Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Γιάννης Περδίκης:

«Χαρταετοί»

Ο Γιώργος Ευαγγέλου ξύπνησε με ένα φριχτό πονοκέφαλο, ιδρωμένος και αφυδατωμένος, απόρροια μιας νύχτας σύγχυσης και αλκοόλ σε τοπικό μπαρ του Βύρωνα. Μετά από δύο μήνες ασταμάτητης δουλειάς, με τις προθεσμίες να τον ζορίζουν, είχε ανάγκη να βγει για να ξεσκάσει. Ίσως και να το παράκανε, τελικά. Το πρωί της καθαράς Δευτέρας του 2010 τον βρήκε, πάντως, ολομόναχο στο μικρό ρετιρέ του, να καπνίζει και να χαζεύει τον Υμηττό. Στην κορυφή ίσα που μπόρεσε να διακρίνει έναν – δυο χαρταετούς που λόγω του ξέπνοου ανέμου περιορίζονταν σε χαμηλές πτήσεις. Άλλωστε, ήταν ακόμη νωρίς, οι ορδές από πιτσιρίκια, λαγάνες και ταραμοσαλάτες δεν είχαν ξεχυθεί στους δρόμους.
Μες την πρωινή του θολούρα, και αφού έριξε αρκετό νερό στο πρόσωπό του για να ξυπνήσει, ο Ευαγγέλου αναλογίστηκε πόσο διαφορετική θα ήταν η συγκεκριμένη ημέρα – όπως και όλες οι άλλες ημέρες-, αν ήταν ακόμη στη ζωή του η Λυδία.
Θα ξυπνούσαν μαζί, θα έκαναν έρωτα – μπορεί και όχι- . Θα έπιναν καφέ από την ίδια κούπα και θα κάπνιζαν ένα τσιγάρο στη μέση. Έπειτα, θα ντύνονταν με την ησυχία τους και θα τραβούσαν για το ίδιο γνώριμο δρομάκι προς το Σκοπευτήριο. Εκείνος θα έπαιρνε μαζί την παλιά αναλυτική του Leica. Θα την φωτογράφιζε ξαπλωμένη στο δροσερό χορτάρι, να πίνει κρασί σε πλαστικό και να χαμογελάει. Θα χάζευαν τα υπόλοιπα ζευγάρια και τις υστερικές μαμάδες με τα παιδιά τους. Θα κάθονταν αγκαλιασμένοι μέχρι να πέσει ο ήλιος, θα μίλαγαν για τα πάντα, θα γελούσαν, το βλέμμα τους θα χανόταν στον ορίζοντα, μακριά. Στο τέλος θα έφευγαν χαρούμενοι και μεθυσμένοι, σχεδόν τρεκλίζοντας στο δρόμο της επιστροφής.
Οι σκέψεις πέρασαν από μπροστά του σαν το φλας της παλιάς Leica. O καφές που είχε φτιάξει για να συνέλθει από το άγριο ξενύχτι, ένιωθε να του καίει το στομάχι. Ενώ βυθιζόταν στον καναπέ, αγκαλιά με το λάπτοπ, ο Ευαγγέλου θυμήθηκε πόσο του είχε λείψει να δει την θάλασσα από κοντά. Χωρίς να το σκεφτεί πολύ, άρπαξε το κινητό του, έψαξε στο όνομα “Σταύρος” και κάλεσε. Μετά από λίγη ώρα βρισκόταν πάνω στην μηχανή του, μια παλιά στρουγγυλοφάναρη Βmw, στον παραλιακό δρόμο που βγάζει στο Κερατσίνι. Περνώντας μέσα από τις προβλήτες του λιμανιού, πρόσεξε ένα βαπόρι που ετοιμαζόταν να φύγει για την Κρήτη και αυτόματα θυμήθηκε τα χρόνια που ήταν φοιτητής. Δεκάδες φορές η ίδια διαδρομή: Πειραιάς – Ρέθυμνο, Ρέθυμνο – Πειραιάs, μέχρι να πάρει τελικά πτυχίο. “Μεσοπέλαγα αρμενίζω κι έχω πλώρα τον καημό, κι έχω την αγάπη πρίμα κι άλμπουρο τον χωρισμό…”, σιγοψιθύρισε τους στίχους του μεγάλου Μουντάκη.
Και ενώ οι αναμνήσεις ακόμη τον τύφλωναν, ο κρύος αέρας που ερχόταν από την θάλασσα τον αναζωογονούσε. Η ιδεά ότι θα περνούσε την Καθαρά Δευτέρα παρέα με τον παιδικό του φίλο, μαζί με μπόλικο χαλβά και ρακή, ήταν, αν μη τι άλλο, μια ανακούφιση. Φτάνοντας στο ισόγειο προσφυγικό σπίτι της οικογένειας του Σταύρου άκουσε φωνές και χάχανα, ενώ η μυρωδιά από το χταποδάκι που ψηνόταν έφτανε μέχρι έξω στον δρόμο.
Ανοίγοντας την πόρτα της μικρής αυλής, ο Ευαγγέλου χαμογέλασε βλέποντας την παρέα που είχε μαζευτεί. Πριν προλάβει να χαιρετήσει, τον πρόλαβε ο μικρός γιος του Σταύρου, ο Στέλιος που έπεσε σχεδόν πάνω του, να τον αγκαλιάσει, ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε μια ξεφούσκωτη πλαστική μπάλα με το σήμα του Ολυμπιακού. “Η Λυδία που είναι;”, τον ρώτησε ο μικρός με μια αυθόρμητη απορία. Ο Ευαγγέλου χαμογέλασε αμήχανα, κοίταξε πρώτα πάνω τον συννεφιασμένο ουρανό και έπειτα με νόημα τον Σταύρο. ¨Μην το παρεξηγείς ρε Γιώργο, μικρό παιδί είναι”, του έγνεψε γελώντας εκείνος. “Είναι στην κορυφή ενός βουνού και μας παρατηρεί, Στέλιο”, απάντησε και άρχισε να ψάχνει στις τσέπες τα τσιγάρα του.

 Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό fractal

* Ο Γιάννης Περδίκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Είναι νομικός και κοινωνικός επιστήμονας, ενώ από το 2008 ασχολείται με την πολιτιστική κριτική και το ραδιόφωνο, μεταξύ άλλων.

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ (1911-1992):


Κατηγορείται η Ελλάς 
(Κατηγορουμένη ε γ έ ρ θ η τ ι)  


Άκου κατηγορουμένη 
είσαι άσχημα μπλεγμένη.
Βάλ' το χέρι στο βαγγέλιο 
κι άσε το σαρδόνιο γέλιο.  

Βάλ' το χέρι στο βαγγέλιο 
κι άσε το σαρδόνιο γέλιο. 
Θα την καταπιείς τη φόλα
και θα τα ξεράσεις όλα.  

Βλέπω το 'ριξες και πάλι 
στη σπατάλη στην κραιπάλη. 
Έχεις τα παιδιά σου σκόρπια 
κι αγριέψανε τα Σκόπια.

Έχεις τα παιδιά σου σκόρπια 
κι αγριέψανε τα Σκόπια. 
Κι αν δε βγεις από το βούρκο
χαιρετίσματα στον Τούρκο.   

Μουσουλμάνοι και Πομάκοι 
θα σου πάρουνε τη Θράκη. 
Και με τέτοιους κυβερνήτες 
θα σε φαν οι Αρβανίτες.

Αχ με τέτοιους κυβερνήτες 
θα σε φαν οι Αρβανίτες. 
Και με γείτονα χυδαίο
θα το χάσεις το Αιγαίο.

Θα σε θάψουν με κοτρόνια
γι' άλλα τετρακόσια χρόνια

 ― Τι να κάνω η κακομοίρα     
 έτσι τα 'φερε η μοίρα.

 ― Σα δε ντρέπεσαι, βρε γκιόσα    
 που 'μαθες να βγάζεις γλώσσα. 

― Τι να κάνω τι να κάνω    
 μη με δώστε σε σουλτάνο. 

― Κάνε μόκο ξεκωλιάρα     
να μη φας καμιά σφαλιάρα     
που 'γινες αντί για φως μου     
ο περίγελος του κόσμου. 


Από το βιβλίο «Νίκος Γκάτσος: Όλα τα τραγούδια», σε επιμέλεια Αγαθής Δημητρούκα, εκδ. Πατάκη. Πηγή: www.lifo.gr

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΩΤΗΣ:



