Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

Antoine Bon (1901-1972):

 Η απέριττη Ελλάδα του ΄30










Ο Antoine Bon (Αντουάν Μπον, 1901-1972) υπήρξε Γάλλος αρχαιολόγος, μέλος της Γαλλικής Σχολής Αθηνών (1924), ο οποίος εργάστηκε κατά την περίοδο 1924-1931 στην Πελοπόννησο, τη Θάσο και άλλες περιοχές, και ασχολήθηκε με την αναστήλωση κάστρων και μνημείων. Υπήρξε μανιώδης ερασιτέχνης φωτογράφος και φωτογράφιζε όλα τα μέρη που επισκεπτόταν.    Εξέδωσε δύο φωτογραφικά λευκώματα για την Ελλάδα, τα οποία κυκλοφόρησε σε αρκετές επανεκδόσεις: To En Grèce, με εισαγωγικό κείμενο του Fernand Chapouthier (εκδ. Ρ. Hartmann, Παρίσι 1932), που περιέχει 118 φωτογραφίες του, και το Retour en Grèce με κείμενο του F. Chapouthier (Παρίσι 1934), που περιέχει 133 φωτογραφίες του. 

Πηγή: www.lifo.gr


Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

Γιάννης Περδίκης(1981):


 

 Έρευνα:  H αθηναϊκή αγορά του βιβλίου στα χρόνια της κρίσης 

Η έρευνα που διεξήχθη σε διάφορες περιοχές του ευρύτερου κέντρου, από το Θησείο και τα Πετράλωνα, μέχρι το Κολωνάκι και το Παγκράτι, επιχείρησε να προσεγγίσει τα μικρά βιβλιοπωλεία  τόσο με όρους γεωγραφικούς – οικονομικούς, ως μικρές επιχειρήσεις που έχουν επίδραση στις τοπικές αγορές και γενικότερα στην γειτονιά σαν οργανισμό, όσο και από μια σκοπιά κοινωνιολογική – ανθρωπολογική, θέλοντας να εμβαθύνει στις διαπροσωπικές σχέσεις που δομούνται με επίκεντρο ένα μικρό βιβλιοπωλείο.

 Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και ειδικότερα η πενταετία 2009 – 2014 έχει χαρακτηριστεί ως “η χαμένη πενταετία του βιβλίου” (Μπασκόζος, 2015), εξαιτίας της δραματικής συρρίκνωσης του κύκλου των εργασιών των βιβλιοπωλείων και των εκδοτικών οίκων σε ολόκληρη τη χώρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα. Κατά το διάστημα αυτό, τόσο οι οικονομικές τάσεις, όσο και οι πολιτικές των εκδοτών και των βιβλιοπωλών πήραν νέες κατευθύνσεις, μεγάλες επιχειρήσεις αποχώρησαν από την ελληνική αγορά (π.χ. η γαλλική Fnac) ή κηρύχτηκαν σε πτώχευση, ενώ άλλα φαινόμενα, όπως η “άνοιξη” των μικρών βιβλιοπωλείων στις γειτονιές της Αθήνας έκαναν την εμφάνισή τους.

Στη διάρκεια αυτής της πενταετίας, μεγάλα και ιστορικά αστικά βιβλιοπωλεία όπως ο “Ελευθερουδάκης”, ο “Παπασωτηρίου”, ο “Kauffmann” κ.ά. αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στα νέα δεδομένα και οδηγούνται σταδιακά σε κλείσιμο. Στην εξέλιξη αυτή συνετέλεσαν μια σειρά από παράγοντες: Η κακή διαχείριση εκ μέρους των ιδιοκτητών των μεγάλων αλυσίδων, οι ηλεκτρονικές πλατφόρμες πώλησης βιβλίων, η κατάργηση της ενιαίας τιμής του βιβλίου το 2014 που απορρύθμισε την αγορά, το συρρικνούμενο αναγνωστικό κοινό και βέβαια η οικονομική κρίση, που επιτάχυνε το «άδειασμα» των βιβλιοπωλείων από πελάτες, προκάλεσαν αυτή τη σειρά λουκέτων. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι στα χρόνια αυτά ερημώνει και η “Στοά του βιβλίου” που συγκέντρωνε έναν σημαντικό αριθμό βιβλιοπωλείων – εκδοτικών οίκων.

Στον αντίποδα αυτής της δυσάρεστης κατάστασης για την αγορά του βιβλίου, η ελπίδα φάνηκε να έρχεται από τα μικρά και μεσαία, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία, που μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα κατάφεραν χάρη στο μεράκι των ιδιοκτητών τους να αναπτύξουν ισχυρούς δεσμούς με το βιβλιοφιλικό κοινό.

Πράγματι, στα χρόνια της κρίσης, από το 2009 και μετά παρατηρείται μια “άνθιση” των μικρών βιβλιοπωλείων σε κεντρικά και ημικρεντρικά σημεία της Αθήνας, ακολουθώντας έτσι το πρότυπο άλλων μεγάλων πόλεων του εξωτερικού.  Αρκετοί άνθρωποι που ήταν ήδη στο χώρο του βιβλίου, όσο και νέοι επιχειρηματίες που προέρχονταν από άλλα επαγγελματικά πεδία, αποφάσισαν να ρισκάρουν και να επενδύσουν στο ποιοτικό βιβλίο, ποντάροντας σε μια ζεστή σχέση με το κοινό, σε αντίθεση με τη λογική των μεγάλων  βιβλιοπωλείων – super market.

Αυτή η “επιχειρηματικότητα της ανάγκης” (Κουζέλη, 2013) παραλληλίζεται συχνά με την άνθιση των βιβλιοπωλείων στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, με διαφορετικούς, βέβαια, όρους. Ενδεικτικά, κάποια από τα μικρά βιβλιοπωλεία που άνοιξαν στα χρόνια της κρίσης είναι ο “Φωταγωγός” στην οδό Κολοκοτρώνη, το  “Bookloft” και το “Booktique” στο Κολωνάκι, οι “Πλειάδες”, το “Λεξικοπωλείο” και ο “Βιβλιοστάτης” στο Παγκράτι, το “Little Tree Books” στο Κουκάκι, το “Bibliotheque” στην πλατεία Εξαρχείων, ο “Μωβ Σκίουρος” στην πλατεία Καρύτση (λειτουργεί κυρίως ως εκδοτικός οίκος). Επίσης, άλλα, ήδη υπάρχοντα, μικρά βιβλιοπωλεία έδειξαν αξιοθαύμαστη αντοχή στις πιέσεις της αγοράς και συνεχίζουν και σήμερα να αποτελούν σημεία αναφοράς για την περιοχή τους.

