προπερασμένην εβδομάδα, 11 - 17 Μαΐου. Ηλθε μαζί με την στρατολογικήν επιτροπήν. Του άρεσε το νησί μας, αν και εστενοχωρήθην εγώ, διότι δεν είχα τα μέσα να τον περιποιηθώ όπως ώφειλον. Ητον δε κουρασμένος από την μακράν περιοδείαν ανά το Πήλιον και την Μαγνησίαν και δεν είχεν επιθυμίαν διά να πηγαίνωμεν εις εκδρομάς ανά την εξοχήν...» (Αλληλογραφία, εκδ. «Δόμος», σελ. 174 - 175).

Δυστυχώς, ο μόνιμος βραχνάς της φτώχειας εξακολουθούσε να ταλαιπωρεί τον Σκιαθίτη συγγραφέα. Στη συνέχεια του κειμένου του ο Καρκαβίτσας μεταφέρει τον διάλογο των μελών της συντροφιάς του με τις εκτιμήσεις τους για το μέγεθος της αξίας του Παπαδιαμάντη («είνε μεγάλος άνθρωπος»), αλλά και την άστοχη επιμονή του «να μη βαστάη τη θέση του», επικρίνοντας τη συνειδητή επιλογή του να αποφεύγει τους επώνυμους και να συγχρωτίζεται με τους λαϊκούς και τους ταπεινούς. Κατά την εβδομαδιαία του παραμονή στη Σκιάθο ο Καρκαβίτσας περιόδευσε με τον φίλο του Παπαδιαμάντη σε πολλά μέρη του νησιού, από εκείνα που μνημονεύονται στα διηγήματά του, γνωρίζοντας από κοντά εκείνον τον προσφιλή χώρο.

Με τις προτροπές του πρώτου συγκατάνευσε ο Παπαδιαμάντης να συναντηθεί, παρά τις αρχικές απόλυτες αντιρρήσεις του, με τους επίσημους, που είχε στη συντροφιά του και συμφώνησε να τους υποδεχτεί στο σπίτι του για γλυκό και καφέ. Η επίσκεψη αυτή του νομάρχη και των αρχών του τόπου υπήρξε μια έμπρακτη αποδοχή της αξίας του καταφρονεμένου συγγραφέα. Του αποκόμισε δε μια πραγματική ευχαρίστηση στα στερνά του βίου του. Ο Ηλείος λογοτέχνης ολοκληρώνει το κείμενό του με μια φράση που σημείωσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί και είναι μία από τις πλέον γνωστές για το έργο του Παπαδιαμάντη: «Ωμορφη είνε η Σκιάθος του Θεού, μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μου φαίνεται ωμορφότερη».

***

Ετούτη η αξιομνημόνευτη συνάντηση των δύο λογοτεχνών μας, 110 χρόνια πρωτύτερα, στα μέσα Μαΐου (11 έως 17) του 1909, πέρα από την επετειακή της αναφορά, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πτυχή των τελευταίων χρόνων της ζωής του Παπαδιαμάντη, όταν είχε αποσυρθεί οριστικά «εις την γενέθλιον νήσον».

Πηγή: Ταχυδρόμος Μαγνησίας

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2021

1908: Ένα γεύμα παραμονή των Χριστουγέννων

Γράφει Ο Μ. Μαλακάσης:




Ένα μουντό πρωινό χινοπωριάτικης ημέρας, παραμονές των Χριστουγέννων, εδώ και εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια, ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λόγιος και συγγραφέας και άνθρωπος κολασίμων παθών, έπερνε τον καφέ του στο υπόστεγο του μικρού καφενείου της Δεξαμενής στου κυρ Γιάννη. Τον έπινε και εδιάβαζε την εφημερίδα του, επισκοπώντας και από αταβισμόν ζουλαπιού τα περίγυρα, οσμιζόμενος και την ατμόσφαιρα. 

Ο Ευρυσθένης Τσανάκας! Τρομερό πρόσωπο, άνθρωπος πολυφαγάς, καυγατζής, χωρικός, θρασύδειλος, τύραννος και δούλος. Κακολόγος, κακόσουρτος, βραδύβ, αλλά παρατηρητικός και συγγραφέας με κάποιο ταλέντο. 

Είναι πεθαμένος εδώ και είκοσι χρόνια το λιγότερο. Υστερα από τόσον καιρό και ο Θεός ακόμα θα τον συγχώρησε. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λοιπόν, εκείνο το πρωί, έκαμε την τύχη του.

