Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης (1935-1904): «Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός» (εφημ. “Εμπρός”,11.11.1896)

 


Μεγάλη δυστυχία εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς πολὺ καλὴν καρδίαν. Τὸ ἠξεύρω ἐκ πείρας, διότι μ᾿ ἔκαμεν ὁ Θεὸς πάρα πολὺ εὐαίσθητον. Δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ ἄνθρωπον νὰ πάσχῃ καὶ νὰ κλαίει, χωρὶς νὰ γίνουν τὰ νεῦρα μου ἄνω κάτω, οὔτε νὰ ἐννοήσω πὼς κατορθώνουν ἄλλοι νὰ παρευρίσκωνται εἰς λυπηρὰ θεάματα. Ἂν τύχη ν᾿ ἀποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εἰς τὴν κηδείαν, ἀκόμη καὶ ἂν χιονίζῃ. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἰδῶ ἀποθαμένον ἄνθρωπον ὅπου ἐγνώρισα ζωντανόν, χωρὶς νὰ μὲ ταράξη ἡ σκέψις ὅτι κι ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω. Ἔπειτα ἂν οἱ συγγενεῖς του ἐφαίνοντο φρόνιμοι καὶ παρηγορημένοι, τοῦτο θὰ μ᾿ ἐπείραζε, διότι δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἐγωιστάς. Ἂν πάλιν ἔκλαιαν καὶ ἐθρήνουν, τὸ θέαμα θὰ μοῦ ἔκοπτε τὴν ὄρεξιν ἢ θὰ χαλοῦσε τὴν χώνεψίν μου. Τὸ στομάχι μου εἶναι κι ἐκεῖνο εὐαίσθητο καὶ δυὸ πράγματα δὲν ἠμπορεῖ νὰ χωνέψη, τὸν ἀστακὸν καὶ τὰς συγκινήσεις. Τᾶς συγκινήσεις εὔκολον εἶναι νὰ τὰς ἀποφύγω, νὰ μὴν τρώγω ὅμως ἀστακὸν θὰ ἦτο θυσία τόσόν μεγάλη, ὥστε μου συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ ξεχάσω πὼς εἶμαι βαρυστόμαχος καὶ νὰ θυμηθῶ ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ συγχωρᾷ εἰς ὅσους ἀγαπᾷ τὰ ἐλαττώματά των.

Ἄλλο πρᾶγμα ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω εἶναι νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ὥστε νὰ δέχωνται νὰ παρασταθοῦν φίλοι τῶν εἰς μονομαχίαν. Ἀλλ᾿ ἐγὼ εἶμαι εὐαίσθητος, καὶ μόνη ἡ ἰδέα ὅτι ἠμπορεῖ ὁ φίλος μου ἢ ὁ ἀντίπαλός του νὰ πάθη, μὲ κάμει νὰ ἀνατριχιάζω. Πρὸ πάντων ὅταν συλλογίζομαι, ὅτι τὴν ἡμέραν τῆς μονομαχίας πρέπει νὰ σηκωθῶ εἰς τὰς ἑπτά, ἂς εἶναι καιρὸς ἄσχημος, νὰ χασομερέψω εἰς τρεχάματα, συνεντεύξεις καὶ συντάξεις πρωτοκόλλων, καὶ ἴσως νὰ πληρώσω καὶ ἁμαξιάτικα μὲ κίνδυνο νὰ τὰ χάσω, ἂν τύχῃ, Θεὸς φυλάξοι, ὁ φίλος μου νὰ σκοτωθῇ.

Μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναισθησία καὶ ἐκείνων ὅπου δανείζουν εἰς τοὺς φίλους των χρήματα, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἐνδέχεται νὰ μὴ δυνηθῆ νὰ τὰ ἀποδώση εἰς τὴν προθεσμίαν, νὰ τοὺς ἐντρέπεται καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγῃ. Τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ φανῇ μικρὸν κακὸν εἰς ὅσους δὲν ἔχουν καρδιάν, ἀλλ᾿ ἡ ἰδική μου θὰ ἐῤῥαγίζετο, ἂν παλαιός μου φίλος, μ᾿ ἀπαντοῦσεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐκαμώνετο πὼς δὲν μὲ εἶδεν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ πάρω τὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ δανείσω ποτὲ εἰς φίλον μου ἑκατὸ δραχμᾶς, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ σωθῆ μὲ αὐτὰς ἡ τιμὴ καὶ ἡ ζωή του. Παρὰ νὰ τῶν ἰδῶ ἀχάριστον, καλύτερα νὰ τὸν κλάψω ἀποθαμένον, ἀφοῦ μάλιστα θὰ μ᾿ ἐμπόδιζεν ἡ εὐαισθησία μου νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κηδείαν του (…)


Ο Εμμανουήλ Ροΐδης ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης και δοκιμιογράφος.
Πληροφορίες γέννησης: 28 Ιουνίου 1836, Ερμούπολη
Απεβίωσε: 7 Ιανουαρίου 1904, Αθήνα
Όνομα στη μητρική γλώσσα: Εμμανουήλ Ροΐδης (Ελληνικά)
Σημαντικά έργα: Πάπισσα Ιωάννα

Πηγή: Ποιείν


Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Αντώνης Σαμαράκης: Σ' ένα συνοριακό σταθμό (απόσπασμα)

 



  
                  

                        

Από παιδί είχε μανία με τα τρένα. Μεγάλη μανία. Το έσκαγε από το σχολείο, με τα βιβλία παραμάσχαλα*, και πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στο σταθμό. Έμεναν σε μια μικρή επαρχιακή πόλη.

Τρύπωσε σε μια γωνιά κι εκεί καθότανε ώρες ολόκληρες και κοίταζε. Όχι μονάχα τα τρένα που ολοένα ερχόντουσαν και ολοένα φεύγανε, μα όλη η ατμόσφαιρα εκεί τον γοήτευε. Από το πολύ το σκασιαρχείο έμεινε στην ίδια τάξη. Η μάνα του του τις έβρεχε ταχτικά, αυτός το βιολί του.

Το όνειρο του, από τότε, δεν ήτανε να γίνει, όπως θέλανε άλλα παιδιά, αξιωματικός ή μηχανικός, μα σταθμάρχης. Ονειρευότανε τον εαυτό του σταθμάρχη στον κεντρικό σταθμό της πρωτεύουσας, με τη σκούρα μπλε στολή, με τα σιρίτια στα μανίκια, κι ένιωθε μεγάλη συγκίνηση.

Συχνάζοντας στο σταθμό, είχε μάθει από μικρός όλες τις μανούβρες που γίνονται εκεί σαν είναι να 'ρθει ή σαν είναι να φύγει ένα τρένο.

Είχε μάθει ακόμα να παρατηρεί. Να μελετάει τα πρόσωπα των ταξιδιωτών. Άλλοι φτάνανε στο σταθμό με συνοδεία συγγενείς και φίλους κι αρχίζανε οι ατέλειωτοι αποχαιρετισμοί, οι συγκινήσεις και τα ρέστα. Άλλοι πάλι ερχόντουσαν και βρίσκανε ολόκληρη υποδοχή. Και ξανά οι συγκινήσεις και τα ρέστα. Μα κείνοι που ήταν η συμπάθειά του από τότε, ήταν οι μοναχικοί ταξιδιώτες. Αυτοί που φεύγουν ή έρχονται ολομόναχοι. Σαν είναι να φύγουνε, πηδάνε στο βαγόνι τους και χάνονται εκεί μέσα. Δεν κοιτάνε από το παράθυρο, γιατί ξέρουν πως δεν είναι κανένας για να τους αποχαιρετήσει, να τους πει: «Καλό ταξίδι!».

