Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (1821-1881): «Ήταν η Κόλαση»

 



Στις 23 Απριλίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι συλλαμβάνεται μαζί με άλλα μέλη του «Ομίλου Πετρασέφσκι», ως κατηγορούμενος για απόπειρα να δημιουργηθεί παράνομο τυπογραφείο με σκοπό τη διάδοση επαναστατικής ιδεολογίας. Στις 16 Νοεμβρίου 1849 όλοι καταδικάζονται από το τσαρικό καθεστώς σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατρέπεται σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας.

Πριν φτάσει εκεί μεταφέρεται για δέκα ημέρες (9-20 Ιανουαρίου 1850) στο κάστρο Τομπόλσκ (όπου θα φυλακιστούν αργότερα ο Τσάρος Νικόλαος Β’ και η οικογένειά του, αλλά και περισσότεροι από 2.500 πολιτικοί κρατούμενοι). Γράφει για το μέρος ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι στον αδελφό του Μιχαήλ, στις 22 Φεβρουαρίου 1854, μια εβδομάδα μετά την απελευθέρωσή του: Ηταν θλιβερή η στιγμή όταν περάσαμε τα Ουράλια. Τα άλογα και τα έλκηθρα βούλιαζαν στους λοφίσκους από χιόνι. Μας χτυπούσε χιονοθύελλα. Κατεβήκαμε από τα έλκηθρα –ήταν νύχτα– και περιμέναμε να τα τραβήξουν. Ολόγυρά μας μόνο χιόνι και θύελλα. Ήταν το σύνορο της Ευρώπης, μπροστά μας η Σιβηρία και η άγνωστη μοίρα μας, πίσω μας το παρελθόν. Ήταν τόσο καταθλιπτικά που έτρεξαν τα δάκρυά μου.

Σε κείνες τις φυλακές έζησε μια συνάντηση που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην πνευματική εξέλιξή του. Στο φρούριο της φυλακής, οι γυναίκες των επαναστατών «Δεκεμβριστών» –Φονβιζίνα, Μουραβιόβα και Aννένκοβα– δώρισαν στον Ντοστογιέφσκι ένα αντίγραφο της Καινής Διαθήκης:

Είδαμε αυτές τις μαρτυρικές γυναίκες, που εθελοντικά ακολούθησαν τους συζύγους τους στη Σιβηρία. Εγκατέλειψαν τα πάντα: τη φήμη, τον πλούτο, τις σχέσεις τους με τις οικογένειές τους, θυσίασαν τα πάντα για να εκπληρώσουν το υψηλό ηθικό τους χρέος, το πιο ελεύθερο χρέος που μπορεί να υπάρξει. Χωρίς να φταίνε σε τίποτα, για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια υπόφεραν τα πάντα μαζί με τους καταδικασμένους τους συζύγους.

 Η συνάντηση διάρκεσε μία ώρα. Μας ευλόγησαν για το νέο μας δρόμο, μας σταύρωσαν, και έδωσαν στον καθένα μας από ένα Ευαγγέλιο – το μοναδικό βιβλίο που επιτρεπόταν στο στρατόπεδο. Τέσσερα χρόνια βρισκόταν αυτό το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι μου. Το διάβαζα πότε μόνος μου και πότε σε άλλους.

 Λίγες ημέρες μετά περνάει με ξυρισμένο το μισό κεφάλι, ένα δίχρωμο πουκάμισο και έναν κίτρινο άσο στην πλάτη το κατώφλι του θαλάμου του στο Ομσκ. Ενα παλιό ξύλινο κτίριο, έτοιμο να καταρρεύσει, με σάπιο πάτωμα, στέγη που έσταζε και καπνισμένες σόμπες. «Κοριοί, ποντίκια και κατσαρίδες κατά χιλιάδες». Κοινά δοχεία – απόπατοι από το δειλινό μέχρι την αυγή. «Ηταν η κόλαση, σκότος βαθύ», θα θυμηθεί αργότερα στο ημερολόγιό του.

