Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ (1935):

Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία...


Μόναχο, Δεκέμβρης 1959. Το κρύο και η ζέστη .
Για όλους - εκτός από τα παιδιά - γιορτή σημαίνει ανάμνηση. Τα παιδιά, βέβαια, παρελθόν δεν έχουν - έχουν το ζωντανό παρόν. ('Όσο για το μέλλον, το έχουν κι αυτό, άλλά δεν το ξέρουν. Και ίσως, καλύτερα).
Εμείς, όμως, παρελθόν. Κάθε χρόνο και πιο φορτωμένο. («Θυμάσαι τα Χριστούγεννα του '73;» - «Θυμάσαι την Πρωτοχρονιά του '65;»).
Αυτές τις μέρες θυμήθηκα τα Χριστούγεννα του '59. Είχε χιονίσει πολύ αυτό το χρόνο στο Μόναχο - λευκές παραμονές, κατά πώς πρέπει. Ξαφνικά ζωντάνεψαν πάλι όλες οι γλυκερές κάρτ-ποστάλ - παιδάκια με κόκκινες μύτες και μάλλινες σκούφιες, έλκηθρα, χιονισμένα έλατα στις πλατείες, χωριουδάκια θαμμένα στο χιόνι με φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες…
Για μένα όμως ήταν κακή χρονιά: πένθη, πικροί χωρισμοί, ατυχίες - έτσι όπως καμιά φορά έρχονται όλα μαζί τα δυσάρεστα. Μπήκε ο Δεκέμβρης, έκανα πώς δεν έβλεπα, πώς δεν άκουγα και, κυρίως, πως δεν θυμόμουν. Κυριακή άναψαν οι Γερμανοί κι άλλο κεράκι στο στεφάνι της Αdvent. Στο τέταρτο κερί, πανικός. Αχ! αυτές οι μέρες της υποχρεωτικής, της αναγκαστικής χαράς - πόσο σκληρές είναι γι' αυτούς πού δεν καταφέρνουν να πιάσουν την εθνική (κατά κεφαλήν) νόρμα ευτυχίας...
Ήμουν λοιπόν μόνος. Όχι μονάχα από τις περιστάσεις. Ήμουν θεληματικά, πεισματικά μόνος. Προτάσεις φίλων, προσκλήσεις, εκδρομές - τίποτα. Εξαφανίστηκα. Κι έμεινα παραμονή Χριστουγέννων στη σοφίτα μου (έκτος όροφος, σε μεταπολεμική φτηνοπολυκατοικία χωρίς ασανσέρ) να κοιτάω τον κεκλιμένο τοίχο.
Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, στη Γερμανία... 'Όλοι στα σπίτια γύρω από το δέντρο, ψυχή στους δρόμους. Τραγουδάνε τα παραδοσιακά τους τραγούδια και ανοίγουν τα δώρα. Τα τραγούδια είναι όμορφα - παλιά αναγεννησιακά ή μπαρόκ - και ή ατμόσφαιρα ζεστή από τα κεριά. Υπάρχουν πολλά καλούδια: Plätzchen σαν κουλουράκια, Christstollen σαν τσουρέκι, ξηροί καρποί και κονιάκ. 'Όταν χτυπήσει έντεκα, ντύνονται όλοι ζεστά - ζεστά και πάνε στην εκκλησία ν' ακούσουν τη λειτουργία του Μπάχ, του Μότσαρτ, του Σούμπερτ - με χορωδίες, ορχήστρες και αρμόνια. Τα παιδιά κοιμούνται πολύ αργά (μεγάλη εξαίρεση) αγκαλιά με τα δώρα τους. Την άλλη μέρα θα έχει χήνα γεμιστή με πολλά ωραία συνοδευτικά και γλυκά.
Κι εγώ, στη σοφίτα μισούσα τον εαυτό μου κι όλο τον κόσμο. Είχα μία μπουκάλα κακό κονιάκ - μου χαλούσε το στομάχι άλλά γι' αυτό το έπινα. Έβαλα ραδιόφωνο: όλο τραγούδια χριστουγεννιάτικα. Ό άλλος σταθμός είχε εορταστική συναυλία. Είχα ένα δανεικό μαγνητόφωνο και είπα να την ηχογραφήσω. Πρωτόγονοι τρόποι: δεν είχε «έξοδο» το ραδιόφωνο - ηχογραφούσα με μικρόφωνο. Κάποια στιγμή (είχα ξεχάσει πώς ηχογραφούσα) ακούγοντας ένα κομμάτι, με πήραν τα κλάματα. Έχω ακόμα αυτή τη μαγνητοταινία - πάνω από τον Μότσαρτ ακούγονται λυγμοί.