Το ίδιο σαν έρχονται. Κατεβαίνουν από το βαγόνι τους, γρήγορα γρήγορα, και τραβάνε κατευθείαν στην έξοδο. Ξέρουν πως δεν είναι κανένας για να τους πει: «Καλωσόρισες!».

Το είχε λοιπόν μεγάλο μεράκι* να γίνει σταθμάρχης. Και τίποτα, μα τίποτα, δεν μπόρεσε να τον κάνει ν' αλλάξει γνώμη. Ούτε το ξύλο που ταχτικά έτρωγε από τη μάνα του ούτε που έμεινε στην ίδια τάξη δυο φορές ούτε και μια φορά που τον τράβηξε πίσω από κάτι βαγόνια ένας σιδηροδρομικός και του έκανε χειρονομίες.

Και γίνηκε σιδηροδρομικός, μα όχι σταθμάρχης. Δεν είχε τα «τυπικά προσόντα». Δεν τα κατάφερε να τελειώσει το σχολείο. Όμως, μέρα και νύχτα, βρισκότανε στο αγαπημένο του περιβάλλον κι αυτό του έφτανε.

Τώρα που είναι συνταξιούχος, λέει να καθίσει να γράψει ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις του. Τριάντα δύο χρόνια έκανε σιδηροδρομικός. Υπηρέτησε σε πολλούς σταθμούς, μικρούς και μεγάλους. Και είδε πολλά πράματα. Έχει ένα σωρό αναμνήσεις.

Το είπε το σχέδιο του για το βιβλίο σ' ένα φίλο του, συνταξιούχο δάσκαλο, που τα κουτσοπίνουν παρέα τα βραδάκια. Το βρήκε σπουδαίο το σχέδιο του ο φίλος του. Μάλιστα του βρήκε και τον τίτλο του βιβλίου: «Απομνημονεύματα μιας μακράς σιδηροδρομικής ζωής». Κι αυτός του είπε: «Δάσκαλε, τι 'ναι τούτο; Μακρύ σα σιδερόδρομος είναι». Γελάσανε κι οι δυο τους. Και τσουγκρίσανε τα ποτήρια τους.

 

* παραμάσχαλα: κάτω απ' τη μασχάλη * το είχε μεράκι: το επιθυμούσε πάρα πολύ


                         


Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024

Δήμητρα Γκρους: Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν


 Μια συζήτηση με τον πατέρα μου για τους ανθρώπους που πενθούν και την ανθρώπινη μοίρα.

Πάντα αναρωτιόμουν –φοβόμουν– πώς θα διαχειριστεί ο ένας από τους δύο την απώλεια του άλλου. Το λογικό ήταν να φύγει πρώτα η μητέρα μου, ο πατέρας μου ήταν ο δυνατός, εκείνος τη φρόντιζε τα τελευταία λίγα χρόνια όσο εκείνη έχανε κάποιες από τις δυνάμεις της χωρίς ωστόσο να καταβληθεί εντελώς. Έτσι είχα μια ησυχία μέσα μου ότι η μαμά μου είναι σε καλά χέρια κι όταν έκλεινε η πόρτα και τους άφηνα με το χαμόγελο, στην κρυφή τους χαρά, πλημμύριζα ευγνωμοσύνη που της πρόσφερε ασφάλεια και αγάπη μέχρι το τέλος, που ήρθε ξαφνικά ένα μεσημέρι του Αυγούστου στο μπάνιο τους, μέσα στη θάλασσα, πριν από ενάμιση χρόνο. Λένε πως οι γυναίκες είναι πιο ανθεκτικές στο πένθος. Δεν το ξέρω. Όλο αυτό τον καιρό όμως, βλέποντας το πένθος του πατέρα μου που μόλις μετά τον ένα χρόνο άρχισε να γλυκαίνει –σαν να φεύγει κάποιο από το βάρος, όχι όμως και η μελαγχολία της έλλειψης–, σαν να μου αποκαλύφθηκε ένας άλλος άνθρωπος που τον γνώρισα από την αρχή.

Το παρηγορητικό με τις προσωπικές ιστορίες είναι πως συναντιούνται σε ένα σύμπαν συναισθημάτων στο οποίο καθρεφτιζόμαστε. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που μέσα από τη δική του ιστορία συναισθάνθηκα τους μεγάλους ανθρώπους που προς το τέλος της ζωής τους μένουν μια μέρα μόνοι, παίρνοντας μια –συμπονετική– γεύση από τη μοναξιά τους που δεν μοιάζει με καμία, αόρατη όπως μένει στο περιθώριο του κύκλου της ζωής. Κάπως έτσι το σκέφτηκα και τον ρώτησα μια μέρα αν θα ήθελε να δώσουμε φωνή στους ανθρώπους σαν κι εκείνον. Σε ανύποπτο χρόνο, ένα πρωί, με φώναξε: Βάλε το κινητό να γράφει, τι θέλεις να με ρωτήσεις; Απάντησα: Να μου πεις για τη μοναξιά των ανθρώπων που πενθούν. Η συζήτησή μας έγινε σε ήρεμο κλίμα –το να καταφέρνεις να μιλάς για αυτά που έχεις μέσα σου είναι πάντοτε ανακουφιστικό–, διακόπηκε για το μεσημέρι και συνεχίστηκε το απόγευμα στο ίδιο αυτό τραπέζι της βεράντας που έχουμε πει τόσα και τόσα από τότε που έφυγε η γυναίκα του, το άλλο του μισό. Ο πατέρας μου, Μάρκος Γκρους, γεννημένος το 1936, ήταν καπετάνιος σε ποντοπόρα πλοία – κι ίσως έχει κάτι από τη σοφία των ανθρώπων που έχουν γυρίσει όλο τον κόσμο με φουρτούνες και ήρεμα νερά στους ωκεανούς. Τα λόγια του χρειάστηκαν ελάχιστη επιμέλεια μετά την απομαγνητοφώνηση. Μαζί μας ήταν η Μπλάκι, το σκυλάκι του που τον ακολουθεί όπου κι αν πάει, και το βλέμμα της μαμάς μου που δεν τον εγκαταλείπει ποτέ.

Σκέφτομαι ότι δεν θα την ξαναδώ, ότι δεν θα ξαναμιλήσω μαζί της, ότι δεν θα την ξαναπιάσω. Συμβιβάζομαι με το γεγονός ότι πέθανε ήρεμα. Δεν έζησε την αγωνία του θανάτου που έχει πολύς κόσμος στα κρεβάτια του νοσοκομείου. Με τους αγαπημένους της. Από τότε που άρχισαν τα προβλήματα ήμουν δίπλα της, έφευγα να πάω να ψωνίσω και κοιτούσα να γυρίσω γρήγορα. Μου ’λεγε, πήγαινε να πιεις καφέ, και της έλεγα, αφού περνάω πιο καλά μαζί σου… Δεν έμεινε καθόλου μόνη εκτός από τις ώρες που περνούσε στην κρεβατοκάμαρα ξαπλωμένη κι εγώ στην πολυθρόνα στο σαλόνι και βλέπαμε διαφορετικά κανάλια στην τηλεόραση. Κι είχα όμως τη συντροφούλα της. Από την άλλη, το ’βλεπα ότι η κακοκαιρία ερχόταν, το βαρόμετρο είχε πέσει πολύ και πόσο θα άντεχε δεν ξέρω, πώς θα το άντεχε αυτό το πράγμα, ενώ τώρα έφυγε στο φτερό, χωρίς να το καταλάβει. Πήγαμε, καθίσαμε εκεί, μπήκαμε στο νερό… έτσι έπρεπε ίσως, έτσι της έγραφε, που λένε.

