Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Κώστας Περδίκης:



Ο δύστροπος κύριος τραπεζίτης 


Ο κύριος Ηλιακόπουλος, από τότε που θυμάμαι ήταν για κά­μποσα χρόνια ο μοναδικός οδοντογιατρός στην πόλη μας, μέχρι να έλθει και δεύτερος.
Ευτυχώς που γεννήθηκα αργότερα και δεν πρόλαβα να δω εκεί­νους τους περιφερόμενους κομπογιαννίτες, να βγάζουν τα χαλα­σμένα δόντια των «θυμάτων» τους στις πλατείες, με τις χοντρές τους τανάλιες.
Ο οδοντογιατρός μας, τελειώνοντας τις σπουδές και το στρατιωτικό του, διάλεξε τον τόπο μας να εγκατασταθεί και  να ασκή­σει το επάγγελμά του. Για την ακρίβεια πρέπει να πω, να ασκήσει το λειτούργημά του, γιατί ως τέτοιο σ’ όλη του τη ζωή το είδε εκείνος. Όποια ώρα κι αν πήγαινες, αναζητώντας τη βο­ήθειά του, ήταν εκεί για να σε περιποιηθεί και να σε ανακουφί­σει. Ωράριο γι’ αυτόν δεν υπήρχε. Όσο για την αμοιβή του, αυτή αφηνόταν στην καλή διάθεση των ασθενών του. Όταν εί­χαν και με όσα τους επέτρεπαν τα οικονομικά τους, τον πλήρω­ναν.
Ήταν ένας ευγενικός κύριος, μεσαίου αναστήματος, πολύ αδύνατος και αρκετά βαρήκοος. Ζούσε μονάχος του, έχοντας για οικονόμο την κυρα Ελένη, που ήταν ο φύλακας άγγελός του. Εκείνη φρόντιζε το σπίτι και το ιατρείο, έκανε τα ψώνια στην αγορά και το μαγείρεμα.
Η κατοικία, όπως και το ιατρείο, ήσαν στο πάνω πάτωμα ενός παλιού σπιτιού, λίγο απόμερου, που ανέβαινες με μια ξύ­λινη στριφτή σκάλα. Η γυναίκα του γιατρού ζούσε στην Αθήνα μαζί με τα τρία τους παιδιά, που σπούδαζαν εκεί. Όσα χρήματα έβγαζε ο γιατρός τους τα ’στελνε, για να μην τους λείψει τί­ποτα. Εκείνος ζούσε σαν πραγματικός ερημίτης.
Τον έβλεπες έξω στην αγορά μόνο στις εθνικές εορτές, την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου ή όταν ήταν να πάει για λί­γες μέρες, συνήθως μια φορά τον χρόνο, στην οικογένειά του στην Αθήνα. Στις ελάχιστες αυτές εξόδους του, τον θυμάμαι να φοράει το ίδιο πάντα κουστούμι, με το σταυρωκουμπωτό σα­κάκι, και τα μεγάλα πέτα. Αδύνατος καθώς ήταν, τα πόδια του έπλεαν μέσα στο φαρδύ παντελόνι. Στεκόταν στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στους απλούς συμπολίτες του και μακριά από τους επισήμους. Ευθυτενής, έμπλεος εθνι­κής υπερηφάνειας, δεν χόρ­ταινε να καμαρώνει τη μαθητιώσα νεολαία να παρελαύνει και τη γαλανόλευκη να κυματίζει.
Το ιατρείο του ήταν ένα μακρύ δωμάτιο, με μια μεγάλη τζα­μα­ρία στη μια του στενή πλευρά, που ’βγαζε στο μπαλκόνι του δρόμου. Δυο ακόμα  παράθυρα έβλεπαν στον κήπο. Κοντά στην τζαμαρία ήταν η οδοντιατρική πολυθρόνα, ίδια με την ηλε­κτρική καρέκλα που εκτελούσαν  στην Αμερική τους βα­ρυποι­νίτες. Δίπλα της ο τροχός, ποδοκίνητος, σαν τον τροχό του γύ­φτου που ακόνιζε τα μαχαίρια και τα ψαλίδια μας.
Στην απέναντι πλευρά από την τζαμαρία ήταν ο πάγκος, που πάνω του μαστόρευε τα βράδια με τις ώρες τις γέφυρες, τις μα­σέλες και έλιωνε το χρυ­σάφι για τα καινούργια δόντια. Όλα, τότε, πέρναγαν από τα δικά του χέ­ρια.
Στη μια μακριά πλευρά, ήσαν τρεις τέσσερις καρέκλες και η μεγάλη βιβλιοθήκη. Τον μεγαλύτερο χώρο της βιβλιοθή­κης έπιανε η πολύτομη δερματόδετη εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου. Είχε όμως κι άλλα βιβλία επιστημονικά, λογοτεχνικά, όπως και πολλά τεύχη περιοδικών, Εικόνες και Ταχυδρόμο.
Εκεί προστρέχαμε, σαν μαθητές, για να βρούμε κάτι να γρά­ψουμε, πότε για κάποιον λογοτέχνη και πότε για ένα σημα­ντικό ιστορικό γεγονός, που μας ζήταγαν οι δάσκαλοί μας. Ο γιατρός άφηνε για λίγο τον ασθενή, μας εύρισκε την ακριβή σελίδα με το θέμα μας και επέστρεφε στην εργασία του. Ήταν μεγάλη η χαρά του να βλέπει νέα παιδιά διψασμένα για γνώση και μόρ­φωση να ’ρχονται και να ζητούν τη βοήθειά του.


Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, μπαίνοντας στο ιατρείο, βρήκα δυο γυ­ναί­κες και έναν νεαρό να περιμένουν τη σειρά τους, πριν από μένα. Ο γιατρός χαμογελώντας μου ’κανε νόημα να καθίσω και συνέχισε με την κοπέλα που καθόταν στην πο­λυθρόνα. Ήταν η Τούλα, μια γνωστή μου, τρία χρόνια μεγαλύ­τερή μου. Από τους άλλους άκουσα ότι επρόκειτο να της κάνει εξαγωγή. Της είχε ήδη κάνει ένεση για να μην πονέσει και τον είδα να πιάνει την ειδική τανάλια.
Άρχισα στη στιγμή να ξεφυλλίζω κάτι παλιές Εικόνες, απο­φεύγοντας να κοιτάω προς τα κει.  Τα πρώτα α!α!α! της κοπέ­λας  δεν άργησαν να ακουστούν. Ο γιατρός ψύχραιμος συνέχισε την προσπάθειά του. Κάτι όμως φαίνεται να τον δυσκόλευε και η εξαγωγή δεν πήγαινε καλά. Εκνευρισμένος λίγο, αλλά και πιο πεισμωμένος, συνέχισε. Εις μάτην όμως. Η κοπέλα εν τω με­ταξύ να ουρλιάζει. Ο γιατρός, τότε, ανοίγει την τζαμόπορτα και μας βγάζει όλους έξω, στο μπαλκόνι, κλείνοντάς την πάλι.
Από το τζάμι, όσο βέβαια αντέχαμε, ρίχναμε ματιές εντός, στα τεκταινόμενα και ακούγαμε τα βογκητά της Τούλας. Κά­ποια στιγμή, ύστερα από κάμποσα λεπτά, βλέπουμε τον γιατρό κά­θιδρο, αναψοκοκκινι­σμένο και εκτός εαυτού, να πετάει στο πά­τωμα τον δίσκο με όλα τα εργαλεία, σιχτιρίζοντας την ώρα και τη στιγμή που διάλεξε το επάγγελμα του οδοντογιατρού.
Είχε μόλις κάνει, επί τέλους, την εξαγωγή. Άναψε ένα τσι­γάρο, μάζεψε από το πάτωμα τα εργαλεία και τα ’βαλε στον βραστήρα για απολύμανση. Άνοιξε μετά  την μπαλκονόπορτα και μας κάλεσε να ξανα­μπούμε μέσα. Η Τούλα, ανακουφι­σμένη κι αυτή από την όλη δοκιμασία, είχε ηρεμίσει κάπως και δεχό­ταν τις τελευταίες περιποιήσεις και οδηγίες του γιατρού. «Ορί­στε κυρία μου» της λέει σε λίγο ο γιατρός χαμογελώντας, δεί­χνοντάς της πως όλα τέλειωσαν και πως έπρεπε να σηκωθεί.
Πιάνοντας στη συνέχεια με μια λαβίδα το βγαλμένο δόντι, το σηκώνει ψηλά και ανακράζει θριαμβευτικά, απευθυνόμενος προς όλους μας. «Ιδού, αγαπητοί μου, ο κύριος που μας παί­δεψε». Είδαμε τότε, με ανατριχίλα, τον τεράστιο τραπεζίτη με τις τρεις γαμψές του ρίζες, που τον έκαναν να φαίνεται ακόμα μεγαλύτε­ρος.

