Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ (1947):



                                           Είχα ένα φίλο, τον Εμίν,
                                           που χόρευε με το σουγιά στα δόντια
                                           κι ένα τσιγάρο σέρτικο
                                           πίσω στ' αυτί αναμμένο.
                                           Έλα να δεις, μου φώναζε,
                                           παπούτσια δεν φορώ,
                                           κορδόνια είναι οι φλέβες
                                           που η μάνα μου μού χάρισε
                                           κι ούτε στα μάτια έχω φως.
                                           Ό,τι μπορώ και βλέπω,
                                           είναι μια σκιά από αίμα μαύρο
                                                                         στο χορό
                                           που λέει ότι είναι η Πόλη, η Ιστανμπούλ.
                                           Καταραμένη ας μένει που
                                           μου πήρε την καρδιά
                                           κι άλλη καρδιά δεν μου 'μεινε
                                           να τη μισήσω 
                                           πιο πολύ... απ' όσο την αγάπησα.

                                                                                   Παλιός αμανές

Πρώτη φορά πήγα στην Πόλη το 1972, τον Αύγουστο. Μόλις είχα απολυθεί απ' το στρατό και με έτρωγε μια μάλλον νοσηρή περιέργεια να τη γνωρίσω. Έφτασα αεροπορικώς, μέσω Σμύρνης, και μου φάνηκε εκτάκτως επαρχιακή, όπως δηλαδή θα την ήθελε ο Μουσταφά Κεμάλ. Εξαιρετικά παλιά, σκοτεινή, παραιτημένη και θλιβερή. Εκείνη την εποχή η Πόλη υπέφερε από έλλειψη καφέ και σωστού φωτισμού. Την έσκαβαν ανελέητα, κι από παντού ξεπηδούσαν ιστορικά ανένταχτοι αρουραίοι. Περπάτησα εξαντλητικά στην καθαυτό Πόλη, την εντός των τειχών του Θεοδοσίου, κι αρκετά στο Πέρα.

«Πέρα» ονόμαζαν τους μαχαλάδες που ήταν «πέρα» απ' την παλιά, αληθινή βυζαντινή πολιτεία. [...] Η μουσική του Χατζιδάκι απ' το Αμέρικα-Αμέρικα του Ελία Καζάν, σε συνδυασμό με την ασπρόμαυρη ατμόσφαιρα της ταινίας, με στοίχειωναν όσο προσπαθούσα να αποκαλύψω τα μεταβυζαντινά στοιχεία της Πόλης. Και ναι μεν είδα μερικούς απ' τους εναπομείναντες χαμάληδες του λιμανιού στο Καράκιοϊ ζωσμένους σαμάρια, αλλά δεν εισχώρησα στη βαρύτιμη ασπρόμαυρη αίσθηση του Αμέρικα ούτε γι' αστείο. Η Πόλη λουζόταν ιδρώτες μες στον φωτεινό Αύγουστο· κι όσο για τα κλειστοφοβικά ντεκόρ του Καζάν, αυτά ήταν προϊόντα εγχώριας κατασκευής, που στήθηκαν με το μεράκι του αλησμόνητου Βασίλη Φωτόπουλου στο στούντιο «Άλφα», στην Αθήνα. Τα έμαθα αργότερα όλα αυτά.

Ο Αρά Γκιουλέρ, που στα τέλη της δεκαετίας του '50 ήταν ένας απ' τους λίγους της αντροπαρέας που συνόδευε τον Τένεση Ουίλιαμς στις περιηγήσεις του, θεωρείται ο κατεξοχήν ποιητής-φωτογράφος της Κωνσταντινούπολης που χάθηκε και συνεχίζει να χάνεται. Αποτύπωσε ναι, πρόφτασε και το έκανε όλα όσα χαρακτήριζαν την Πόλη, όλα όσα σεβάστηκε ο χρόνος έως ότου το «σέβας» υπέκυψε στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις του εκσυγχρονισμού.

Το 1972 η αίγλη αυτών των «μνημείων» μιας πληγωμένης μνήμης είχε ακόμα ισχύ. Ήδη οι πυλώνες της πρώτης και μεγαλύτερης απ' τις δύο κρεμαστές γέφυρες, που θα ένωναν την ευρωπαϊκή με την ασιατική πλευρά, ήταν στημένοι. Ευελπιστούσαν πως σε σύντομο διάστημα θα μπορούσες απ' το Ορτάκιοϊ να βρεθείς ακριβώς απέναντι, στο Μπεϊλέρμπεϊ, σε χρόνο ρεκόρ. Δεν ήταν βέβαια και λίγοι εκείνοι που ονειρεύονταν μια θεαματική αυτοκτονία απ' το δυσθεώρητο ύψος στον ταραγμένο Βόσπορο. Κι αυτά τα όνειρα έγιναν αμέσως πραγματικότητα όταν τέλειωσε το έργο, οπότε απαγορεύτηκε η γέφυρα στους πεζούς. Yasak! Οι Τούρκοι συνήθως σέβονται αυτή τη λέξη.

