Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Κώστας Περδίκης: Με αφορμή μια φωτογραφία (15)

Τότε και τώρα



Τότε,
τις γιορτές των Χριστουγέννων
 τις προσμέναμε πως και πως.
Είχαμε τους λόγους μας.
Θα χορταίναμε αραλίκι και παιχνίδι.
Θα στολίζαμε το δέντρο.
Θα λέγαμε τα κάλαντα και θα «τα κονομάγαμε».
Θα τρώγαμε γλυκά.
Θα παίρναμε δώρα και καλούδια.
Τώρα,
παρά τ’ άσπρα μας μαλλιά,
όλο και κάτι θα βρούμε,
για να μας κρατήσει γλυκιά
την προσμονή τους …

Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Κώστας Περδίκης:



ο καλός μας γείτονας

στη μνήμη του

Ο μπαρμπα Χρήστος έμενε στο διπλανό μας σπίτι, μόλις λίγα μέτρα μακριά μας. Το σπίτι του ήταν παλιό, φτωχικό, φτιαγμένο με χωματόπλιθες και κεραμίδια. Στη φάτσα, προς τον δρόμο, είχε ένα μεγάλο χαγιάτι και μια ξύλινη σκάλα, που πήγαινε από την αυλή στο πάνω πάτωμα. Το μισό κατώι ήταν αχυρώνας και χρησίμευε για ενδιαίτημα της γαϊδούρας του. Το άλλο μισό αποτελούσε τον επαγγελματικό του χώρο. Ο μπαρ­μπα Χρήστος ήταν τσαγκάρης.
Άντρας ψηλός, με ευθυτενή κορμοστασιά και μεγάλο τσι­γκελωτό μουστάκι. Είχε την ίδια περίπου ηλικία με τον πατέρα μου και μεταξύ τους υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση. Σωστός επαγγελματίας, αλλά και οικογενειάρχης.
 Άρχιζε τη μέρα του, πίνοντας τον πρώτο του καφέ αχά­ραγα, πάντα στο ζαχαροπλαστείο του κυρ Γιώργη, που ήταν καλός του φί­λος. Μετά από κει, κατηφόριζε προς το σπίτι, άνοιγε το μαγαζί, κρέμαγε από τον λαιμό του τη μακριά ποδιά και έπιανε δου­λειά. Άλλαζε σόλες, έκανε επιδιορθώσεις σε πα­λιά πα­πούτσια, έφτιαχνε όμως και καινούργια, κατά παραγ­γε­λία.
Γύρω στις έντεκα έκανε ένα διάλειμμα. Πήγαινε μια βόλτα στην αγορά για να πά­ρει ψωμί και τα σχετικά για το μεσημε­ριανό. Γυρνώντας, τα παρέδινε στην κυρα Μα­ρία, τη γυναίκα του και συνέχιζε τη δουλειά του. Αργά το μεσημέρι, έκλεινε την πόρτα του μαγαζιού κι ανέβαινε για φαγητό. Τ’ απογεύ­ματα, όταν δεν τον πίεζαν οι παραδόσεις των παπουτσιών και ο και­ρός ήταν καλός, έπαιρνε τη γαϊδούρα και τράβαγε  για τις ελιές του, λίγο έξω από την πόλη.
Τις ώρες που εκείνος έλειπε στις ελιές, η κυρα Μαρία εύ­ρι­σκε την ευκαιρία ν’ ανεβεί στο σπίτι μας για να κάνει παρέα με τη μη­τέρα μου. Πιάνανε τις καρέκλες μπροστά από το παρά­θυρο που ’βλεπε στον δρόμο και στο τσαγκάρικο, ράβο­ντας ή μπα­λώνοντας όλο και κανένα ρούχο. Παράλληλα σχολιά­ζανε τα τεκταινό­μενα στη μικρή μας κοινωνία, έρωτες, γάμους, θανά­τους κ.λ.π. Μόλις η φιγούρα του μπαρμπα Χρήστου, κα­βάλα στη γαϊ­δούρα, ξεμύτιζε στην άκρη του δρόμου, η κυρα Μαρία έντρομη μάζευε όπως, όπως τα ραφτικά της και πριν τον ακούσει να φωνάζει «Μαρία», τσακιζόταν να φτάσει πρώτη στη σκάλα για να τον υποδεχθεί.
Όταν σκοτείνιαζε, ο μπαρμπα Χρήστος ανηφόριζε για δεύ­τερη φορά τον δρόμο για το ζαχαροπλαστείο. Εκεί διάβαζε εμ­βριθώς όλες τις εφημερίδες για να έχει πλήρη ενημέρωση. Η πολιτική ήταν από τα πρώτα του ενδιαφέροντα. Φανατικός  φι­λο­βασιλι­κός και σταθερός ψηφοφόρος πρώτα του Παπάγου και μετά του Καραμανλή. Έλεγε και ξανάλαγε τις ίδιες ιστορίες για συμβά­ντα, που τα ’χε ζήσει από κοντά, την εποχή που ήταν φα­ντάρος στην Αθήνα, με πρωταγωνιστές τον Κονδύλη, τον δι­κτάτορα Πάγκαλο, κ.ά.
Είχαμε συνηθίσει να τον βλέπουμε, κάθε μέρα, με τα πρό­χειρα ρούχα της δου­λειάς. Όταν όμως υπήρχε λόγος, όπως π.χ. να παραστεί σαν μάρτυρας στο δικα­στήριο ή να εκκλησια­στεί στις μεγάλες γιορτές, μεταμορφωνόταν. Φόραγε το καφέ ριγέ κουστούμι του, το σταυροκουμπωτό και την καφέ ατσαλά­κωτη ρεπούμπλικα και γινόταν άλλος άνθρωπος.
Ήταν φιλόζωος. Οι γάτες ήσαν η αδυναμία του, αλλά και τα περιστέρια. Η αρχή είχε γίνει με ένα ζευγάρι πιτσούνια που μετά από λίγο καιρό έφτασαν να ’ναι αμέτρητα. Φώλιαζαν όπου εύρισκαν, στη στέγη και στο χαγιάτι του σπιτιού του, αλλά και στο απέναντι χάλασμα. Με το που ’βγαινε στην αυλή με τις χούφτες του γεμάτες σιτάρι, από όλες τις μεριές,  ορμού­σαν, κατά δεκάδες, για να προλάβουν να τσιμπολογή­σουν τα σπόρια, καθισμένα άφοβα πάνω στα χέρια του. Το αυστηρό πρόσωπό του γλύκαινε, τότε, από ευχαρίστηση και ικανοποί­ηση. Χαιρόταν σαν παιδί  για την αγάπη που του ’δειχναν τα πετεινά του ουρα­νού…
Με τις γάτες, άλλες μεγάλες αγάπες. Όταν πολύ αργότερα χήρεψε, έχασε την κυρα Μαρία του, τον θυμάμαι να κάθεται στην άκρη στο χαγιάτι, έχοντας πάντα στα γόνατά του να χαϊ­δεύει τρυφερά μια γάτα. Ήταν η μόνη του συντροφιά στον πόνο και την ερημιά του, στα στερνά του χρόνια, καθώς οι δυο γιοι του ζούσαν μακριά, ο μεγάλος στην Αμερική κι ο μικρός στην Αθήνα. Τι κι αν καμάρωνε για την προκοπή τους και τις φαμί­λιες τους, έκανε μαύρα μάτια  να τους δει.
Οι εθνικές εκλογές είχαν βαρύνουσα σημασία για τον μπαρμπα Χρήστο. Πολιτι­κολογούσε, σε χαμηλούς όμως τό­νους, στο μαγαζί με τους πελάτες του και πάντα ήταν απολύτως σίγουρος για τον θρίαμβο του κόμματός του. Μια ζωή ψήφιζε δεξιά και σταύρωνε τον μακρινό ξά­δελφό του, που ήταν υπο­ψήφιος βουλευτής της.