Το να γυρνάς στον γενέθλιο τόπο κάθε φορά, αν και εγώ διατήρησα όλα αυτά τα διατρέξαντα χρόνια τους δεσμούς μου με την Ανδραβίδα, είναι μια καταβύθιση στην παιδική σου ηλικία κατά κάποιον τρόπο. Πολλές επί μέρους στιγμές συντίθενται αυτομάτως και φτιάχνουν πολλές εικόνες της τότε ζωής. Πάρα πολλά εξωτερικά ερεθίσματα σου γενούν κάθε φορά διαφορετικά συναισθήματα. Θυμάμαι την καθημερινή ζωή στο σπίτι και στην σταφίδα που καλλιεργούσε ο πατέρας. Το τυπικό των εορτών, τα γλυκά της μητέρας, και την Κυριακάτικη ατμόσφαιρα με τα σινεμά, υπήρχαν δύο στην Ανδραβίδα, και το ποδόσφαιρο. Το ραδιόφωνο του σπιτιού και το πρώτο μου τρανζιστοράκι τσέπης που δεν το αποχωριζόμουν ούτε κατά τον υποχρεωτικό τότε εκκλησιασμό. Τα αποκόμματα από τα περιοδικά και τις εφημερίδες που κρατούσα, αυτοκίνητα, μηχανές, ποδοσφαιριστές, ηθοποιούς κλπ. καθώς και την βιβλιοθήκη του  πατέρα μου αλλά κυρίως του παππού μου. Το κυριότερο όμως είναι η ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξα με την φύση και η οποία μου καθόρισε και μου δίδαξε πάρα πολλά. Όλα αυτά τα συναντώ νοερά κάθε φορά και κάνω τις αναπόφευκτες συγκρίσεις. Όμως σε κάθε επιστροφή αναζητώ το νέο που θα μου αποκαλύψει ο τόπος επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση του μαζί μου.




Γεννήθηκε στην Ανδραβίδα το 1956 και είναι ιδρυτικό μέλος της Πολιτιστικής Ομάδας «Φράγμα». Από τις τις εκδόσεις Στιγμή έχουν κυκλοφορήσει οι ποιητικές συλλογές: «Όρθρου Βαθέος» 1988, «Φυσική Ιστορία» 1991, «Κρυμμένη Εικόνα» 1999, «Χρονογραφία» 2007, για την οποία του απονεμήθηκε το φετεινό βραβείο ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω».
Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών: «Διάλογος» 1978-1983, και «Εκ Παραδρομής» 1985-1992.
Μαζί με τους Δ. Κράγκαρη και Α. Φουσκαρίνη έχουν εκδόσει την «Ανθολογία Ηλείων Λογοτεχνών» 1981, έκδοση της Μορφωτικής Ένωσης Λεχαινών «Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας».
Από τις εκδόσεις του Φοίνικα κυκλοφορούν τα: «Γεώργιος Βιζυηνός (Ο Μοσκώβ Σελήμ)» 2002 [επίμετρο] και Αλέξανδρου Μωραϊτίδου «Άγιον Όρος» 2006 [επίμετρο].
Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως οδοντίατρος.
Το 2016 τιμήθηκε με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα και Ελένη Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.


Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ-ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΤΕΚΙΑ (2):


Το «Βυζάντιον»

Το «Βυζάντιον» της Πλατείας Κολωνακίου, άρχισε να προσελκύει λογοτέχνες κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950, λόγω της σταδιακής παρακμής άλλων φιλολογικών στεκιών, όπως του «Λουμίδη», και ακολουθώντας την μετακίνηση της αθηναϊκής εστίασης προς την Πλατεία Συντάγματος και το Κολωνάκι κατά τα χρόνια εκείνα. Ανάμεσα στους θαμώνες του, εκτός από τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νίκο Γκάτσο, του ζωγράφους Φασιανό και Ακριθάκη και τον Μάνο Χατζιδάκι, συναντούσε κανείς τον κύκλο των Ελλήνων σουρεαλιστών, με προεξέχοντα τον Νάνο Βαλαωρίτη, αλλά και τον ίδιο τον Αντρέ Μπρετόν, αν τύχαινε να βρεθεί στην Αθήνα.
Η ατμόσφαιρα του Βυζαντίου, με την φτωχική και λιτή του σάλα και τον τετραπέρατο σερβιτόρο Μπάμπη, αποτυπώνεται στην τελευταία ποιητική συλλογή του Κώστα Ταχτσή, που είχε τίτλο «Καφενείον το Βυζάντιον», αλλά και σε ποιήματα του Νάνου Βαλαωρίτη.
Πηγή: www.tilestwra.com

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Κώστας Περδίκης:



Των Αγίων Θεοδώρων

Στη Δώρα
    
Η γιορτή των Αγίων Θεοδώρων, απ’ όσο θυμάμαι, έπεφτε πάντα μέσα στα διαγωνίσματα και τα διαβάσματα του Α΄ εξαμήνου.

Στον Κακόβατο, το γειτονικό μας χωριουδάκι, οι Άγιοι Θεόδωροι είναι "πολιούχοι" και τη μέρα της γιορτής τους γινόταν πανη­γύρι.

Οι Κακοβατίτισες είχαν έθιμο να φτιάχνουν στη χάρη των αγίων την περίφημη κολοκυθόπιτα. Ήταν γλυκιά, όχι αλμυρή, με φύλλο  και έμοιαζε με μπακλαβά. Τη θέση όμως του τριμμένου καρυδιού την έπαιρνε η σάρκα μιας  κολοκύθας, από κείνες τις τεράστιες, τις πορτοκαλί.