Όπως παραφύλαγε, ανασηκωμένος σε μια στιγμή, συνέλαβε με το μάτι το ξεκομμένο γαλόπουλο που κατέβαινε από το Λυκαβητό σαστισμένο και παραπατώντας. 

Εκαθόμουν ακριβώς αντίκρυ του και παρακολουθούσα τη σκηνή. Ο Τσανάκας το ήξερε και με υπόβλεπε. Ημαστε φίλοι, αλλά και εχτροί μαζύ. Μ’ αγαπούσε και δε με υπόφερε. Τον εκαφτηρίαζα εκεί που πονούσε και εφρίαζε. Και το πιο που τον λυσσούσε ήτανε ο αφελής και παιγνιδιάρικος τρόπος μου. Το γαλί ως τόσο κατέβαινε· έφτανε τώρα στο διάμεσο των δύο καφενείων, ήσαν τότε δύο τα καφενεία της Δεξαμενής, κ’ εκεί που κοντοστάθηκε αναποφάσιστο ακόμα, ο Ευρυσθένης Τσανάκας ευρέθηκε στο πλάι του. Είχε πάρει από κάτω ένα ξεροκάλαμο και διαγράφοντας ημικύκλιο, από τη μια μεριά τού έκοψε με το σώμα του το δρόμο, ενώ από την άλλη, τάπα, τάπα, με τη βέργα, τώφερνε προς το καφενείο. Συγχρόνως με λίγη ψύχα ψωμιού που έτριβε με το άλλο του χέρι, καθησύχαζε το πουλερικό, που αναθαρρεμένο έτσι, παρασύρονταν προς την κατεύθυνση που του έδινε ο Τσανάκας. Ητανε δε αυτή, μια παράγκα κολημένη στο καφενείο και που εφυλάγονταν τα καθίσματα του καλοκαιριού. Εκεί όταν το έφτασε, άνοιξε την πόρτα και αφού έσπρωξε το γαλί με το ξεροκάλαμο μέσα, την έσυρε πάλι προς αυτόν και την έκλεισε.

Εφώναξε τότε τον μικρόν του καφενείου και του είπε, κυττάζοντας και προς εμένα ύποπτα, αλλά και κάπως εξευτελισμένα: 

— Άκου, Θανάση, μέσ’ στην αποθήκη είνε ένα γαλόπουλο, αν το ζητήση κανένας, το δΐνεις. Αν όχι, το κρατείς κλεισμένο· το μεσημέρι εγώ θα γυρίσω από δω. Αγόρασέ του και λίγο καλαμπόκι και βάλε του σ’ ένα πιάτο και νερό. 

Γυρίζοντας σ’ εμένα, πάμε; μου λέει, κατεβαίνεις ή θα καθήσεις εδώ; 

— Κατεβαίνω, του απάντησα, και σηκώθηκα. 

Επήραμε την οδόν Πινδάρου σιωπηλοί για κάμποσα λεπτά και υποβλεπόμενοι. 

Αξαφνα μου λέει: Ξέρεις τι γένεται αυτό το πουλί με πατάτες στο φούρνο; λουκούμι. Αν δεν το γυρέψουν σαν το μεσημέρι, θα το κόψω. Θα πω του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα να το φάμε το βράδυ. Η αφεντιά σου δεν ξέρω τι θα κάνεις. Θάρθης; 

— Βρε αδερφέ... 

— Να χαθής, γελοίε, με διέκοψε, και εχωρίσαμε. 

Το απόγιομα ήρθε ο Παπαδιαμάντης και με βρήκε. 

— Τι θα κάμουμε, μου είπε, το βράδυ θα πάμε; 

— Πού; 

— Στου κυρ Γιάννη. Ο Τσανάκας, λέει, έχει ένα γαλόπουλο με πατάτες. Εγώ δεν τρώω κρέας σήμερα, αλλά αν θέλεις… 

— Μα τι έγινε, του είπα, δεν το ζήτησε κανένας; 

— Ποιο. 

— Το γαλόπουλο. Τι δεν ξέρεις; 

— Δεν ξέρω τίποτε. 

— Βρε αδερφέ, αυτό το γαλόπουλο ο Τσανάκας το παραπλάνησε το πρωί ξεκομμένο, όπως είπε, από κοπάδι, και τόκλεισε στου κυρ Γιάννη και τώκοψε. Θέλεις τώρα να πάμε, δε θέλεις; Η γνώμη μου είνε να φάμε στου Πανταζή (ένα μπακάλικο στην οδό Αναγνωστοπούλου) και να ταφήσουμε αυτά. 

