Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ (1860-1912):


Καλλιπάτειρα

«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες; 
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία 
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα, 
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·

νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες, 
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα 
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα 
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.

Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια· 
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει 
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·

μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει 
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου 
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»

Ἡ Ἐλιά

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ἐλιά, ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγη
πρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγει
σὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει.

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσι
τῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγει
στὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγι,
στὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει.

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουν,
μὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουν,
ὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουν·
νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουν
καὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες.

Λήθη

Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε 
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει 
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει, 
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.

Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε 
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση· 
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει, 
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.

Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται. 
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι, 
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.

δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι, 
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν: 
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.

Το ιταλικό σονέτο

Το ιταλικό σονέτο αποτελείται από ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους στίχους οργανωμένους σε δύο τετράστιχες και δύο τρίστιχες στροφές. Χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος (οκτάβα - 2 τετράστιχα) που περιγράφει το πρόβλημα ακολουθείται από ένα εξάστιχο μέρος (2 τρίστιχα) που δίνει τη λύση[1]. Τυπικά, ο ένατος στίχος δημιουργεί μια αλλαγή ή volta που σηματοδοτεί το πέρασμα από την πρόταση στη λύση. Ακόμη και σε σονέτα που δεν ακολουθούν αυστηρά αυτή τη μορφή προβλήματος/λύσης, στον ένατο στίχο σημειώνεται μια αλλαγή στον τόνο, τη διάθεση ή το ύφος του ποιήματος.

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Κώστας Περδίκης: Με αφορμή μια φωτογραφία (8).



Το ποίημα
  
Η πρώτη του απαγγελία
από το μπαλκόνι του παλιού Δημαρχείου.

Μπλε ποδιά, άσπρο γιακαδάκι
και το μικρόφωνο πιο ψηλό από το μπόι του.

Οι Ήρωες του ’21 δαφνοστεφανωμένοι
γιρλάντες και σημαιάκια χάρτινα.

Οι Αρχές του τόπου
και μερικοί παρείσακτοι, εν παρατάξει.

Η φωνή του, από το χωνί, στεντόρεια
έφτανε κάτω στο πλήθος. 

Θα ’ταν 25η Μαρτίου του ’56…

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

ΖΟΥΡΤΣΑ & ΜΟΥΝΤΡΑ:

Αναφέρονται σε χρυσόβουλο του Μυστρά, το 1321μ.Χ.





Από το αρχείο του Θανάση Κ. Δαϊκου (Πολιτικού Μηχανικού).

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

"ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ'': Ένα κριτικό σχόλιο


 