 Το προφίλ των μικρών βιβλιοπωλείων

H πλειονότητα των βιβλιοπωλείων που επισκεφθήκαμε είμαι μικρές έως μεσαίες επιχειρήσεις, έχοντας την νομική μορφή μονοπρόσωπης ΕΠΕ ή προσωπικής (ομόρρυθμης) εταιρίας. Εξαίρεση αποτελεί ένα καφέ – βιβλιοπωλείο το οποίο λειτουργεί ως κοινωνική συνεταιριστική επιχείρηση, με συμμετοχή οκτώ (8) ατόμων που αποφασίζουν με οριζόντιες διαδικασίες και ψηφοφορίες για όλα τα θέματα του χώρου. Τα βιβλιοπωλεία απασχολούν κατά μέσον όρο έναν ως τρεις εργαζόμενους και εκ των οποίων ο ένας είναι, όπως ειναι αναμενόμενο, ο ιδιοκτήτης. Σε κάποιες περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με αμιγώς οικογενειακή επιχείρηση, ενώ σε άλλες οι υπάλληλοι απασχολούνται υπό ένα “θολό” εργασιακό καθεστώς, σαν βοηθητικοί με προγράμματα voucher του ΟΑΕΔ ή εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης.

Όσον αφορά στην αισθητική, αλλά και επιχειρηματική κατεύθυνση των βιβλιοπωλείων, παρατηρούμε ότι όλα, σε μεγαλύτερο η μικρότερο βαθμό, έχουν ένα κοινό παρανομαστή: την λογοτεχνία και ιδιαίτερα την ελληνική λογοτεχνία, που είναι και το προσωπικό ενδιαφέρον των περισσότερων εκ των ιδιοκτητών. Σημαντική θέση στα μικρά βιβλιοπωλεία επίσης έχουν το κριτικό δοκίμιο, οι ανθρωπιστικές επιστήμες, η ποίηση (ελληνική και μεταφρασμένη) αλλά και τα διάφορα, αρκετά τον αριθμό, λογοτεχνικά περιοδικά.

Η προτεραιότητα των βιβλιοπωλών είναι κατεξοχήν ο χώρος του ποιοτικού βιβλίου, παράλληλα, όμως ,στα μικρά βιβλιοπωλεία θα βρει κάποιος τις περισσότερες φορές και άλλα προιόντα, όπως γραφική και σχολική ύλη, διακοσμητικά αντικείμενα, προιόντα design ή τουριστικά προιόντα- σουβενίρ, λευκώματα, κάρτες κ.οκ. Όλα αυτά τα συμπληρωματικά προιόντα βοηθούν την μικρή επιχείρηση να είναι οικονομικά βιώσιμη. Άλλωστε, ειδικά τα τελευταία χρόνια είναι συχνό το φαινόμενο κάποια μικρά βιβλιοπωλεία να λειτουργούν και ως καφέ, αποκτώντας έτσι ένα ακόμη σημαντικό έσοδο, καθώς πολλές φόρες ο τζίρος από τα βιβλία δεν είναι ικανός ώστε τα βιβλιοπωλεία να είναι επικερδείς επιχειρήσεις.

Βιβλιοπωλείο και γειτονιά

Η περιήγησή μας στις γειτονιές της Αθήνας για τις ανάγκες της έρευνας υπήρξε μια ιδιαίτερα ζωντανή διαδικασία, καθώς η επίσκεψη σε κάθε μικρό βιβλιοπωλείο σήμαινε ταυτόχρονα και την ανακάλυψη μιας ολόκληρης περιοχής γύρω από αυτό, του ¨μικρόκοσμου” που το περιβάλλει, την παρατήρηση των ανθρώπων της γειτονιάς, την περιπλάνηση, τις διαδρομές προς και από τον προορισμό μας.

H εμπειρία που αποκομίσαμε από την διεξαγωγή των συνεντεύξεων και την περιήγηση στις γειτονιές μας δείχνει ότι ο θεσμός των μικρών βιβλιοπωλείων είναι συμβατός με την κουλτούρα, τις συνήθειες των κατοίκων αυτής της πόλης, όσο και με την κοινωνική ζωή της αθηναϊκής γειτονιάς. Η Αθήνα και ιδίως οι παραδοσιακές γειτονιές της (Παγκράτι, Κολωνάκι, Κουκάκι, Πετράλωνα, Θησείο), είναι περιοχές όπου, παρά τις δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης, ευνοούνται οι διαπροσωπικές σχέσεις, υπάρχει ακόμη η έννοια της τοπικής αγοράς, ανθούν το μικρό, λιανικό εμπόριο, οι προσωπικές ή οικογενειακές επιχειρήσεις, ενώ την ίδια στιγμή σπανίζουν οι πολυχώροι και τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα.

Η έρευνά μας για τα βιβλιοπωλεία στις γειτονιές της Αθήνας μας έδειξε ότι αυτή η αμφίδρομη σχέση του βιβλιοπωλείου με τον περιβάλλοντά του χώρο είναι καθοριστική για την βιωσιμότητα αυτών των επιχειρήσεων. Τα μικρά βιβλιοπωλεία έρχονται να δώσουν νέα πνοή, φρέσκιες ιδέες, κινητικότητα, ευκαιρίες για συνεργασίες, ακόμη και θέσεις εργασίας σε μια γειτονιά, ενώ ταυτόχρονα εισπράττουν από τον κόσμο, τους κατοίκους όλα τα απαραίτητα ερεθίσματα, σε μια σχέση διάδρασης που έχει σημαντικά οφέλη για την τοπική κοινότητα. Ταυτόχρονα, φαίνεται νέα δημιουργείται ένα νεό βιβλιόφιλο κοινό, και μάλιστα από ανθρώπους νέας ηλικίας, το οποίο επιδιώκει την άμεση, ζεστή επαφή με τον βιβλιοπώλη, στα πλαίσια της οποίας αναπτύσσονται πολλές φορές και φιλικές σχέσεις.

Ιδιαίτερo ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο έχουν οι ποικίλες συνεργασίες που αναπτύσσουν τα βιβλιοπωλεία με την τοπική επιχειρηματικότητα, καταστήματα, επαγγελματίες, χώρους τέχνης, τοπικούς φορείς και πρωτοβουλίες κατοίκων. Στο πλαίσιο των συνεργασιών αυτών προκύπτουν διαρκώς και νέα εγχειρήματα: Από γιορτές στη γειτονιά, παρουσιάσεις βιβλίων και θεματικές βραδιές, μέχρι προβολές ταινιών και μικρές αυτοσχέδιες συναυλίες, ανταλλακτικά παζάρια, συλλογικές κουζίνες, φιλανθρωπικές κινήσεις, περίπατοι, γενικότερα, πρωτοβουλίες με ππολιτιστικό ή καιι πολιτικό περιεχόμενο.

 Aρκετοί βιβλιοπώλες τόνισαν το γεγονός ότι σε περιοχές όπου απουσίαζαν οι χώροι τέχνης – πολιτισμού, τα μικρά βιβλιοπωλεία που άνοιξαν τα τελευταία χρόνια ήρθαν να ικανοποιήσουν αυτήν την ανάγκη του κόσμου για κοινωνικοποίηση, αλλά και μάθηση, ώστε να μην μιλάμε πλέον για ένα απλό βιβλιοπωλείο, αλλά ένα βιβλιοπωλείο που  λειτουργεί και σας χώρος συνέυρεσης, σαν στέκι. Π.χ. Μια πολύ δημοφιλής και διαδεδομένη πρακτική των μικρών βιβλιοπωλείων είναι οι λέσχες ανάγνωσης, με ταχτές συναντήσεις που πολλές φορές, λόγω της έλλειψης χώρου, φιλοξενούνται εκτός βιβλιοπωλείου, σε μαγαζιά και καφέ της γειτονιάς.