― Είχαμε πει να μιλήσουμε για τη μοναξιά των μεγάλων ανθρώπων…

Η μοναξιά των ηλικιωμένων είναι ένα βίωμα που θα το ζήσετε όλοι. Τον παλιό καιρό η διαμόρφωση της κοινωνίας ήταν τέτοια που οι νέοι κρατούσαν στα σπίτια τους γονείς τους, στα μικρά μέρη συμβαίνει ακόμα. Στις μεγαλουπόλεις τους πάνε στο γηροκομείο, αν δεν έχουν τη δυνατότητα να έχουν έναν άνθρωπο στο σπίτι να τους φροντίζει. Αυτοί οι άνθρωποι είναι αόρατοι, οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας που έχουν χάσει τον σύντροφό τους και ζουν στο περιθώριο της μοναξιάς. Απλώς έχεις την ύπαρξή σου και τίποτα άλλο. Δεν έχεις ερεθισμούς, μόνο τις αναμνήσεις σου, κι εκεί μετράει το πώς έχεις ζήσει τη ζωή σου. Υπάρχουν πολλοί, όπως εγώ, που ήταν με τη σύντροφό τους για 60 χρόνια. Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν χώριζαν, καλή ή κακή η σχέση, έμεναν μαζί.

― Τι σημαίνει να ζεις στο περιθώριο της μοναξιάς;

Δεν έχεις προοπτική. Αν και αυτό δεν το πολυσκέφτεσαι. Δεν σε αφήνει η φύση να το σκεφτείς, ότι είσαι κοντά στο αδιαπέραστο πλέον, εκεί που δεν μπορείς να συνεχίσεις. Δεν σε απασχολεί ιδιαίτερα ο θάνατος. Αλλά δεν ζεις… Εγώ κάνω τα ψώνια, μαγειρεύω, πηγαίνω στην καφετέρια, μετά έρχομαι να φάω, βλέπω ίσως κάποιον από εσάς, μετά ξαπλώνω – το πιο δύσκολο είναι το απόγευμα, όταν κλείνει η πόρτα. Ενδιάμεσα η μάνα σου είναι δίπλα μου, μαζί της ζω, για αυτό καμιά φορά θέλω να είμαι μόνος. Δεν βλέπω να διαβάσω, αν δω κάτι στην τηλεόραση θα περάσω τον χρόνο μου, δεν υπάρχει κάτι άλλο. Δεν με ενδιαφέρει η επόμενη μέρα – απλώς υπάρχω. Υπάρχω γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, γιατί και να θέλεις να τελειώσεις  δεν είναι εύκολο.

Η αυτοκτονία δεν είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις, θα πρέπει να σου έχει σαλέψει το μυαλό ή να ζήσεις κάτι τόσο ακραίο που να πεις πάω να φουντάρω, αλλιώς δεν έχεις το θάρρος – αν το είχαμε ο μισός κόσμος θα είχε φύγει έτσι, η φύση όμως δεν σε αφήνει, ο Θεός, όπως το έχει ο καθένας μέσα του… Γιατί, εντάξει, βιολογικά μπορεί από το κύτταρο να δημιουργήθηκε η ζωή, να φτιάχτηκε η καρδιά, το συκώτι, τα νεφρά… από εκεί και πέρα; Η σκέψη; Το συναίσθημα; Η αρμονία εκεί έξω;  Ας πάρουμε τον ουρανό, μπορείς να υπολογίσεις ποια θα είναι η σχετική θέση ήλιου και γης μετά από 10 χρόνια με ακρίβεια δευτερολέπτων. Υπάρχει όμως μια απορία, πώς λειτουργεί όλο αυτό, από ένα κύτταρο; Και βλέπεις ότι η φύση δεν σε αφήνει να κάνεις αυτό που θέλεις, έχει κόκκινες γραμμές και σου λέει, ωπ, μέχρι εδώ πας. Είναι πολλά τα ερωτηματικά. Από τη μια λες ότι έφυγε ο άνθρωπός μου, τα άφησε όλα εδώ. Από την άλλη, τι είναι η ψυχή; Πού πηγαίνει;

 ― Και ο χρόνος;

Δεν υπάρχει χρόνος, όλα είναι σαν χθες. Τον χρόνο δεν τον μετράω ούτε με τις συντάξεις μου γιατί μπαίνουν αυτόματα. Έχω την ανάγκη όμως να πάω να πληρώσω, τότε καταλαβαίνω ότι πέρασε ο μήνας. Μετά σταματάει. Δεν έχω καμία σχέση αυτή τη στιγμή εγώ με τον χρόνο. Τον ψάχνω πίσω. Βλέπω τις φωτογραφίες, έρχονται στο μυαλό μου γεγονότα, η ζωή μας όλη. Ο τρόπος της ζωής μας δεν μας άφηνε στην κανονικότητα, έλειπα εγώ στα ταξίδια κι εκείνη ερχόταν μαζί μου, σας έπαιρνε κι εσάς…

― Επειδή ήσουν καπετάνιος ήταν ξεχωριστή η σχέση σας…

Εγώ είχα το προνόμιο να έχω μια γυναίκα που με ακολουθούσε, δεν ήταν εύκολο για μια μάνα να αφήνει τα παιδιά της. Ερχόταν, την περίμενα, με περίμενε, μεσολαβούσαν 4-5 μήνες, δεν είχαμε ρουτίνα όπως ένας δημόσιος υπάλληλος: ξυπνάς, δουλεύεις, τρως, κοιμάσαι, μετά από χρόνια παθαίνεις κόπωση. Όταν δεν έχεις αντικείμενο τριβής αρχίζουν τα προβλήματα διαχείρισης της ζωής σου, αυτό εμείς δεν το είχαμε, μέχρι την τελευταία μέρα, το πρωί πριν φύγει, ήμασταν αγκαλιά στο κρεβάτι πόση ώρα, με χάιδευε, λες και το ήξερε… Ήταν μια ζωή γεμάτη ένταση, δεν έπληττα ποτέ, ύστερα κι εκείνη ήταν ένας άνθρωπος που δεν κούραζε, ποτέ δεν μου είπε πού ήσουν, γιατί άργησες. Είχε βέβαια κι αυτή τα «δικά της», όπως όλοι.

 ― Ήσουν τυχερός, δηλαδή.

Ήμουν πολύ τυχερός, αυτά τα οποία είχα στοχεύσει σε ποσοστό 90% τα έκανα. Δεν το καταλαβαίνεις όταν το ζεις, όταν είσαι ευτυχισμένος δεν δίνεις σημασία. Ξαναγυρνώντας πίσω καταλαβαίνω ότι ήμασταν πολύ δεμένοι με τη σύντροφό μου, και αυτό μου λείπει τώρα που την έχασα. Καμιά φορά λέω πως ίσως είναι μια ιδιαίτερη επιτυχία το ότι δεν αισθάνθηκε ότι τελειώνει ο χρόνος της. Παρά την κατάστασή της έκανε σχέδια, να φτιάξουμε το πάτωμα που έχει χαλάσει, να βάψουμε τη βεράντα, δεν πρόλαβε να νιώσει τη δυσκολία, αυτόν τον φόβο για το πού πάω, ρε παιδί μου; όπως το νιώθω εγώ τώρα. Την αγαπούσατε όλοι και όλα τα μετρούσε, έλεγε στη φίλη της, ακόμα και τον τελευταίο καιρό, είμαι ευτυχισμένη.