Οι γλεντζέδες Ζαχαραίοι  νοί­κιαζαν ταξί και έσπευδαν κάθε χρόνο,συν γυναιξί και τέκνοις,  στο πανηγύρι.
Ο πατέρας μας δεν ήταν άνθρωπος του πανηγυριού. Ήταν βαρύς τύπος, του σπιτιού, που σπάνια έμπαινε σε καφενείο. Η καημένη η μητέρα μας προσπαθούσε να κάνει για μας ό,τι εκείνος, εκ χαρακτήρος, δεν έκανε και τις πε­ρισσότερες φορές δεν μας χάλαγε χατίρι. 

Κάτι όμως τα καταραμένα διαγωνίσματα, κάτι που ο Κακόβατος μας έπεφτε λίγο μακριά, δεν είχαμε αξιωθεί να πάμε, έστω μια χρονιά, στο πανηγύρι. Στα αφτιά μας έφτανε ο απόηχος της γιορτής, που μόνο λύπη και παρά­πονο μας γέμιζε.

Πολλά χρόνια μετά, ζήτησα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, από μια Κακοβατίσισα, παλιά συμμαθήτριά μου, να μου φτιάξει κολοκυθόπιτα για να γευτώ κι εγώ επιτέ­λους τη γλύκα της.

Πήρα, τότε, την εξής απάντηση:

«Πού να τρέχω Κώστα μου, τη σήμερον ημέρα,να βρω κολοκύ­θα για να σου φτιάξω πίτα. Δεν ξέρω οι άλλες τι κάνουν, εγώ πάντως εδώ και χρόνια τώρα, το έχω γυρίσει στο τσιζκέικ...»

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019

ΒΑΣΩ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ:


Αναμνήσεις

Ήταν στο νοσοκομείο και δεν θυμόταν τίποτε. Ποιος ήταν από που ερχόταν, που πήγαινε. Τον είχαν  βρει  νύχτα αναίσθητο στον δρόμο και τον μάζεψαν. Ή τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο και τον παράτησε εκεί, ή γλίστρησε, έπεσε και έχασε τις αισθήσεις του. Είχε πάθει διάσειση  του είπαν, αλλά τώρα ήταν καλά μπορούσε να φύγει. Του έδωσαν λίγα  λεφτά που είχαν βρει στις τσέπες του. Ταυτότητα δεν είχε και δεν ήξεραν ποιόν να ειδοποιήσουν. Ο νοσοκόμος του έδειξε  ποιόν δρόμο να πάρει για να βγει στο Δημαρχείο. Ίσως εκεί  μπορούσαν  να βρουν μιαν άκρη με τα χαρτιά του.

Βγήκε έξω και περπάτησε στην τύχη.
Είδε μια ταμπέλα που έγραφε Δημαρχείο και προχώρησε  προς εκεί που έδειχνε το βέλος. Ήταν ένα κτίριο μεγάλο ογκώδες, υπερυψωμένο με ένα φαρδύ εξώστη,  στον οποίο ανέβαινες  από δυο μαρμάρινες σκάλες  που είχε δεξιά και αριστερά. Μπροστά ήταν ανοιχτός. Ανέβηκε προσεχτικά τις σκάλες χωρίς  να κοιτάζει γύρω του, του είχαν πει στο νοσοκομείο να προσέχει  να μην ζαλιστεί. Από τον εξώστη μπήκε σε μια μεγάλη αίθουσα. Υπάλληλοι μπροστά σε κομπιούτερ και κόσμος που περίμενε. Δεν του άρεσε. Γύρισε και βγήκε πάλι στον εξώστη και τότε από εκεί ψηλά πέρα από την λεωφόρο  που περνούσε μπροστά από το Δημαρχείο είδε τη θάλασσα, σκίρτησε η καρδιά του.

Κατέβηκε  σβέλτα τα σκαλιά διέσχισε την λεωφόρο πέρασε το λιμάνι που ήταν αραγμένα βάρκες και καϊκια και συνέχισε να περπατάει  στην ακρογιαλιά σαν  να ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε. Και τότε άκουσε γρήγορα βήματα πίσω του,  επάνω στα βότσαλα και πριν προλάβει να γυρίσει κάποιος τον αγκάλιασε από τούς ώμους και ήταν όλο χαρά. Έλα ρε Μίλτο, του είπε, πού χάθηκες τόσες ημέρες. Και συνέχισε χωρίς να  περιμένει απάντηση. Του είχε φυλάξει τα σύνεργα για το ψάρεμα  και έλεγε να  πάρουν μια βάρκα σήμερα και να πάνε στα ανοιχτά και το βράδυ  στην ταβέρνα  θα άνοιγαν καινούργιο. Εκείνος τον κοίταζε και τον άκουγε και το πρόσωπο του έλαμψε από χαρά. Είχε βρει έναν φίλο που ήξερε το όνομά του  και  θα  ψάρευαν μαζί παρέα  στη θάλασσα που κυμάτιζε  γαλάζια και πράσινη  στον  ήλιο.