«Ποιος είναι ο επόμενος»; ακούμε τον γιατρό να ρωτάει ευ­θύς αμέσως. Ακολουθεί για λίγο μεταξύ μας μια αμηχανία. Ο ένας κοιτάζει τον άλλον, αναζητώντας απάντηση στην ερώ­τηση. Ύστερα απ’ όσα είχαν προηγηθεί και  στα οποία όλοι μας είμαστε αυτόπτες  μάρτυρες, ο επόμενος το σκεφτόταν πολύ   να σηκωθεί. Τελικά το νεαρό παλικάρι, κάτι από αντρικόν εγωισμό, κάτι που το ένα του μάγουλο ήταν διπλάσιο από το άλλο από τον πονό­δοντο, το αποφάσισε και κατευθύνθηκε προς την «ηλεκτρική καρέκλα».
Τότε ήταν που εγώ άρπαξα την ευκαιρία. Σηκώνομαι με μιας, ανοίγω την πόρτα και κουτρουβαλώντας τρία, τρία τα σκαλιά, πετάγομαι έξω στον δρόμο. Τόση ήταν η τρομάρα μου, που ο πόνος από το χαλασμένο μου δόντι, που από το πρωί με είχε τρελάνει, τώρα, ως εκ θαύματος, είχε εξαφανιστεί εντελώς.
Μα εντελώς…

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Τρίτα γενέθλια:

Ο Φανοστάτης σήμερα κλείνει τρία (3) χρόνια ζωής!
Πολλά ''ευχαριστώ'' στις φίλες και στους φίλους του.
Συνεχίζουμε...




Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

Κώστας Περδίκης:



ο πνιγμός

στη μνήμη του μικρού Γιάννη

Η θάλασσά μας, όταν ο καιρός έχει τις καλές του και δεν φυσάει, είναι χάρμα ιδέσθαι.
Το απέραντο γαλάζιο της χάνεται στο βάθος, προς τα δυτικά, και σμίγει με εκείνο του ουρανού, στη γραμμή του ορίζοντα.
Κατά μήκος της ακρογιαλιάς απλώνεται η χρυσή αμμουδιά, που ανηφορίζει απαλά σχηματίζοντας μικρούς αμμόλοφους.
Εκεί φυτρώνουν κάθε χρόνο τα πανέμορφα λευκά κρινάκια, με το ξεχωριστό τους, λεπτό άρωμα.
Λίγο πιο μακριά αρχίζει το πευκοδάσος.
Που και που στην υγρή άμμο, εκεί που σκάει το κύμα, βρίσκεις μικρά χρωματιστά βότσαλα και αχιβάδες.
Τις μέρες όμως, που έχει δυνατό αέρα, η θάλασσα αγριεύει και γίνεται φοβιστική.
Σηκώνονται τεράστια κύματα, που το ένα διαδέχεται το άλλο και καθώς πλησιάζουν στην ακτή σπάζουν αφρίζοντας, με υπόκωφη βουή.
Ο βυθός ανακατεύεται και η επιφάνειά του γίνεται ανώμαλη, με λακκούβες και τούμπια και τότε, αλλού πατάς και αλλού  βρίσκεσαι.
Οι ντόπιοι μιλούν για  ρουφήχτρες.
Όσοι κολυμπούν εδώ, για πρώτη  φορά, δεν ξέρουν τα μυστικά της και ένας-δυο κάθε χρόνο πέφτουν θύματα πνιγμού.
Εκείνο όμως το πρωινό του Αυγούστου, η θάλασσα ήταν ήρεμη, σχεδόν λάδι.
Μόνο κάτι μικρά κυματάκια, έξω- έξω, χαλούσαν τη γαλήνη της.
Το λεωφορείο του ΚΤΕΛ είχε κάνει αρκετά δρομολόγια, από την πόλη μέχρι την παραλία, κουβαλώντας πολύ κόσμο.
Το ίδιο και τα λιγοστά ταξί.
ΙΧ αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν ελάχιστα τότε και σχεδόν όλα ανήκαν σε παραθεριστές.
Άλλοι, για τη μεταφορά τους, επιστράτευαν ό,τι υποζύγιο διέθεταν, γαϊδούρι ή άλογο.
Ήσαν όσοι πάλευαν με τις δουλειές τους στα χωράφια, σταφίδες και ντομάτες και ξεκαλοκαίριαζαν εκεί, σε πρόχειρα καταλύματα.
Φτάνοντας, ο κόσμος σκορπούσε και παρέες-παρέες ξάπλωνε στην αμμουδιά.
Οι πατεράδες μας, όχι και τόσο φανατικοί με τη θάλασσα, έπιαναν τον ίσκιο, κάτω από τη ραποκαλύβα του Σουλίμη και  απολάμβαναν το ούζο τους στη δροσιά.
Την δική μας εποπτεία και φροντίδα την παραχωρούσαν στις μανάδες μας.
Εκείνες, φορώντας ψάθινες καπελαδούρες και μαντίλια, συνεχώς μας φώναζαν να βάζουμε τα καπέλα μας, για να μην πάθουμε ηλίαση.
Μερικές άνοιγαν μαύρες ομπρέλες, εκείνες του χειμώνα, για να προστατευθούν από τον ανηλεή ήλιο.
Οι ομπρέλες θαλάσσης ήταν άγνωστο είδος ακόμη.  
Εμείς, πιτσιρίκια τότε, δεν χορταίναμε το παιχνίδι, μπαινοβγαίνοντας στο νερό.
Τα ξεφωνητά μας, ανάκατα με κλάματα μωρών και μουσικές από τρανζιστοράκια, μόδα της εποχής, ακούγονταν παντού.
Ξαφνικά όμως, από μια απροσδιόριστη αιτία, η ανέμελη ατμόσφαιρα άλλαξε.
Ένα πάγωμα και μια  ανησυχία απλώθηκε.
Κάτι ψιθυρίστηκε.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει προς την μεριά του Καϊάφα, εκεί που τώρα βρίσκεται το νέο περίπτερο.
Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, καταλάβαμε ότι κάτι είχε συμβεί, κάτι κακό.
Μέχρι να φτάσουμε σε εκείνο το σημείο, στη μέση της απόστασης, έφτασαν από την απέναντι πλευρά οι άλλοι, που κουβαλούσαν το παιδάκι ανάσκελα, κρατώντας το από τα χέρια και τα πόδια.
Ήταν γυμνό, με μόνο το μπανιερό του και είχε κλειστά τα μάτια και το στόμα του.
Το απόθεσαν πάνω στην άμμο, σχηματίζοντας ένα κύκλο γύρω του.
Στο κέντρο του κύκλου ο Σπύρος, ένας νεαρός γιατρός, που τότε μόλις είχε αποφοιτήσει, έπεσε πάνω του προσπαθώντας με τεχνητές αναπνοές να το συνεφέρει.
Πάλεψε ασταμάτητα, μόνος του, για πολλή ώρα.
Κάποτε σηκώθηκε εξουθενωμένος, χωρίς να πει κουβέντα.
Με ένα νεύμα του, μονάχα, μας έδειξε ότι όλα δυστυχώς για το παιδί είχαν τελειώσει.
Τότε όλοι, σαν από διαίσθηση, κοιτάξαμε προς την άλλη μεριά, εκεί που κατέληγε ο δρόμος.
Πίσω από τον χαμηλό αμμόλοφο είχε ξεμυτίσει η ξερακιανή φιγούρα του τραγικού πατέρα.
Είχε, φαίνεται, πάει και σ΄ εκείνον το μαύρο χαμπέρι και ερχόταν αλλόφρονας, ο έρμος, να μάθει για την τύχη του παιδιού του.
Η κυρία Νίκη,  η δασκάλα μας, μια δυνατή γυναίκα, μόλις τον βλέπει ξαμολιέται τρέχοντας να τον προλάβει.
Με όλη της τη δύναμη τον πιάνει αγκαλιά και προσπαθεί να τον εμποδίσει να πλησιάσει.
Τρέχουν κι άλλοι για να τη βοηθήσουν.
Εμείς, τα παιδιά, στεκόμαστε βουβά και αποσβολωμένα.
Πρώτη φορά, στα μάτια μας, ο θάνατος είχε δηλώσει τη φοβερή παρουσία του.
Στην ψυχούλα μας έφτασε η παγεράδα του.
Τότε, νοιώθω  το χέρι της μάνας μου να με τραβά κοντά της.
Μαζεύουμε γρήγορα τα πράγματά μας και παίρνουμε τον δρόμο για το σπίτι.
Μέχρι να φτάσουμε εκεί, δεν βγήκε κουβέντα από το στόμα της.
Τι ένοιωθε εκείνες τις στιγμές και  τι  σκέψεις έκανε για το συμβάν, θα το καταλάβω πολλά χρόνια μετά, όταν κι εγώ   θα έχω αποκτήσει δικά μου παιδιά.
Εκ των υστέρων, βέβαια, υπήρξαν κάποιες εξηγήσεις για το πώς και το γιατί πνίγηκε το άτυχο παιδάκι.
Αυτές όμως δεν μπορούσαν, πια, να πάρουν πίσω το κακό που είχε ήδη γίνει.