[...] Τα μπαντέμ εσμεσί είναι, μαζί με τα λουκούμια, οι πιο δημοφιλείς πολίτικες λιχουδιές. «Μπαντέμ» σημαίνει αμύγδαλο και «εσμέκ» είναι το ρήμα που θα πει ζουλάω, πιέζω. Η αμυγδαλόψιχα λοιπόν αυτή, δροσισμένη ελαφρώς με ροδόνερο, ζυμωμένη με «τουζ-σεκέρ», άχνη ζάχαρη, και με πικραμύγδαλο ίσα να αρωματίζει ευχάριστα τη γλύκα, αποτελεί πραγματικά σημείο αναφοράς στη γευστική γεωγραφία της Ιστανμπούλ.

[...] Μα μόλις πάρει να ξημερώνει, σύννεφα από μυρωδιές φρεσκοψημένου ψωμιού σκεπάζουν τα δεινά της νύχτας. Το ψωμί παντού στην Τουρκία είναι πεντανόστιμο, όπως και οι πίτες του Ραμαζανιού. Παλιά τις ζύμωναν μόνο για την περίοδο του Ραμαζανιού, όπως κι εμείς τις καθαροδευτεριάτικες λαγάνες. Τώρα πια παρασκευάζονται όλες τις μέρες. Όσοι μπορούν να πληρώσουν κάτι παραπάνω, τις γεύονται. Οι άλλοι περιορίζονται στον φτηνό επιούσιο. Και πάντα απ' τα ραδιόφωνα τα θρηνητικά τραγούδια του έρωτα και τα πιο μοντέρνα, με τους ερμαφρόδιτους νεαρούς, που σοκάρουν τους μερακλήδες. Το αέναο σάουντρακ του πλήθους.

Κι επειδή αναφέρθηκα στα «ερωτικά» των ταπεινωμένων και καταφρονεμένων, τα ονομαστά πορνεία, όπου διέπρεψαν εταίρες βυζαντινές, με πρώτη και καλύτερη συντρέχουσα την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν. Όχι εντός της παλιάς Πόλης. Απέναντι. Στο... πέρα Πέραν.

Λένε πως στο ίδιο ακριβώς μέρος, εκεί στο τέλος της Ιστικλάλ, στο Γιουκσέκ καλντερίμ, αριστερά όπως κατεβαίνουμε από το Ταξίμ, συνεχίζουν από τα χρόνια του Βυζαντίου να διακονούν τον έρωτα για λογαριασμό των πολύ λαϊκών στρωμάτων. Μια μεγάλη κατηφόρα ή ανηφόρα εξαρτάται– που οδηγεί στο Καράκιοϊ, κάτω στον Βόσπορο. 

[...] Κουβαλήθηκα, λοιπόν, κι εγώ να δω πώς είναι αυτό το «καρτιέ» του έρωτα. Στην είσοδο βρίσκεται το «καρακόλ», το αστυνομικό τμήμα, που ελέγχει τις ταυτότητες σχετικά με την ηλικία και γενικά τη νομιμότητά σου. Αφού δοθεί το «ελευθέρας», εισέρχεσαι στο γκέτο. Κανονικό γκέτο, με εξασκημένους νταβατζήδες να μη δείχνουν πολύ νταβατζήδες. Τα κορίτσια αποτελούν πρώτης τάξης φελινικά φιγκιράν: χοντρές ή λιπόσαρκες, με τα μισά στήθη έξω, με κοιλιές που δοξάζουν την έννοια του «πλισέ», οπωσδήποτε όμως με κιλότα. Ανάμεσά τους και κόρες πιστές του Ισλάμ, με μαντίλα στο κεφάλι, αλλά με τα βυζιά εκτεθειμένα το κατά δύναμη. 

Ήταν μήνας Δεκέμβρης όταν εισέβαλα στον ιερό αυτό χώρο, οπότε το κρύο έβαζε μερικούς παραπανίσιους πόντους ανατριχίλας. Τα πεινασμένα μάτια των πελατών –«μουστερί» είναι ο πελάτης– έτρωγαν τα κάλλη των κοριτσιών. Και, αν διέθεταν το απαραίτητο αντίτιμο, κατόπιν συμφωνίας με τον αρμόδιο, απολάμβαναν κάπου στα ενδότερα το αντικείμενο του πόθου.