Γενικότερα η εικόνα που αποκομίσαμε από την έρευνα είναι η διάθεση των βιβλιοπωλείων να “βγουν έξω” ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας με την γειτονιά, αλλά και ευρύτερα το βιβλιόφιλο κοινό και όχι να περιορίζονται στενά στον χώρο του βιβλιοπωλείου. Αρκτετά βιβλιοπωλεία συμμετέχουν σε δράσεις που γίνονται ακόμη και εκτός Αθηνών, ενώ άλλα εμπλέκονται σε συναφείς δημιουργικούς τομείς όπως είναι οι εκδόσεις.

Αυτή η διάθεση ευνοείται και από το γεγονός ότι υπάρχει ένα συνεχώς αυξανόμενο τουριστικό ενδιαφέρον για την Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Για πολλές μεγάλες πόλεις και σε έναν βαθμό και στην Αθήνα τα μικρά, ανεξάρτητα, βιβλιοπωλεία αποτελούν κομμάτι του εναλλακτικού, πολιτιστικού τουρισμού (cultural tourism). Αρκετές τουριστικές ιστοσελίδες (π.χ. Trip advisor), ξενόγλωσσοι οδηγοί πόλης και βιβλιοφιλικά blogs του εξωτερικού περιλαμβάν τα βιβλιοπωλεία στα σημεία ενδιαφέροντος που αξίζει κανείς να επισκεφθεί κατα την παραμονή του στην πόλη.

Συνεργασίες μικρών βιβλιοπωλείων 

Η συνεργασία των μικρών βιβλιοπωλείων, η δημιουργία δικτύων μεταξύ των βιβλιοπωλών είναι κάτι συνηθισμένο, όσο και σχεδόν επιβεβλημένο σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, Αμερική. Μιλάμε βέβαια για μεγάλα μεγέθη αγορών, όπου σε κάθε πόλη μπορείς να συναντήσεις πληθώρα ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων. Εκεί η συνεργασία είναι μονόδρομος προκειμένου τα μικρά βιβλιοπωλεία να αντέξουν στους μεγάλες παίχτες της αγοράς, τις μεγάλες αλυσίδες και την Amazon. Κατά την διεξαγωγή των έρευνας, θέσαμε μετ’επιτάσεως στους εγχώριους βιβλιοπώλες το ζήτημα της συνεργασίας των μικρών αθηναϊκών βιβλιοπωλείων, ορμώμενοι από τις καλές πρακτικές των ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων σε χώρες του εξωτερικού. Η εμπειρία που αποκομίσαμε είναι μάλλον αποθαρρυντική, καθώς μια τέτοια προοπτική στη χώρα μας είναι ακόμη σε εμβρυακό στάδιο. Τα μικρά βιβλιοπωλεία στην Αθήνα δρουν, προς το παρόν, σχετικά αυτόνομα, σε μια κατάσταση υγιούς “συναγωνισμού”.

Παρ’όλα αυτά, οι περισσότεροι βιβλιοπώλες τόνισαν ότι είναι θετικοί σε μελλοντικές κοινές διεκδικήσεις όπως είναι η ελάφρυνση της φορολογίας, η υπαγωγή σε χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ ως κομμάτι της δημιουργικής βιομηχανίας της χώρας και η επαναφορά της ενιαίας τιμής του βιβλίου ( είχε καταργηθεί το 2014)π ου κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική για την επιβίωση των μικρών βιβλιοπωλείων.

Τον τελευταίο καιρό, πάντως, αναπτύσσονται τόσο από ιδιώτες, όσο και από δημόσιους φορείς προσπάθειες να αναδειχτεί συνολικά η εικόνα αλλά και η συμβολή των μικρών βιβλιοπωλείων στην πολιτιστική ζωή του τόπου. Η διοργάνωση της Ημέρας Μικρών Βιβλιοπωλείων (“Little Bookstores Day”) στις 28 Απριλίου 2018 ήταν μια πρωτοβουλία που στόχο είχε να συστήσει τα βιβλιοπωλεία αυτά σε ένα ευρύτερο κοινό, πέραν από τους παραδοσιακά βιβλιόφιλους, μέσα από κοινές, συντονισμένες εκδηλώσεις σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος. (https://littlebookstoresday.gr/).

Σε αυτή την κατεύθυνση των συνεργασιών κινήθηκε και η πρωτοβουλία “Αθήνα Πρωτεύουσα του Βιβλίου 2018-19” του δήμου Αθηναίων, με γενικό στόχο η Αθήνα να γίνει μια πόλη πιο φιλική προς το βιβλίο. Εκθέσεις, σεμινάρια, εργαστήρια γραφής, προβολές σχετικές με την λογοτεχνία, θεατρικά δρώμενα, κινητή βιβλιοθήκη στην πόλη, ήταν μερικές μόνον από τις περιπτώσεις όπου τα αθηναικά βιβλιοπωλεία ενεπλάκησαν σε μια διαδικασία εξωστρέφειας και “συνομιλίας” με το κοινό.

 Ο ρόλος της πολιτείας

Στο ζήτημα του κατά πόσον υπάρχει κάποια μέριμνα από πλευρά πολιτείας για τα μικρά βιβλιοπωλεία, στα πρότυπα του τι συμβαίνει π.χ. Στη Γαλλία ή το Ην.Βασίλειο, οι Αθηναίοι βιβλιοπώλες υπογράμμισαν ότι η μόνη βοήθεια από το κράτος τα τελευταία χρόνια έχει να κάνει κυρίως με δράσεις του Δήμου Αθηναίων στις οποίες εμπλέκονται και τα μικρά βιβλιοπωλεία, από ιστορικούς περιπάτους μέχρι καμπάνιες για την προώθηση του λεγόμενου “πολιτιστικού τουρισμού”, διάφορα happenings κ.ά. Η βοήθεια αυτή, πάντως, είναι μάλλον συμβολική και περισσότερο σε ένα επίπεδο προβολής  και δεν έχει να κάνει, προς το παρόν τουλάχιστον, με κάποια δυνατότητα χρηματοδότησης ή περαιτέρω στήριξης των μικρών, ανεξάρτητων βιβλιοπωλείων.

Το σύνολο σχεδόν των βιβλιοπωλών αναφέρθηκε στο κλείσιμο του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) το 2013 ως μια σημαντική απώλεια καθότι υπήρξε το μοναδικό στήριγμα από την πλευρά της Πολιτείας για τα μικρότερα, ειδικά, βιβλιοπωλεία αλλά και γενικότερα αποτέλεσε κατά σειρά ετών, με αρκετή επιτυχία, το αρμόδιο όργανο για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς του βιβλίου. Οι περισσότεροι σημειώνουν ότι οι δράσεις ενίσχυσης των βιβλιοπωλείων από το ΕΚΕΒΙ λειτουργούσαν σαν αντίβαρο στην επιθετική πολιτική των μεγάλων αλυσίδων βιβλίου όσο και των μεγάλων εκδοτών. Οι βιβλιοπώλες πάντως καταθέτουν στην έρευνά μας τις δικές τους προτάσεις για δυνατότητα επιδότησης από το κράτος σεμινάριων επιμόρφωσης, εργαστηρίων και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων που θα πραγματοποιούνται στον χώρο του βιβλιοπωλείου.