Για καμιά δεκαριά μέρες πριν τη Κυριακή των εκλογών, κρέμαγε στο χαγιάτι του, στο πιο εμφανές σημείο, μεγάλο πανώ με φωτο­γραφίες του αρχηγού του κόμματος και του υποψήφιου βουλευτή. Ξημερώνοντας η Δευτέρα, μετά τις εκλογές, μόλις η μητέρα άνοιγε το παράθυρο, που ’βλεπε στον δρόμο και στο χαγιάτι του μπαρμπα Χρήστου, έπαιρνε αμέσως το κακό χα­μπέρι για τ’ αποτελέσματα. Το πανώ προ πολλού είχε αποκα­θηλωθεί. Το κόμμα του γείτονα, που τύχαινε να είναι το  ίδιο με το δικό μας, είχε έρθει αυτή τη φορά, δυστυχώς, δεύτερο και καταϊδρωμένο.
Ο πολιτικός φανατισμός ήταν και τότε πολύ μεγάλος. Πε­νήντα μέτρα πιο κάτω από το τσαγκάρικο, ήταν το περίπτερο του μπαρμπα Γιάννη του Μπελέκα, φανατι­κού οπαδού του «Γέ­ρου» και της «Ένωσης Κέντρου». Στο περίπτερό του, εκτός των άλλων, αγόραζες και τις Αθηναϊκές εφημερίδες. Στο φύλλο του Σαββάτου, πριν τις εκλογές, εκείνα τα χρόνια, έβαζαν ολοσέ­λιδη φωτογραφία από την κεντρική προεκλο­γική συγκέντρωση των κομμάτων στην πλατεία Κλαυθμώνος. Την πιο εντυπω­σιακή και πολυπληθέστερη συγκέ­ντρωση είχε ο «Γέρος» και τα «Νέα» αφιέρωναν την πρώτη σελίδα αποκλειστικά σ’ αυτήν, δείχνο­ντας τις χιλιάδες των συ­γκεντρωμένων οπαδών.
Ο Μπελέκας το μεσημέρι έκλεινε για λίγο το περίπτερο και πεταγόταν μέχρι το σπίτι του για να βάλει κάτι στο στόμα του. Για να πικάρει και να ειρωνευτεί, λοιπόν, τον πολιτικό του αντί­παλο, βάδιζε με αργό βηματισμό την απόσταση από το πε­ρίπτερο μέχρι το σπίτι του, περνώντας μπροστά από το τσαγκά­ρικο όλο καμάρι, κρατώντας με τα δυο του χέρια αναπεπταμένη την εφημερίδα με τη ολοσέλιδη φωτογραφία της συγκέ­ντρωσης της «Ένωσης Κέντρου». Η πορεία του αυτή ήταν σιωπηλή μεν,  αλλά  φαρμακερή, με πολλά υπονοού­μενα. Δεν πήγαινε, όμως, πίσω σε κάτι τέτοια και ο μπαρμπα Χρήστος.  Όλο και κάποιο πεί­ραγμα ή αστείο θα πέταγε, βλέποντας κάποιον γνωστό του να περνάει στον δρόμο.
Εκείνον τον καιρό, ήταν στα μαχαίρια με έναν γείτονά του, που είχε βιβλιο­χαρτο­πωλείο, λίγα μέτρα πιο πέρα. Αργά το απόγευμα, όταν γύριζε από τις ελιές ανηφόριζε τον δρόμο, πά­ντα κα­βάλα στη γαϊ­δούρα του. Φτάνοντας  μπροστά ακριβώς από το μαγαζί του «εχθρού» του, κάτι της έκανε και η γαϊ­δούρα, που ζοριζόταν η έρμη στην ανηφόρα, άφηνε μια δυ­νατή παρατετα­μένη πορδή. Γι’ αυτό το ζήτημα, που είχε επαναλη­φθεί πολλές φορές, είχαν φτάσει μέχρι τα δικαστή­ρια. Άντε τώρα ο δικα­στής να βγάλει συμπέρασμα και να αποδώσει δι­καιοσύνη…
Πολλές ώρες, σαν παιδί, πέρασα χαζεύοντας τα διάφορα αντικείμενα του μαγα­ζιού, αλλά και τον ίδιο τον μπαρμπα Χρήστο να μαστορεύει. Έμαθα να ξεχωρίζω τα δέρματα, τα σεβρά από τα αδιάβροχα. Μου άρεσε η μυρουδιά που ’βγαζε το χοντρό δέρμα για το σόλιασμα, όπως και το άρωμα του κεριού από κηρήθρα, που χρησίμευε για το κέρωμα του σπά­γκου του ραψίματος.
     Πάνω στον μικρό πάγκο υπήρχαν ριγμένα, φύρδην-μίγδην, τα πάντα. Σφυριά, τα­νάλιες, φαλτσέτες, σουβλιά, πρόκες και ξυλόπρο­κες. Στον απέναντι τοίχο κρεμασμένα, κατά ζευγάρια, έβλεπες όλα τα νούμερα τα καλαπόδια. Κοντά στο παράθυρο και στο φως, ήταν η μηχανή για τα γαζώματα.
     Από τα πειράγματα του μπαρμπα  Χρήστου δεν γλίτωνα, βέβαια, ούτε εγώ. Τον είχα συνηθίσει όμως και δεν μου κακο­φαι­νόταν. Καταλάβαινα ότι κατά βάθος με αγαπούσε. Δεν παρέ­λειπα όμως κι εγώ, μόλις τον έβλεπα, να τον χαιρετάω με σεβα­σμό και να του δείχνω την αγάπη και τη συμπάθειά μου. Αργό­τερα, όταν σπούδαζα και κατέβαινα για διακοπές, με αντι­μετώ­πιζε βέβαια αλλιώς, ήμουν βλέπετε ακαδημαϊκός πολίτης και η εκτί­μησή του στο πρόσωπό μου ήταν ολοφάνερη. Η κου­μπαριά μας που ακολούθησε, όταν βάφτισα την εγγόνα του, με έκανε πλέον επί­τιμο μέλος της οικο­γένειάς του.
      Τα χρόνια κύλησαν σαν νεράκι και ο μπαρμπα Χρήστος πέ­ρασε τα ογδό­ντα. Πα­ντρεύτηκα κ’ εγώ.
      Το καλοκαίρι κόντευε να τελειώσει και είχε αρχίσει να σουρουπώνει πιο νωρίς, όταν μια μέρα τον είδα να κάθεται στην ίδια θέση του στο χαγιάτι. Ανέβηκα για να του κάνω λίγη συ­ντροφιά. «Πώς τα πας μπαρμπα Χρή­στο» τον χαιρέτησα, σφίγ­γοντας  το ζαρωμένο χέρι του. «Κά­τσε», μου ’πε, δείχνο­ντας μια καρέκλα πλάι του.
Ήταν βαρύς, ανόρεχτος, έδειχνε παραιτημένος. «Δεν πα­λεύεται η μοναξιά παιδί μου», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Δεν έχω τίποτα πια να περιμένω. Τώρα που έχω την ανάγκη της και θέλω λίγη συντροφιά, εκείνη λείπει. Έμεινα μόνος κι έρημος να φυλάω τη γειτονιά». Άρχισε τότε να μου μετράει  έναν-έναν όσους από τη γειτονιά είχαν ήδη πεθάνει. Σταμάτησε κάποια στιγμή, κατάλαβα ότι είχε βουρκώσει. Η γάτα, που είχε λουφά­ξει για τα καλά στα γόνατά του,  μισοκοιμόταν αφημένη στο χάδι του.
Άρχισαν να ανάβουν τα φώτα του δρόμου, σχεδόν είχε νυ­χτώσει. Δεν εύρισκα τί­ποτα να του πω για να τον παρηγορήσω. Χωρίς να θέλω η ματιά μου έπεσε στα γύρω σπίτια. Μόλις που ξεχώριζαν στο μισοσκόταδο, κλειστά και έρημα. Μου βγήκε τότε ένα αυθόρμητο μίσος για κείνα τα άψυχα ντουβά­ρια. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι θα συνέχιζαν να  μένουν όρθια για πολλά, δεν ξέρω πόσα, ακόμη χρόνια, ενώ όσοι έζησαν εκεί μέσα, πεθαμένοι τώρα,  θα ’πεφταν αργά ή γρήγορα  στη λησμο­νιά.