Όλα αυτά στριφογυρίζουν στο μυαλό μου. Και δεν μοιάζει με τη στενοχώρια που μπορείς να έχεις για κάποιο συμβάν, συνέβη κάτι, ακόμα και τραγικό, κάηκε το σπίτι σου. Είναι μια ξεχωριστή στενοχώρια, της έλλειψης. Εκεί που λειτουργείς κάπως φυσιολογικά, ξαφνικά σου έρχεται η θύμηση ότι σου έφυγε, ότι δεν θα την ξαναδείς, κι είναι σαν να σου ρίχνουν μαχαιριές. Κατάλαβες; Φτάνεις σε ένα σημείο να λες την έχασα, έφυγε, θα την ξανασυναντήσω κάποτε; Κάπου; Ακούγεται ακραίο, αλλά το ψάχνεις κι αυτό, ελπίζεις. Από την άλλη σκέφτεσαι ότι τα άφησε όλα εδώ, το κορμάκι της, την καρδιά της – και πώς θα είναι αν θα την ξαναδώ;

Πάω να πλύνω τα πιάτα. 

Γεννήθηκε στη Χαλκίδα. Σπούδασε Φιλοσοφία. Είναι στην Athens Voice σχεδόν από την αρχή.

Πηγή: Athens Voice

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Βασίλης Βασιλικός (1933-2023): Για τον Αντώνη Σαμαράκη

 



« Τα χέρια δώσ ’ μου/ να κάψουμε τα σύνορα του κόσμου»

Η νομενκλατούρα της κουλτούρας, εκείνο το κύκλωμα των κριτικών, που υπήρχε ανέκαθεν, υπάρχει τώρα και θα υπάρχει πάντα, και που αποτελείται από καλοπροαίρετους και κακοπροαίρετους ανθρώπους οι οποίοι φτιάχνουν μεταξύ τους αρμούς της κριτικής αποτίμησης ενός έργου τέχνης, είτε είναι αυτό εικαστικό, κινηματογραφικό, είτε λογοτεχνικό, θεατρικό και ό, τι άλλο ανήκει στον χώρο της πνευματικής δημιουργίας, αποτελείται από μία τάξη για τον εαυτό της ανθρώπων που αποφαίνονται με τη σφραγίδα ενός Πάπα για κάθε καινούργιο έργο ενός δημιουργού. 

Αυτή η νομενκλατούρα δεν έκανε δεκτά στους κόλπους της τα βιβλία του Αντώνη Σαμαράκη. Μπορεί να γράφτηκαν μερικές κριτικές, που μπορεί να ήταν και ενθουσιαστικές, ωστόσο, στο σύνολό της, όπως το έζησα εγώ, ο Σαμαράκης θεωρούνταν ήσσονος σημασίας πεζογράφος. Κι ενώ το έργο του είχε αγγίξει ένα ευρύτατο κοινό, ελληνικό και ξένο, παρ ’ όλα αυτά, η νομενκλατούρα αρνιόταν να του αναγνωρίσει το πολυδιαβασμένο και πολυμεταφρασμένο έργο του. Το λέω αυτό και εξ ιδίας πείρας, αλλά για μένα το χρεώνω στα πολλαπλά και αδιαβάθμητα βιβλία που έχω γράψει, ενώ ο Αντώνης δεν ήταν από τους πολυγραφότατους συγγραφείς. Και μπορεί να αδιαφορούσε για τη στάση της νομενκλατούρας αυτής, αλλά νομίζω ότι κατά βάθος θα τον πλήγωνε. 

Όσο πιο δύστροπος και ιδιότυπος είναι ένας συγγραφέας ή ποιητής, τόσο η νομενκλατούρα τον αγκαλιάζει. Της προσφέρεται σαν είδος που της δίνει την ευκαιρία να πρωτοτυπήσει και η ίδια αναφερόμενη σε ξένους θεωρητικούς των τεχνών. Δυστυχώς γι ’ αυτούς, ο Σαμαράκης είναι δύο πράγματα ταυτοχρόνως και μόνο: λιτός στη γραφή, τηλεγραφικός στις προτάσεις, αντιλογοτεχνικός όσο γίνεται στις περιγραφές τόπων, καιρικών συνθηκών, ηλίου και φεγγαριού. Η ραχοκοκαλιά των βιβλίων του έχει πάντα έναν και μόνο σταθερό πυρήνα: τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος τον αφορά, σε όλες τις εκδοχές του. Κυρίως ο άνθρωπος που υποφέρει. Ο νέος άνθρωπος που δεν έχει ακόμη συμβιβαστεί. Που παλεύει για μια θέση στον ήλιο, χωρίς πυξίδα για να τον πλησιάσει. Αυτό το απέδειξε έμπρακτα σε όλη τη ζωή του. Όπου συναντούσε ανθρώπινη πληγή, έτρεχε να τη γιατρέψει. Οι νέοι τον λάτρευαν. Παντού σε κάθε αίτημά τους. 

Αυτό τελικά είχε ως αποτέλεσμα να γίνει ο Έλληνας εκπρόσωπος της παγκόσμιας Unicef και ο δημιουργός από μόνος του της «Βουλής των Εφήβων». Τον έζησα ως άνθρωπο από πολύ κοντά. Από τα πρώτα μας βιβλία (1953-1954). Κολλήσαμε. Είχε ένα μυαλό περιστροφικό και μια ανεξάντλητη χαρά να δίνει, να δίνεται χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Μια φορά, που διάβασε σε μια γαλλική εφημερίδα για έναν νέο άνθρωπο που απέτυχε να αυτοκτονήσει, έτρεξε στην πόλη του, στη Γαλλία, να τον βρει. Μιαν άλλη φορά που με επισκέφθηκε στη Θεσσαλονίκη και του γνώρισα τον νεοαφιχθέντα εκεί φίλο μου Άγγελο Δεληβοριά, όταν είδε πού έμενε, σε ένα γιαπί ημιτελές που έκτιζε ο πατέρας του, έτρεξε του πήρε καρέκλες, τραπέζι και μια λάμπα για να μπορεί να διαβάζει τη νύχτα. Όμως, το δώρο αυτό του γύρισε μπούμερανγκ: ανησυχούσε από την Αθήνα, όπου είχε επιστρέψει, μήπως ο Άγγελος έπαθε καμιά ηλεκτροπληξία, καθώς η λάμπα δεν είχε γείωση. Κι έπαιρνε εμένα στο τηλέφωνο για να τον καθησυχάσω. 

Ο Αντώνης ήταν σκέτη «ψυχούλα». Και η ψυχούλα αυτή βρήκε στον δρόμο της την ωραία Ελένη. Κι εκεί φρονίμεψε, χωρίς ν’ αλλάξει χαρακτήρα. Ο πάντα ανήσυχος, δεν ησύχασε αλλά γιάτρεψε την ανησυχία του (που την ανέπτυξε τόσο δυνατά στο Σήμα κινδύνου), με το επόμενο βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Αρνούμαι. Σε αυτό, ο απελπισμένος ήρωας του ομώνυμου διηγήματος, ενώ πάει να πέσει από τη γέφυρα, πέφτει στο ποτάμι για να σώσει έναν άγνωστο συνάνθρωπό του που πνίγεται.

 Και μόλις το 2008 είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε, μαζί με τον γεννημένο πεζογράφο, και τον ποιητή που όλοι ξέραμε ότι υπήρξε, αλλά δεν είχαμε διαβάσει τα ποιήματά του. Εγώ όμως ήξερα ένα από τότε που πρωτογνωριστήκαμε και κράτησα μια ολόκληρη ζωή τον τελευταίο του στίχο: «Τα χέρια δώσ ’ μου να κάψουμε τα σύνορα του κόσμου».