Πηγή: Protagon.gr


Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Γιώργος Σκαμπαρδώνης (1953): ''Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει''

 



Κάθομαι στην ημικυκλική βεράντα με τα τζαμωτά ορθάνοιχτα κι απολαμβάνω το καθιερωμένο απογευματινό «Μπλακ Λέιμπελ». Μπροστά μου, στο μαρμάρινο τραπεζάκι, δίπλα στο ποτήρι, γυαλίζει το μπρελόκ με το χρυσό καρφί. Ένα κομψό χρυσό καρφάκι, που αστράφτει κοκκινίζοντας από τις κεραμιδιές σφήνες του ηλιοβασιλέματος — το ’χα πάει στο χρυσοχόο, που του κόλλησε κρίκο στρόγγυλο και το κρέμασα χάριν ενθυμήσεως μαζί με τα κλειδιά.

Απλώνω το χέρι κι αγγίζω το πολύτιμο μέταλλο νιώθοντας στο δέρμα το διακριτικό ρίγος που αισθανόμουν όταν χάιδευα τους αιχμηρούς κυνόδοντες της Βαγγελιώς-δεν-είσαι-εντάξει. Έχει περάσει ένας χρόνος και δυο μήνες από τότε, από την τελευταία φορά.

Σουρούπωνε και καθόμασταν στο άλλο τραπεζάκι, στον κήπο, κάτω από την αχλαδιά, απολαμβάνοντας την ησυχία του Ιουλίου, όταν είδα αίφνης τη γάτα μας, τη Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει, να σπρώχνει προσεκτικά, απαλά, την πόρτα της βεράντας και να βγαίνει έξω.

Την παρατηρούσα ακίνητος, σιωπηλός. Κατέβηκε αθόρυβα τα δυο σκαλάκια, πάτησε στο γρασίδι με βήματα ευλύγιστης πανουργίας κι άρχισε να προχωράει ανάμεσα στα μισοβυθισμένα κόκκινα τούβλα. Η ουρά της χαμηλωμένη κυμάτιζε διερευνητικά, οι μυώνες της έπαιζαν συσπειρωμένοι από έμφυτη δολιότητα και συμπυκνωμένη προσοχή. Σερνόταν σχεδόν με την κοιλιά ανάμεσα στα λουλούδια, πατώντας ευλαβικά στο χορτάρι, κρατώντας κρυμμένα τα συσταλτά της νύχια, κοιτάζοντας μια από δω, μια από κει με ελαφρές στροφές του κεφαλιού και με τ’ αυτιά της ορθά, τριγωνισμένα, σε απόλυτη υπερένταση. Προχωρούσε αργά, γλιστρούσε πόντο πόντο σαν ναρκοσυλλέκτης.

Προσπαθούσε να περάσει εντελώς αθέατη το φυτόχωμα και τα κήπια και να φτάσει στο τοιχαλάκι του φράχτη — ήξερε πως, αν τη δούμε, θα τη μαλώσουμε να ξαναγυρίσει στο σπίτι, ματαιώνοντας το θανάσιμο παιχνίδι που έπαιζε αρκετά βράδια, μόλις σουρούπωνε: περνούσε αιλουροειδώς τον κήπο, γλιστρούσε ανάμεσα απ’ τα κάγκελα της περίφραξης, έβγαινε έξω και στεκόταν στην κόψη του κράσπεδου καραδοκώντας υπομονετικά. Κάθε που κάποιο

 αυτοκίνητο φαινόταν στο βάθος του συνοικιακού δρόμου, η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει συσπειρωνόταν περισσότερο. Στις δέσμες των προβολέων που έρχονταν προσπαθούσε, ανάμεσα στην αιωρούμενη σκόνη, να διακρίνει κάποιο κουνούπι. Μόλις το εντόπιζε, τιναζόταν κεραυνοβόλα, το ’πιανε με το στόμα στον αέρα και το κατάπινε καθώς προσγειωνόταν, γλιστρώντας αστραπιαία απέναντι λίγο πριν περάσει, την επόμενη στιγμή, από το σημείο της απόπειρας ο θανάσιμος όγκος του αυτοκινήτου, αφήνοντας πίσω του στροβίλους αέρα και σκόνης.