Ο μπαρμπα Χρήστος δεν άργησε. Μετά από λίγους μήνες μας άφησε. Αναχώρησε για τας αιωνίας μονάς. Έκλεισε έτσι και ο δικός του κύκλος.
Ένας δυνατός σεισμός,  μετά από χρόνια, γκρέμισε και το σπίτι του…

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Πώς φαντάζονταν την εποχή μας πριν 100 χρόνια:


Ο γάλλος καλλιτέχνης Ζαν Μαρκ Κοτέ (και κάποιοι ακόμα άγνωστοι) περισσότερα από 100 χρόνια πριν, στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου (1899, 1900, 1901 και 1910) προσπάθησε να φανταστεί και να αποδώσει σε εικόνες το μέλλον. Δημιούργησε μια σειρά από κάρτες με τίτλο «En l’an 2000» (στο έτος 2000). Οι δημιουργίες του, που θυμίζουν κάπως Ιούλιο Βερν, άλλοτε είναι κοντά στην πραγματικότητα, άλλες πάλι έμειναν μόνο στη φαντασία του ή μπορεί να υλοποιήθηκαν αλλά σε ένα… παράλληλο σύμπαν. Οπως για παράδειγμα τα εικονιζόμενα ιπτάμενα ταξί. Σήμερα βρίσκονται σε πειραματικό στάδιο, αλλά χωρίς… φτερά.












Από το Protagon

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Κώστας Περδίκης:

Θεόφιλος: Μάζεμα ελιών


χαμολόι και καράβες

Τα λιτρουβιά[1]μας, εκείνα τα χρόνια, λίγο πριν το ’60, ήσαν όλα χτισμένα, όχι τυχαία βέβαια, δίπλα στη γράνα, στο ρέμα, δηλαδή, που τότε πέρναγε στην άκρη της πόλης μας. Βό­λευε έτσι να ρίχνουν εκεί τα λιόζουμα, που κατάληγαν ύστερα στη θάλασσα.

Το λιτρουβιό των Φακαλαίων ήταν το μόνο κοντά στην αγορά. Προχωρώντας βορειοανατολικά, αντί­θετα με το ρεύμα της γράνας, συνάνταγες πρώτα το λιτρουβιό του Δημο­σθένη του Πατσαβούρα, μετά, του Κατσάκου και τε­λευταίο των Κο­νταίων-Καραίων, λίγο μετά το γεφύρι για τον Α’Λια.

Ήσαν κτίρια ορθογώνια, σαν μεγάλες αποθήκες, με κεραμι­δέ­νιες στέγες. Στο βάθος ήταν η στρογγυλή γούρνα, που μέσα της γύριζαν τα τεράστια κυλινδρικά λιθάρια και έλειωναν τις ελιές, κάνοντάς τες πηχτό πολτό. Την κίνηση την έδινε μια μη­χανή με ένα μακρύ και φαρδύ λουρί. Η ίδια εκείνη μηχανή άναβε και τις λιγοστές λάμπες, που, κρεμασμένες από τα πατε­ρόξυλα της στέγης, φώτιζαν τον χώρο. Πιο παλιά τα λιθάρια τα γύριζαν άλογα. Στο μέσον ήταν το πιεστήριο με το μεγάλο έμ­βολο και τους ντορβάδες[2] και τέλος λίγο πριν την εξώπορτα, το μηχά­νημα που ξεχώριζε το καθαρό λάδι από το λιόζουμο.