 2 Μαρτίου 2020


Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Jacques Prévert (1900-1977): ''Τα πεθαμένα φύλλα''


 

 

Ω! θαʼθελα τόσο πολύ να τις θυμάσαι
Τις μέρες τις ευτυχισμένες που ʼμασταν μαζί
Κείνη την εποχή τι όμορφα που ήταν
Κι ο ήλιος από σήμερα ήτανε πιο καυτός
Τα πεθαμένα φύλλα τα μάζευε το φτυάρι
Βλέπεις εγώ δεν τοʼχω ξεχασμένο
Oι αναμνήσεις παρέα με τις λύπες
Για να τις πάρει μακριά ο βορινός αέρας
Μέσα στην κρύα νύχτα και τη λησμονιά
Βλέπεις εγώ δεν τοʼχω ξεχασμένο
Το τραγούδι που μου τραγουδούσες

Ένα τραγούδι είναι που μας μοιάζει
Με αγαπούσες και σε αγαπούσα
Και ζούσαμε κι οι δυο μαζί
Μα όσους αγαπιούνται η ζωή τους χωρίζει
Αθόρυβα με τόση ηρεμία
Και η θάλασσα σβήνει πάνω στην αμμουδιά
Των ερωτευμένων τα βήματα που χάνονται

Ένα τραγούδι είναι που μας μοιάζει
Με αγαπούσες και σε αγαπούσα
Και ζούσαμε κι οι δυο μαζί
Με αγαπούσες και σε αγαπούσα
Αθόρυβα με τόση ηρεμία
Και η θάλασσα σβήνει πάνω στη αμμουδιά
Των ερωτευμένων τα βήματα που χάνονται

(Μετάφραση Κώστας Ριτσώνης)


****

Το «“Les Feuilles mortes»” («Τα πεθαμένα φύλλα») γράφτηκε το 1945. Τους στίχους έγραψε ο ποιητής, και σεναριογράφος, Jacques Prévert και τη μουσική ο Joseph Kosma. Ο Yves Montand, μαζί με την Irène Joachim, ερμηνεύουν το “Les feuilles mortes το 1946 στην ταινία «Les Portes de la Nuit». Aπό τη διασκευή αυτού του τραγουδιού προέκυψε το δημοφιλές «Autumn Leaves».


Το τραγούδι ακούγεται και στην ταινία ''Πεσμένα φύλλα'', 2023 του Άκι Κουαρισμάκι.


(Από το Ποιείν)

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Παντελής Μπουκάλας (1957): Μι­λώ­ντας σή­με­ρα για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι

 


Έχουν πε­ρά­σει πε­ρί­που εκα­τόν δέ­κα χρό­νια αφό­του ο Νι­κό­λα­ος Πο­λί­της, προ­λο­γί­ζο­ντας τις Εκλο­γές από τα τρα­γού­δια του ελ­λη­νι­κού λα­ού (1914), υπο­γράμ­μι­ζε ότι «ο εθνι­κός χα­ρα­κτήρ απο­τυ­πώ­νε­ται ακραιφ­νής και ακί­βδη­λος εις τα τρα­γού­δια και τας πα­ρα­δό­σεις». Αυ­τό δε σε αντι­δια­στο­λή με τις πα­ροι­μί­ες, τους μύ­θους, τα πα­ρα­μύ­θια και τα αι­νίγ­μα­τα, «ων η με­τά­δο­σις από λα­ού εις λα­όν εί­ναι ευ­χε­ρής και συ­νή­θης». Με απο­τέ­λε­σμα «τα πα­ρεισ­δύ­σα­ντα πο­λυ­πλη­θή ξέ­να στοι­χεία» να «κα­θι­στούν δύ­σκο­λον την διά­κρι­σιν του οθνεί­ου από του ιθα­γε­νούς».
Ο Νι­κό­λα­ος Πο­λί­της υπήρ­ξε ένας από τους κυ­ριό­τε­ρους υπο­στη­ρι­κτές της κα­τα­νό­η­σης του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού ως κα­τό­πτρου, ως κα­θρέ­φτη που δω­ρί­ζει την πλή­ρη αλή­θεια για το πα­ρελ­θόν μας σε όποιον τον κοι­τά­ζει προ­σε­χτι­κά: «τα τρα­γού­δια εγκα­το­πτρί­ζουν πι­στώς και τε­λεί­ως τον βί­ον και τα ήθη, τα συ­ναι­σθή­μα­τα και την δια­νό­η­σιν του ελ­λη­νι­κού λα­ού».