[...] Με τη δική του ζωή και το γειτονικό Φανάρι. Τα κάποτε αρχοντικά –αλλά όχι προκλητικά, για να μην εγείρουν το φθόνο στους αφεντάδες Οθωμανούςσπίτια των Φαναριωτών στέκουν ακόμα όρθια. Εξαθλιωμένα αλλά όρθια. 

[...] Το δρόμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον γνωρίζουν, βέβαια, οι Έλληνες που συρρέουν τις γιορτινές μέρες ως προσκυνητές, να νιώσουν το «ιερό ρίγος» της απώλειας· τον γνωρίζουν οι ανώτατοι λειτουργοί του ελληνικού κράτους, που δηλώνουν πάντα «αμέριστη συμπαράσταση»· ίσως ακόμα τον ξέρουν και κάποιοι αρχηγοί χριστιανικών κρατών και διεθνείς οικολογικές οργανώσεις, λόγω της ευαισθησίας του Πατριάρχη Βαρθολομαίου σε περιβαλλοντικά θέματα.

[...] Ο Ορχάν Παμούκ ορθώς μιλά στην αυτοβιογραφική του Ιστανμπούλ για τη θλίψη της Πόλης. Και πόσο ταιριαστά ακούγεται στα τούρκικα η θλίψη... «Χιουζούν». Θλίψη για την πραγματικότητα που συνθλίβεται από μια απόκοσμη παραλλαγή της απάτης. Απάτη για την ομορφιά ή τη δυστυχία, που μπορούν να συναπαντώνται στις ίδιες γέφυρες και στα ίδια μάτια, που τις βιώνουν σαν παραμορφωτικό ντεκόρ μιας ανήσυχης ραστώνης. Αυτό έβλεπα όσο προχωρούσα προς το ξενοδοχείο, αποφασισμένος να οργανώσω την επιστροφή μου. Μια ραστώνη σημαδεμένη από αναπάντητα ερωτηματικά σχετικά με την επιτήδευση του χαρτογραφημένου χρόνου.

Σ' αυτή την άγρια υπνωτισμένη πολιτεία που χουζουρεύει με το ένα μάτι ορθάνοιχτο, που περιμένει τα φθονερά τζίνια της ευτυχίας της, τους πάσης φύσεως Εγκέλαδους και κάθε φανταστική ή πραγματική συντριβή του ενεστώτα χρόνου, αναρωτιόμουν αν είχε νόημα να θυμώνω με ό,τι δεν επαληθευόταν ως σταθερό σημείο των εμπειριών μου. Έστω κι αν υπολόγιζα στις μικρές συναισθηματικές μου καταθέσεις...



Τα ανωτέρω αποσπάσματα πρόερχονται από το συγγραφικό πόνημα του Γιάννη Ξανθούλη ''Κωνσταντινούπολη - Των ασεβών μου φόβων'' (εκδόσεις Διόπτρα, 2013).
Από το in.gr

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

MARC SHAGALL (1887-1985):

Ο ζωγράφος των ονείρων...









Βλέποντας τις ζωγραφιές του Μαρκ Σαγκάλ, ο θεατής ανακαλύπτει τον κόσμο των παραμυθιών: άνθρωποι που ίπτανται ή συνομιλούν με ζώα, σπίτια που αιωρούνται στον ουρανό, βιολιστές, χωρικοί και χωριατοπούλες, αμαξάδες και ραβίνοι, αγελάδες και γαϊδούρια, που ζουν όλοι μαζί αρμονικά σε κακορίζικα ρωσικά χωριά. Η τέχνη του Μαρκ Σαγκάλ φαίνεται να στέκεται μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους: την πατρίδα του Βιτέμπσκ στη Λευκορωσία και το Παρίσι, όπου ζούσε μεταξύ του 1911 και του 1914.   Οι πίνακες που δημιούργησε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου συνδυάζουν τις αναμνήσεις της ρωσικής επαρχιακής ζωής και λαϊκής τέχνης με εικονικά θραύσματα της κοσμοπολίτικης γαλλικής πρωτεύουσας και ενσωματώνουν τα πρωτοποριακά στιλιστικά πειράματα της εποχής με τα οποία είχε έρθει σε επαφή μέσα από τη γνωριμία του με προοδευτικούς σύγχρονούς του καλλιτέχνες, όπως τον Πάμπλο Πικάσο, τον Ζακ Λίπσιτς, τους Ρομπέρ και Σόνια Ντελωναί και βέβαια τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ. 