Επίλογος

Το φαινόμενο της άνθισης των μικρών βιβλιοπωλείων στις γειτονιές της Αθήνας δεν είναι τυχαίο, αλλά συνδέεται, μεταξύ άλλων με την ανάγκη για ενημέρωση, ποιοτική πρόταση, προσωπική επαφή, χαλάρωση από την ρουτίνα της καθημερινότητας. Τo μικρό βιβλιοπωλείο γίνεται ένας τόπος συνεύρεσης, όπου συγκλίνουν άνθρωποι με κοινά ενδιαφέροντα που πάνε πολύ πέρα από το βιβλίο, αγγίζουν ευρύτερα θέματα πολιτισμού, επιστήμης και πολιτικής.

Παρά τις επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης, η Αθήνα παραμένει ακόμη μια πόλη όπου οι μικροί χώροι, οι μικρές κυψέλες ανθρώπων, τα στέκια, είναι αυτά που δίνουν τον τόνο της καθημερινής κοινωνικής ζωής. Τα μικρά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία, σε συνέχεια μια βιβλιοφιλικής παράδοσης αιώνων, δίνουν νέα πνοή στην ταλαιπωρημένη αγορά του βιβλίου, ανανεώνουν τον αστικό ιστό και μαζί με άλλες μικρές επιχειρήσεις αλλάζουν το πρόσωπο της πόλης. Μας γεμίζουν, επίσης, αισιοδοξία για τις δυνατότητες αυτού του τόπου να δημιουργεί όμορφα πράγματα, σε πείσμα των δύσκολων καιρών και με το βλέμμα πάντα σε ένα καλύτερο μέλλον.

 

(*)Ο Γιάννης Περδίκης είναι νομικός – κοινωνικός επιστήμονας, αρθρογράφος. Το παρόν άρθρο έχει ως αντικείμενο τα μικρά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας καi βασίζεται στην αντίστοιχη διπλωματική εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Π.Μ.Σ “Ευρωπαϊκές Πολιτικές, Σχεδιασμός, Ανάπτυξη του χώρου” του τμήματος Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου (2019).

 

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία

 

Καραχάλης, Ν., (2007), Πολιτισμός και Τοπική Ανάπτυξη: Ο ρόλος των πολιτιστικών και τουριστικών περιοχών στη σύγχρονη πόλη, Διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Μάιος 2007, Αθήνα

Κουζέλη, Λ., (2013), “Τα βιβλιοπωλεία της κρίσης”, αναδημοσιεύται στον ιστότοπο της εφημερίδας Το Βήμα, https://www.tovima.gr/2013/11/08/books-ideas/ta-bibliopwleia-tis-krisis/.

Λάμπρου, Α., (2012), Το βιβλιοπωλείο στην Ελλάδα, 1974-2009: η αντοχή της παράδοσης και η αλλαγή του παραδείγματος, διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Επικοινωνίας καιΜέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Μάιος 2012, Αθήνα.

Μπακουνάκης, Ν., (2013), “Τι σημαίνει το κλείσιμο του ΕΚΕΒΙ”, αναδημοσιεύται στις

11/1/2013 στον ιστότοπο της εφημερίδας Το Βήμα https://www.tovima.gr/2013/01/11/opinions/tisimainei-to-telos-toy-ekebi/

Μπασκόζος, Γ., (2015) “Στοιχεία για την χαμένη πενταετία του βιβλίου 2009-2014, oanagnostis.gr https://www.oanagnostis.gr/stichia-gia-ti-chameni-pentaetia-tou-vivliou-2009-2014/


Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2021

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996):

 Γιατί έγραψα το "Άξιον Εστί"


Την αφορμή για να γράψω

το ποίημά μου ''Άξιον Εστί'',

την έδωσε η διαμονή μου

στην Ευρώπη τα χρόνια

του '48 με '51.

Ήταν τα φοβερά χρόνια

όπου όλα τα δεινά μαζί

- Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος -

δεν είχαν αφήσει

πέτρα πάνω στην πέτρα.

Θυμάμαι,

τη μέρα που κατέβαινα

να μπω στο αεροπλάνο,

ένα τσούρμο παιδιά

που παίζανε

σε ένα ανοιχτό οικόπεδο.

Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε

να σταματήσει για μια στιγμή

και βάλθηκα να τα παρατηρώ.

Ήταν κυριολεκτικά

μες στα κουρέλια.

Χλωμά,

βρώμικα,

σκελετωμένα,

με γόνατα παραμορφωμένα,

με ρουφηγμένα πρόσωπα.

Τριγυρίζανε μέσα στις

τσουκνίδες του οικοπέδου,

ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες

και σωρούς σκουπιδιών.

Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα

που έπαιρνα από την Ελλάδα.

Και αυτή, σκεπτόμουνα,

ήταν η μοίρα του Γένους

που ακολούθησε

τον δρόμο της Αρετής

και πάλεψε αιώνες

για να υπάρξει.

Πριν περάσουν

24 ώρες, περιδιάβαζα

στο Ουσί της Λωζάννης,

στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη.

Και ξαφνικά

άκουσα καλπασμούς

και χαρούμενες φωνές.

Ήταν τα Ελβετόπαιδα

που έβγαιναν να κάνουν

την καθημερινή τους ιππασία.

Αυτά που από

πέντε γενιές και πλέον,

δεν ήξεραν τι θα πει

αγώνας, πείνα, θυσία.

Ροδοκόκκινα, γελαστά,

ντυμένα σαν πριγκιπόπουλα,

με συνοδούς που φορούσαν

στολές με χρυσά κουμπιά,

περάσανε από μπροστά μου

και μ' άφησαν σε μια κατάσταση

που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.

Ήτανε δέος

μπροστά στην τρομακτική αντίθεση,

συντριβή

μπροστά στην τόση αδικία,

μια διάθεση να κλάψεις και

να προσευχηθείς περισσότερο,

παρά να διαμαρτυρηθείς

και να φωνάξεις.

Ήτανε η δεύτερη

φορά στη ζωή μου

- η πρώτη ήτανε στην Αλβανία -

που έβγαινα από το άτομό μου

και αισθανόμουν

όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος,

αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά

με τη φυλή μου.

Και το σύμπλεγμα

κατωτερότητας που ένιωσα,

μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι.

Δεν είχε περάσει πολύς καιρός

από το τέλος του πολέμου

και τα πράγματα

ήταν ακόμη μουδιασμένα.

Όμως τι πλούτος

και τι καλοπέραση

μπροστά μας!

Και τι μετρημένα δεινά

μπροστά στα ατελείωτα δικά μας.

Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι,

που δε μπορούσαν να 'χουν

κάθε μέρα το μπιφτέκι

και το φρέσκο τους βούτυρο,

δυσανασχετούσανε.

Υπάλληλοι, σοφέρ, γκαρσόνια,

με κοιτάζανε βλοσυρά

και μου λέγανε:

''Εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!''