Κι ύστερα στεκόταν στο άλλο πεζοδρόμιο καθηλωμένη, τεντωμένη, σε απόλυτη επιφυλακή, περιμένοντας τα φανάρια κάποιου αυτοκινήτου που θα ερχόταν τώρα από την αντίθετη κατεύθυνση. Ακίνητη. Σαν πέτρα. Μόλις κάρφωναν από μακριά οι προβολείς, η σκιά της Βαγγελιώς-δεν-είσαι-εντάξει μεγάλωνε, διαστελλόταν, μάκραινε, γινόταν θηριώδης, έπαιρνε σχήματα ενός παράξενου, επίφοβου ζώου, κι ύστερα σιγά σιγά μαζευόταν, μίκραινε κι έφευγε πλάγια, ώσπου, λίγο πριν ξανατιναχτεί η γάτα, χανόταν εντελώς σαν να την είχε μέσα της ρουφήξει.

Δεν έτρωγε τα κουνούπια από πείνα. Την ταΐζαμε όλοι αρκετά, συχνά υπέρ το δέον, γιατί ήταν όμορφη, χρώματος κανελί με κόκκινες ραβδώσεις, αυτοκρατορικά νωχελική και ψεύτρα. Έτρωγε από τον έναν κι ύστερα έκανε την πεινασμένη στον άλλον, τριβόταν ηδονικά στα πόδια του, γαργάνιζε με απαιτητικό παράπονο για να ξαναφάει.

Ίσως επειδή είχε πάντοτε εξασφαλισμένο το φαγητό, δεν μπορούσε πια παρά να κυνηγάει υποθετικά θηράματα. Να βγαίνει κρυφά τη νύχτα και να θηρεύει άσαρκα θύματα, φανταστικά, ικανοποιώντας το κυνηγετικό της ένστικτο, δικαιώνοντας την ταχύτητα και το δόλο, την ευλυγισία και τα είκοσί της γαμψόνυχα, τον προαιώνιο φόνο μέσα της, που ζητούσε άχρηστα, έστω, θύματα για να επαληθευτεί. Η απληστία της, ικανοποιημένη τη μέρα χωρίς μόχθο, φαινόταν να γίνεται ανήσυχη αιμοβορία τη νύχτα, ψάχνοντας απεγνωσμένα κατιτίς να εξοντώσει, ώστε να ξαναγίνει το βασιλικό αιλουροειδές, η προικισμένη, πάνοπλη, φονική γάτα — μπορεί όμως και να μην ήταν καθόλου έτσι, να υπάκουε σε άλλες, δικές της, τυφλές μανίες, εντελώς ακατανόητες για το δικό μου σύστημα σκέψης, που πολλές φορές το είχε αχρηστέψει με την απρόβλεπτη συμπεριφορά της.

Σκεφτόμουν διάφορες λογικές εκδοχές, που μάλλον καμιά δεν έστεκε, ενώ καθόμουν κι έβλεπα τη Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει να πλησιάζει, έρποντας σχεδόν, στο τοιχαλάκι· οι άλλοι δεν την είχαν αντιληφθεί, γιατί καθόντουσαν με τις πλάτες γυρισμένες προς αυτήν. Ήξερα ότι αυτό που πάει να κάνει ήταν επικίνδυνο,  αλλά με γοήτευε η σκέψη ότι πάει να γραπώσει ασώματα θηράματα, μου φαινόταν σαν να διακινδύνευε μόνο και μόνο για να συλλάβει μιαν ιδέα, να γερακώσει κάτι ανύπαρκτο αλλά απόλυτα ζωτικό γι’ αυτήν, κάτι αλλόκοτα μοιραίο, πιο απαραίτητο από την τροφή της.

Την παρατηρούσα καθηλωμένος, αδύναμος να τη μαλώσω για να ξαναγυρίσει σπίτι.

Στάθηκε για λίγο ελλοχεύοντας κι ύστερα πήδηξε στο τοιχίο, πέρασε ανάμεσα από τα κάγκελα και γλίστρησε έξω στο σκοτάδι.

Κατόπιν, με τη συζήτηση, την ξέχασα. Συνεχίζαμε ήρεμα την κουβέντα, ενώ η νύχτα έπεφτε πυκνή και τα φώτα των γύρω σπιτιών άρχισαν ν’ ανάβουν, η κίνηση να χαλαρώνει. Αυτοκίνητα περνούσαν πότε πότε στο δρόμο μ’ αναμμένους προβολείς, κομματιάζοντας για λίγο τη νυχτερινή ησυχία, κι ύστερα πάλι επανερχόταν η δροσερή συνοικιακή σιωπή.