Από το Lifo

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

AUGUSTE RODIN (1840-1917):





Ο Αύγουστος Ρενέ Ροντέν, γόνος οικογένειας εργατών, ξεκίνησε να ζωγραφίζει και να σχεδιάζει σε ηλικία 14 ετών. Σπούδασε υπό την καθοδήγηση του ζωγράφου, Οράτιου Λεκόκ ντε Μπουαμποντράν, ο οποίος έδινε έμφαση στη ζωγραφική από μνήμης αλλά και στην ερμηνεία των εικόνων βάσει ενός προσωπικού στιλ. Αυτές οι δεξιότητες θα αποδεικνύονταν αργότερα πολύτιμες για το μοναδικό στιλ γλυπτικής και ανδριαντοποιίας του Ροντέν.
Στα πρώτα στάδια της καριέρας του, ο νεαρός Αύγουστος ταξίδεψε στην Ιταλία, όπου δέχθηκε σημαντικές επιρροές από τα έργα του Μικελάντζελο, με τις αισθαντικές απεικονίσεις των σωμάτων.
Τα γλυπτά του εκφράζουν το ωμό, καθαρό συναίσθημα, με έμφαση στις λεπτομέρειες της σάρκας αλλά και στην εσωτερική ασχήμια της ανθρωπότητας. Το πλέον φημισμένο έργο του, «Ο Σκεπτόμενος», ένα άγαλμα που είχε αρχικά σχεδιαστεί ως καθιστός ανδριάντας του Δάντη για το επάνω μέρος της θύρας του δημαρχείου στο Παρίσι αναδεικνύει το μεγαλείο της τέχνης του. 
Μιλώντας, μάλιστα, για το έργο του είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Αυτό που κάνει το Σκεπτόμενό μου να σκέφτεται είναι το ότι σκέφτεται όχι μόνο με το μυαλό του, με με το πλεκτό μέτωπό του, τα διεσταλμένα ρουθούνια του και τα συμπιεσμένα χείλη, αλλά με κάθε μυ από τα χέρια του, την πλάτη και τα πόδια, με σφιγμένη τη γροθιά του και πιάνοντας τα δάχτυλα των ποδιών».
Οι μοντέρνες τεχνικές του Ροντέν θεωρήθηκαν επαναστατικές για την εποχή του, προσιδιάζοντας περισσότερο στα έργα της σύγχρονης τέχνης, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, παρά στον 19ο αιώνα.  Σπουδαίοι καλλιτέχνες του εικοστού αιώνα, όπως ο Τακάσι Μουρακάμι, ο Τζεφ Κούνς ο Ντέιμιαν Χερστ και πολλοί άλλοι επηρεάστηκαν από την τεχνοτροπία του Γάλλου γλύπτη.
Στις αρχές του 1917 προσβλήθηκε από σοβαράς μορφής γρίπη, που τον κατέβαλλε. Στις 29 Ιανουαρίου παντρεύτηκε την επί 53 χρόνια σύντροφό του Ροζ Μπερέ, η οποία πέθανε δύο εβδομάδες αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου. Στις 17 Νοεμβρίου ήταν η σειρά του Αύγουστου Ροντέν να εγκαταλείψει τα εγκόσμια, σε ηλικία 77 ετών. Τάφηκε στο εργαστήριό του στο παρισινό προάστιο του Μεντόν.
Από το TVXS