Κι όταν καμιά φορά

τολμούσα να ψιθυρίσω

ότι ήμουν Έλληνας

κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο

με κοιτάζανε παράξενα:

''Α, κι εσείς, ε;''

Καταλάβαινα ότι ήμασταν

αγνοημένοι από παντού

και τοποθετημένοι στην άκρη

ενός χάρτη απίθανου.

Η παραμονή μου στην Ευρώπη

με έκανε να βλέπω πιο καθαρά

το δράμα του τόπου μας.

Εκεί αναπηδούσε

πιο ανάγλυφο το άδικο

που κατάτρεχε τον ποιητή.

Σιγά - σιγά αυτά τα δύο

ταυτίστηκαν μέσα μου.

Το επαναλαμβάνω,

μπορεί να φαίνεται παράξενο,

αλλά έβλεπα καθαρά

ότι η μοίρα της Ελλάδας

ανάμεσα στα άλλα έθνη,

ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή

ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους

- και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους

του χρήματος και της εξουσίας.

Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας.

Αυτό ήταν το πρώτο εύρημα.

Και η ανάγκη

που ένιωθα για μια δέηση,

μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα.

Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή

τη διαμαρτυρία μου για το άδικο,

τη μορφή μιας

εκκλησιαστικής λειτουργίας.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

Swift Graham (1949):

 Συνέτευξη 

Ανταίος Χρυσοστομίδης - Μικέλα Χαρτουλάρη

για την εκπομπή ''Οι Κεραίες της εποχής μου''  



     

                                  



Φροντιστήριο ξένων γλωσσών

 

 Οφείλω πάντως να ομολογήσω ότι όποτε εμφανίζονται 'Ελληνες στο έργο σας, είναι πολύ αληθινοί, δεν είναι αποκύημα της φαντασίας σας. Είναι, μάλιστα, ένα διήγημά σας από τη συλλογή διηγημάτων Μαθήματα κολύμβησης με τίτλο Ο γιος, που θεωρώ ότι ανήκει στα καλύτερα κείμενά σας...  

 'Εχω, όπως ξέρετε, προσωπική εμπειρία με την Ελλάδα. Κι όπως ίσως ξέρετε, στην Ελλάδα άρχισα να γράφω. Είχα αποφασίσει ότι ήθελα να γίνω συγγραφέας, αλλά δεν ήξερα πως θα ζούσα μέχρι να γίνω συγγραφέας. Για να αποφύγω τη δύσκολη απάντηση, αποφάσισα να ζήσω ένα χρόνο στο εξωτερικό. Και κατέληξα στην Ελλάδα, όπου άρχισα να δουλεύω σε ένα από εκείνα τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών που υπήρχαν σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.  

 'Ολα άρχισαν όταν απάντησα στην αγγελία μιας αγγλικής εφημερίδας. Η εταιρεία διέθετε σχολεία σε όλη την Ελλάδα. 'Ομως δεν σου έλεγε τον προορισμό σου μέχρι να πας εκεί. Φυσικά, ήθελα να πάω σε ένα πανέμορφο ελληνικό νησί, όμως με έστειλαν στο Βόλο. 'Ηταν ωραίο μέρος, έκανα πολλούς 'Ελληνες φίλους και τελικά μάλλον έμαθα περισσοτερα ελληνικά από όσα αγγλικά έμαθαν οι μαθητές μου. Μόλις κατάλαβα ότι δεν θα έπρεπε να παίρνω τόσο σοβαρά το σχολείο και τις δραστηριότητές του, άρχισα να περνώ καλά. 'Εχουν περάσει χρόνια και πως να το πω;, παρότι ο Βόλος δεν ήταν μια ιδιαίτερα ελκυστική πόλη, η τοποθεσία του, με τη θάλασσα μπροστά του και το Πήλιο πίσω του, έμεινε στη μνήμη μου ως ένα θαυμάσιο μέρος. 'Εμενα τότε σε ένα μικρό χωριό που λεγόταν 'Ανω Βόλος. Εκεί άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. 'Οταν επέστρεψα στο Λονδίνο, το πήρα στα χέρια μου, του έριξα μια ματιά και αμέσως κατάλαβα ότι ήταν μάταιο να το συνεχίσω, δεν έβγαινε τίποτα. Περιέργως, αυτή η συνειδητοποίηση δεν ήταν επώδυνη. Το μυθιστόρημά μου ήταν για πέταμα, εγώ όμως είχα περάσει πολύ ωραία στην Ελλάδα. 'Ετσι κι αλλιώς, ένιωθα ότι θα γράψω ξανά. Θα προκύψει, έλεγα στον εαυτό μου. Επ' ουδενί δεν ένιωσα ότι έπρεπε να εγκαταλείψω τη φιλοδοξία μου. [...]  

  Μια ενδιαφέρουσα κριτική της Guardian έλεγε ότι γράφετε για αληθινά προβλήματα, όμως δεν είστε συγγραφέας του ρεαλισμού. Αφού όμως μιλάτε για το παρελθόν, θα έλεγα ότι έχετε μια εμμονή με τις φωτογραφίες. Βάζετε, μάλιστα, ένα ενδιαφέρον ερώτημα: "Μπορούμε να πούμε ότι οι φωτογραφίες περιγράφουν την πραγματικότητα όταν αιχμαλωτίζουν μόνο μια ανεπανάληπτη στιγμή; 'Ομως γι' αυτή τη στιγμή, η οποία ήταν ίσως μοναδική, έχουμε τη φωτογραφία. 'Αρα είναι η πραγματικότητα έτσι όπως νομίζουμε ότι την ξέρουμε. Δεν είναι η αληθινή πραγματικότητα".  

  'Οταν επινοήθηκαν η φωτογραφία και η κινούμενη φωτογραφία στον κινηματογράφο, ο κόσμος ένιωσε σαν να καταγραφόταν η πραγματικότητα. 'Οτι αν κοιτάξουμε μια φωτογραφία, τότε κοιτάμε την πραγματικότητα. Εγώ, όμως, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι αυτό είναι αλήθεια. Δεν αρνούμαι ότι μια φωτογραφία δείχνει την εικόνα ενός πράγματος που όντως υπήρξε εκεί. 'Ομως, πραγματικά, τι περισσότερο σου λέει; Προφανώς, ως συγγραφέας είμαι προκατειλημμένος. Αλλά, καμιά φορά, οι λέξεις καταφέρνουν περισσότερα από τις εικόνες. Ακόμα και όταν σε συναρπάζει μια φωτογραφία, δεν βλέπεις τι υπήρχε πριν εκεί. Δεν βλέπεις τι υπήρχε μετά. Μια φωτογραφία δεν σου επιτρέπει να εξευρευνήσεις κάτι σφαιρικά, όπως συμβαίνει με τη λεκτική απεικόνιση. Δεν λέω ότι οι λέξεις δεν έχουν τα όριά τους. 'Ομως βρίσκω αβέβαιη την αντίληψη ότι η φωτογραφία και ο κινηματογράφος απεικονίζουν στ' αλήθεια την πραγματικότητα. [...]