— Δίχως άλλο, απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Και επρόσθεσε: Αυτό μούλειπε ναρτιθώ τέτοια μέρα σήμερα και με πουλί κλεμένο. Στου Πανταζή λοιπόν. Ελιές, ταραμά, χαλβά και για σένα κάτι ακόμα θα βρεθή. 

Αυτό και έγινε. Το βράδυ αντάμωσα με τον Παπαδιαμάντη στου Ζαχαράτου και ανεβήκαμε σιγά-σιγά την οδόν Αγχέσμου. Μιλούσαμε για το γαλόπουλο, για την πράξη αυτή του Τσανάκα, μισή κλοπή και μισή εύρημα, κατά τον Παπαδιαμάντη, που δεν τη συγχωρούσε, το περισσότερο, λόγω του νηστίσιμου της ημέρας. 

— Τέτοια μέρα κρέας, επανελάμβανε, και κλεμένο... 

Εφάγαμε ασκητικά οι δυο μας, χωρίς πολλές κουβέντες και χωρίς θόρυβο και μείναμ’ εκεί ως φτασμένα σχεδόν τα μεσάνυχτα. 

Εγώ εκάπνιζα, κ’ εκείνος κουτσόπινε και κάπνιζε. Ητανε όμως στρυφνός και στα νεύρα του. 

— Δεν είνε κρασί αυτό, μου έλεγε, Μιλτιάδη, είνε πετρέλαιο. Μόνον ο Καχρημάνης κι’ ο Κόπανος, κατά δεύτερο λόγο, επρόσθετε, τι τα θέλεις αυτά… τους Πανταζίδες… 

Το πρωί της άλλης ημέρας, ένα βροχερό και κρύο πρωινό, ελαφροί και σαν φοβισμένοι χτύποι στην πόρτα μου με ξύπνησαν. Θα ήτανε ως 8.30-9 η ώρα. 

— Ποιός; ρώτησα μισοκοιμισμένος. 

— Εγώ, ο Αλέξαντρος. 

— Ποιός; 

— Ο Παπαδιαμάντης. 

— Εφτασα, του αποκρίθηκα, σηκωνόμενος να του ανοίξω. 

— Δεν είνε ανάγκη, εμουρμούρισε, ήρθα να σου πω, για να μην το μάθης από τους άλλους, πως εγώ ψες το βράδυ που χωρίσαμε, πέρασα από του κυρ Γιάννη. 

— Τι;! 

— Πέρασ’ απ’ τα παιδιά και κάθησα και λίγο μαζί τους. Ηθελα να ξεπλύνω το στόμα μου από κείνο το παλιόκρασο του Πανταζή. 

— Και να πάρης και μεζέ, βέβαια, είπα, ανοίγοντας την πόρτα μου. 

— Σε ντρέπομαι, μου είπε χαμογελώντας, ενώ μ’ εκύτταζε. 

— Δυο πατατούλες, επρόσθεσε. 

— Κι’ από το γαλόπουλο, τίποτε; ρώτησα. 

— Μούχαν φυλάξει το μερδικό μου, είπε, και για να μην τους προσβάλω, έφαγα και το σηκώτι. Απ’ το άλλο όμως, σου ορκίζομαι, ούτε μπουκιά. 

— Και ποιοι ήτανε; ρώτησα για να τον βγάλω απ’ τη στενοχώρια που έβλεπα να βρίσκεται το περισσότερο, παρά για να μάθω γνωστά πράγματα. 

— Ο τσανάκας, ο Καρκαβίτσας, ο Πασαγιάννης κι’ ο κυρ Γιάννης της Δεξαμενής. 

— Κανένας άλλος; 

— Κι’... εγώ, είπε, χαμογελώντας, και έφυγε…

 

Πηγή: anemourion

 


Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ (1869-1943):

 


ΜΙΑ ΕΚΔΡΟΜΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ



ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ



Ένα ανοιξιάτικο πρωινό, κατά τη συμφωνία μας, o Παπαδιαμάντης θα με περίμενε στην πλατεία Κολωνακίου, απ' όπου θα περνούσα να τον πάρω με τ' αμάξι.