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017

9 Νοεμβρίου 1989: Η πτώση του τείχους του Βερολίνου

Βερολίνο, 9η Νοεμβρίου 1989: ένα «λάθος» αλλάζει την ιστορία κάνοντας χιλιάδες πολίτες του ανατολικού Βερολίνου να διαβούν τα ενδογερμανικά σύνορα προς τη δυτική πλευρά της πόλης, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες.
Τον Οκτώβριο του 1989 μαζικές διαδηλώσεις συγκλόνιζαν την Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ενώ οι ανατολικές χώρες, τις οποίες κατέκλυζαν οι πρόσφυγες για να περάσουν στη Δυτική Γερμανία, καλούσαν με τελεσίγραφα την Ανατολική Γερμανία να δώσει λύση και απειλούσαν να κλείσουν τα σύνορά τους με αυτή. Στις 6 Νοεμβρίου 1989 η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας δημοσιοποίησε ένα σχέδιο ταξιδιωτικού νόμου, το οποίο ήταν πολύ κατώτερο των προσδοκιών του κόσμου και τελικά φούντωσε ακόμα περισσότερο τις αντιδράσεις αντί να τις κατευνάσει. Ως αποτέλεσμα, ακόμα πιο μαζικές διαδηλώσεις έλαβαν χώρα, ενώ μέσα σε μια μέρα μόνο στη Λειψία 500.000 άνθρωποι σε διαδήλωση.
Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου 1989 συνεδρίασε μια επιτροπή αξιωματικών των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας για να προτείνει λύσεις και να σχεδιάσει μια έκτακτη ρύθμιση, που θα έθετε αμέσως σε εφαρμογή τα ουσιαστικότερα μέτρα του σχεδίου ταξιδιωτικού νόμου. Η επιτροπή υπέβαλε μια πρόταση στο Πολιτικό Γραφείο σύμφωνα με την οποία θα επιτρέπονταν στο εξής τόσο η μόνιμη μετεγκατάσταση – που άλλωστε δημιουργούσε το πρόβλημα με τους πρόσφυγες στις τρίτες χώρες – όσο και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Τα σύντομα ταξίδια θα επιτρέπονταν διότι σε αντίθετη περίπτωση θα εξωθούνταν στη μετανάστευση πολλοί που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία.
Η επιτροπή των αξιωματικών πρότεινε να δίνονται οι άδειες και για τα δύο από τις αρμόδιες υπηρεσίες μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, χωρίς διατυπώσεις. Με αυτές τις προτάσεις ήταν αναμενόμενο ότι θα ξεσηκωνόταν ένα πρωτόγνωρο κύμα μόνιμης και προσωρινής εξόδου από τη χώρα, η πίεση όμως θα διοχετευόταν στις αρμόδιες υπηρεσίες, όχι στα σύνορα, και θα μπορούσε να ελεγχθεί. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας το Πολιτικό Γραφείο ενέκρινε το σχέδιο ταξιδιωτικών ρυθμίσεων της επιτροπής και το προώθησε στα συναρμόδια υπουργεία μέσω της υπηρεσιακής οδού για να γίνουν έλεγχοι και προτάσεις εντός της ημέρας. Σύμφωνα με την πάγια τακτική, η μη έκφραση αντιρρήσεων ως μια ορισμένη ώρα ισοδυναμούσε με έγκριση του σχεδίου από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η ώρα 4:00 το πρωί της 10ης Νοεμβρίου ορίστηκε ως τελικό σημείο για να δοθεί η απόφαση στον τύπο.
Μέχρι το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου, τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ελέγχουν το σχέδιο ρύθμισης. Τα δύο πρώτα Υπουργεία εγκρίνουν τις ρυθμίσεις που αφορούν στη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό, εκφράζουν όμως αντιρρήσεις για τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια, προτείνοντας περιορισμούς. Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ απορρίπτει εντελώς τη ρύθμιση, καθώς εντοπίζει τυπικά και τεχνικά προβλήματα στο σχέδιο που του υποβλήθηκε.
Η κυβέρνηση όμως στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η κυκλοφορία των νομοσχεδίων στα υπουργεία δεν ήταν παρά μια γραφειοκρατική ρουτίνα. Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονται τη ρύθμιση και διαπιστώνουν προβλήματα, το σχέδιο φθάνει στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος στις 15:00 και καταλήγει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα, Έγκον Κρεντς. Ο Κρεντς δεν γνωρίζει τις αντιρρήσεις των συναρμόδιων υπουργείων και δεν προσέχει ότι η ρύθμιση προορίζεται να δοθεί την άλλη μέρα στον τύπο. Χωρίς να πολυασχοληθεί, τη δίνει μαζί με ένα σχετικό δελτίο τύπου στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκύντερ Σαμπόφσκι, που ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα να δώσει συνέντευξη τύπου στους Ανατολικογερμανούς και τους ξένους δημοσιογράφους.