 Ιντερμέτζο 3  

 Αναρωτιέμαι γιατί κάθομαι και σου γράφω μια επιστολή, μαύρα γράμματα πάνω σε λευκό χαρτί, ενώ θα μπορούσα να σου στείλω ένα μέιλ. 'Ισως, σκέφτομαι, να ήθελα κατά κάποιον τρόπο να μιμηθώ και να ανταποδώσω μια δική σου κίνηση, τη χριστουγεννιάτικη κάρτα σου που μου έστειλες με το ταχυδρομείο, μια μικρή μαύρη κάρτα με ένα λευκό δέντρο στολισμένο με χρυσά ρινίσματα. Μόλις την είδα, σκέφτηκα κοίτα πόσο μοιάζει του Γκράχαμ, μαύρη με χρυσά ρινίσματα.  

 Με το τέλος της συνέντευξης ένιωθα την ανακούφιση που νιώθω πάντα αλλά και κάτι παραπάνω, ένιωθα μια χρωματιστή κλωστή να μας δένει όλους σε εκείνη την αδιάφορη αίθουσα με το μεγάλο τραπέζι και το  ψυχρό φωτοτυπικό μηχάνημα στη γωνία. 'Εξω από τα παράθυρα, το θυμάμαι σαν να ήταν χθες, είχε εγκατασταθεί ένας λαμπερός ήλιος που έλεγες δεν είναι δυνατόν, δεν είμαστε στο Λονδίνο, κάπου αλλού είμαστε. Δέχτηκες αμέσως να πάμε κάπου εκεί κοντά να πιούμε κάτι, είχαμε αρκετή ώρα μπσοτά μας για το αεροδρόμιο. 'Εκανε κρύο έξω, ο Δημήτρης συνέχισε να μας τραβάει ενώ ο Σταύρος έτρεχε πίσω του για να του φυλάει τα νώτα αλλά και να μη φανεί στο κάδρο. Στην επόμενη γωνία ήταν μια ωραία παμπ, με σκούρους πράσινους τοίχους και παλιές χάλκινες βρύσες που φέρνουν τη μπύρα από το βαρέλι στο ποτήρι σου. Καθόμαστε. Μπίρες και φαγητό. Χαμογελάς. Χαμογελάμε όλοι. Σαν παλιοί φίλοι που βρεθήκαμε εκτός προγράμματος.  

 Ο Graham Colin Swift FRSL είναι Άγγλος συγγραφέας. Γεννημένος στο Λονδίνο της Αγγλίας, σπούδασε στο Dulwich College του Λονδίνου, στο Queens 'College, στο Cambridge και αργότερα στο Πανεπιστήμιο του York Μερικά από τα βιβλία της Swift έχουν γυριστεί, συμπεριλαμβανομένων των Waterland, Shuttlecock και Last Order. 


 Πηγή: www.lifo.gr


Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2021

IDEAL: Το ιστορικό εστιατόριο της οδού Πανεπιστημίου


 


Ιντεάλ

 (Πάνος Γεραμάνης Τα Νέα, 7 Ιανουαρίου 2005)


Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 6 Ιανουαρίου 1967 (τριάντα επτά χρόνια πριν), ξημερώνοντας του Άϊ-Γιαννιού, βρεθήκαμε στο μπαρ του ιστορικού εστιατορίου "Ideal", στην οδό Πανεπιστημίου 46, στον ίδιο χώρο όπου λειτουργεί και σήμερα.

Το καφεπράσινο μάρμαρο και το μεταλλικό επίχρυσο χερούλι στην πόρτα εντυ­πωσίαζαν. Τη συντροφιά μας εκείνη τη νύχτα αποτελούσαν συνάδελφοι από το - τότε - εβδομαδιαίο περιοδικό Πρώτο: ο Νίκος Άγας (εκ των αρχισυντακτών του περιοδι­κού), ο Ηρακλής Κοτζιάς, ο Τάσος Κουτσοθανάσης και η κυρία Άννα Ρηγάτου η τη­λεφωνήτρια, που ήταν η ψυχή του δημοσιογραφικού συγκροτήματος Μπότση της οδού Φειδίου 12.

Ο ευγενικός και πάντα χαμογελαστός μετρ του "Ideal" Χριστόφορος μάς σερβί­ρισε τις περίφημες και χορταστικές ποικιλίες (μικρή και μεγάλη) και μπίρα ποτήρι. Παρά το γεγονός ότι η ώρα ήταν προχωρημένη, οι χώροι του εστιατορίου και του μπαρ ήταν κατάμεστοι, ενώ ακουγόταν από τα μεγάφωνα ορχηστρική μουσική Χατζι­δάκι, Θεοδωράκη και Ξαρχάκου, αφού και οι τρεις ήταν πελάτες του "Ideal".

Τα θέματα εκείνων των ημερών (τέλη 1966 με αρχές 1967) ήταν ενδιαφέροντα έως συγκλονιστικά. Όλοι μας σχολιάζαμε το τραγικό ναυάγιο του φέρι μπόουτ "Ηρά­κλειο" στη θαλάσσια περιοχή της Φαλκονέρας, ενώ συζητούσαμε για την πτώση της κυβέρνησης των αποστατών, καθώς και για τις πολύκροτες δίκες των αξιωματικών του ΑΣΠΙΔΑ και των δολοφόνων του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλο­νίκη.

Για να απαλύνουν την πολιτική φόρτιση, ο Ηρακλής Κοτζιάς και ο Τάσος Κουτσο­θανάσης γύρισαν την κουβέντα σε αθλητικά και καλλιτεχνικά θέματα και μιλούσαν για ποδοσφαιρικούς αγώνες μεταξύ ηθοποιών και δημοσιογράφων που επρόκειτο να γίνουν εκείνη τη χρονιά. H Άννα και εγώ λέγαμε για το κλίμα τρομοκρατίας κατά των δημοκρατικών, στις δύο πολιτικές δίκες, ενώ ο Νίκος Άγας εξηγούσε πόσο ενδιαφέ­ρον παρουσίαζε το μυθιστόρημα "Z" του Βασιλικού, που προδημοσίευε - σε συνέ­χειες - ο Ταχυδρόμος.

Όλα αυτά συνέβαιναν τρεις μήνες πριν από τη στρατιωτική δικτατορία των συ­νταγματαρχών.   Το μπαρ στο "Ideal" δεν υπάρχει. Έχει καταργηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οι εικόνες όμως που ζήσαμε εκεί δεν σβήνουν εύκολα από τη μνήμη. Σήμερα το ιστορικό εστιατόριο στο κέντρο της Αθήνας διανύει τον 83ο χρόνο της λειτουργίας του. Άνοιξε το 1922 με ιδιοκτήτες τον Γεώργιο Βλασσόπουλο και τον Ανδρέα Αργυρό. Από το 1970 μέχρι σήμερα οι αδελφοί Δημήτριος, Σπύρος και Ανδρέας Βλασσόπουλοι λειτουργούν το μαγαζί, ακολουθώντας με σεβασμό την παράδοση αλλά και την πρόοδο.