Τι άλλο ήθελε. Η ζωή ήταν ωραία.

Βά­σω Σι­νο­πού­λου. Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει δι­η­γή­μα­τα καὶ πα­ρα­μύ­θια σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά.



Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Καλλιδρομίου 78 Εξάρχεια: ''Αίολος'' το ερειπωμένο σπίτι των ανέμων...









Καθώς πλησίαζα στην κορύφωση της οδού Καλλιδρομίου, έχοντας αφήσει πίσω μου τη γωνία με τη Θεμιστοκλέους, αναζητούσα με το βλέμμα τον «Αίολο». Θα μπορούσε να είναι ένα στοιχειωμένο καστρόσπιτο, μια αετοφωλιά, σαν ασκεπής πύργος, αν δεν ήταν ένα προσφιλές θραύσμα θαμπών αναμνήσεων για χιλιάδες Αθηναίους. 

Σκαρφαλωμένο στους πρόποδες του Λόφου του Στρέφη, το ερειπωμένο αυτό αρχοντόσπιτο, μεγάλο σαν ένα πέτρινο καράβι, ψηλό και αναμαλλιασμένο, διάστικτο με ξεφλουδισμένα στολίδια, προβάλλει πάνω από τη λίθινη πλαγιά του δρόμου, σαν ακρόπρωρο μιας πολιτείας.

Όποτε περνώ, το αναζητώ. Περισσότερο για να βεβαιωθώ ότι στέκει ακόμη. Λιγότερο για να φέρω στον νου τις μνήμες από τους αθηναϊκούς περιπάτους άλλων εποχών, όταν πηγαίναμε στον Λόφο για να δούμε «τα σπίτια της Καλλιδρομίου». Με όσους το έχω συζητήσει, όλοι εκφράζονται όχι μόνο με θέρμη, αλλά σαν να αναφέρονται σε κάτι δικό τους.

Είναι ένα κοίτασμα, αυτή η εικόνα ενός ψηλού σπιτιού, μυστηριώδους και κλειστού, με τον άνεμο να ανοιγοκλείνει τα παντζούρια και τις σιδεριές του να σκουριάζουν με τον κύκλο των εποχών. Οσο πυκνότερο προβάλλει το μυστήριο, τόσο πιο έντονη μοιάζει να είναι η θέση του στην άυλη ιστορία της πόλης. Σκέφτομαι ποια θα ήταν η επίδρασή του αν είχε ανακαινιστεί πλήρως, ποια θα ήταν η ανάμνησή του αν είχε πέσει θύμα μπουλντόζας, όπως άλλα παραμυθόσπιτα της Αθήνας, η Βίλα Μαργαρίτα στους Αμπελοκήπους ή η Οικία Σαριπόλου στην Πατησίων...


Και είναι αυτή η «ιερότητα» του απρόσιτου, λόγω ύψους, της φθοράς, λόγω χρόνου, του κάλλους, λόγω αρμονίας, που γεννά αυτό το πλέγμα δέους, θαυμασμού και αναπόλησης. Ο «Αίολος» της Καλλιδρομίου είναι ό,τι πιο βισκοντικό έχει η Αθήνα. 

Θα μπορούσε εκεί να έχει ζήσει ένας «Γατόπαρδος» της αττικής γης, και από τα παράθυρά του θα μπορούσε να κατρακυλούν ώς κάτω στον δρόμο οι νότες που θα ακούγονταν από ένα πιάνο, ένα ζεστό απομεσήμερο... O Σούμαν να τυλίγει τον Λόφο του Στρέφη που θα αχνίζει από τη ζέστη και θα σκορπάει αισθησιακά τη μυρωδιά της Αττικής.

Αυτές οι ιστορίες της πόλης, που συντηρούνται στο φαντασιακό από εικόνες και μόνο, υπηρετούν την ανάγκη για το «ιερό», το άρρητο και το άδηλο, και ζουν παρασιτικά και παράλληλα με το γήινο, το χωμάτινο και το σαρκώδες της ζωής. Λίγες εικόνες της Αθήνας, όπως την ξέρουμε σήμερα, απηχούν τόσο ανάγλυφα αυτή τη συνύπαρξη. 
 


Πολλά ερείπια της πόλης δίνουν αυτήν την εντύπωση. Σπίτια των Εξαρχείων, όπως το σπίτι του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, που πολλές τέτοιες σκέψεις θα είχε κάνει και ο ίδιος, ή σιωπηλά πλέον σπίτια στις παρόδους της οδού Πειραιώς γύρω από την πλατεία Κουμουνδούρου, αποφλοιωμένα και συκοφαντημένα, με στολίδια μιας αστικής ζωής σαν ξεδοντιασμένο στέμμα, συντηρούν μία αύρα θαμπής αχλής σαν φωτοστέφανο.