Θα ’χε περάσει μια ώρα, όταν ξαφνικά ακούσαμε ένα παρατεταμένο φρενάρισμα πανικού ακριβώς μπροστά στην περίφραξη κι ύστερα αντρικές αγριοφωνάρες, πόρτες αυτοκινήτου ν’ ανοίγουν νευρικά και να κλείνουν με βρόντο. Τιναχτήκαμε όρθιοι και τρέχοντας βγήκαμε στο δρόμο. O οδηγός είχε κατεβεί από το αυτοκίνητο, ένα επαγγελματικό Φολκς Βάγκεν, κι έλεγε αναστατωμένος διάφορα μπερδεμένα πράγματα, κάνοντας παράξενες, υπερβολικές χειρονομίες. Καταλάβαμε εντέλει ότι η Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει πήδησε μπροστά από τα φανάρια ενός άλλου αυτοκινήτου και, καθώς προσγειωνόταν για να περάσει απέναντι, ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, ταυτόχρονα, το Φολκς Βάγκεν· ακουμπώντας η γάτα στην άσφαλτο, βρέθηκε κάτω από την αριστερή μπροστινή ρόδα του και τώρα κείτονταν στη μέση του δρόμου, πέντε μέτρα από το σταματημένο αμάξι, που κινδύνεψε να ανεβεί στο πεζοδρόμιο για να την αποφύγει.

Κείτονταν τώρα εκεί μέσα στα αίματα, σκασμένη, με τσακισμένη τη σπονδυλική στήλη και λιωμένα τα πίσω πόδια της — σαν κιτρινοκόκκινη πατσαβούρα. Το κεφάλι της, ωστόσο, ήταν ανέγγιχτο. Τα μάτια της, ανοιχτά, φωσφόρισαν στα φανάρια ενός αυτοκινήτου που πέρασε αργά από δίπλα μας.

Έσκυψα και της άνοιξα με προσοχή το στόμα. Πάνω στη γλώσσα της ήταν κολλημένο ένα κουνούπι, που αγωνιζόταν απεγνωσμένα να ξεκολλήσει. Της ξανάκλεισα τα σαγόνια προσεκτικά — η τελευταία της απόπειρα ήθελα να ’ναι πετυχημένη εντελώς.

Από το δεξί τσακισμένο μπούτι της ξεμύτιζε λάμποντας στη νύχτα το χρυσό καρφί που της έβαλε ο κτηνίατρος μέσα στο κόκαλο τρία χρόνια πριν, όταν ήταν μικρή και την είχαμε βρει πεσμένη από μια πολυκατοικία με σπασμένο το πόδι. Τρία χρόνια το κουβαλούσε μέσα της και το ’χαμε πια ξεχάσει.

 Ρουφώ μια γουλιά «Μπλακ Λέιμπελ» και ξαναχαϊδεύω το χρυσό καρφί που είναι περασμένο με κομψό κρίκο στο μπρελόκ, πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας, νιώθοντας πως αγγίζω τον κυνόδοντα της Βαγγελιώς-δεν-είσαι-εντάξει. O απογευματινός ήλιος κοκκινίζει όλο και περισσότερο, βυθίζεται. Στα τζαμωτά ρέουν αργά και ακανόνιστα βυσσινιές, καμπυλωτές ραβδώσεις. Ένα αυτοκίνητο περνάει μπροστά στο δρόμο. Είναι τόσο συμμετρικό, που για μια στιγμή μου φαίνεται ότι κινείται με την όπισθεν.

 

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης (Θεσσαλονίκη, 1953) είναι πεζογράφος και δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε βασικός συνεργάτης και διευθυντής αρκετών περιοδικών και εφημερίδων της πόλης (ΕντευκτήριοΘ' 97Μακεδονία, κ.ά.). Συνεργάστηκε επίσης με ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Στα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του, με ρεαλιστική γραφή, θεματοποιεί την καθημερινή ζωή στη Θεσσαλονίκη της Γερμανικής Κατοχής αλλά και του πιο πρόσφατου παρελθόντος.