Ο Γιάννης είχε, ακόμη, ένα αδελφάκι μικρότερό του.
Σήμερα, έχει γίνει ένας ευγενικός και καλοσυνάτος άντρας.
Όταν συναντιόμαστε, με χαμόγελο πάντα, θα με χαιρετήσει.
Στο πρόσωπο του, τότε, προσπαθώ να ξαναφέρω και τη μορφή του μικρού Γιάννη, που τόσο πρόωρα χάθηκε από τη ζωή, μια σταλιά, μόλις, παλικαράκι…


Από το βιβλίο μου Σινική Μελάνη, 2014

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2018

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ (1859-1951):

Το θυμάστε;


Τὸ φθινόπωρο
Χειμώνιασε καὶ φεύγουν τὰ πουλιὰ
γοργὰ ὁ πελαργὸς τὰ πελαγώνει
κι ἡ φλύαρη χελιδονοφωλιὰ
χορτάριασε παντέρημη καὶ μόνη.
.
Τοῦ σπίνου χάθηκ’ ἡ γλυκιὰ λαλιά,
φοβήθηκε ὁ μελισσουργὸς τὸ χιόνι
κι ἡ σουσουράδα κάτω στὴν ἀκρογιαλιὰ
δὲν τρέχει, δὲν πηδᾶ, δὲν καμαρώνει.
.
Στῆς λυγαριᾶς τ’ ὁλόξερο κλαδὶ
τοῦ φθινοπώρου φτωχικὸ παιδί,
ὁ καλογιάνος, πρόσχαρος προβάλλει,
μὲ λόγια ταπεινὰ καὶ σιγανά.
.
Μικρὸς προφήτης, φτερωτὸς μηνᾶ
τὴν Ἄνοιξη, ποὺ θὰ γυρίση πάλι.
.