Στην Καλλιδρομίου επιζεί αυτό το θραύσμα. Όσο θα υπάρχει, θα εκλύει μία δύναμη σαν να έρχεται από τα έγκατα της γης και θα αφηγείται ψιθυριστές ιστορίες που για τον καθένα θα γίνονται προσωπικές μνήμες. Είναι η πολιτική δύναμη της ομορφιάς των πόλεων, η αίσθηση ενός περιβάλλοντος που κάνει τους ανθρώπους να νιώθουν ότι αυτό πυ βιώνουν έχει ίσως σημασία και για έναν άγνωστο περαστικό...

Του Νίκου Βατόπουλου (Καθημερινή)

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΡΑΓΚΑΡΗΣ :


Τα Λεχαινά



Το λεωφορείο έφθασε στα Λεχαινά με μικρή καθυστέρηση. Είχε πάρει το πρώτο πολύ πρωί και γυρνούσε στη μικρή του πόλη για πρώτη φορά, μετά από πενήντα χρόνια. Η στάση ήταν μπροστά στην πλατεία και έτσι μπόρεσε να προσανατολισθεί. Η παλιά πέτρινη εκκλησία, ο Άι Δημήτρης ήταν εκεί. Μόνο που ο πρόναός του ήταν σοβατισμένος, οι σεισμοί σκέφτηκε. Οι πρώτοι μεγάλοι της Κεφαλονιάς, οι άλλοι που ακολούθησαν. Κάθισε σε ένα καφέ της πλατείας να ηρεμήσει και να σχεδιάσει μια σύντομη περιήγηση. Άλλωστε, νωρίς το απόγευμα έπρεπε να πάρει το λεωφορείο της επιστροφής. Κοιτούσε γύρω του να αναγνωρίσει κτίρια και πρόσωπα. Σχεδόν τα περισσότερα ήσαν καινούργια, ο σεισμός του 1988 έδωσε το τελειωτικό χτύπημα στα παλιά πλινθόκτιστα. Τώρα έβλεπε γύρω του να υψώνονται διώροφα και τριώροφα.
Ήπιε τον καφέ του. Η πρώτη του σκέψη ήταν ο δρόμος για το παλιό του σπίτι. Να υπάρχει άραγε; Όλοι οι δρόμοι ήταν ασφαλτοστρωμένοι, θυμήθηκε το χαλίκι και τις λάσπες, το χειμώνα έπρεπε να τσαλαπατήσει σε μικρές και μεγάλες λακκούβες ώσπου να φθάσει στο σπίτι του, πίσω από τη λάκκα του Κουμπούρα, μια από τις μεγάλες λάκκες που ανοίχτηκαν για να κατασκευασθούν από γλίνα και άχυρο οι πλίθες των παλιών σπιτιών. Ναι ήταν εκεί. Σχεδόν όπως το άφησε, στη γωνία του δρόμου. Έλειπε το πηγάδι, το δέντρο της αυλής, όλο το τοπίο στη γειτονιά είχε αλλάξει, εκτός από αυτό. Δεν θέλησε να μπει μέσα, να ενοχλήσει τους σημερινούς κατοίκους του.
Πήρε το δρόμο της επιστροφής. Προς το κέντρο της πόλης ήταν το Γυμνάσιο. Ένα τεράστιο παλιό αρχοντικό με κήπο και περίφραξη και στο πλάι του η βρύση, που έρχονταν οι γυναίκες με τις βίκες και τους ντενεκέδες να γεμίσουν, πριν φθάσει το νερό στα σπίτια. Στο Γυμνάσιο αυτό φοίτησε κάποια χρόνια, στο μαγικό κήπο του έπαιξε παιδί. Όπως και στο δημοτικό, παλιό αρχοντικό κι αυτό με κήπο και λάκκα στο πίσω μέρος του, με τα ατέλειωτα διαλείμματα και τα παιχνίδια. Και τα δύο αυτά διδακτήρια έχουν από χρόνια κατεδαφιστεί. Στο χώρο του Γυμνασίου υψώθηκε σύγχρονο και ο χώρος του παλιού δημοτικού μετατράπηκε σε υπαίθρια έκθεση αυτοκινήτων.
Γυρνώντας πέρασε από την παλιά Αγορά. Στο Σταυροπάζαρο κοντοστάθηκε. Το βλέμμα του υγρό, σχεδόν δακρυσμένο στράφηκε δεξιά και αριστερά. Ερημιά. Το Σταυροπάζαρο που άλλοτε βούιζε σαν κυψέλη μέλισσας τέτοιες ώρες. Εκεί ήταν και το μπακάλικο του πατέρα του. Δούλευε μικρός σ’ αυτό, ακόμη και τα πρωινά της Κυριακής, αργότερα καθιερώθηκε η αργία… Κλειστά μαγαζιά τώρα, στα λίγα που διατηρούνται ακόμη δύο-τρεις πελάτες. Έστρεψε ξανά το βλέμμα του απέναντι και είδε το σπίτι. Το σπίτι του Ανδρέα Καρκαβίτσα, του μεγάλου Λεχαινίτη συγγραφέα, του περίφημου διηγηματογράφου. Ευτυχώς ήταν συντηρημένο και μια εντοιχισμένη πλάκα σε μια κολόνα του έγραφε «Εδώ γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας».