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΒΒΟΥΡΑ
ποιητή-συγγραφέα



Γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο –στο πρόσωπο του αφηγητού -οι «Μικρές ιστορίες» του Κώστα Περδίκη υποδηλώνουν σαφώς τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα των αφηγημάτων που περιέ­χουν. Το επίθετο, εξάλλου, του τίτλου -μικρές- σημαίνει, κατ' αρχάς, ότι οι περιεχόμενες ιστο­ρίες είναι στην ανάπτυξη τους σύντομες. Πάντως, η έκταση, γενικώς, της αφήγησης δεν φανερώνει πάντα στην ουσία την πραγματική διάσταση του ιστορούμενου.
Οι «ιστορίες» του κ.Περδίκη εκτυλίσσονται σε κάποιο μικρό χωριό –στην επαρχία- με ήσυχους αν­θρώπους και τον ίδιο να ζει σ’ ένα στοργικό περιβάλλον, ενώ σ’ αυτό το χωριό ο πολιτισμός έχει πολύ καθυστερήσει: Μαγείρεμα με ξύλα, νερό κουβαλητό με βαρέλες από τη βρύση, λυχνάρι για φως. Η μόνη παρουσία της «τεχνολογίας» της εποχής εκείνης είναι η σταφιδομη­χανή - η θρυλική στα σταφιδοχώρια του κάμπου, μάκινα.
Λίγη αύρα πολιτισμού μπορούν να νιώσουν όσοι επισκέπτονται την κοντινή λουτρόπολη με το θελκτικό τοπίο της, εξόχου φυσικού κάλλους, περιοχής των λουτρών.
Οι«ιστορίες»του κ. Περδίκη -που όλες απηχούν γεγονότα βιωμένης από τον ίδιο πραγματικότη­τας- είναι απλές και, σχεδόν, χωρίς πλοκή. Το ίδιο απλά τις αφηγείται ο συγγρα­φεύς, χωρίς κάποια επέμβαση της μυθοπλαστικής τέχνης του λογοτέχνη, με παραποιή­σεις του μύθου, ή φόρτο καλολογικών στοιχείων χάριν εντυπωσιασμού.
Το ανεπιτήδευτο ύφος, η απέριττη αφηγηματική γλώσσα, σε λιτές, χωρίς περιγραφικό φόρτο, εικό­νες, πείθουν πως μέλημα του συγγραφέα είναι να αποδώσει την πραγματική όψη των όσων περι­γράφει, δηλαδή στην κατάσταση, που η νοσταλγός μνήμη περιέσωσε από τη λήθη και τη φθορά του χρόνου: Με ειλικρίνεια και αλήθεια. Τι νόημα -αλήθεια- θα είχε αυτή η αναδρομή, αν δεν αρκούσε, η πραγματική των πραγμάτων εικόνα, να αναζωπυρώσει τη νοσταλγία για το πα­ρελθόν.
Στα διηγήματα της συλλογής δεν συναντάμε κάποιο συνταρακτικό γεγονός, κάποιο επεισόδιο από κείνα που φέρνουν αναστάτωση στις μικρές κοινωνίες και αναδεικνύουν έναν, ας πούμε, ήρωα. Το βλέμμα του συγγραφέα έχει στραφεί στο απλό, στο ανθρώπινο. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, κάποιο έκτακτο περιστα­τικό να προκάλεσε κάποτε σκάνδαλο στους ήσυχους κατοί­κους του χωριού, ο συγγραφέας, όμως, των μικρών ιστοριών είτε δεν το συγκράτησε ή το αγνόησε και άφησε για τον λύχνο της ψυ­χής του το καλό και το αγαθό.
Δεν αγνόησε, πάντως, κάποιους γραφικούς τύπους, που με την ιδιορρυθμία τους και τα καμώ­ματά τους, έδιναν χρώμα στην καθημερινότητα. Στους «διαφορετικούς» ο κ. Περδίκης μάς παρουσιάζει κάποιους τέτοιους τύπους, με του καθενός το χούι και με το παρατσούκλι του.
Ομως, ο κ. Περδίκης δεν αργεί να μας αποκαλύψει ότι κατέχει επαρκέστατα τη στόφα του γνήσιου διηγηματογράφου. Στο έκτακτο διήγημά του «η άλλη» επεκτείνει, σύμφωνα με τη δική του εκδοχή του συγγραφέα, το όριο του αρχικού μύθου, που κι αυτός έχει τις ρίζες του στην πραγματικότητα, και το τελειώνει όπως ο ίδιος φαντάζεται. Στο σημείο αυτό, ο κ. Κώ­στας Περδίκης κάνει την υπέρβασή του και αριστεύει.

Το διήγημα «η άλλη» είναι ένα αριστούργημα που καταξιώνει τον συγγραφέα του. Συγκεκρι­μένα, ο περίφημος για τους πέτρινους παραστάτες των θυρών, τα φουρούσια και τις βρύσες λιθοξόος και χτίστης, από τη δουλειά του μάστορα μεταπηδά ξάφνου στην τέχνη του γλύπτη, πε­λεκώντας σ' ένα κομμάτι βράχο μια γυναικεία φιγούρα. Βλέπει, όμως, ότι το έργο του κινδυ­νεύει να γίνει η αιτία σκανδάλου, οπότε παίρνει τη γενναία απόφαση και το καταστρέφει. Η καταστροφή ενός έργου από τον δημιουργό δίνει λαβή για ποικίλες ερμηνείες. Ψυχολογικές, φιλοσοφικές κ.λπ.
Οι «Μικρές ιστορίες» του κ. Κώστα Περδίκη έχουν βαθιές ρίζες.



Ο Δημήτρης Κάββουρας, (Πάτρα,1932). Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και εργάστηκε στον(Α.Σ.Ο.)
Ποιητής και πεζογράφος. Έχει εκδώσει έντεκα ποιητικές συλλογές, δυο μυθιστορήματα, τρειςσυλλογές διηγημάτων κ.α.
Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά, έχουν μελοποιηθεί και έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες (γερμανικά, γαλλικά, ουγγρικά, περσικά).
Τα ποιήματά του, κατά τους σχολιαστές του, είναι αβρά, ενδοσκοπικά, μελαγχολικά, έκτακτης στοχαστικής ευαισθησίας.
Ο λόγος του χαρακτηρίζεται από έναν συγκρατημένο, παλμώδη λυρισμό, που υψώνεται κατακόρυφα για να εκφράσει ένα βαθύ αίσθημα μοναξιάς.