Το μάζεμα των ελιών άρχιζε, συνήθως, μετά τη γιορτή του Άγιου Σπυρίδωνα, του πολιούχου μας. Ήταν δύσκολη δουλειά, που γινόταν ακόμη δυσκολότερη, όταν ο καιρός χάλαγε και πιάνανε βροχές και παγωνιές. Τα καημένα τα ζώα, άλογα και γαϊ­δούρια, φορτωμένα πότε με τα βρεγμένα λιόπανα και πότε με τα  τσουβάλια γεμάτα καρπό αγκομάχαγαν τσαλαπατώντας μέσα στη λάσπη, στα ανηφορικά μονοπάτια. Το τέλος της συ­γκομιδής έφερνε στους γονείς μας μεγάλη ανακούφιση. Οι γιορτές των Χριστουγέννων, που έφταναν λίγες μέρες μετά, ήσαν για κείνους ευκαιρία για να ξαποστάσουν και να πάρουν μιαν ανάσα.

Το πρώτο λάδι έβγαινε λίγες μέρες πριν τις γιορτές και πά­ντοτε βράδυ. Με το που μας ειδοποιούσαν ότι ήρθε η σειρά μας, η μητέρα έβαζε στο σακούλι ένα καρβέλι ψωμί, μια χι­λιάρα κρασί και έχοντάς με μόνιμο συνοδό σπεύδαμε στο λι­τρουβιό.

Περνώντας το κατώφλι του μπαίναμε σ’ ένα άλλο σύμπαν. Κα­πνοί από τσιγάρα, αναθυμιάσεις και μυρουδιές από τις λειω­μέ­νες ελιές, λιγοστό φως από τις λάμπες και μια ζεστα­σιά μας τύλιγαν. Στο βάθος, δυο-τρεις εργάτες άδειαζαν τα τσου­βάλια στη γούρνα με τα λιθάρια, που γύριζαν ασταμάτητα. Στο πιε­στήριο δέσποζαν με την παρουσία τους ο λεγόμενος «καραβο­κύρης» με τους δυο βοηθούς του, που φόραγαν και οι τρεις τους ποδιές από τον λαιμό μέχρι τα πόδια, φτιαγμένες από το­μάρια. Οι βοηθοί γέμιζαν τους χοντρούς ντορβάδες με τον λειωμένο πολτό και ο «καραβοκύρης» στοίβαζε τον ένα πάνω στον άλλο, στο πιεστήριο. Εκεί, με τη μεγάλη πίεση και το ζε­ματιστό νερό που ’ριχνε πάνω τους, το λάδι ανάβλυζε και έτρεχε στα πλάγια των ντορβάδων. Μετά το στύψιμο, τους άδειαζαν από το υπόλειμμα, το λιοκόκι, που ακόμη άχνιζε και έβγαζε μια χαρακτηριστική μυρουδιά. Μόλις σταμάταγαν να πάρουν μιαν ανάσα, η μητέρα εύρισκε την ευκαιρία και πήγαινε κοντά τους με τη χιλιάρα το κρασί. Εκείνοι λούτσα στον ιδρώτα, αξύρι­στοι και λαδωμένοι, το ’πιναν μονορούφι ο ένας μετά τον άλλο, με το ίδιο ποτήρι. Ό,τι υγρό έβγαινε στο πιεστή­ριο, στη συνέχεια, πέρναγε από το μηχά­νημα, που ξεχώριζε και κράταγε το καθαρό λάδι ενώ το λιό­ζουμο, άχρηστο πια, έπεφτε στη γράνα.

Βλέποντας η μητέρα να στάζει το φρέσκο λάδι, ζεστό και μυ­ρωδάτο, έκοβε σε φέτες το καρβέλι, που ’χε φέρει και τις έδινε για να τις καψαλίσουν στη φωτιά που έκαιγε για το ζέ­σταμα του νερού. Έπιανε μετά λίγο λάδι, το ’ριχνε πάνω τους και φί­λευε τους ερ­γάτες και φυσικά κι εμένα. Η όλη ατμό­σφαιρα του λιτρουβιού, η μυρουδιά του φρεσκοβγαλμένου λα­διού και η υπόπικρη γεύση έκανε εκείνη τη φέτα του ψωμιού πολύτιμη. Τελειώ­νοντας, γυρνάγαμε στο σπίτι και περιμέναμε τους αγω­γιάτες να μας φέρουν το λάδι, φορτωμένο στ' άλογα μέσα σε ασκιά.

Μόλις τα πέταλα των αλόγων χτύπαγαν  στο πλα­κόστρωτο της αυλής μας, ο πατέρας με μια λάμπα στο χέρι και η μητέρα με ένα πιάτο κουραμπιέδες, κατέβαιναν και άνοιγαν το κατώι. Με το που έλυναν οι αγωγιάτες το ασκί και το λάδι με ένα «πλαφ» έπεφτε στο τσί­γκινο ντεπόζιτο ή στο πήλινο πιθάρι, μας έλεγαν τις ευχές τους  «καλοφάγωτο, υγεία, καλές γιορτές» και η μητέρα τους γλύ­καινε με το φίλεμά της.

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν εγώ κ’ η αδελφή μου είμαστε ακόμη στα κρεβάτια μας, έφτανε στα ρουθούνια μας από την κουζίνα η μυρουδιά των λαλαγκίδων[3], που η μητέρα μας σηκω­μένη αχάραγα είχε τηγανίσει, όπως κάθε χρονιά, με το πρώτο λάδι. Πριν φύγουμε για το σχολείο γευόμαστε λαίμαργα όσο πιο πολλές λαλαγκί­δες  μπορούσαμε, ζεστές ακόμη, βουτηγμέ­νες μέσα στο γλυκό πετι­μέζι.

Εμείς είχαμε πολλές ελιές, άλλες στον κάμπο και άλλες στο ύψωμα, τον Κάνταλο. Χρόνο παρά χρόνο βγάζαμε μπόλικο λάδι. Κρατάγαμε όσο χρειαζόταν για το σπίτι και το υπόλοιπο το πουλάγαμε για να βγάλουμε τα έξοδα και κάποιο μικρό κέρ­δος. Υπήρχαν όμως σπιτικά, που δεν είχαν ούτε μια ρίζα ελιά, για να λαδώσουν, που λέει ο λόγος, το άντερό τους. Για να βρουν λίγο λάδι, είχαν, οι δύστυχοι δυο τρόπους.