Γνω­ρί­ζου­με ωστό­σο ότι ο κα­θρέ­φτης αυ­τός δεν μας πα­ρα­δό­θη­κε άθι­κτος και απεί­ρα­χτος. Ότι δη­λα­δή κα­τά την ανα­κα­τα­σκευή του ακο­λου­θή­θη­κε συ­χνά, από εκ­δό­τες και αν­θο­λό­γους, και με­λε­τη­τές ακό­μα, το δόγ­μα που ει­σή­γα­γε ο Σπυ­ρί­δων Ζα­μπέ­λιος το 1852, στα Άσμα­τα δη­μο­τι­κά της Ελ­λά­δος: «Με­τα­ξύ των δη­μο­σιευο­μέ­νων ασμά­των υπάρ­χου­σι πολ­λά πρω­το­φα­νή, και έτε­ρα συ­μπε­πλη­ρω­μέ­να, τα οποία κρί­νο­μεν εύ­λο­γον να μη δια­κρί­νω­μεν. Όταν κτή­μα λα­ού επι­στρέ­φει προς λα­όν, εκ­δό­του φι­λαυ­τία δεν πα­ρεμ­βάλ­λε­ται». Με άλ­λα λό­για, ο κα­θρέ­φτης ανα­κα­τα­σκευά­στη­κε βά­σει σκο­πι­μο­τή­των· και ανα­κα­τα­σκευά­στη­κε εθνο­πρε­πέ­στε­ρος, ηρω­ι­κό­τε­ρος, «λαϊ­κό­τε­ρος», γλωσ­σι­κά κα­θα­ρό­τε­ρος. Μο­νο­λε­κτι­κά, κα­νο­νι­κό­τε­ρος. Ή μάλ­λον, κα­νο­νι­κός. Κα­τά συ­νέ­πεια, τα εί­δω­λα πά­νω του δεν λέ­νε πά­ντα την αλή­θεια και μό­νη την αλή­θεια. Σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις, τρα­γου­διών ή και συλ­λο­γών ολό­κλη­ρων, λέ­νε απλώς την αλή­θεια που θα προ­τι­μού­σα­με ν’ ακού­σου­με.
Οπωσ­δή­πο­τε, τα τρα­γού­δια του ανώ­νυ­μου, συλ­λο­γι­κού δη­μιουρ­γού πα­ρα­μέ­νουν πο­λύ­τι­μα και για τον ση­με­ρι­νό ανα­γνώ­στη-ακρο­α­τή τους. Και μα­κά­ρι να εί­ναι και ανα­γνώ­στης τους και ακρο­α­τής τους, για­τί κά­θε τρα­γού­δι εί­ναι και λό­γος και μέ­λος. Επί­σης μα­κά­ρι να προ­σπα­θεί ο εν­δια­φε­ρό­με­νος να φτά­σει έως τον πλού­σιο κό­σμο τους από πολ­λές και ποι­κί­λες δια­δρο­μές, χω­ρίς να προ­σκυ­νά­ει το­τέμ και να δε­σμεύ­ε­ται από τα­μπού. Αν ακο­λου­θή­σει μο­νά­χα τις «ασφα­λείς» δια­δρο­μές, όσες υπο­τί­θε­ται ότι χά­ρα­ξαν οι ελά­χι­στες συλ­λο­γές που θε­ω­ρού­νται κα­θιε­ρω­μέ­νες, πα­ρό­τι τα προ­βλή­μα­τά τους εντο­πί­στη­καν και επι­κρί­θη­καν πο­λύ νω­ρίς, θα απο­κο­μί­σει μιαν ει­κό­να φτω­χή, με­ρι­κή αλ­λά και σκια­σμέ­νη από τον φό­βο της νό­θευ­σης ή του «εμπλου­τι­σμού».
Από το «μα­κά­ρι» στο «κρί­μα»: Κρί­μα που δεν έχει απαρ­τι­στεί ακό­μα (και πι­θα­νό­τα­τα δεν θα απαρ­τι­στεί πο­τέ) το κόρ­πους των δη­μο­τι­κών τρα­γου­διών, που θα διευ­κό­λυ­νε σε πολ­λά τη με­λέ­τη τους· ας πού­με, θα μας επέ­τρε­πε να κα­τα­λή­ξου­με σε κά­ποιο συ­μπέ­ρα­σμα για τον πραγ­μα­τι­κό αριθ­μό των τρα­γου­διών, έστω κα­τά προ­σέγ­γι­ση. Ώστε να πά­ψου­με να αριθ­μού­με σαν ξε­χω­ρι­στά τρα­γού­δια όλες μα όλες τις πα­ραλ­λα­γές (δε­κά­δες για αρ­κε­τά τρα­γού­δια), για ν’ αβγα­τί­σου­με εθνι­κώς υπε­ρή­φα­νοι τον ήδη με­γά­λο αριθ­μό τους. Η αρ­χαιο­ελ­λη­νο­κα­πη­λία σπρώ­χνει προς τα πί­σω, κα­τά αιώ­νες ή και χι­λιε­τί­ες, και με τη βία της αντιε­πι­στη­μο­σύ­νης της, την ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και του ελ­λη­νι­κού πο­λι­τι­σμού γε­νι­κώς. Η νε­ο­ελ­λη­νο­κα­πη­λία πει­ρά­ζει και τους αριθ­μούς και τα γράμ­μα­τα, τα κεί­με­να δη­λα­δή, για να εξα­να­γκά­σει τα πράγ­μα­τα να ταυ­τι­στούν με τις φα­ντα­σιώ­σεις της.
Κρί­μα δεύ­τε­ρο που κά­μπο­σες πα­λαιές συλ­λο­γές ή αν­θο­λο­γί­ες επα­νεκ­δί­δο­νται χω­ρίς τον πα­ρα­μι­κρό σύγ­χρο­νο σχο­λια­σμό, ανα­πα­ρά­γο­ντας με φω­το­μη­χα­νι­κή αμε­ρι­μνη­σία τα κά­θε εί­δους λά­θη τους και αδια­φο­ρώ­ντας για την κρι­τι­κή που τους ασκή­θη­κε έγκαι­ρα και αυ­στη­ρά. Στην ου­σία, η αγο­ραία ευ­κο­λία δια­γρά­φει την ιστο­ρία της φι­λο­λο­γί­ας και της λα­ο­γρα­φί­ας, από πνευ­μα­τι­κή νω­χέ­λεια ή, και πά­λι, βά­σει σκο­πι­μο­τή­των. Κά­πως έτσι, τρα­γού­δια κα­τα­φα­νώς νό­θα, του γρα­φεί­ου, κα­τα­σκευα­σμέ­να, εξα­κο­λου­θούν να ανα­δη­μο­σιεύ­ο­νται (και να δι­δά­σκο­νται) σαν γνή­σια. Κυ­ρί­ως επει­δή λέ­νε όσα ηρω­ι­κά και «κα­θα­ρά», εθνο­πρε­πή, θα θέ­λα­με να λέ­νε.

Μο­λα­ταύ­τα, τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια, όσα έχουν εξα­κρι­βω­μέ­νη τη γνη­σιό­τη­τά τους, εί­ναι μάρ­τυ­ρες. Και μά­λι­στα μάρ­τυ­ρες που δεν σχε­δί­α­σαν να μαρ­τυ­ρή­σουν, δεν πλά­στη­καν με τον σκο­πό να μι­λή­σουν και στους κα­το­πι­νούς. Εν αντι­θέ­σει με την προ­σω­πι­κή ποί­η­ση, που απευ­θύ­νε­ται εξί­σου στο συ­γκαι­ρι­νό της κοι­νό και στο μελ­λο­ντι­κό, η δη­μο­τι­κή δη­μιουρ­γεί­ται για το εκά­στο­τε πα­ρόν της, όπως το ορί­ζει η ιστο­ρία αλ­λά και η γε­ω­γρα­φία. Συ­νι­στούν, λοι­πόν, τα δη­μο­τι­κά τρα­γού­δια μαρ­τυ­ρί­ες για τη γλώσ­σα των προ­πάπ­πων και των προ­για­γιά­δων μας, για τη λα­λιά τους, δια­κλα­δι­σμέ­νη σε ιδιώ­μα­τα και δια­λέ­κτους· για την ποί­η­σή τους, ο ρυθ­μός πα­ρα­γω­γής της οποί­ας και η ποιό­τη­τά της επί­σης εξέ­πλητ­ταν τους Ευ­ρω­παί­ους πε­ρι­η­γη­τές των πε­ρα­σμέ­νων αιώ­νων· για την κα­θαυ­τό Ιστο­ρία, τη με­γά­λη, και για τα μι­κρά ή με­γά­λα συμ­βά­ντα που τη συ­να­πο­τέ­λε­σαν· για το θρη­σκευ­τι­κό φρό­νη­μα των πα­λαιό­τε­ρων, για το πώς βί­ω­ναν τη σχέ­ση τους με τα θεία και με τους εκ­προ­σώ­πους της Εκ­κλη­σί­ας, και για τα στοι­χεία «πα­γα­νι­σμού» που άντε­ξαν στο κα­θε­στώς του ηγε­μο­νι­κού χρι­στια­νι­σμού. Και μά­λι­στα σε πεί­σμα των προ­σω­πι­κο­τή­των εκεί­νων της Εκ­κλη­σί­ας που ανα­θε­μά­τι­ζαν τα μεν λαϊ­κά όρ­γα­να σαν «όρ­γα­να του Σα­τα­νά», τα δε τρα­γού­δια σαν «πορ­νι­κά». Μαρ­τυ­ρούν τέ­λος για τις αντι­λή­ψεις των Ελ­λή­νων της Τουρ­κο­κρα­τί­ας για τους πε­ρί­οι­κους και σύ­νοι­κους λα­ούς, για τα εμπό­δια στις ερω­τι­κές σχέ­σεις με­τα­ξύ αλ­λο­ε­θνών και αλ­λο­θρή­σκων, και για τη λύ­ση που έδι­νε κά­θε πε­ριο­χή ή επο­χή στο επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο δρά­μα: τα τρα­γού­δια και εδώ, ιστο­ρούν ό,τι συ­νέ­βη, όχι ό,τι θα θέ­λα­με και «θα έπρε­πε» να εί­χε συμ­βεί. Και γι’ αυ­τό συ­νή­θως εί­ναι πιο ανοι­χτό­καρ­δα και ανοι­χτό­μυα­λα από την προ­σω­πι­κή λο­γο­τε­χνία του 19ου αιώ­να που κα­τα­πιά­στη­κε με ζη­τή­μα­τα αυ­τού του εί­δους.
Στα χρό­νια που πέ­ρα­σαν έκτο­τε, ο πο­λι­τι­σμός της προ­φο­ρι­κό­τη­τας υπο­χώ­ρη­σε ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο ένα­ντι του πο­λι­τι­σμού της γρα­φής. Επι­πλέ­ον, έχουν σχε­δόν εξα­λει­φθεί οι αγρο­το­κτη­νο­τρο­φι­κές κοι­νό­τη­τες, τα νυ­χτέ­ρια των οποί­ων λει­τουρ­γού­σαν σαν ποι­η­τι­κό ερ­γα­στή­ριο, σαν κοι­νω­νι­κός μι­κρο­χώ­ρος σύν­θε­σης και διαρ­κούς επε­ξερ­γα­σί­ας τρα­γου­διών.
Πα­ρ’ όλα αυ­τά, και πα­ρά την κα­τα­σκευή δη­μο­τι­κο­φα­νών κά­θε εί­δους (ηπει­ρω­τι­κο­φα­νή, νη­σιω­τι­κο­φα­νή, πο­ντια­κο­φα­νή κλπ.), το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι εξα­κο­λου­θεί να συ­γκι­νεί. Εί­τε με τις τρεις υπο­στά­σεις του (λό­γος – μέ­λος – χο­ρός) σε συλ­λει­τουρ­γία, όπως συμ­βαί­νει σε αρ­κε­τά πα­νη­γύ­ρια ανά την Ελ­λά­δα που κρα­τούν αλώ­βη­το τον χα­ρα­κτή­ρα τους, εί­τε μό­νο με την υπό­στα­ση του λό­γου. Και μά­λι­στα του κα­τα­γε­γραμ­μέ­νου πλέ­ον λό­γου.
Έλ­λη­νες και ξέ­νοι με­λε­τη­τές συ­νε­χί­ζουν να ερευ­νούν το δη­μο­τι­κό, ως μαρ­τυ­ρία ιστο­ρι­κή, γλωσ­σι­κή και ηθο­λο­γι­κή, αλ­λά και ως ποι­η­τι­κό γε­γο­νός. Από τα μου­σι­κά σχο­λεία της δευ­τε­ρο­βάθ­μιας εκ­παί­δευ­σης έχουν απο­φοι­τή­σει αρ­κε­τές γε­νιές μα­θη­τών και μα­θη­τριών που εί­ναι πο­λύ κα­λοί γνώ­στες και ευαί­σθη­τοι χει­ρι­στές των λαϊ­κών ορ­γά­νων, ενώ η λαϊ­κή μου­σι­κή δι­δά­σκε­ται πια και σε πα­νε­πι­στη­μια­κό επί­πε­δο. Αξιο­ση­μεί­ω­το εί­ναι επί­σης, και πα­ρα­μυ­θη­τι­κό, το γε­γο­νός ότι πλη­θαί­νουν εντυ­πω­σια­κά τα μου­σι­κά συ­γκρο­τή­μα­τα νέ­ων αν­θρώ­πων που αφιε­ρώ­νο­νται με γνώ­ση και με­ρά­κι στον κό­σμο του δη­μο­τι­κού τρα­γου­διού και τον ανα­δει­κνύ­ουν με υψη­λή ποιό­τη­τα και σε­βα­σμό.