Στάθηκε ξανά στην Πλατεία του Άι Δημήτρη με τις κουκουναριές. Εκεί παραδίπλα στην προτομή του Καρκαβίτσα που στέκει περίοπτα από το 1939. Κάθισε πάλι σε ένα καφέ, τώρα παράγγειλε ούζο. Ο πατέρας του τον έφερνε κάθε απόγευμα Κυριακής εδώ, τον κερνούσε βανίλια υποβρύχιο ή γαλακτομπούρεκο. Πίσω από την εκκλησία -τότε ήταν κήπος- στηνόταν ο υπαίθριος κινηματογράφος κι έπαιζε όλο το καλοκαίρι. Θυμήθηκε πόσες ταινίες είχε δει. Κι ένα βράδυ που γέμισε το πρόσωπο του αίματα από μια πέτρα που δέχτηκε στο κεφάλι του πεταμένη απέξω. Θυμήθηκε ακόμη τους πλανόδιους κινηματογραφιστές, τους περιοδεύοντες θιάσους που έπαιζαν στις γειτονικές αλάνες. Τον χείμαρρο, τον Στρεμμενό, τον περιγράφει σε πολλά διηγήματά του ο Καρκαβίτσας, που λίγο παρακάτω ήταν ξεσκέπαστος. Στην πλατεία αυτή έχουν γραφτεί τα σημαντικότερα γεγονότα της μικρής πόλης. Την άνοιξη του 1944 έγινε το μεγάλο μπλόκο της Κατοχής. Όλος ο αντρικός πληθυσμός συγκεντρώθηκε εδώ, ύστερα από μια ενέδρα ανταρτών όπου χτυπήθηκε γερμανική περίπολος. Μόλις την τελευταία στιγμή αποφεύχθηκε η σφαγή. Φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, με την Απελευθέρωση, σταμάτησαν στην ίδια πλατεία ο Άρης Βελουχιώτης με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, να κηρύξουν τη συμφιλίωση. Αλλά τον Ιούνιο του ‘48 η μικρή μας πόλη πλήρωσε βαρύ το τίμημα της εμφύλιας σύγκρουσης με δεκάδες νεκρούς.
Γύρισε πάλι το βλέμμα του στην προτομή του Καρκαβίτσα για να διαλύσει αυτές τις πικρές σκέψεις. Πήρε τον δρόμο προς τον σταθμό. Παλιά οδός Ιωάννου Μεταξά, μετά τη μεταπολίτευση έγινε Εθνικής Αντίστασης. Σε κάποια γωνία του δρόμου είδε το μνημείο που στήθηκε για να την τιμήσει. Δεν εγκαινιάστηκε ποτέ. Προχώρησε. Οι ντόπιοι ονόμαζαν αυτόν τον δρόμο, δρόμο με τις ακακίες, τώρα λίγες απέμειναν. Εδώ γινόταν η βόλτα, το νυφοπάζαρο. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Ο δρόμος κατέληγε στον Σταθμό. Κτίρια που έφτιαξαν Γάλλοι μηχανικοί στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν σώζονται όλα κι αυτά που διατηρούνται είναι υπό κατάρρευση εγκαταλειμμένα τόσα χρόνια. Μόνο το παλιό καφενείο του Σταθμού που έχει μετατραπεί σε όμορφο μπαράκι διασώζει την παλιά του αίγλη. Στο μπαράκι αυτό από το 2003 συνεχώς μια ομάδα παιδιών, τι παιδιών δηλαδή που έχουν περάσει τα 60 με προσφορά δεκαετιών, οργανώνουν μια φορά το μήνα βραδιές αφιερωμένες σε ποιητές, πεζογράφους, καλλιτέχνες και επιστήμονες.
Κάθισε στο μπαράκι του Σταθμού, ήπιε μια λεμονάδα, όπως συνήθιζε παλιά περιμένοντας το τρένο που θα έφερνε τα μεγαλύτερα αδέρφια του που σπούδαζαν στην Αθήνα. Τι γλυκιά προσμονή… Μόνο που τώρα τρένα δεν έρχονται πια. Κλειστή η γραμμή ώς ασύμφορη οικονομικά εδώ και χρόνια. Από εδώ περνούσαν οι πολιτικοί και οι κυβερνήτες, από εδώ αναχωρούσαν οι μετανάστες του ‘50 και του ‘60. Άνθρωποι, εμπορεύματα, κάρα που ξεφόρτωναν καρπούζια και πεπόνια, τη σταφίδα…
Ξαφνικά σαν να ένιωσε μια μυρωδιά σταφίδας. Ασυναίσθητα κοίταξε προς τα δεξιά. Μα ναι, εκεί ήταν οι αποθήκες του ΑΣΟ, εκεί συγκεντρώνονταν επί δεκαετίες η σταφίδα, ο μαύρος χρυσός της περιοχής, πριν ξεμπουντουλωθούν όλα τα χτήματα στον κάμπο. Προχώρησε προς τις αποθήκες. Ένα ολόκληρο συγκρότημα. Πριν χρόνια, μετά από μακρά εγκατάλειψη, παραχωρήθηκαν στον τοπικό δήμο, που αποφάσισε να ανασκευάσει τις αποθήκες και να τις μετατρέψει σε χώρο πολιτιστικών και κοινωφελών δράσεων. Το έργο προχώρησε ώς ένα σημείο, ώσπου εγκαταλείφθηκε από τον εργολάβο που το είχε αναλάβει… Τα βάσανα της επαρχίας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης τελειωμό δεν έχουν.
Πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Το λεωφορείο θα έφευγε σε λίγο. Δεν προλάβαινε να επισκεφθεί το Κοτύχι, τις παλιές Αλυκές, την παραλία του Αγίου Παντελεήμονα. Μια άλλη φορά. Πότε, άραγε, θα έβλεπε ξανά τη μικρή του πόλη;