Ο ένας ήταν το χαμολόι. Οι φτωχές νοικοκυρές πήγαιναν, συ­νήθως τ’ απογεύματα, στα λιοστάσια όπου είχε γίνει ήδη το μάζεμα και πεσμένες στα γό­νατα μάζευαν σε μια κανίστρα, μία-μία, όσες ελιές έβρισκαν κάτω στο χώμα. Ώρες πολλές για να γεμίσουν, με το ζόρι, ένα τσουβάλι.

Άλλος τρόπος ήσαν οι καράβες, και ήταν δουλειά που ’κα­ναν, αποκλειστικά, τα μικρά φτωχόπαιδα εκείνων των σπιτι­κών. Με βέργες από λυγιές και καλάμια, φτιάχνανε, εκεί που άρχιζε η όχθη της γράνας, μικρά φράγματα, τις καράβες. Τα λιό­ζουμα που ’πεφταν από τα λιτρουβιά στη γράνα, ζεστά ακόμη και αφρισμένα, παράσερναν και λίγο λάδι, που οι καρά­βες το συ­γκρατούσαν, καθώς εκείνο έπλεε  πάνω πάνω. Οι μι­κροί εκείνοι φτωχοδιάβολοι το μάζευαν λίγο-λίγο με το κουτάλι και γέμιζαν τα μικρά τενεκεδάκια τους.

Όλη αυτή η προσπάθεια και ο κόπος για μια στάλα λάδι. Πόσο, αλήθεια,  απίστευτα μας φαίνο­νται αυτά σήμερα...



[1] Λιτρουβιά = λιοτρίβια
[2] Ντορβάδες = είδος χοντρού σάκου από τρίχες γίδας
[3] Λαλαγκίδες = τιγανίτες




Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

AMEDEO MODIGLIANI (1884-1920):







Ήταν το προικισμένο τέκνο της Ιταλίας που έγινε ο αγαπημένος του Παρισιού. Περιδιάβαινε με γοητεία και ματαιότητα από τη μία ερωμένη στην άλλη, παραπαίοντας από το αλκοόλ και αποπλανώντας τις γυναίκες με την ευρυμάθεια, το ταλέντο και την εμφάνιση του, λέγοντας τους από στήθους αποσπάσματα ολόκληρα από έργα του Δάντη. «Πόσο όμορφος ήταν, Θεέ μου, πόσο όμορφος» έλεγε σχεδόν θρηνώντας ένα από τα μοντέλα του.
Αυτή ήταν η μία πλευρά. Γιατί η άλλη, ήταν ο τρόμος της φτώχειας που βασάνιζε τους καλλιτέχνες της Μονμάρτης και του Μονπαρνάς (της γειτονιάς με τα φτηνά ενοίκια) κι ύστερα, ο θάνατος του, το 1920, σε ηλικία μόλις 35 ετών, στον οποίον πολλοί είδαν ένα είδος «φαουστικής αναμέτρησης».
«Ήταν σαν να έπεσε κατάρα σε ένα αγόρι ευγενικής καταγωγής» έγραψε χρόνια αργότερα ο Κοκτώ. «Θάψτε τον σαν πρίγκιπα» έλεγε ο ποιητής Αντρέ Σαλμόν, όπως και έγινε: Δεν υπήρξε καλλιτέχνης στο Παρίσι που να μην ακολουθήσει την κηδεία του στο Κοιμητήριο Père Lachaise. Και για να κλείσει τραγικά η ιστορία, η νεαρή, εγκυμονούσα αγαπημένη του, Jeanne Hébuterne, τον ακολούθησε δύο ημέρες αργότερα, πηδώντας από το παράθυρό της.
Ο Μοντιλιάνι δεν φοβήθηκε να ερωτευθεί γυναίκες με έντονη προσωπικότητα. Τρεις εξ αυτών αποτελούν δε, πολύ ενδιαφέρουσες περιπτώσεις.
Η μία είναι η Ρωσίδα ποιήτρια, Άννα Αχμάτοβα (1889-1966), η έτερη η Νοτιοαφρικανικής καταγωγής Βρετανή δημοσιογράφος και συγγραφέας, Μπεατρίς Χάστινγκς (1879-1943), αν μη τι άλλο γνωστές και επαγγελματικά καταξιωμένες όσο και ο ίδιος.
Ζαν Εμπιτέρν, το τέλος
Η ερωμένη του Μοντιλιάνι που φιγουράρει στους πίνακες του όσο καμία άλλη από τις ερωμένες του, ήταν η σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν.Γνωρίστηκαν το 1917, όταν εκείνος ήταν 33 χρονών και εκείνη 19. Την επομένη χρονιά, το 1918 γέννησε το παιδί του και όπως έδειξαν τα γεγονότα, ενώθηκε μαζί του σε μία άνευ όρων δέσμευση, ακόμη και στις πιο σκοτεινές του στιγμές.Υπήρξε μία πανέμορφη γυναίκα -η ομορφότερη από τις συντρόφους του Μοντιλιάνι- ένα ντροπαλό, μελαγχολικό, πράο κορίτσι.Παρότι ζωγράφος και η ίδια, δεν πρόλαβε να αφοσιωθεί στην τέχνη της. Η σύντομη ζωή της σημαδεύτηκε από τη γέννηση της κόρης της και έληξε με την αυτοκτονία της. Δεν πρόλαβαν να παντρευτούν. 
Από το TVXS


Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Ευτύχιος Αλεξανδράκης (1919-2017):

Ο παλαιότερος έμπορος της οδού Ερμού!