Θα έλε­γα τη μι­σή αλή­θεια αν ισχυ­ρι­ζό­μουν πως ένιω­σα «έτοι­μος από και­ρό», όταν ο Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης μού πρό­τει­νε να δη­μο­σιευ­τεί στον φι­λό­ξε­νο ηλε­κτρο­νι­κό Χάρ­τη ένα αφιέ­ρω­μα στο δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι. Η άλ­λη μι­σή; Όσες φο­ρές μού εί­χε πε­ρά­σει από το μυα­λό μια ανά­λο­γη ιδέα ή επι­θυ­μία, έσπευ­δε να τη σβή­σει πριν καν λά­βει σχή­μα ένας δι­πλός φό­βος: τι να πρω­το­πείς, ένα το κρα­τού­με­νο· ο φό­βος του χρό­νου το δεύ­τε­ρο, του χρό­νου που πά­ντο­τε μας λεί­πει, πά­ντο­τε υπο­λεί­πε­ται των ποι­κί­λων ανα­γκών μας.
Νιώ­θω λοι­πόν βα­θιά υπο­χρε­ω­μέ­νος απέ­να­ντι σε όσες και όσους δα­πά­νη­σαν ένα γε­ρό τμή­μα του χρό­νου τους για να συ­μπρά­ξουν στο πα­ρόν αφιέ­ρω­μα, ανα­πτύσ­σο­ντας το θέ­μα της επι­λο­γής τους και στην έκτα­ση που οι ίδιες/ίδιοι έκρι­ναν ικα­νή και ανα­γκαία. Υπο­χρε­ω­μέ­νος νιώ­θω επί­σης απέ­να­ντι σε όσες/όσους δεν μπό­ρε­σαν τε­λι­κά να υλο­ποι­ή­σουν τη δη­λω­μέ­νη επι­θυ­μία τους να συμ­με­τά­σχουν. Τους ευ­χα­ρι­στώ όλους και όλες ολό­ψυ­χα και από εδώ.
Όσο για το «τι να πρω­το­πείς», ψευ­δο­πρό­βλη­μα. Ο κα­θείς και ο λό­γος του. Να θι­γούν όλες οι πτυ­χές ενός τέ­τοιου θέ­μα­τος εί­ναι αδύ­να­το. Θέ­λω πά­ντως να πι­στεύω ότι με το σύ­νο­λο των συμ­βο­λών ικα­νο­ποι­ή­θη­κε η  επι­θυ­μία μιας δι­πλής συ­νο­μι­λί­ας. Να συ­νο­μι­λή­σουν οι διά­φο­ρες γε­νιές όσων έχουν ασχο­λη­θεί και συ­νε­χί­ζουν να ασχο­λού­νται με το ανώ­νυ­μο λαϊ­κό τρα­γού­δι. Αλ­λά να συ­νο­μι­λή­σουν και όσοι/όσες φτά­νουν έως αυ­τό κυ­ρί­ως διά της ορά­σε­ως, δια­βά­ζο­ντάς το και με­λε­τώ­ντας το τυ­πω­μέ­νο στις υπάρ­χου­σες συλ­λο­γές και αν­θο­λο­γί­ες ή απο­θη­σαυ­ρι­σμέ­νο σε αρ­χεία, με όσες/όσους ακο­λου­θούν συ­στη­μα­τι­κά και αδια­λεί­πτως και την οδό της ακο­ής, υπη­ρε­τώ­ντας το δη­μο­τι­κό ως ερ­μη­νευ­τές ή ορ­γα­νο­παί­κτες.
Το σύ­νο­λο των συμ­βο­λών ας εν­νοη­θεί σαν ένα στε­φά­νι λέ­ξε­ων στη μνή­μη δύο αν­θρώ­πων που μας πλού­τι­σαν με τα γρα­πτά τους για το δη­μο­τι­κό τρα­γού­δι και μας φτώ­χυ­ναν με τον θά­να­τό τους τη χρο­νιά που λή­γει: του Γρη­γό­ρη Ση­φά­κη (1935-2023) και του Μάρ­κου Δρα­γού­μη (1934-2023).

(Λεσίνι Μεσολογγίου 1957). Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης Αλγόρυθμος, Η εκδρομή της ευδοκίας, Ο μέσα πάνθηρας, Σήματα λυγρά, Ο μάντης, Οπόταν πλάτανος, Ρήματα (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2010), Μηλιά μου αμίλητη και Ο Χριστός στα χιόνια: Εφτά νύχτες στον κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι, τα θεατρικά Το μάγουλο της Παναγίας: Αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη και Ο Πέτρος της Μάνης και το φάσμα των φατριών, και τέσσερις τόμους με δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι (Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου 2017). Είναι διδάκτορας της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Έχει μεταφράσει Αισχύλο, Ευριπίδη, Αριστοφάνη, Σαπφώ, Θεόκριτο, Βίωνα, επιτύμβια και συμποτικά επιγράμματα της Παλατινής.