Είχε αποφασίσει να μείνει μαζί μου τρεις-τέσσερις μέρες στην Πεντέλη, προς ανάπαυσιν και αναψυχή, όπως μου είπε, ενώ εγώ θα έμενα κάμποσο. Εκεί στην πλατεία Κολωνακίου, απέξω από ένα καφενείο, στο απόσκιο, τον βρήκα να κάθεται μ' ένα μπογαλάκι δίπλα του, σκεπτικό και κατσούφη, καπνίζοντας το σιγαρέτο του...

Είχε ανεβεί κάμποσο o ήλιος όταν αμαξοδρομούσαμε στην oδό Κηφισίας, — ένας ήλιος πού χαροποιούσε τα πάντα, από πάνω μας, γύρω μας, μπροστά μας. Κι’ όσο πηγαίναμε κι' όσο προχωρούσαμε, οι διάφορες φυσικές εναλλαγές σκορπούσαν θάματα επί θαμάτων με φωτοσκιάσεις και αντιλαρίσματα, με κελαδίσματα πουλιών, μέ θροίσματα και σιωπές...

Ως πού να φτάσουμε στην Πεντέλη, δε θυμάμαι αν ανταλλάξαμε μερικές λέξεις, και ακόμα αν o Παπαδιαμάντης σήκωσε και το βλέμμα του καν, να το περιφέρει σ' εκείνη τη γιορτάσιμη ομορφιά της φύσης, καρφωμένο καθώς τόχε, από την αρχή της εκδρομής μας, προς τα κάτω.

Είμαι όμως βέβαιος πώς το κοντάκ των ματιών του σε διάφορες στιγμές θα συλλάβαινε τη χαρούμενη εκείνη πανοραματικήν εικόνα, τόσο έμοιαζε λυπημένος...

Το ωραίο φως, μας λέει o ποιητής με τη βαθύτατη υποβλητικότητα του, δεν είνε τάχα σκορπισμένο ατούς κάμπους και στα νερά, η αληθινή τραγική εικόνα της ζωής ; . . .

Με τo αλλεπάλληλο σιγαρέτο στο στόμα και το βυθισμo των σκέψεων του καθρεφτισμένο στο ανεξερεύνητο και εξαγιασμένο του πρόσωπο, φτάσαμε, έπειτα από μιας ώρας διαδρομή, στον προορισμό μας.

Εκεί στο Νερό, λίγα βήματα πριν από το Μοναστήρι, απέξω από το μικρό μαγέρικο όπου θα τρώγαμε, καθήσαμε σιωπηλοί, απαράλλαχτα όπως είχαμε ξεκινήσει από των Αθήνα, σα δυo συνταξιδιώτες άγνωστοι μεταξύ τους, πού δεν είχαν και διάθεση να ανταλλάξουν ομιλία και πού κάθησαν εκεί για μια στιγμιαία διακοπή της πορείας τους...

Ύστερ' από έναν καφέ πού είχαμε πάρει, εγώ σηκώθηκα και προχώρησα προς το Μοναστήρι, να κανονίσω τα της παραμονής μας εκεί, αν και ήταν τακτοποιημένα όλ' αυτά από πρωτύτερα.

Στην επιστροφή μου βρήκα τον Παπαδιαμάντη στην ίδια θέση, στην ίδια στάση, στην ίδια αποκαρτέρηση. Προσποιήθηκα το γελαστό, τον εύθυμο και τον ικανοποιημένο μαζί, και του ανάγγειλα πώς τα πάντα εκεί πάνω μας περίμεναν όπως του είχα υποσχεθεί.

Μου απάντησε μονολεκτικά δε θυμάμαι τώρα τι, κι’ ύστερ' από λίγα λεπτά καθήσαμε σ' εν άλλο τραπέζι, λίγο παρακάτω, πάντα στο ύπαιθρο, όπου μας είχαν σερβίρει ένα προπαραγγελμένο γεύμα.

Δίπλα μας κελάριζε o κρουνός του κεφαλαριού, όπου τα πουλάκια ανασήκωναν τους λαιμούς τους, τινάζοντας τα φτεράκια τους.. ·.

Το φαγητό μας δεν ήτανε καθόλου άσχημο. 'Αλλά το κρασί, κατά τoν Παπαδιαμάντη, ήταν απαίσιο.

—Αυτό το κρασί, μου είπε, θυμούμαι, μου χάλασε το κέφι...

— Ποιο κέφι; τον ρώτησα ελαφρά χαμογελώντας.

—  Για, αυτό, μου απάντησε, ανασηκώνοντας κάπως και το κεφάλι του, χαμογελώντας κ' εκείνος, και σώπασε ...