Τελείωσε το μπουκάλι, ζαλίστηκα, με πήρε ο ύπνος ξημερώματα στον καναπέ. Ξύπνησα από έντονο κουδούνισμα. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί. Ήμουν πιασμένος, παγωμένος, με ναυτία και πονοκέφαλο. Τα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου. Το κουδούνισμα συνεχιζόταν επίμονο - ποιος διάβολος! Είδα κι απόειδα, άνοιξα. Στην πόρτα ένας σοβαρός καλοντυμένος κύριος, Γερμανός, άγνωστος. Μου συστήθηκε ευγενικά. Είπε πως είναι μακρινός συγγενής κάποιων γνωστών μου. «Μήπως θα είχα κέφι» - ρώτησε ο άγνωστος - «να τους τιμήσω με την παρουσία μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι;»
Μουρμούρισα μερικές δικαιολογίες - ήμουν άρρωστος, άπλυτος, αξύριστος. Ό άγνωστος επέμενε: «Έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε; Εγώ θα σας περιμένω να ετοιμαστείτε». Ενδόμυχα μου έκανε καλό αυτή ή πρόσκληση. Ιδιαίτερα πού ήταν άνθρωποι άγνωστοι και θα ξέφευγα από τον παγιδευμένο χώρο μου. Ευχαρίστησα, ντύθηκα, φύγαμε.
Είχαν ένα πολύ ωραίο μικρό σπίτι με κήπο στα περίχωρα του Μονάχου. Στην είσοδο με υποδέχτηκε ένας πανέξυπνος χιονάνθρωπος. Μετά γνώρισα τους χιονογλύπτες: ένα κοριτσάκι εννέα, ένα αγοράκι επτά χρόνων - ξανθόμορφα σαν αγγελούδια του Βαυαρικού μπαρόκ. Και ή μητέρα συμπαθέστατη. 'Όσο για τη χήνα, απαράμιλλη σε γεύση και γλύκα. Έλιωνε στο στόμα. Και υπήρχαν τα πάντα: κόκκινο κρασί και κόκκινο λάχανο, πατάτες φούρνου και γλυκιά σάλτσα με βατόμουρα, δύο γλυκά, κονιάκ (καλό!), καφές. Τα παιδιά ανέβηκαν στα γόνατα μου και τους είπα ελληνικά παραμύθια. Τραγουδήσαμε μετά όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια: Από τον Ουρανό Ψηλά, Ξεφύτρωσε ένα Ρόδο, Ελάτε Ποιμένες - μέχρι το Έλατο και την Άγια Νύχτα.
Και το πιο όμορφο - το πιο συγκινητικό: Μου είχαν και δώρο! Ανοίξαμε τα πακέτα και, κάτω από το έλατο, υπήρχε και για μένα καρτούλα με το όνομά μου. Μέσα στο κουτί ένα κομψό πορτοφόλι από μαύρο δέρμα. (Απένταρε φοιτητή - τι θα έβαζες μέσα;)
Αργότερα, ανάψαμε το τζάκι, ψήσαμε κάστανα, ήπιαμε καφέ με κουλούρια και μπισκότα, είπαμε ανέκδοτα και αστεία. Ξαφνικά ένιωθα σπίτι μου. Τους ήξερα χρόνια - πιο δικοί από τους δικούς μου.
Κάποια στιγμή - από ευγένεια - είπα να φύγω. Μα, καθίστε - όχι, όχι! Τελικά ο πατέρας προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητο. «Θα μου κάνει καλό», είπε «μία βόλτα στο κρύο». Τα παιδιά με φίλησαν σχεδόν με πάθος. Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα μου, δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Σκεπτόμουν το κρύο ακατάστατο δωμάτιο από το οποίο με είχε αποσπάσει και τρόμαζα. Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από το κρύο στη ζέστη!
Άρχισα λοιπόν να του λεω πόσο σημαντική ήταν για μένα αυτή η μέρα, πόσο ευγνώμων είμαι - όταν με διέκοψε: «Δεν χρειάζεται», είπε, «να μ' ευχαριστήσετε. Εμείς αυτό το κάνουμε κάθε χρόνο. Έχουμε αναλάβει υποχρέωση να καλούμε έναν μοναχικό ή δυστυχισμένο. Φέτος μας έδωσαν το όνομά σας».
Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από τη ζέστη στο κρύο. Το πορτοφολάκι βυθίστηκε μέσα στο χιόνι όπου το πέταξα. Κι άλλο κονιάκ δεν είχα στο δωμάτιο.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ (1951):