Η συνέντευξη πραγματοποιείται στο Διεθνές Κέντρο Τύπου του Ανατολικού Βερολίνου και μεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας. Αρχίζει στις 18:00, πριν προλάβει ο Σαμπόφσκι να μελετήσει το σημείωμα που πήρε από τον Κρεντς. Προς το τέλος της συνέντευξης, στις 18:57, ο Σαμπόφσκι αναφέρει εν παρόδω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση – η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα νομοσχέδιο υπό επεξεργασία, για το οποίο μάλιστα τα συναρμόδια υπουργεία είχαν αντιρρήσεις.
Εμφανώς αμήχανος και ψάχνοντας τα χαρτιά του διαβάζει δυνατά το σημείωμα παρουσία δημοσιογράφων στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση: «Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων. Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο διέλευσης προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας».
Η ρύθμιση, όπως είχε αντιληφθεί ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ήταν συγκεχυμένη και τυπικά παράνομη. Συγχέονται τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια με τη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό και αγνοούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνταν τόσα χρόνια από το δίκαιο της ΛΔΓ και ήταν ακόμα σε ισχύ. Επίσης αφήνει την εντύπωση ότι για τα σύντομα ταξίδια δεν απαιτείται διαβατήριο ή άλλες διατυπώσεις. Θα δινόταν λοιπόν η άδεια για μια επίσκεψη στο Δυτικό Βερολίνο στα σύνορα; Σήμαινε αυτό πως οι πύλες του τείχους θα ήταν στο εξής ανοιχτές; Και κυρίως, ήταν ανοιχτές από εκείνη τη στιγμή; Σύμφωνα με τις προθέσεις των συντακτών του σχεδίου ρύθμισης και του κόμματος η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα έπρεπε να ήταν αρνητική.
Όμως στην ερώτηση του δημοσιογράφου Ρικάρντο Έρμαν από το ιταλικό πρακτορείο ANSA «πότε τίθεται σε εφαρμογή αυτή η ρύθμιση», ο Σαμπόφσκι απαντά φυλλομετρώντας τα χαρτιά του: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή... απ’ όσο ξέρω... αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».
Μια συγκεχυμένη αναφορά του αμήχανου Σαμπόφσκι γίνεται το τηλεοπτικό γεγονός του αιώνα. Τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων μέσα σε λίγα λεπτά και η ανατολικογερμανική τηλεόραση αργότερα αναμεταδίδουν τη συνέντευξη και τα νέα αγνοώντας ή ξεκαθαρίζοντας με δική τους πρωτοβουλία τις ασάφειες και συνοψίζοντας την είδηση στο γεγονός ότι το τείχος άνοιξε.
Οι Ανατολικοβερολινέζοι ακούν τις ειδήσεις από το Δυτικό Βερολίνο, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στους δρόμους και κατευθύνονται προς το τείχος. Εκεί συναντούν τους έκπληκτους συνοριοφύλακες και το προσωπικό ελέγχου διαβατηρίων, που δεν είχαν ιδέα για τη νέα ρύθμιση και είχαν τόσα χρόνια εκπαιδευτεί να θεωρούν το τείχος ιερό και απαραβίαστο. Αρχικά καλούν τον κόσμο να φύγει και να απευθυνθεί την επόμενη μέρα στις υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων. Το πλήθος όμως αυξάνεται συνεχώς και αρχίζει να χάνει την υπομονή του. Μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστούν από τις μάζες το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου Μπόρνχόλμερ Στράσε (Bornholmer Straße) ανοίγει τις πύλες στις 23:00. Σύντομα ακολουθούν και άλλα φυλάκια. Οι εικόνες που μεταδίδονται από την τηλεόραση ενθαρρύνουν και άλλους Ανατολικοβερολινέζους να κατέβουν στο τείχος πεζοί ή με αυτοκίνητα και να δοκιμάσουν μια βόλτα στο Δυτικό Βερολίνο. Μέχρι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου όλες οι πύλες του τείχους έχουν ανοίξει διάπλατα και οι πολίτες τις περνούν χωρίς κανένα έλεγχο.
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δέχτηκαν τους πολίτες της ΛΔΓ με ενθουσιασμό. Οι πιο πολλές μπυραρίες στην περιοχή του τείχους πρόσφεραν δωρεάν μπύρα, τα αυτοκίνητα άρχισαν να κορνάρουν και άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι αγκαλιάζονταν. Μέσα στην ευφορία της βραδιάς σκαρφάλωναν στο τείχος και Δυτικοβερολινέζοι, ενώ άλλοι περνούσαν από την απροσπέλαστη ως τότε Πύλη του Βραδεμβούργου. Μόλις έγινε γνωστό ότι άνοιξε το τείχος, η δυτικογερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή στη Βόννη διέκοψε τη συνεδρίαση, που αφορούσε στη συζήτηση του προϋπολογισμού. Μερικοί βουλευτές τραγούδησαν αυθόρμητα τον Εθνικό Ύμνο.