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Κώστας Περδίκης: Ποδηλατώντας μέχρι τη θάλασσα

 



Κυριακή απόγευμα, άνοιξη, λίγο πριν το ’60.

Τελειώνω όπως, όπως τα γραψίματα και τα διαβάσματα της Δευτέρας, γιατί λαχταράω να πάω μια βόλτα με το καινούργιο μου ποδήλατο.

Είναι, ένα κατακόκκινο "Hercules", με όλα τα αξεσουάρ του.

Το φανάρι με το δυναμό, το κουδουνάκι, τον καθρέφτη, την τρόμπα, τη μικρή τριγωνική, δερμάτινη εργαλειοθήκη και τη σχάρα για τον συνεπιβάτη.

Αρχίζω να κατηφορίζω τον κεντρικό δρόμο της αγοράς.

Προσπερνώ πρώτα, στα αριστερά μου, την Ηλεκτρική.

Είναι νωρίς ακόμη, δεν άρχισε να δουλεύει η μηχανή για να δώσει ρεύμα.

Από τα μικρά τετράγωνα  τζαμάκια βλέπω την τεράστια ρόδα της μηχανής να είναι ακίνητη.

Αμέσως μετά, το γεφυράκι και ο στενός δρόμος,  που πάει για τα Μολύβια και τα γειτονικά χωριά, Μπισχίνι, Τσορβατζί, Γολέμι κ.ά.

Ο μεγάλος πλάτανος, το περίπτερο, το Ηρώο και το Ζαχαραίικο πηγάδι, όλα μαζί,  σε μια αγαστή συνύπαρξη.

Κάθε σούρουπο, μαζί με τη μάνα μου, εδώ ερχόμαστε για να γεμίσουμε  τη βίκα.

Στο Ηρώο μπροστά, τη περασμένη χρονιά, έμπλεος από "εθνικόν παλμόν", είχα απαγγείλει ένα ποίημα.

Τώρα, καρσί μπροστά μου, ανοίγεται η δημοσιά, που περνάει από τον Σταθμό του τραίνου και μετά καταλήγει στη θάλασσα.

Λίγο πιο κάτω, το ξύλινο γεφυράκι σε περνάει απέναντι, στο θερινό μας σινεμά, "Ολυμπία", που δεν θα αργήσει να ανοίξει.

Περιμένουμε κείνη τη μέρα πως και πως.

Απέναντί του, το ξενοδοχείο ύπνου "Ο ΚΑΪΑΦΑΣ".

Στο ισόγειό του λειτουργεί η "Όαση", που βγάζει στο πεζοδρόμιο τραπεζάκια και ψάθινες καρέκλες, περιμένοντας τους θαμώνες της  για το απογευματινό τους καφεδάκι.

Προσπερνάω και το τελευταίο σπίτι, το Μπηλιωναίικο, που για αρκετά χρόνια στεγαζόταν εκεί το Δημοτικό σχολείο.

Στην αριστερή πλευρά του δρόμου με ακολουθεί η γράνα, με τις καλαμιές της να έχουν φτιάξει ένα ψηλό φράκτη, που κρύβει τον μισό κάμπο.

Λιγοστό νεράκι τρέχει ακόμη, αθόρυβα, στη κοίτη της.

Ποδηλατώ με μικρή ταχύτητα για να προλαβαίνω να χαζεύω γύρω μου.

Φτάνω μπροστά από το Γυμνάσιο και το καμαρώνω, είναι το πιο εντυπωσιακό κτίριο της πόλης.

Μακρύ, διώροφο, με έξι τάξεις στο ισόγειο και άλλες τόσες στον Α’ όροφο, να κοιτάνε όλες προς τον ήλιο, με αμφιθέατρο, γραφείο Γυμνασιάρχη, γραφείο καθηγητών και αίθουσα για τα όργανα της φυσικής και της χημείας.

Μπροστά του το μεγάλο γήπεδο και στο κάτω μέρος του η κερκίδα για τους θεατές.

Από κει παρακολουθούν αγώνες ποδοσφαίρου, γυμναστικές επιδείξεις, εθνικές γιορτές με απαγγελίες ποιημάτων, δημοτικούς χορούς και τραγούδια.