Ο πολυβραβευμένος  ποιητής από τη Μεσσήνη



Ω δ ή   σ τ ο ν   π α ί κ τ η   τ η ς  Α Ε Κ
κ α ι   τ η ς   Ε θ ν ι κ ή ς   Χ ρ ή σ τ ο   Α ρ δ ί ζ ο γ λ ο υ

Από το ότι, ορμώμενος, τα χρόνια περνούν γρήγορα
και αυτό το βρίσκω πικρό και άδικο
και από το ότι ο ποιητής παλαιότερα Δικταίος Άρης
εκράτησε ως αφιλοκερδής τεχνίτης
στην πενιχρή αθανασία του
τον άλλοτε σπουδαίο παίκτη της ποδόσφαιρας
Ηλία, υιόν του Υφαντή — του Ολυμπιακού Πειραιώς— -
τονίζοντας τα κάλλη του και την ευμορφία του
παράλληλα με τον μακαρισμό ευτυχισμένος (να ’ν’) ο Πειραιάς
που έχει φορτώσει τόσες απ’ τις ελπίδες του
πάνω σε τέτοια αγόρια
θα υμνήσω και εγώ με τη φτωχή την πένα μου
τον μοναχικό πλην όμως φιλότιμο χαρακτήρα
του παίκτου της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής Χρήστου Αρδίζογλου.

Θα υμνήσω, γιατί το παιδί αυτό,
από τις ταπεινές τις γειτονιές του Περισσού προερχόμενο.
Της Ριζουπόλεως και της Σαφράμπολης,
Ήταν το μόνο από πολλούς άλλους
που παρά την υπεροψία της νεότητάς του
εκράτησεν ενός λεπτού στα μυστικά σιγή
για τους όσους βετεράνους δεν επέτυχαν πολύτιμο γκολ σε κρίσιμη στιγμή
απορρίπτοντας έτσι ακόμα και τον θάνατο,
μια και αγνόησε όλους αυτούς τους αθλητές
που τώρα βρίσκονται στο χώμα.

Θα υμνήσω.

Γιατί το παιδί αυτό κατεβαίνοντας — όπως προείπα —
από τους καλύτερους αέρηδες,
ήταν το μόνο που πάντα με εύστροφες κινήσεις
επετύγχανε την εκπόρθηση της αντίπαλης εστίας
σε ξένα γήπεδα προπάντων
κάνοντας έτσι να ακουστεί ανά την υφήλιο
το όνομα της μικρής πατρίδας μας,
ενώ συνάμα εχάριζε, λέγω εχάριζε, με την πράξη του αυτή
μια ολοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
στους αστέγους της πλατείας Ομονοίας.

Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας
στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.
Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα
που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει, θα φύγει από τα γήπεδα
θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω
και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη.
Στην Αταλάντη και πάλι λέγω
όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας από γήπεδα, «αστέγους»,
φιστίκια-αστέρια στα πανέρια των μικρών του σινεμά
θα γράφει στις εκθέσεις του:
«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.
Ήλθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του,
όπου μεγάλωσα κι εγώ».

Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου
που θα σηκώσει για άλλη μια φορά τελεσίδικα πια,
όπως ο τρελοί τους επιταφίους των νεκροταφείων,
την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει.


Ζ ι γ κ ο υ ά λ α - Α θ ή ν α

Ακόμα φοβάμαι ν’ ανοίξω την πόρτα το βράδυ.
Κι αν καμιά φορά ανέμελος πετάγομαι στο δρόμο,
ένα χέρι είναι, όπως και τότε, που πισθάγκωνα με δένει,
ενώ ξοπίσω μου αόρατοι φυλάγαν να μ’ αρπάξουν
νομάτοι τρεις χιλιάδες, μαγκουροφόροι, τέως χίτες,
κουκουλοφόροι και ραβδάτορες της τρισενδόξου Μεσσηνίας.

Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.

Εδώ αφήσαν τη ζωή τους
«λεβέντες» αγαπητικοί και φουστανελοφόροι,
ενώ σε παρακείμενα νυχτόβια μπαράκια πεντέμισι και κάτι
εραστές της αειπάρθενης Γκόλφως
τσοπαναραίοι με κοστούμι κι αόρατη αγκλίτσα
κατέθεταν το στερνό δάκρυ τους
στη μεγάλη ιστορία του τόπου.

Τη μάνα μου τη λέγαν Αγλαΐτσα,
ίδιο το όνομα της Καραγκιόζαινας,
ενώ τα κολλητήρια, που είχε το μάτι τους θολώσει
για ψωμί και για παπούτσι,
πήραν τους δρόμους σβάρνα, αδέσποτα, για γόπες. 

Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.

Εκείνοι που παίρνουν βιαστικοί
το τελευταίο τραίνο της νύχτας σου
έχουν μια θλίψη στα μάτια.
Κάνουν Πρωτοχρονιά στους δρόμους,
αυτοί κι ο εαυτός τους, κι ο νέος χρόνος τους βρίσκει
με τράκα ένα τσιγάρο από τον άγνωστο διαβάτη.

Γι’ αυτό και συ, αγάπη μου, μην ησυχάζεις στην ιδέα
πως δεν θα με ξαναβρείς μπροστά σου πια ποτέ.

Πέντε δρόμοι είν’ η Αθήνα
και εδώ κλειστήκαμ’ όλοι, κάθε καρυδιάς καρύδι,
κι εκείνο κει το πούστικο τ’ απωθημένο
που δεν λέει ποτέ να βγει,
καθώς έγραφε κι ο φίλος Ταβάνης.

Θα συναντηθούμε, αγάπη μου,
εκεί που δεν θα το περιμένεις,
ενώ εσύ θα ’χεις «αρνηθεί» μόλις πριν από λιγάκι
και το τελευταίο παιδικό σου απόγευμα,
κι εγώ μονάχος θα γυρνώ
έχοντας ξεράσει — άδειος — στο Βοτανικό ή στη Βάθη
μαζί με το ούζο στον υπόνομο
και το τελευταίο πελοποννησιακό μου όνειρο,
έχοντας ξεράσει, τελείως, ακόμα και σένα.

Οι κλειστές μπλούζες
είναι για να κρύβουν τις σκοτεινές αραχνιασμένες τρύπες
που άφησαν οι αόρατες σφαίρες μες στα σπλάχνα μας
στα παιδικά μας χρόνια.



Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951 και από το 1965 ζει στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά.

Έχουν κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές τουμία συλλογή με πεζά, δύο τόμοι με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δύο μονογραφίες του (μία για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και μία για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη).

Το 1996 του απονεμήθηκε το Βραβείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το 1999 το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κέδρος, 1998), ενώ σε μετάφραση Michel Volkovitch εκδόθηκε στα γαλλικά μια επιλογή από όλες τις ποιητικές συλλογές του με τον γενικό τίτλο Ne recouvre pas la riviere (Cahiers grecs, Paris, 2000).

Το 2011 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Κρυφός κυνηγός, ενώ την ίδια χρονιά τιμήθηκε και με τοΒραβείο της Ακαδημίας Αθηνών από το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του έργου του.