Πέθανε σε ηλικία 98 ετών ο Ευτύχιος Αλεξανδράκης, ο παλαιότερος έμπορος της Αθήνας και εμβληματική μορφή της Ερμού με το γνωστό κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων.
  Ο Ευτύχιος Αλεξανδράκης έφυγε πλήρης ημερών  και ενώ μέχρι και πρόσφατα πήγαινε καθημερινά στην επιχείρηση η οποία ιδρύθηκε το 1860.   Αρχοντικός, κομψός και επιβλητικός, ο Ευτύχιος Αλεξανδράκης υπήρξε μια εμβληματική και αξιοσέβαστη μορφή για την Ερμού.   Πρόσφατα μάλιστα το κατάστημα του και ο ίδιος είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον του Εμανουέλ Μακρόν και της συζύγου του Μπριζίτ η οποία σταμάτησε μπροστά στη βιτρίνα του καταστήματος «Αλεξανδράκης» και στη συνέχεια μαζί με τον σύζυγό της φωτογραφήθηκαν με τον Ευτύχιο Αλεξανδράκη.   Η κηδεία του θα γίνει την σήμερα, στις 12 το μεσημέρι από το Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Είχε πει: 
   «Αυτός ο Οίκος ιδρύθηκε το 1860 από κάποιον Καριοφύλλη. Ο πατέρας μου, ο Δημήτρης, εργαζόταν εδώ από το 1890. Του πούλησε ο Καριοφύλλης την επιχείρηση γύρω στο 1907 και έκτοτε συνεχίζει στην οικογένεια. Το κατάστημα ήταν πάντα εδώ. Ερμού 27. Το κτίριο ήταν πολύ παλιό της εποχής του Όθωνος, όταν ήταν τα κτίρια εδώ μονόροφα και διώροφα. Εδώ, η οδός Ερμού, ήταν πάντα ο κύριος εμπορικός δρόμος της πόλης. Από την εποχή του Όθωνος. Όλο καλά καταστήματα. Ερχόντουσαν τα εμπορεύματα από τον Πειραιά. Ήταν το κέντρο των κοινωνικών και εμπορικών εκδηλώσεων.   Ύστερα ανεπτύχθησαν οι άλλοι δρόμοι, αλλά όχι όσο η Ερμού. Ακόμα και σήμερα με την κρίση, υπάρχουν στιγμές που δε μπορείς να περάσεις από την Ερμού»    «Ενώ τα διπλανά στενά είναι νεκρά. Αυτό συμβαίνει και σε άλλες μεγαλουπόλεις του κόσμου. Ο πατέρας μου αγόρασε αυτό το ακίνητο και μου είχε πει συγκεκριμένα «να έχεις πρώτα στέγη επαγγελματική και μετά στέγη για την οικογένεια, γιατί η επιχείρηση αν φύγει από τη θέση της καταστράφηκε. Η οικογένεια μπορεί να πάει από το Κουκάκι στο Ψυχικό, η επιχείρηση όχι». Ηταν σοφός, πεπειραμένος, ήταν φτιαγμένος για έμπορος.   Είχε μυαλό περισσότερο από όλους φρόντισε να αγοράσει στέγη. Στη συνέχεια οικοδόμησε αυτό το κτίριο, το 1930. Ανέθεσε το νέο κτίσμα στον γνωστό τότε αρχιτέκτονα Βασίλειο Παπαδάκη, ο οποίος με το γιο του Στάμο, επίσης αρχιτέκτονα, έκαναν το υποδειγματικό αυτό κατάστημα. Υπήρξε κάποια εποχή, στην Κατοχή ας πούμε, η θεωρία ότι τα ακίνητα τα έχουν οι κουτοί για να τα εκμεταλλεύονται οι έξυπνοι.   Ήρθε η εποχή και το ανέτρεψε αυτό. Οι καλές επιχειρήσεις έτσι χάθηκαν. Αν δεν έχεις στέγη δε μπορείς να αναπτυχθείς.   Η επιχείρηση έμεινε πάντα στη γραμμή της καλής ποιότητας. Είχαμε πάντα καλά εισαγόμενα εμπορεύματα από σπουδαίους οίκους του εξωτερικού. Γιαυτό επιζήσαμε και επιζούμε και σήμερα. Επειδή κρατήσαμε από την πρώτη στιγμή μια γραμμή από την οποία δεν παρεκκλίνουμε. Ποιότητα και σωστή διαχείριση των οικονομικών. Πιστεύουμε πολύ ότι το όνομα πρέπει να το προσέχει κανείς. Τη φήμη της επιχειρήσεως. Και επιχείρηση να μην έχει κανείς, το όνομα πρέπει να το προσέχει πάση θυσία. Είναι το άυλο κεφάλαιο». Το όνομα και η λειτουργία. Έχουμε πελάτες από παλιά. Υπερήλικες σήμερα, που μας λένε ότι ερχόμουν εδώ με τη γιαγιά μου. Κάποτε, επί Σημίτη, η κυβέρνησις μου έδωσε ένα βραβείο της παλαιότερης εμπορικής επιχειρήσεως και μου ζήτησε επ' ακροατηρίων να πω με δυο λόγια πως κατορθώσαμε και επιζήσαμε. Είπα: «Αν θέλετε δυο λόγια είναι: σώφρων διαχείρισις».   

 Είμαι τώρα 95 ετών και εργάζομαι εδώ από παιδί. Για μένα ήταν πολύ φυσικό να γίνω έμπορος. Σπούδαζα στο πανεπιστήμιο, αλλά εργαζόμουν εδώ και διαδέχτηκα τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν πολύ πετυχημένος έμπορος με αρχές. Τίμιος. Ήμασταν έξι παιδιά. Όλοι πήγαμε στον πόλεμο. Είχαμε τύχη και όλοι γυρίσαμε πίσω. Ο ένας αδερφός μου ήταν ο ζωγράφος Αλέξανδρος Αλεξανδράκης. Τα έργα που βλέπετε εδώ είναι δικά του. Έγινε γνωστός κυρίως επειδή ζωγράφισε το έπος του 1940.   Στο κατάστημα έρχομαι καθημερινά. Το αργότερο στις 7 είμαι όρθιος. Και έρχομαι εδώ, στη δουλειά μου. Θα πιστέψετε κάτι; Ακόμα και τη νύχτα σκέπτομαι. Καταστρώνω το πρόγραμμα της επομένης ημέρας. Το τι πρέπει να κάνουμε για την πρόοδο της επιχειρήσεως. Έχουμε χρόνια τους ίδιους συνεργάτες, όλο το προσωπικό είναι προσαρμοσμένο σε μια ιδέα και λειτουργούμε σαν ωρολογιακός μηχανισμός, χωρίς προβλήματα. Έτσι δεν έχουμε προβλήματα. Δεν απολύσουμε ποτέ εργαζόμενους. Από εδώ, όλοι παίρνουν σύνταξη.   Την επιχείρηση την έχω μεταβιβάσει στο όνομα της κόρης μου, εδώ και χρόνια ήμουν τότε 85 ετών και ήθελα όταν έρθει το τέλος να μην υπάρχουν προβλήματα διαδοχής. Έχει σπουδάσει στη Γαλλία σχέδιο μόδας και παράλληλα με εμένα είναι και κείνη, μάλλον είμαι εγώ που ακολουθώ τώρα. Είμαι ήσυχος ότι η επιχείρηση θα συνεχίσει χωρίς προβλήματα.   Στη ζωή υπάρχουν δύσκολες μέρες και μέρες ομαλές. Πρέπει κανείς να εκμεταλλεύεται τις καλές για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες. Δε λέω ότι δεν έχουμε προβλήματα, αλλά όχι αυτά που ακούω. Διότι δε χρωστάω. Μου δόθηκαν ευκαιρίες να κάνω και άλλα πράγματα και είπα «όχι, εγώ αυτό ξέρω και αυτό ξέρω να κάνω σωστά». Χρειάζεται σύνεση, όχι απληστία. Γιατί ο χρόνος τα ισοπεδώνει όλα»