Ο Διονύσης Κράγκαρης γεννήθηκε το 1947 στα Λεχαινά, όπου και εργάζεται ως Υποθηκοφύλακας Μυρτουντίων. Δραστηριοποιείται στον πολιτιστικό τομέα (είναι ιδρυτικό μέλος της Μορφωτικής Ένωσης Λεχαινών Ανδρέας Καρκαβίτσαςκαι της Πολιτιστικής Ομάδας Φράγμα και επιμελητής των περιοδικών Ανδρέας ΚαρκαβίτσαςΔιάλογος και Εκ Παραδρομής), αλλά και στον οικολογικό (ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Πολιτών για την Οικολογία και το Περιβάλλον (ΕΠΟΠ) που εδρεύει στα Λεχαινά και του κόμματος των «Οικολόγων Πράσινων». Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Ο κάμπος απλούται επικλινής», την «Ανθολογία Ηλείων Λογοτεχνών» (μαζί με τους Γ.Γώτη και Α.Φουσκαρίνη) και το βιβλίο «Ανδρέας Καρκαβίτσας-Ανθολόγιο Λεχαινών».
Πηγή: fb (Andreas Migkos)

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΣΤΕΚΙΑ (1):


Το «Πατάρι του Λουμίδη»


Οι Αδελφοί Λουμίδη άνοιξαν το γνωστό «Πατάρι του Λουμίδη»  το 1938 ως συμπλήρωμα του καφεκοπτείου που βρίσκονταν στο ισόγειο του κτηρίου, στο νούμερο 38 της οδού Σταδίου, δίπλα στην στοά Νικολούδη. Σύντομα το πατάρι συγκέντρωσε τον καλλιτεχνικό, τον λογοτεχνικό και τον δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας, αφού βρισκόταν σε επίκαιρη θέση, κοντά σε γραφεία εφημερίδων, θέατρα και δίπλα ακριβώς στο «Βιβλιοπωλείον της Εστίας».  Στο πατάρι, τα τραπέζια ήταν διατεταγμένα σε σχήμα πι (στα αριστερά κάθονταν οι ηθοποιοί, οι δημοσιογράφοι και οι επιθεωρησιογράφοι, ενώ οι συγγραφείς μαζεύονταν στο βάθος). Τακτικοί θαμώνες ήταν οι Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Γκάτσος, Μάνος Χατζιδάκις, Μίλτος Σαχτούρης, Μιχάλης Κατσαρός, Μικης Θεοδωράκης, Γιάννης Τσαρούχης, Γιάννης Μόραλης,  Ανδρέας Εμπειρίκος, Ελένη  Βακαλό, Τάκης Σινόπουλος κ.α.

Πηγή: www.tilestwra.com