Κατά τη μία-μιάμιση μου ήρθε η ιδέα να του πω :

— Δεν πάμε κι' ως εκεί, να δούμε τα κελιά, την εκκλησία, κ' εκείθε ν' ανηφορίσουμε και λιγάκι ;

Μου έγνεψε ένα όχι πάλι, χωρίς αυτή τη φορά να μιλήσει.

Στη στενοχώρια μου εκείνη, να μην ξέρω τι να κάμω, να, άξαφνα, μπρος μας, να ανηφορίζει μια συντροφιά νεαρών ζευγαριών στα γαϊδουράκια. Ξεπέζεψε εύθυμη, γελαστή, με φωνές και χάχανα. Ένας από τους νέους εκείνους πλήρωσε τον επικεφαλής ανηλάτη, μεσόκοπον υψηλόσωμο χωρικό, πού ήταν αρχηγός τριών - τεσσάρων έφηβων αγωγιατών, ενώ οι άλλοι και οι άλλες, σκουντούμενοι και αλληλοτραβούμενοι, και ήταν παραπάνω από δέκα, και τραγουδώντας μερικοί απ' αυτούς, έδειχναν πώς θα τραβούσαν για το παλάτι της Δούκισσας. Η συντροφιά εκείνη θα γύριζε, βέβαια, με το φεγγάρι τη νύχτα πεζή στο Μαροΰσι ή στην Κηφισιά.

Ο Παπαδιαμάντης, πού παρακολουθούσε κι' αυτός   το   ευτυχισμένο   εκείνο ανερχόμενο σούσουρο, όπου έσπευδε και o καθυστερημένος της παρέας, σηκώθηκε πλησίασε τον επικεφαλής ονηλάτη, αντάλλαξε μαζί του δυo - τρεις λέξεις, γύρισε στο τραπέζι και μου είπε :

— Ντρέπομαι, Μιλτιάδη. Συμφώνησα να κατεβώ μ’ αυτούς στο Μαρούσι κι’ από κει το βράδυ με το σιδηρόδρομο να είμαι στην Αθήνα. Με συγχωρείς πολύ, πολύ.

— Δε βαρυέσαι, του απάντησα χαμογελώντας. Μεταξύ μας τέτοια πράματα ...

Γύρισε τότε προς το μαγαζάκι, μπήκε μέσα και πήρε την αβασταγή του.

Σηκώθηκα κ’ εγώ και τον ακολούθησα προς τη συνοδεία πού τον περίμενε.

Εκεί, αφού κρέμασε το μπογαλάκι του στο σαμάρι ενός υποζυγίου, το καβαλίκεψε μονόπαντα, και αφού τοποθετήθηκε άνετα,   άναψε   κι’ ένα   σιγαρέτο. Τότε, ώ θαύμα τον είδα να αλλάζει ολόκληρος, αιθρίασε, φωτίστηκε σχεδόν από αγαλλίαση, και αποχαιρετώντας με μ’ ένα « Κα-λήν αντάμωση », μου πρόσθεσε, ενώ ξεκινούσε με τα άκακα εκείνα ζωντόβολα, τα ράθυμα ποδίζοντα, και τους κυρίους τους πεζούς προπορευόμενους:

— Το κρασί όμως του ασυνείδητου εκείνου (και μου έδειξε προς το μαγαζί), φαρμάκι, Μιλτιάδη ...

Στάθηκα κάμποσο εκεί παρακολουθώντας τον ν’ απομακρύνεται, ως πού τον έχασα στην καμπή πού άρχιζε το λοξό κατηφόρισμα ...

Αναπόλησα τότε το θεάνθρωπο, πορευόμενον επί πώλου όνου στα Ιεροσόλυμα, και ακμή ολόκληρη την Αγίαν Οικογένεια, όταν, με τον ίδιον τρόπο, έφευγε για την Αίγυπτο ...

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών



Νέα στία, τόμ. 30, τεχ. 355 (Χριστούγεννα 1941)

 

Πηγή: Blog ΄΄μπόρα είναι θα περάσει΄΄

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

Περιοδικό ''αντί'', τεύχος 463, 5 Απριλίου 1991:

 Μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη



Κατεβάστε το περιοδικό από τη διεύθυνση:

http://pandemos.panteion.gr/getfile.php?uri=http://localhost:8080/fedora/objects/iid:15152/datastreams/PDF1/content&mimetype=application%2Fpdf&filename=Anti_1991_A_463.pdf

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Νεκρός Χριστός στον τάφο του Χόλμπαϊν και ο Ντοστογιέφσκι:

 500 χρόνια από τον Νεκρό Χριστό στον τάφο του Χόλμπαϊν και

200 χρόνια από την γέννηση του Ντοστογιέφσκι.


Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι

 

Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι (1821-1881) γεννήθηκε στη Μόσχα πριν από 200 χρόνια, την ίδια χρονιά με τον Γκυστάβ Φλωμπέρ και τον Σαρλ Μπωντλέρ. 

 

 

Σε ένα του ταξίδι το 1867, επισκέπτεται το Kunstmuseum της Βασιλείας όπου αντικρίζει τον Νεκρό Χριστό στον τάφο του Χόλμπαϊν. Η δεύτερη σύζυγός του 'Αννα Γκριγκόριεβνα Ντοστογιέφσκαγια αναφέρει στα απομνημονεύματά της:


"Καθώς πηγαίναμε στη Γενεύη, σταματήσαμε για μια μέρα στη Βασιλεία για να δούμε έναν πίνακα στο εκεί μουσείο για τον οποίο είχε ακούσει ο σύζυγός μου. Ο πίνακας αυτός του Χανς Χόλμπαϊν απεικονίζει έναν Χριστό που έχει υποστεί απάνθρωπα βασανιστήρια, έχει κατέβει από τον σταυρό και βρίσκεται σε αποσύνθεση. Το πρησμένο του πρόσωπο είναι γεμάτο από αιματοβαμμένες πληγές και η όψη του είναι τρομερή. Ο πίνακας είχε καταλυτικό αντίκτυπο στον Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς. Στεκόταν μπροστά του άναυδος. Ούτε κι εγώ είχα τη δύναμη να τον κοιτάξω - ήταν πολύ οδυνηρό για μένα, ιδίως στην άρρωστη [έγκυο] κατάστασή μου - και πήγα στα άλλα δωμάτια. Όταν επέστρεψα μετά από δεκαπέντε ή είκοσι λεπτά, τον βρήκα ακόμα καθηλωμένο στο ίδιο σημείο μπροστά στον πίνακα. Το ταραγμένο του πρόσωπο είχε ένα είδος τρόμου, κάτι που είχα παρατηρήσει περισσότερες από μία φορές κατά τις πρώτες στιγμές μιας επιληπτικής κρίσης. Αθόρυβα πήρα τον σύζυγό μου από το χέρι, τον οδήγησα σε ένα άλλο δωμάτιο και τον έβαλα να καθίσει σε ένα παγκάκι, περιμένοντας την κρίση από το ένα λεπτό στο άλλο. Ευτυχώς αυτό δεν συνέβη. Ηρέμησε σιγά-σιγά και φύγαμε από το μουσείο, αλλά επέμενε να επιστρέψει και πάλι για να δει αυτόν τον πίνακα που τον είχε εντυπωσιάσει τόσο έντονα".


Πηγή: Lifo

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

ΤΙΤΣΙΑΝΟ (1488-1576):

 Ο ερωτισμός και η δύναμη που αποπνέουν οι πίνακες του Τιτσιάνο τον δείχνουν να προσεγγίζει την ανθρώπινη φιγούρα με ένα απαλό περίγραμμα, σχεδόν ιμπρεσιονιστικά, επηρεάζοντας γενιές ολόκληρες επόμενων ζωγράφων.







Πηγή: Lifo

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Αγουλινίτσα και Μουριά:

 

οι χαμένες λίμνες του Πύργου

 

 

"Τελικά με θρέψανε τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος (Ντουάνα), ο Λάδωνας, ο Αλφειός. Κάπου κοντά στ' Άσπρα Σπίτια και το Μπέλεσι τα ποτάμια σμίγουν, γίνονται Αλφειός που κυλάει έξω από τα Ολύμπια και παρακάτω χύνεται στη θάλασσα, κοντά στην Αγουλινίτσα - το χωριό που γεννήθηκα - το σπίτι που γεννήθηκα - η κυρία Ρούσα Βενέτα Σινοπούλου - ο καθηγητής κ. Γιώργης Σινόπουλος - τα κουνούπια της Αγουλινίτσας - το κρασί και το λάδι της Αγουλινίτσας - τα ψάρια και τα χέλια από τη λίμνη της Αγουλινίτσας - τώρα την ξέραναν, πάει κι αυτή".


Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)









Πηγή: Lifo