Όλοι θυμούνται ότι το "Ideal" υπήρξε για 8 και πλέον δεκαετίες στέκι επώνυμων αλλά και χιλιάδων ανώνυμων από την Αθήνα και την περιφέρεια. Πολιτικοί, δημοσιο­γράφοι, καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ποιητές, δικηγόροι, γιατροί, αθλητές, παράγοντες το είχαν για τόπο συνάντησης και συζητούσαν με τις ώρες, απολαμβάνοντας το κρασάκι τους και τις σπεσιαλιτέ της παραδοσιακής κουζίνας.   H πλούσια κουζίνα, το ευγενικό σέρβις και γενικώς το ωραίο περιβάλλον είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και σή­μερα το ιστορικό ρεστοράν στο κέντρο της Αθήνας, που είναι ανοιχτό συνεχώς από τις 12 το μεσημέρι έως τα μεσάνυχτα.

Οι επιλογές στο μενού είναι πολλές. Στην αρχή υπάρχει ποικιλία από ζεστά ορε­κτικά ελιοπιτάκια με ανθότυρο και πουρέ ελιάς, φιλετάκια μπακαλιάρου, μπουρεκάκια μελιτζάνας γεμιστά με τυρί. Σαλάτες όλων των ειδών. Πιάτα ημέρας από λαδερά εποχής, φρέσκα ψάρια και κρεατικά. Επίσης κρέατα της σχάρας, ντολμαδάκια, μου­σακάς, σουτζουκάκια, μοσχάρι γάλακτος, κοτόπουλο, σνίτσελ, μακαρονάδες και πα­τάτες (πουρέ, τηγανητές, φούρνου, βραστές). Επιδόρπια, γλυκά, παγωτά, ροφήματα, καφέδες, κρασιά, χύμα και εμφιαλωμένα.  


Πηγή: www.lifo.gr


Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

Κώστας Περδίκης:


 

η Τιμητική του Βαγγέλη

 

      Από την πρώτη μέρα που λειτούργησε ο θερινό μας κινημα­το­γράφος, μέχρι και τη μέρα που έκλεισε οριστικά είχε πάντα τον ίδιο μηχανικό. Ήταν ο Βαγγέλης, μόνιμος και αναντικατά­στατος. Κατάφερε, έτσι, να γίνει πρόσωπο αναφοράς και ένας "θρύλος" για τη μικρή μας πόλη.

Η λειτουργία του κινηματογράφου, κάθε χρόνο, άρχιζε στο τέ­λος του Ιουνίου, λίγες μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία και διαρκούσε μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν άρχιζε η νέα σχο­λική χρονιά.

Ο Βαγγέλης με την οικογένειά του, όλο τον άλλο καιρό, ζούσε στην Αθήνα, όπου και δούλευε σαν μηχανικός σε διά­φορα σι­νεμά. Ο ερχομός του, κάθε καλοκαίρι, αποτελούσε ση­μαντικό γεγο­νός για τον τόπο μας.

Βλέποντας τον Κυριάκο, τον γιο του Βαγγέλη, να εμφανίζε­ται ξαφνικά στη γειτονιά που παίζαμε, σήμαινε ότι από τις επό­με­νες μέρες ξεκίναγε και η δική μας ευτυχία. Θα τέλειωνε η μίζερη περίοδος με τα διαβάσματα και τις απα­γορεύσεις και θ’ άρχιζαν τα μπάνια και  οι ταινίες στο σινεμά.

Κάθε χρόνο, την πρώτη Δευτέρα μετά το δεκαπενταύγου­στο, οι ιδιοκτήτες του κινηματογράφου τον παραχωρούσαν στον Βαγ­γέλη, για μια μέρα, για να κάνει την Τιμητική του βραδιά. Τα έσοδα της βραδιάς πήγαιναν όλα στον Βαγγέλη. Κάλυπτε έτσι τα έξοδά του και όσα του απόμεναν ήταν το κέρ­δος του, σαν λέμε  το extra bonus του.

Είναι, νομίζω, περιττό να σας πω κατά πόσο είχε επιτυχία ή όχι η  Τιμητική βραδιά του Βαγγέλη. Κάθε χρόνο γινότανε το σώσε. Ο χώρος του σινεμά, μέσα σε λίγη ώρα, φουλάριζε από κόσμο, καθήμε­νους και όρθιους. Εκτός από τους κατοίκους της πόλης μας, ήσαν πολλοί κι αυτοί που έρχονταν από τα γύρω χωριά. Μπαλκόνια και γειτονικές ταράτσες, που’ χαν θέα προς την οθόνη, κινδύνευαν να γκρεμιστούν  από το πλήθος των τσα­μπατζήδων.

Η επιλογή να γίνεται η Τιμητική την ίδια πάντα μέρα της εβδο­μάδας, μια Δευτέρα, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Τότε, οι αθηναϊκοί θίασοι δεν έδιναν παραστάσεις τις Δευτέρες, γιατί έκαναν το ρεπό τους. Ο Βαγγέλης ζώντας και δουλεύοντας μια ζωή στους κινηματο­γράφους της Αθήνας και ποιον δεν γνώριζε από το σινάφι των ηθοποιών. Όποια πέτρα κι αν σήκωνες, από κάτω της εύρισκες τον Βαγ­γέλη.

Κάνοντας λοιπόν την Τιμητική του μια βραδιά Δευτέρας, μπο­ρούσε εύκολα να πείσει μερικούς φίλους του ηθοποιούς να κα­τέβουν σαν εκδρομή μέχρι εδώ. Θα προλάβαιναν να κάνουν ένα μπάνιο στη μοναδική θάλασσά μας, να απολαύσουν τα υπέροχα τοπία μας και το βράδυ να πα­ρουσιάσουν,  ένα κωμικό σκετς ή  να πουν μερικά ανέκδοτα.

Για χάρη και τιμής ένεκεν στον Βαγγέλη δεν ήσαν λίγοι αυ­τοί που είχαν έρθει, χωρίς εννοείται καμία αμοιβή. Ο Γκιωνά­κης, ο Παράβας, ο Γιαννόπουλος, ο Μανέλης, ο Κο­κοβιός και τόσοι άλλοι.

Κάθε χρονιά, ο δαιμόνιος Βαγγέλης προσπαθούσε να μας πα­ρουσιάσει όλο και πιο πρωτότυπο και φαντασμαγορικό πρό­γραμμα. Για τα παιδιά φρόντιζε απαραιτήτως να περι­λαμβάνει μια μι­κρού μήκους ταινία με Μίκυ Μάους ή Χοντρό Λιγνό και για τους φιλάθλους λίγα επίκαιρα με αθλητικά γεγο­νότα, ποδό­σφαιρο, κ.λ.π.

Για ταινία της βραδιάς επέλεγε συνήθως κάποιο θεαματικό έγ­χρωμο μιούζικαλ, θέλοντας έτσι να μας εντυπωσιάσει με ένα κινηματογραφικό είδος που τα είχε όλα, χορό, μουσική και  τραγούδι. Έλα όμως, που όλοι σχεδόν εμείς άλλο περιμέναμε. Ο ανδρικός πληθυσμός κανένα καουμπόικο, ο δε γυναικείος κα­νένα δακρύβρεχτο μελό με τη Μάρθα Βούρτση. Η επιλογή του Βαγγέλη αντί να μας εντυπωσιάζει μάλλον μας απογοήτευε.