Από το lifo

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ (1947):



                                           Είχα ένα φίλο, τον Εμίν,
                                           που χόρευε με το σουγιά στα δόντια
                                           κι ένα τσιγάρο σέρτικο
                                           πίσω στ' αυτί αναμμένο.
                                           Έλα να δεις, μου φώναζε,
                                           παπούτσια δεν φορώ,
                                           κορδόνια είναι οι φλέβες
                                           που η μάνα μου μού χάρισε
                                           κι ούτε στα μάτια έχω φως.
                                           Ό,τι μπορώ και βλέπω,
                                           είναι μια σκιά από αίμα μαύρο
                                                                         στο χορό
                                           που λέει ότι είναι η Πόλη, η Ιστανμπούλ.
                                           Καταραμένη ας μένει που
                                           μου πήρε την καρδιά
                                           κι άλλη καρδιά δεν μου 'μεινε
                                           να τη μισήσω 
                                           πιο πολύ... απ' όσο την αγάπησα.

                                                                                   Παλιός αμανές

Πρώτη φορά πήγα στην Πόλη το 1972, τον Αύγουστο. Μόλις είχα απολυθεί απ' το στρατό και με έτρωγε μια μάλλον νοσηρή περιέργεια να τη γνωρίσω. Έφτασα αεροπορικώς, μέσω Σμύρνης, και μου φάνηκε εκτάκτως επαρχιακή, όπως δηλαδή θα την ήθελε ο Μουσταφά Κεμάλ. Εξαιρετικά παλιά, σκοτεινή, παραιτημένη και θλιβερή. Εκείνη την εποχή η Πόλη υπέφερε από έλλειψη καφέ και σωστού φωτισμού. Την έσκαβαν ανελέητα, κι από παντού ξεπηδούσαν ιστορικά ανένταχτοι αρουραίοι. Περπάτησα εξαντλητικά στην καθαυτό Πόλη, την εντός των τειχών του Θεοδοσίου, κι αρκετά στο Πέρα.

«Πέρα» ονόμαζαν τους μαχαλάδες που ήταν «πέρα» απ' την παλιά, αληθινή βυζαντινή πολιτεία. [...] Η μουσική του Χατζιδάκι απ' το Αμέρικα-Αμέρικα του Ελία Καζάν, σε συνδυασμό με την ασπρόμαυρη ατμόσφαιρα της ταινίας, με στοίχειωναν όσο προσπαθούσα να αποκαλύψω τα μεταβυζαντινά στοιχεία της Πόλης. Και ναι μεν είδα μερικούς απ' τους εναπομείναντες χαμάληδες του λιμανιού στο Καράκιοϊ ζωσμένους σαμάρια, αλλά δεν εισχώρησα στη βαρύτιμη ασπρόμαυρη αίσθηση του Αμέρικα ούτε γι' αστείο. Η Πόλη λουζόταν ιδρώτες μες στον φωτεινό Αύγουστο· κι όσο για τα κλειστοφοβικά ντεκόρ του Καζάν, αυτά ήταν προϊόντα εγχώριας κατασκευής, που στήθηκαν με το μεράκι του αλησμόνητου Βασίλη Φωτόπουλου στο στούντιο «Άλφα», στην Αθήνα. Τα έμαθα αργότερα όλα αυτά.

Ο Αρά Γκιουλέρ, που στα τέλη της δεκαετίας του '50 ήταν ένας απ' τους λίγους της αντροπαρέας που συνόδευε τον Τένεση Ουίλιαμς στις περιηγήσεις του, θεωρείται ο κατεξοχήν ποιητής-φωτογράφος της Κωνσταντινούπολης που χάθηκε και συνεχίζει να χάνεται. Αποτύπωσε ναι, πρόφτασε και το έκανε όλα όσα χαρακτήριζαν την Πόλη, όλα όσα σεβάστηκε ο χρόνος έως ότου το «σέβας» υπέκυψε στις ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις του εκσυγχρονισμού.

Το 1972 η αίγλη αυτών των «μνημείων» μιας πληγωμένης μνήμης είχε ακόμα ισχύ. Ήδη οι πυλώνες της πρώτης και μεγαλύτερης απ' τις δύο κρεμαστές γέφυρες, που θα ένωναν την ευρωπαϊκή με την ασιατική πλευρά, ήταν στημένοι. Ευελπιστούσαν πως σε σύντομο διάστημα θα μπορούσες απ' το Ορτάκιοϊ να βρεθείς ακριβώς απέναντι, στο Μπεϊλέρμπεϊ, σε χρόνο ρεκόρ. Δεν ήταν βέβαια και λίγοι εκείνοι που ονειρεύονταν μια θεαματική αυτοκτονία απ' το δυσθεώρητο ύψος στον ταραγμένο Βόσπορο. Κι αυτά τα όνειρα έγιναν αμέσως πραγματικότητα όταν τέλειωσε το έργο, οπότε απαγορεύτηκε η γέφυρα στους πεζούς. Yasak! Οι Τούρκοι συνήθως σέβονται αυτή τη λέξη.

[...] Τα μπαντέμ εσμεσί είναι, μαζί με τα λουκούμια, οι πιο δημοφιλείς πολίτικες λιχουδιές. «Μπαντέμ» σημαίνει αμύγδαλο και «εσμέκ» είναι το ρήμα που θα πει ζουλάω, πιέζω. Η αμυγδαλόψιχα λοιπόν αυτή, δροσισμένη ελαφρώς με ροδόνερο, ζυμωμένη με «τουζ-σεκέρ», άχνη ζάχαρη, και με πικραμύγδαλο ίσα να αρωματίζει ευχάριστα τη γλύκα, αποτελεί πραγματικά σημείο αναφοράς στη γευστική γεωγραφία της Ιστανμπούλ.