Από το γήπεδο και κάτω, ο κάμπος απλώνεται καταπράσινος, με το χορτάρι ένα μπόι και τα αγριολούλουδα να οργιάζουν.

Άσπρες και κίτρινες αγριομαργαρίτες, άλικες παπαρούνες, κίτρινες λαψάνες.

Χαίρονται τα μάτια να βλέπουν.

Ο δρόμος είναι ο μοναδικός με άσφαλτο και στο πλάι του, δεξιά και αριστερά, ψηλές ακακίες και άλλα δέντρα σμίγουν τις  φυλλωσιές τους και είναι σαν περνάς μέσα από τούνελ.

Αυτοκίνητα περνούν ελάχιστα, κανά δυο, τρία "αγοραία".

Συναντάς, όμως, πιο πολλά κάρα,  που τα σέρνουνε ψηλόσωμα και δυνατά άλογα.

Φτάνω στην πανύψηλη λεύκα.

Πόσα παιδάκια θα ’μαστε, τότε, που η δασκάλα μας η κυρία Νίκη μας έβαλε να αγκαλιάσουμε τον τεράστιο κορμό της, πιασμένα χέρι με χέρι;

Τριάντα μέτρα παρακάτω, το γεφυράκι και ο δρομάκος που πάει στο Πλατανούλι.

Εκεί, σε μια χαμοκέλα ζει ο μπαρμπα-Χρηστίδης με τις τρεις αδερφές του και τις γίδες του.

Αν και τυφλός έχει τον τρόπο του να βλέπει, καλύτερα από τον καθένα μας, τα ωραία και τα άσχημα που συμβαίνουν γύρω μας.

Με τα παραμύθια, τα τραγούδια και  την αγάπη του κάνει τα καλοκαίρια μας πιο όμορφα.  

Σταματάω, για λίγο, στο σημείο  που στρίβουμε δεξιά  για το κτήμα μας.

Το στρατόνι μόλις που διακρίνεται ανάμεσα στα φουντωμένα χορτάρια και τους φράκτες.

Στο τέλος του, φαίνεται η ξύλινη αυλόπορτα και το σπιτάκι, όπου κάθε χρόνο ξεκαλοκαιριάζουμε.

Λίγο πριν τις γραμμές του τραίνου, το αρχοντόσπιτο του κυρίου Θόδωρου εντυπωσιάζει με τη ξεχωριστή του αρχιτεκτονική.

Μονάχα ένας πλούσιος, όπως αυτός,  με το μεγάλο εμπορικό, τη "Λαϊκή Αγορά", μπορούσε τότε να έχει ένα τέτοιο σπίτι.

Ακούγεται το δυνατό σφύριγμα του τραίνου και γυρνάω τη ματιά μου από την άλλη μεριά.

Από το βάθος της γραμμής βλέπω το τραίνο να ’ρχεται ολοταχώς κατά πάνω μας, με φοβερό βουητό και τη  μηχανή του να ξεφυσάει ατμούς μαζί με μαύρο καπνό και κοκαλώνω το ποδήλατο για να περάσει.

Σέρνει πίσω του πολλά βαγόνια και σταματώντας στον σταθμό κλείνει τη διάβαση.

Κοιτάζω επίμονα τον σταθμάρχη, που φοράει πηλίκιο και περιμένω να τον δω να σηκώνει τη στρογγυλή ταμπελίτσα του για να ξεκινήσει πάλι το τραίνο και ελευθερωθεί η διάβαση.

Στον σταθμό, άλλοι κατεβαίνουν και άλλοι ανεβαίνουν στα βαγόνια, ενώ "αγοραία" και κάρα περιμένουν για να πάρουν αγώι.

Περνάω τις γραμμές και συνεχίζω να ποδηλατώ ρεμβάζοντας.

Ένα μεγάλο και καλοχτισμένο σπίτι ξεχωρίζει μέσα στον κάμπο, καμιά διακοσιαρά μέτρα από τον δρόμο.

Είναι του κυρίου Γρηγόρη, άλλου μαγαλέμπορου.

Φτάνω και στα Καραίικα.

Σ’ ένα δίπατο σπιτάκι, με ξύλινη σκάλα μένει ο μπάρμπα-Γιώρης με τη γυναίκα του και τα πολλά του παιδιά.