Η επανόρθωση του λάθους από την πλευρά του κράτους ήταν αδύνατη χωρίς τη χρήση βίας. Αν και έγιναν τέτοιες σκέψεις στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης και του κόμματος, τελικά επικράτησε η σύνεση και η αποδοχή των τετελεσμένων.

Από το TVXS

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

ΦΙΟΝΤΟΡ ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ (1821-1881):

Ο Ντοστογιέφσκι γράφει στον αδελφό του: «Η ζωή είναι ένα δώρο, η ζωή είναι ευτυχία!»


Στις 28 Ιανουαρίου του 1881 ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι πέθανε στην Αγία Πετρούπολη (στις 9 Φεβρουαρίου του 1881 σύμφωνα με το Γρηγοριανό Ημερολόγιο) από «αιμορραγία», η οποία πιθανόν συσχετιζόταν με επιληπτική κρίση.   Είχε ζήσει μια πολύ γεμάτη ζωή και μία τουλάχιστον φορά αντιμετώπισε το θάνατο κατάματα, κοιτώντας ένα εκτελεστικό απόσπασμα, περιμένοντας τον τελευταίο πυροβολισμό. Το 1849 ο συγγραφέας συνελήφθη μαζί με άλλα μέλη της επαναστατικής/προοδευτικής ομάδας του «κύκλου Petrashevsky», η οποία ήταν αντίθετη με τη διοίκηση του Τσάρου. Τα μέλη καταδικάστηκαν σε θάνατο και χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες για να αντιμετωπίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Ντοστογιέφσκι ήταν στη δεύτερη ομάδα, και καθώς παρακολουθούσε τα όπλα που σημάδευαν την πρώτη ομάδα, τους δόθηκε χάρη. Η ομάδα εξορίστηκε στη Σιβηρία όπου ο ίδιος έμεινε για τέσσερα χρόνια.
Γυρνώντας στο κελί του, μετά την χάρη που του δόθηκε, έγραψε ένα γράμμα στον αδερφό του. Εδώ βρίσκεται ολόκληρο το γράμμα, εγώ θα σας παραθέσω ένα απόσπασμα:

   «Όταν αναπολώ το παρελθόν μου και σκέφτομαι πόσο χρόνο έχω χάσει για το τίποτα, πόσο πολύ χρόνο έχω σπαταλήσει ματαιοπονώντας, σε λάθη, τεμπελιά, σε ανικανότητα για να ζήσω – πόσο λίγο εκτιμούσα τη ζωή, πόσες φορές αμάρτησα ενάντια στην καρδιά μου και στην ψυχή μου – τότε η καρδιά μου ματώνει. Η ζωή είναι ένα δώρο, η ζωή είναι ευτυχία, κάθε λεπτό μπορεί να είναι μια αιωνιότητα ευτυχίας. Δεν είμαι ούτε κακόκεφος ούτε αποκαρδιωμένος. Η ζωή βρίσκεται παντού, η ζωή είναι εντός μας, όχι εκτός μας. Θα βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπινα πλάσματα και θα είμαι ένας άντρας μεταξύ αντρών κι έτσι θα παραμείνω για πάντα, δεν θα αποκαρδιωθώ και δεν θα τα παρατήσω ό,τι κι αν συμβεί – αυτό είναι η ζωή, αυτό είναι το νόημά της, θα το θυμάμαι για πάντα. Αυτή η ιδέα έχει κυριεύσει τη ζωή μου και το αίμα μου.»


 Πηγή:.lifo

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

ΤΑΚΗΣ ΖΕΝΕΤΟΣ (1926-1977): Ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας













Ο Τάκης (Παναγιώτης) Ζενέτος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926 και ήταν γόνος εύπορης οικογένειας κοσμηματοπωλών. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής γενιάς. Κατόπιν παρότρυνσης οικογενειακού φίλου προσανατολίστηκε στις αρχιτεκτονικές σπουδές στη Γαλλία. Με αυτήν την προοπτική μαθήτευσε στη σχολή αρχιτεκτονικού σχεδίου («Σχολή Αρχιτεκτονικών Μελετών») η οποία απευθυνόταν σε σπουδαστές του Ε.Μ.Π. το οποίο, όπως όλες οι σχολές, υπολειτουργούσε την περίοδο της κατοχής.
Το 1945 έφυγε απ’ την Ελλάδα με υποτροφία για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Παρίσι, στην Ecole des Beaux Arts στο εργαστήριο του Otello Zavaroni. Το 1952 τελειώνει τον κύκλο σπουδών του στη σχολή και το 1953 παρουσιάζει τη διπλωματική του εργασία με θέμα «Μικρόπολις – Αυτόνομη οικιστική μονάδα».
Επέστρεψε στην Ελλάδα οριστικά το 1955 και άνοιξε σε συνεργασία με τον Μαργαρίτη Αποστολίδη γραφείο μελετών στην οδό Ακαδημίας 61. Τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του δραστηριότητας είναι ιδιαίτερα γόνιμα. Τα πρώτα έργα μαζί με τον Μαργαρίτη Αποστολίδη είναι τα εργοστάσια Φιξ και APCO, το μονόσπιτο στο Καβούρι και η πολυκατοικία στην Λ. Αμαλίας 34. Ακολούθησαν οι μονοκατοικίες στη ΓλυφάδαΨυχικόκαι η πολυκατοικία στην οδό Ηρώδου Αττικού. Ωστόσο, μέχρι το 1962 παραμένει ουσιαστικά άγνωστος. Το έργο του δημοσιεύτηκε με τη βοήθεια του Ορέστη Δουμάνη, υπεύθυνου αρχιτεκτονικών θεμάτων στον «Ζυγό» ,αργότερα διευθυντή σύνταξης της «Αρχιτεκτονικής», ιδρυτή των «Αρχιτεκτονικών Θεμάτων» καθώς και υπεύθυνου συντάκτη για το ελληνικό τμήμα του «World Architecture». Επίσης έργα του δημοσιεύτηκαν σε πολλά ευρωπαϊκά αρχιτεκτονικά περιοδικά. Ο Zενέτος ολοκλήρωσε συνολικά 120 έργα, ανάμεσα στα οποία είναι το χωροταξικό σχέδιο του Λεκανοπεδίου Αττικής, πολλά βιομηχανικά κτήρια καθώς και σημαντικές πολυκατοικίες και μονοκατοικίες.Ταλαντούχος «συνθέτης», με άρτια επιστημονική κατάρτιση και ευρύτατες τεχνολογικές γνώσεις, αντιμετώπισε με την ίδια ευσυνειδησία, σοβαρότητα και συνέπεια όλα τα έργα που μελέτησε, έργα που χαρακτηρίζονται από τη λειτουργικότητα της οργάνωσης ,την καθαρότητα της μορφής, τη σαφήνεια της κατασκευής, την ευελιξία και τη δυνατότητα συμμετοχής του χρήστη στη διαμόρφωση του περιβάλλοντός του, τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας και την ανάδειξη των λεπτομερειών, τον σεβασμό τού τοπίου ή τη δραστική επέμβαση στο περιβάλλον, ανάλογα με την περίπτωση.
Δίνει έμφαση στη λειτουργία των κτιρίων αλλά και στην κατάργηση των συμβατικών όγκων. Δέχεται να ασχοληθεί με τις μορφολογικές επιπτώσεις της σύλληψής του αφού πρώτα εξασφαλίσει τις απαραίτητες τεχνικές προϋποθέσεις.
Τα μικρά έργα του, τα περισσότερα βίλες στην Αττική έχουν και τον πιο έντονα προσωπικό χαρακτήρα του. Το έργο τού Τάκη Ζενέτου εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από ένα μικρό κύκλο νέων αρχιτεκτόνων, πολλούς οπό τούς όποιους επηρέασε σημαντικά.
Σε μία εποχή στην οποία κυριαρχούσε η μαζική, πρόχειρη δόμηση, ο Ζενέτος υποστήριζε ότι η ανθρώπινη κατοικία πρέπει να είναι το υψηλότερο και πλέον πολυτελές προϊόν του σύγχρονου πολιτισμού. Θεωρούσε απαραίτητη την κατάργηση του κύβου κουτιού της μοντέρνας κατοικίας και την ενσωμάτωση της στο περιβάλλον. Την περίοδο εκείνη η Αθήνα ζούσε την εποχή της αλόγιστης καταστροφής των παλαιότερων κτιρίων και την ανέγερση κακότεχνων πολυκατοικιών που στέγασαν τους εσωτερικούς μετανάστες.
Ο Ζενέτος όμως είχε ήδη οραματιστεί την εξέλιξη της πόλης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη τη Δύση. Είχε προβλέψει τις τεχνολογικές εξελίξεις που θα επηρέαζαν τη ζωή και τις δραστηριότητες του ανθρώπου και τα επόμενα χρόνια θα προσπαθούσε να διατυπώσει τη δική του άποψη για την ιδανική μορφή της και να χτίσει κτίρια που θα την υπηρετούσαν. Η πεμπτουσία της πολεοδομικής και χωροταξικής φιλοσοφίας του Τάκη Ζενέτου περιέχεται στην έρευνά του, όπως διατυπώθηκε στην πρότασή του για την Ηλεκτρονική Πολεοδομία (1962), δηλαδή στην ένταξη των πιο πρόσφατων κατακτήσεων της ηλεκτρονικής επιστήμης και τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου.
Τα κείμενά του ήταν πάντα γεμάτα με τεχνικά δεδομένα, διασταυρώσεις και πιστοποιήσεις για την δυνατότητα υλοποίησης, κείμενα που υπερασπίζονταν τη συμβατότητα των ιδεών του με τα προβλήματα του παρόντος κόσμου αλλά και ενός κόσμου που ο Ζενέτος οραματιζόταν.
Εκεί που ίσως εκφράστηκε απελευθερωμένος από προστριβές με υπηρεσίες και πελάτες ήταν τα τέσσερα ρυθμιστικά που ανέλαβε το 1966. Η πίστη του σε μια ζωή εν εξελίξει που διαρκώς προσβλέπει στο μέλλον τον αποξένωσε από την παρούσα ζωή. Ο Τάκης Ζενέτος αυτοκτόνησε το 1977 πηδώντας από το παράθυρο του γραφείου του στο Κολωνάκι.