Από το Blog ''Μποτίλια Στον Άνεμο''

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

Κώστας Περδίκης:



Το θαύμα



Τον έβλεπα, κάθε μέρα, τουλάχιστον για μια δεκαετία,  πηγαί­νοντας στη δουλειά μου. Μόνο αν έβρεχε ή χιόνιζε απουσίαζε. Πάντα στην ίδια θέση, στο ίδιο πόστο. Στο πεζοδρόμιο της Ιπποκρά­τους, στο πλάι της Εθνικής Βι­βλιοθήκης, απέναντι από τα θέα­τρα.
Πρωί, πρωί ήταν εκεί. Μαζεμένος, ένα μικρό κουβάρι, πάνω στο ίδιο βρώμικο χαρ­τόνι. Έβλεπες το  ένα του, μονάχα, ποδάρι και την καμπούρα, κάτω από το τρισάθλιο σακάκι του. Ακίνητος, εντελώς. Με την τραγιάσκα, αφημένη  μπροστά του, για τα κέρματα. Αμίλητος, χωρίς να ξεστομίζει ευχές και παρα­κάλια, όπως οι περισσότεροι από το σινάφι του. Με τα μάτια του να κοιτάζουν διαρκώς προς τα κάτω. Ένας σακάτης, πραγ­ματικά για λύπηση, περασμένα τα πενήντα.
Φεύγοντας από τη δουλειά μου, γύρω στις τρεις, τον έβρι­σκα να είναι ακόμη εκεί. Περνούσες από πλάι του και δεν άντεχες να μην του ρίξεις μια ματιά, να μη σ’ αγγίξει η ανημποριά και η μαυρίλα του. Του ’ριχνες κάνα κέρμα και το ευχαριστώ του δεν το άκουγες, κουβέντα δεν έβγαινε από το στόμα του.  Σα να είχε θυμό μέσα του.

Κάποια απογεύματα στην υπηρεσία, μετά το κανο­νικό μας ωράριο, κάναμε δυο, τρεις ώρες υπερωρίες. Χει­μώνας καιρός και σκοτείνιαζε νωρίς. Τελειώνοντας τη δουλειά, το φως έξω είχε ήδη λιγοστέψει. Θα ’ταν Τετάρτη, με τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά. Η κυκλοφορία πεζών αλλά και οχημάτων μειωμένη. Πήρα πάλι το αριστερό πεζοδρόμιο, κατηφορίζοντας για τον σταθμό του μετρό.
Και τότε, ξαφνικά, μένω εμβρόντητος, κόκαλο. Λίγα μέ­τρα μπροστά μου βλέπω να συντελείται ένα θαύμα. Ο δυστυχής σακάτης δίνει μια και σηκώνεται. Στέκεται όρθιος και στα δυο του ποδάρια. Έχει μεσαίο μπόι και κορμί λαμπάδα, χωρίς υπο­ψία καμπούρας. Σκύβει και μαζεύει βιαστικά, από κάτω, το χαρτόνι και την τραγιάσκα με τα κέρματα. Ρίχνοντας κλεφτές ματιές, τρέχοντας  σχεδόν, στρίβει στη γω­νία Ιπποκράτους και Πανεπιστημίου και χάνεται.


Σημείωση: Η φωτογραφία από το διαδίκτυο

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Κώστας Περδίκης:

Απολογισμός




Εδώ, σ’ αυτό το κτίριο της Αθήνας, Ιπποκράτους 19
πέρασε εργαζόμενος τριάντα  χρόνια της ζωής του.

Η εργασία του είχε να κάνει με δημόσια κτίρια.

Εκπόνησε μελέτες.
Έκανε επιβλέψεις, ελέγχους, πραγματογνωμοσύνες, εκτιμήσεις, διαγωνισμούς.

Έζησε πολλές ωραίες στιγμές και λίγες άσχημες.
Απόκτησε  καλούς φίλους.

Ταξίδεψε και γνώρισε, λόγω της εργασίας του, σχεδόν όλη την Ελλάδα.

Για την επιλογή του να εργασθεί εδώ, δεν το μετάνιωσε.

Περνώντας τώρα από μπροστά του
νοσταλγία, αλλά και κάποια μελαγχολία
τον διακατέχουν…