Μπροστά από το σπίτι είναι το πέτρινο πηγάδι και η μουριά.

Κόσμος και κοσμάκης, περνώντας από δω, στέκεται και ξεδιψάει με το δροσερό νερό του.

Τα παιδιά του μπάρμπα- Γιώρη, τα καλοκαίρια, λειτουργούν το μοναδικό καφενεδάκι στην παραλία, σε μια ξύλινη παράγκα.

Ο πατέρας τους  με το άλογό του και δυο βουτσέλες εφοδιάζει το καφεναδάκι με νερό από το πηγάδι.

Σερβίρουνε ούζα, λεμονοπορτοκαλάδες, γκαζόζες και υποβρύχια.

Λίγο παρακάτω, στα δεξιά σ’ ένα απαλό ύψωμα, το φτωχικό εκκλησάκι του Αγιο- Νικόλα, με ένα μοναχά δεντράκι, στην αυλή του, να του κάνει παρέα.

Κάνω ορθοπεταλιά για να ανέβω το τούμπι.

Δυο, τρία σπιτάκια είναι κτισμένα πάνω του, αριστερά και δεξιά του δρόμου.

Μετά, αρχίζει η κατηφόρα και το μάτι το μόνο που αντικρίζει είναι η απέραντη αμμουδιά.

Αν κάτι ξεχωρίζει στους αμμόλοφους, είναι το καλύβι και το μαντρί του Τάγαρη και τα φυτρωμένα  τόπους, τόπους σφερδούκλια.

Φτάνω στο τέρμα του δρόμου και ξεκαβαλάω.

Ακουμπάω το ποδήλατο στο πλάι της παράγκας.

Ο Βοριάς την έχει σχεδόν ξεσκεπάσει και θα χρειασθεί να στρώσουν στη σκεπή νέα ράπη, από κείνη που φυτρώνει γύρω από τη λίμνα μας.

Κάθομαι σε μια μισοσπασμένη καρέκλα, έχοντας απέναντί μου την ατέλειωτη θάλασσα.

Ξεχνιέμαι, αφήνω για ώρα  το μυαλό και τη σκέψη μου να ταξιδέψουν.

Ψάχνω στον ορίζοντα μπας και δω τα Στροφάδια, που τόσα έχω ακούσει γι αυτά.

Εις μάτην όμως.

Αλλά, το ηλιοβασίλεμα με μαγεύει και δεν παίρνω από κει τα μάτια μου, μέχρι να δω  τον πορφυρένιο δίσκο να σβήνει το φως και τη λαύρα του βουτώντας στο πέλαγος.

Την ίδια στιγμή, ένα υγρό αεράκι  που έρχεται από τη θάλασσα με κάνει να αναριγήσω.

Είναι ώρα να γυρίσω πίσω.

Βλέπω το ποδήλατο να λείπει και το "Skoda" μου να με περιμένει παρκαρισμένο.

Και το όνειρο κάπου εδώ τελειώνει.

Ανοίγω την πόρτα του να μπω κα μπαίνω στο… σήμερα.

Βάζω μπρος και ξεκινάω.

Τώρα, ο δρόμος μου φαίνεται πιο φαρδύς και έχει κι έναν μικρό ποδηλατόδρομο στη μια του πλευρά.

Περνάει μέσα από μια πόλη καινούργια, με δεκάδες σπίτια, αυλές και δέντρα.

Είναι χτισμένα, εκεί, που κάποτε υπήρχαν μόνον οι αμμόλοφοι.

Τα έχτισαν, λένε,  οι αυτοαποκαλούμενοι "Οικιστές της παραλίας".

Είναι τα ''αυθαίρετα''.

Προχωράω και όσο προχωράω, τόσο το σήμερα παίρνει τη θέση του τότε…

--------------------------------------------

[1] γράνα = ρέμα

[2] χαμοκέλα = μικρή καλύβα

[3] στρατόνι = μονοπάτι

[4] βουτσέλα = βαρελάκι για νερό

[5] σφερδούκλι = ασφόδελος

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Γράμμα προς νεοσύλλεκτον:


                            Ζαχάρω 6-11-1972, Δευτέρα   

 

 Αγαπητέ Κωστάκη.