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

ΟΔΗΓΟΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1916:

Πολύτιμα πληροφορίες για τον γενέθλιο τόπο μου,
πριν ένα αιώνα και...




Από το αρχείο του Θανάση Κ. Δαϊκου (Πολιτικού Μηχανικού).

Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Κώστας Περδίκης:


Στο τραγί


Τότε, θυμάμαι, είχαμε πάντοτε στο σπιτικό μας απαραιτήτως και μια γίδα. Μαζί με το γαϊδούρι και τον Αηδόνη, τον σκύλο μας, κάνανε αχώριστη τριάδα. Γάτες είχαμε κάμποσες, κατά καιρούς, στην αυλή, αλλά δεν έμπαιναν ποτέ μέσα στο σπίτι. Η μητέρα τις είχε πάρει από φόβο, μη μας κολλήσουν καμιά αρρώστια, όπως έλεγε.
Από τη γίδα, είχαμε εξασφαλισμένο το καθημερινό μας γάλα, αλλά και το κατσικάκι για το πασχαλινό τραπέζι. Εάν το γάλα της ήταν πολύ, όσο περίσσευε η μητέρα το έπηζε μυζήθρα.
Κάθε απόγευμα μετά τη μεσημεριανή του σιέστα, ο πατέρας έδενε το σχοινί της γίδας από το κολιτσάκι[1] του σαμαριού, καβάλαγε το γαϊδούρι και πήγαιναν εν πομπή στο κτήμα μας, λίγο πιο πάνω από τον σταθμό του τραίνου. Τους καλωσόριζε ο Αηδόνης με τα γρυλίσματά του, δεμένος μονίμως δίπλα στη σκάλα του σπιτιού, άγρυπνος φύλακάς μας. Έβρισκε, μετά, ο πατέρας ίσκιο για το γαϊδούρι κάτω από τις ελιές, τάιζε με τα μεσημεριάτικα αποφάγια μας τον σκύλο και έβαζε τη γίδα να βοσκήσει στο περιβόλι φρέσκο χορτάρι.
Αυτό γινόταν κάθε απόγευμα, ήταν η καθημερινή διασκέδαση του πατέρα, η μικρή του απόδρασή. Στο καφενείο σπάνια πατούσε το πόδι του, πήγαινε μόνον όταν ήθελε να συναντήσει έναν από τους δυο γιατρούς μας ή να βρει κάποιον εργάτη για τις δουλειές του κτήματος.
Στο κτήμα, είχαμε ένα μικρό σπιτάκι, που αποτελούσε το εξοχικό μας. Εκεί ξεκαλοκαιριάζαμε κάθε χρόνο. Το άλλο μας σπίτι, στην πόλη, ήταν μεγάλο με πέντε δωμάτια. Οι γονείς μας τους θερινούς μήνες το νοίκιαζαν σε λουόμενους, που έφταναν για να κάνουν μπάνια στα ιαματικά λουτρά του γειτονικού μας Καϊάφα. Μ’ αυτόν τον τρόπο συμπλήρωναν  κάπως τον προϋπολογισμό της χρονιάς.
Γύρω στο δεκαπενταύγουστο, ακούγαμε τη μητέρα μας να λέει, με νόημα, στον πατέρα: «Γιάννη, η γίδα ζητάει, πρέπει να την πάμε στο τραγί». Το απόγευμα λοιπόν της ίδιας μέρας, έχοντας και μένα παρέα, για να κρατάω το σχοινί της γίδας, παίρναμε τον δρόμο για το τραγί. Ήταν ένα στενό χωματένιο μονοπάτι, μέσα από σταφίδες και λιοστάσια. Περνώντας το Μπισχινέικο γεφύρι, στρίβαμε αριστερά και ανηφορίζαμε τον λόφο. Μετά από λίγο η βαριά  μυρουδιά της βαρβατίλας, που ερχόταν από το τραγί, έσπαζε τις μύτες μας. Ήταν σημάδι ότι φτάναμε στο ξαμόνι του κυρ Αντρέα.
Η κυρά Μαρίτσα, η γυναίκα του, μας καλωσόριζε και αναλάβαινε να οδηγήσει τη γίδα μας στον χώρο, όπου περίμεναν τη σειρά τους και άλλες γίδες, σαν σε αίθουσα αναμονής ιατρείου. Λίγο παράμερα, κάτω από μια τεράστια βελανιδιά, ο τράγος δεμένος με ένα μακρύ σχοινί, μας ατένιζε όλο καμάρι και αλαζονεία. Ήταν αρκετά ψηλότερος από τις γίδες, με μακρύ κατάμαυρο μαλλί,  μεγάλα κέρατα και έδειχνε σίγουρος για τον ρόλο του. Άξιος επιβήτορας. «Ελάτε πάλι μεθαύριο», μας έλεγε η κυρα Μαρίτσα κι εμείς παίρναμε τον δρόμο του γυρισμού.
Τη μεθεπόμενη κάναμε πάλι το ίδιο δρομολόγιο. Η κυρα Μαρίτσα διαβεβαίωνε τη μητέρα ότι όλα πήγαν κατ’ ευχή, εισέπραττε την αμοιβή για την παροχή υπηρεσιών του τράγου της και μας παρέδινε τη γίδα. Φεύγαμε απόλυτα ικανοποιημένοι και πεπεισμένοι ότι κι αυτή τη χρονιά το μαρκάλισμα της γίδας μας από το τραγί της κυρα Μαρίτσας είχε στεφτεί από επιτυχία…
Οι μέρες κυλούσαν και η κοιλιά της γίδας μας όλο και φούσκωνε. Μετά τα Χριστούγεννα, συνήθως μέσα του Γενάρη,  είχαμε τα γεννητούρια. Τις περισσότερες χρονιές γένναγε από δυο πανέμορφα κατσικάκια.
Στην ώρα της γέννας, η μητέρα φρόντιζε με τον τρόπο της, να μην είμαστε αυτόπτες μάρτυρες εγώ και η αδελφή μου. Φαίνεται ότι το έκανε από τον φόβο της μήπως το θέαμα δεν ήταν για τα παιδικά μας μάτια. Θυμάμαι ότι πάντα μας φώναζε να δούμε τα νεογέννητα, όταν πλέον και με τη δική της βοήθεια η επώδυνη διαδικασία της γέννας είχε τελειώσει. Βρίσκαμε τα μικρούλικα κατσικάκια όρθια να προσπαθούν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα και τη λεχώνα, αποκαμωμένη από την ταλαιπωρία, πότε να τα γλείφει στοργικά και πότε να τα βυζαίνει. Το ίδιο βράδυ η μητέρα, από το πρωτόγαλο της γίδας μας, έψηνε στη μπουγάνα[2] το πεντανόστιμο σκορκοφίγκι[3].