Ένα άλλο δρώμενο της βραδιάς που συγκέντρωνε το ενδια­φέ­ρον και το γέλιο του κοινού ήταν ο διαγωνισμός μακαρονά­δας. Τρία με πέντε νεαρά άτομα, πάνω στη σκηνή της οθόνης, έχο­ντας ο καθένας τους μπροστά του μια τεράστια μακαρονάδα πάσχιζαν, με χέρια και πιρούνια για το ποιος θα τη φάει πιο γρήγορα. Οι μακαρονάδες ήσαν ευγενική προσφορά, εκ περι­τροπής, των δύο απέναντι από τον κινηματογράφο μαγέρικων, της Λουκου­ματζούς και των αδελφών Μπολιάρη.

Οι συμμετέχοντες ήσαν συνήθως φτωχόπαιδα και συνδύα­ζαν το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Έβρισκαν έτσι την ευκαιρία να το διασκεδάσουν, αλλά και να την πετσώσουν, κατά το κοι­νώς λεγό­μενο.

Η κορύφωση όμως της βραδιάς ή αλλιώς το κρεσέντο της, ήταν ο διαγωνισμός ομορφιάς και η ανάδειξη της Μις Ζαχάρως.

Ο Βαγγέλης φρόντιζε από τις προηγούμενες μέρες να συγκε­ντρώνει από τα μεγάλα μαγαζιά της πόλης, με το πρόσχημα της διαφήμισης, διάφορα δώρα. Τα ακριβότερα δώρα θα προσφέ­ρονταν, σαν βραβείο, στην νι­κήτρια της βραδιάς, αλλά και στις άλλες κοπέλες, που θα συμ­μετείχαν στον διαγωνισμό όλο και κάποιο δωράκι θα δινότανε. Είδη προικός από τη Λαϊκή Αγορά ή τον Καψή, ένα πετρογκάζ ή ράδιο από τον Τάγαρη, από τον Σώκα ένα σερβίτσιο, μια τούρτα από το ζαχαροπλαστείο του Ζαφειρό­πουλου κ.ά.

Ο Γιάννης, ο γιος του ζαχαροπλάστη, φέρελπις νέος και πρωτοε­τής τότε φοιτητής της Νομικής, επιλέγεται εκείνη τη χρονιά από τον μηχανικό, ως ο πιο κατάλληλος για πρόεδρος της κριτικής επιτροπής. Στο διάλειμμα της ταινίας, ο Βαγγέλης μετά της συζύγου του, της κυρίας Ελένης, περνάνε απ’ όλα τα καθίσματα ψάχνοντας εναγωνίως να βρούνε ανάμεσα στους θεατές νέες κοπέλες, πρό­θυμες να συμμετάσχουν στον διαγωνι­σμό ομορφιάς.

Οι ντόπιες διστάζουν, είναι ντροπαλές, σκέφτονται το τι θα πει ο κόσμος και αρνούνται κατηγορηματικά. Δυο τρεις ξένες, που έχουν έρθει για παραθερισμό, φαίνονται  πιο θαρρετές. Κα­ταλαβαίνοντας  άλλωστε ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτα πείθο­νται και του Βαγγέλη επιμένοντος σηκώνονται.

Οι δικές μας δείχνουν ακόμα αναποφάσι­στες. Παρακινού­νται, όμως, από τις ξένες και με το δέλεαρ των δώ­ρων στο μυαλό τους παίρνουν την άδεια από τους γονείς τους και τελικά σηκώνονται κι αυτές. Η προσπάθεια του Βαγ­γέλη,  δόξα τω Θεώ, κι αυτή τη φορά ευοδώνεται. Οι υποψή­φιες για τον δια­γωνισμό φτάνουν τον αριθμό έξι (6) και όλα βαίνουν καλώς.

Η τριμελής επιτροπή, με πρώτο τον πρόεδρο ανεβαίνουν στη σκηνή. Έχουν όλοι τους ύφος σοβαρό και αυστηρό, ανά­λογο του σπουδαίου ρόλου, που έχουν επωμιστεί. Τους ακο­λουθούν οι υποψήφιες, που ανεβαίνουν στην σκηνή και παρα­τάσσονται η μία δίπλα στην άλλη, έχοντας φάτσα τον κόσμο. Όλες τους είναι ντυμένες κανονικά με τα φορέματά τους και δεν προβλέπεται από την επιτροπή η παρέλασή τους με  μπικίνι. Διαγωνισμός ομορφιάς μεν, αλλά και διαφύλαξη της σεμνότη­τας δε.

Εκείνη τη βραδιά μεγάλη νικήτρια αναδείχθηκε μια δική μας κοπέλα, ψηλή, και όμορφη. Ήταν από σχετικά φτωχική οικογένεια, που έμενε σε ένα σπι­τάκι, κοντά στη θάλασσα. Τα δώρα, έτσι, από τη βράβευσή της έπιασαν τόπο.

Ο Βαγγέλης ύστερα από μερικά χρόνια αποφάσισε να μείνει μόνιμα στην πόλη μας. Δούλευε σαν ηλεκτρολόγος τους άλλους μήνες και τους καλοκαιρινούς σαν μηχανικός στο σινεμά. Αγό­ρασε σπίτι και πολιτογραφήθηκε Ζαχαραίος. Μέχρι που πέθανε όσα χρόνια του έμειναν τα έζησε στη Ζα­χάρω.

Όποτε κι αν τον συναντάγαμε, εκείνο το αμίμητο "ο Κολοσ­σός των Κολοσσών" έφτανε, ακόμα, στ’ αφτιά μας από τα με­γάφωνα του σινεμά. Ήταν η θρυλική φράση, με την οποία ο Βαγγέλης διαφήμιζε στα διαλείμματα την ταινία που θα παιζό­τανε "προσεχώς". Την εκφωνούσε από το καμαράκι του μηχανι­κού με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, τον ραδιοφω­νικό, που θύμιζε κομφερασιέ, αλλά και σπίκερ ποδοσφαιρικού αγώνα.

Πέρναγε τη μέρα του καλαμπουρίζοντας με τους φίλους του στο καφενείο του Κούκιου. Μόνιμα θέματα της παρέας, τι άλλο, τα πολιτικά και ο Ολυ­μπιακός. Ο μεγάλος του Πειραιά, αλλά και ο δικός μας, ο Ολυμπιακός Ζα­χάρως.

Είχε τον λόγο του, που προτιμούσε εκείνο το καφενείο. Ήταν ακρι­βώς απέναντι από τον κινηματογράφο. Η αγάπη του, βλέπετε, για κείνον ήταν τόσο μεγάλη, που δεν μπορούσε να τον αποχω­ριστεί. Ακόμα και όταν αργότερα τον γκρέμισαν για να γίνει η σημε­ρινή πλατεία η ματιά του από απέναντι  εκεί συνέχεια έπε­φτε με θλίψη και νοσταλγία.

Ο Βαγγέλης σαν σε όνειρο, όταν βράδιαζε,  συνέχιζε να βλέπει εκείνο το γλυκό κοκκι­νωπό φως να βγαίνει από τα με­γάλα γράμ­ματα της λέξης ΟΛΥ­ΜΠΙΑ και να καταυγάζει το σκοτάδι της νύχτας…