Ευχόμεθα Στρατιωτάκι να είσαι πάντοτε καλά και ο καιρός αφού θα συνηθήσεις την καινούργια ζωή θα περάση γρήγορα και άμα γίνεις αξιωματικός τόσο το καλύτερο.

Όταν ήμουν εγώ στρατιώτης τα καζάνια τα καθάριζαν οι μάγειροι, τους τιμωρημένους έβαζαν, τώρα δεν ηξεύρω τι νόμος είναι.

Η μητέρα σου ήλθε από το Σάββατον.

Την Δήμητρα την επήραμε χθες τηλέφωνον, όταν ήλθε από την Κόρινθο.

Μας είπε ότι είσαι καλά και ότι σου μοιάζουν τα στρατιωτικά και του Χριστού θα σας δώσουν άδεια.

Γιατί να μην έλθεις με τα στρατιωτικά, όπως βλέπουμε στην φωτογραφία σου παν ωραία, ποίοι συνάδελφοι είνε αυτοί δεν τους γνωρίζουμε, εσένα σε έχουν πάει ωραία.

Ο Θανάσης θα έλθη του Χριστού με άδεια επομένως θα τον ιδούμε και θα ειπούμε.

Την υποτροφία το έχεις ειπεί της Δημητρούλας να παρακολουθεί και ό, τι άλλο σε αφορά.

Στον ύπνο περνάς καλά, μου λεν ότι σας δίδουν και στρωματάκι αφρολέξ, δεν ηξεύρω αν οι κουβέρτες σε φθάνουν, να σκεπάζεσε καλά και να πιστρώνεσε καλά δια να μην κρυώσεις τώρα που χειμώνιασε και άμα δεν έχεις υπηρεσία να πέφτης ενωρίς δι’ ύπνον να μην κακονυχτάς ασκόπως, αφού σηκώνεστε γρήγορα.

Πρόσεξε στον χειρισμό του όπλου μήπως έχει βάλει κανείς φυσίγγι κατά λάθος, θα σου γράφω ανά 2-3 ημέρες.

Το στρατιωτικό να το πάρης διασκέδασιν, αφού το δίπλωμά σου το πήρες, όλοι θα το περάσουν, όλοι.

Δεν τους έλεγες ότι έχεις πλατιποδία μήπως γλυτώσεις τα Γυμνάσια και όταν κουράζεσαι να ζητάς να σε αφήνουν καμία μέρα ελεύθερον και να εξετάσουμε μήπως έχει ψηφισθή τώρα κοντά κανένας νόμος δια τους προστάτας τους ανικάνους, αλλά μας τρώει που παίρνουμε αυτήν την λίγην σύνταξιν και το κολάζουν εκεί, έχω δια συντήρησιν κ.λ.π.

Άλλο δεν έχω

Σε φιλούμεν

Οι Γονείς σου  




                   

Σάββατο 2 Μαρτίου 2024

Μιχάλης Γκανάς(1980):

   

                                           



Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός                                         στη Ζυράννα Ζατέλη

Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
γλυκύς βραστός με αραιό χαρμάνι.
Χιόνισε ζάχαρη Ζαχάρω και Σοχό
μα στο Ντομπρίνοβο του Σκουρογιάννη
(Ντουμπρίνοβο το λεν οι χωριανοί
κι ας γράφουν οι ταμπέλες Ηλιοχώρι)

αρκούδες άυπνες αλλάζανε πλευρό
και δέρνονταν τα φίδια στο Ζαγόρι.
Νύσταξε κι η αρκούδα του Χατζή
μα πώς να κοιμηθεί με πανωφόρι

αφού τη γούνα της να βγάλει δεν μπορεί
κι ας λιώνει από τη ζέστη η καημένη
γραμμένο της στο Γράμμο να καεί 
κι όχι στα γουναράδικα γδαρμένη.

Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·
γλυκύς πικρός σε πλαστικό κουπάκι.
Το 'στρωσε θάνατο στη χώρα του χαμού
ετούτο το μακρύ καλοκαιράκι.

Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2007

                                                                                         


Γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, o Ara Dinkjian, κ.ά. Το 1994 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του Παραλογή και το 2011 βραβεύτηκε για το σύνολο του ποιητικού του έργου από την Ακαδημία Αθηνών.