Πολλά χρόνια αργότερα, θα μπουν στη ζωή μας γλυκίσματα με παράξενα ονόματα, όπως τσιζ-κέικ, πανακότα, καζαν-ντιμπί, αλλά και με ιδιαίτερες γεύσεις.
Με κείνο όμως το σκορκοφίγκι, όπως τουλάχιστον το θυμάμαι τώρα,  πιστεύω ότι δεν μπορούν να συγκριθούν. Αν μάλιστα τύχαινε να ξεχαστεί λίγο η μητέρα να το βγάλει από τη μπουγάνα και της ξεροψηνόταν, τότε ήταν που τα άλλα  δεν θα ’πιαναν μπάζα μπροστά του…



[1] Μεταλλική λαβή του σαμαριού
[2] Μεταλλικής γάστρα
[3] Γλύκισμα από το πρωτόγαλο της γίδας

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

''ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙΟ'' 1924: Μαθαίνοντας τα πρώτα γράμματα...

Εκδοτικός οίκος:  Δ. & Π. Δημητράκου

Συντακτική επιτροπή: Δ. Ανδρεάδης
                                 Α. Δελμούζος
                                 Π. Νιρβάνας
                                      Ζ. Παπαντωνίου
                                            Μ. Τριανταφυλλίδης

Ζωγραφιές: Κ. Μαλέας

Τιμή: 5,55 δρχ.
                               
Το εξώφυλλο με τον Ρήγα, τη Ρένα και τον σκύλο τους Βελή.


Οι τότε μαθητές με τους δασκάλους τους (8 Μαϊου 1929).

Από το αρχείο του Θανάση Κ. Δαϊκου (Πολιτικού Μηχανικού).

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Κώστας Περδίκης: Με αφορμή μια φωτογραφία (7).



Μιαν άνοιξη


Φορούν και τα δυο τους ρουχαλάκια όμορφα,
από το ίδιο ύφασμα φτιαγμένα.

Τα ’ραψε η μάνας τους, από τις πιο καλές μοδίστρες .

Ποζάρουν στον φωτογράφο, στο περιβόλι του παππού,
ανάμεσα σε πρασινάδες και λουλούδια.

Λουλούδια και κείνα, τρυφερά, τότε … 

Θα ’ταν άνοιξη, του ’53.