[...] Μα μόλις πάρει να ξημερώνει, σύννεφα από μυρωδιές φρεσκοψημένου ψωμιού σκεπάζουν τα δεινά της νύχτας. Το ψωμί παντού στην Τουρκία είναι πεντανόστιμο, όπως και οι πίτες του Ραμαζανιού. Παλιά τις ζύμωναν μόνο για την περίοδο του Ραμαζανιού, όπως κι εμείς τις καθαροδευτεριάτικες λαγάνες. Τώρα πια παρασκευάζονται όλες τις μέρες. Όσοι μπορούν να πληρώσουν κάτι παραπάνω, τις γεύονται. Οι άλλοι περιορίζονται στον φτηνό επιούσιο. Και πάντα απ' τα ραδιόφωνα τα θρηνητικά τραγούδια του έρωτα και τα πιο μοντέρνα, με τους ερμαφρόδιτους νεαρούς, που σοκάρουν τους μερακλήδες. Το αέναο σάουντρακ του πλήθους.

Κι επειδή αναφέρθηκα στα «ερωτικά» των ταπεινωμένων και καταφρονεμένων, τα ονομαστά πορνεία, όπου διέπρεψαν εταίρες βυζαντινές, με πρώτη και καλύτερη συντρέχουσα την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν. Όχι εντός της παλιάς Πόλης. Απέναντι. Στο... πέρα Πέραν.

Λένε πως στο ίδιο ακριβώς μέρος, εκεί στο τέλος της Ιστικλάλ, στο Γιουκσέκ καλντερίμ, αριστερά όπως κατεβαίνουμε από το Ταξίμ, συνεχίζουν από τα χρόνια του Βυζαντίου να διακονούν τον έρωτα για λογαριασμό των πολύ λαϊκών στρωμάτων. Μια μεγάλη κατηφόρα ή ανηφόρα εξαρτάται– που οδηγεί στο Καράκιοϊ, κάτω στον Βόσπορο. 

[...] Κουβαλήθηκα, λοιπόν, κι εγώ να δω πώς είναι αυτό το «καρτιέ» του έρωτα. Στην είσοδο βρίσκεται το «καρακόλ», το αστυνομικό τμήμα, που ελέγχει τις ταυτότητες σχετικά με την ηλικία και γενικά τη νομιμότητά σου. Αφού δοθεί το «ελευθέρας», εισέρχεσαι στο γκέτο. Κανονικό γκέτο, με εξασκημένους νταβατζήδες να μη δείχνουν πολύ νταβατζήδες. Τα κορίτσια αποτελούν πρώτης τάξης φελινικά φιγκιράν: χοντρές ή λιπόσαρκες, με τα μισά στήθη έξω, με κοιλιές που δοξάζουν την έννοια του «πλισέ», οπωσδήποτε όμως με κιλότα. Ανάμεσά τους και κόρες πιστές του Ισλάμ, με μαντίλα στο κεφάλι, αλλά με τα βυζιά εκτεθειμένα το κατά δύναμη. 

Ήταν μήνας Δεκέμβρης όταν εισέβαλα στον ιερό αυτό χώρο, οπότε το κρύο έβαζε μερικούς παραπανίσιους πόντους ανατριχίλας. Τα πεινασμένα μάτια των πελατών –«μουστερί» είναι ο πελάτης– έτρωγαν τα κάλλη των κοριτσιών. Και, αν διέθεταν το απαραίτητο αντίτιμο, κατόπιν συμφωνίας με τον αρμόδιο, απολάμβαναν κάπου στα ενδότερα το αντικείμενο του πόθου.

[...] Με τη δική του ζωή και το γειτονικό Φανάρι. Τα κάποτε αρχοντικά –αλλά όχι προκλητικά, για να μην εγείρουν το φθόνο στους αφεντάδες Οθωμανούςσπίτια των Φαναριωτών στέκουν ακόμα όρθια. Εξαθλιωμένα αλλά όρθια. 

[...] Το δρόμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον γνωρίζουν, βέβαια, οι Έλληνες που συρρέουν τις γιορτινές μέρες ως προσκυνητές, να νιώσουν το «ιερό ρίγος» της απώλειας· τον γνωρίζουν οι ανώτατοι λειτουργοί του ελληνικού κράτους, που δηλώνουν πάντα «αμέριστη συμπαράσταση»· ίσως ακόμα τον ξέρουν και κάποιοι αρχηγοί χριστιανικών κρατών και διεθνείς οικολογικές οργανώσεις, λόγω της ευαισθησίας του Πατριάρχη Βαρθολομαίου σε περιβαλλοντικά θέματα.

[...] Ο Ορχάν Παμούκ ορθώς μιλά στην αυτοβιογραφική του Ιστανμπούλ για τη θλίψη της Πόλης. Και πόσο ταιριαστά ακούγεται στα τούρκικα η θλίψη... «Χιουζούν». Θλίψη για την πραγματικότητα που συνθλίβεται από μια απόκοσμη παραλλαγή της απάτης. Απάτη για την ομορφιά ή τη δυστυχία, που μπορούν να συναπαντώνται στις ίδιες γέφυρες και στα ίδια μάτια, που τις βιώνουν σαν παραμορφωτικό ντεκόρ μιας ανήσυχης ραστώνης. Αυτό έβλεπα όσο προχωρούσα προς το ξενοδοχείο, αποφασισμένος να οργανώσω την επιστροφή μου. Μια ραστώνη σημαδεμένη από αναπάντητα ερωτηματικά σχετικά με την επιτήδευση του χαρτογραφημένου χρόνου.

Σ' αυτή την άγρια υπνωτισμένη πολιτεία που χουζουρεύει με το ένα μάτι ορθάνοιχτο, που περιμένει τα φθονερά τζίνια της ευτυχίας της, τους πάσης φύσεως Εγκέλαδους και κάθε φανταστική ή πραγματική συντριβή του ενεστώτα χρόνου, αναρωτιόμουν αν είχε νόημα να θυμώνω με ό,τι δεν επαληθευόταν ως σταθερό σημείο των εμπειριών μου. Έστω κι αν υπολόγιζα στις μικρές συναισθηματικές μου καταθέσεις...



Τα ανωτέρω αποσπάσματα πρόερχονται από το συγγραφικό πόνημα του Γιάννη Ξανθούλη ''Κωνσταντινούπολη - Των ασεβών μου φόβων'' (εκδόσεις Διόπτρα, 2013).
Από το in.gr

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017