Πηγή: Χάρτης, 60

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Θανάσης Βαλτινός (1932):

 


Ο Παναγιώτης

Γεννήθηκε στην Κυνουρία, στο χωριό Καράτουλα. Ήταν της κλάσεως του 1949. Το φθινόπωρο του '20, με έναχρόνο καθυστέρηση, τον κάλεσαν στον στρατό να γυμναστεί. Παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο, αμέσως μετά τιςεκλογές του Νοεμβρίου —τις εκλογές που έχασε ο Βενιζέλος—, στα εμπόδια του 8ου πεζικού συντάγματος.

Σ' αυτά τον κράτησαν τρεις μήνες, τον έκαναν πυροβολητή και ύστερα μέσω Πειραιώς, τον έστειλαν να πολεμήσει στη Μικρά Ασία. Εκεί, από τον Μάρτιο του '21 ως τον Ιούλιο, έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις προς Εσκή Σεχίρ και διακρίθηκε. (Ο ίδιος ο στρατηλάτης Κωνσταντίνος, ο γιος του Αητού, στάθηκε μπροστά του στο αρχαίο Δορύλαιο και του κάρφωσε στο στήθος το Παράσημο.)

Δυο βδομάδες μετά είκοσι τριών χρονών, στο μεγάλο ελιγμό της στρατιάς για το αποφασιστικό χτύπημα, πέρασε την Αλμυρά Έρημο: Ημερόνυχτα πορεία μέσα στον μπουχό και τον ιδρώτα, χωρίς νερό αλλά με ακμαίο φρόνημα, μέχρι το Γόρδιον. Πήγαιναν για την Κόκκινη Μηλιά. Όταν έσπασε το μέτωπο, το '22, πολλά χιλιόμετρα πια δώθε από τον Σαγγάριο, στο Αλή Βεράν, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με το στρατηγό Τρικούπη και τα υπολείμματα του Γ' Σώματος. Ήταν η τελευταία τους μάχη.

Από το στρατόπεδο του Ουσάκ επέζησε —ένας στους τρεις— και, κοπανώντας για δεκαοχτώ μήνες χαλίκι, έφτασε ως την Κιλικία. Στην ανταλλαγή, το '24, εντελώς ανέλπιστα, με άλλους καμιά τριακοσαριά ακόμα, τον κατέβασαν στη Σμύρνη. Μια επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού τούς περίμενε στο σταθμό Μπασμά Χανέ, τους παράλαβε χοντρικά, τους φόρτωσε στο ατμόπλοιο «Μαρίκα Τόγια» από τη Σιδερόσκαλα της Πούντας και, όσο το καράβι ανοιγόταν, ο Παναγιώτης όρθιος στο ψηλότερο κατάστρωμα κοίταζε πίσω του τη στεριά που μίκραινε.

Παρά τους εξευτελισμούς που είχε υποστεί και με όλα τα ράκη που τον σκέπαζαν, η μορφή του εξακολουθούσε να διατηρεί κάτι αρχαγγελικό. Η αρρώστια τού παρουσιάστηκε πολύ αργότερα, τέλη του '27. Άρχισε να τρέμει το δεξί του χέρι, ένα είδος Πάρκινσον. Άρχισε επίσης και να τραυλίζει. Οι γιατροί που τον εξέτασαν αποφάνθηκαν ότι ήταν από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας. Ένας κομματάρχης, παλιός συμμαχητής του, τον έσπρωξε να γυρέψει σύνταξη. Τον βοήθησε έφτιαξαν τα χαρτιά του, τα έστειλε στο υπουργείο και περίμενε. Του απάντησαν σε εννέα μήνες αρνητικά.

Στο μεταξύ πέθανε η μάνα του και ένας μεγαλύτερος αδερφός του που συντηρούσε και τους δυο. Κάμποσο καιρό, για να τα βγάλει πέρα, ο Παναγιώτης έκανε θελήματα. Μετά αναγκάστηκε να επαιτεί. Περίεργη επαιτεία: Μάζευε και εμπορευόταν διάφορα χορτάρια, ρίγανη, φασκόμηλο — μικροποσότητες, πρόσχημα για όση περηφάνια τού είχε απομείνει. Μια γειτόνισσα μοδίστρα, παντρεμένη, παιδικός του έρωτας κάποτε, τον λυπήθηκε, και του έραψε μερικά ομοιόμορφα σακούλια από κάμποτο, με σούρα στο απάνω μέρος. Αυτός τα γέμιζε με υπομονή, τα φορτωνόταν και έπαιρνε τους δρόμους. Η μισή Πελοπόννησος τον έμαθε έτσι: Ο Παναγιώτης.

Καμιά φορά στις δημοσιές, μέσα στην καλοκαιριάτικη ζέστη, οι ατσίδες οδηγοί των φορτηγών σταμάταγαν, τον ανέβαζαν δίπλα τους και για να σπάνε πλάκα στη διαδρομή, του άνοιγαν χοντρή κουβέντα. Ακόμα και τα αλάνια στις μικροπολιτείες που διανυκτέρευε τον πείραζαν. Άλλοτε του κρέμαγαν ντενεκέδες, άλλοτε κουρελόχαρτα και του έβαζαν φωτιά. Δέχτηκε τα πάντα, όχι σα μοίρα — καλόκαρδα. Ίσως να το γλένταγε κι ο ίδιος από μέσα του.

Το '57, στρατιώτης, κατέβαινα με άδεια από τη Μακεδονία και τον τράκαρα στο Άργος, στις «γυναίκες». Τους πούλαγε σερνικοβότανο. Είχαμε κάποια μακρινή συγγένεια εξ αγχιστείας και όταν με είδε κοκκίνισε, θα κόντευε τότε εξηντάρης. Το 1973 αποτραβήχτηκε οριστικά στο χωριό του. Είχε γεράσει πια, το φως του είχε αρχίσει να θαμπώνει, τα πόδια του δεν τον βάσταγαν να κάνει τη γύρα όπως άλλοτε. Τον περιμάζεψαν κάτι μικρανίψια του. Του έδιναν ένα πιάτο φαΐ και μια από τις νυφάδες τού ζεμάταγε κάθε δεκαπέντε τη μοναδική αλλαξιά τα εσώρουχα. Για ανταμοιβή τούς έβοσκε δυο τρεις γίδες που είχαν στο κατώι.

Πέθανε την ίδια χρονιά τον Αύγουστο μήνα. Είχε βγει έξω με τα ζωντανά, δίψασε, κάπου έσκυψε να πιει σ' ένα λάκκο, γλίστρησε — τέσσερα δάχτυλα νερό— και πνίγηκε.

Γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Καράτουλα της Κυνουρίας του Ν. Αρκαδίας. Μεγάλωσε στη Σπάρτη, στο Γύθειο και στην Τρίπολη. Φοίτησε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και παρακολούθησε μαθήματα κινηματογραφίας. Ζει στην Αθήνα. Έργα του: Η κάθοδος των εννέα (1963), Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη (Μέρος πρώτο: Αμερική) (1972), Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978), Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο (1985), Στοιχεία για τη 94 / 314 δεκαετία του '60 (1989), Φτερά μπεκάτσας (1992), Ορθοκωστά (1994), Συναξάρι του Αντρέα Κορδοπάτη (βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί-22) (2000). Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1990.

Το 2012 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων και της Λογοτεχνίας από τη Διεύθυνση Γραμμάτων της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, για το σύνολο του έργου του.Πολλά από τα έργα του έχουνε μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες μεταξύ των οποίων τα Αγγλικά, τα Ιταλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Ρώσικά κ.α.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ 

Κ ε ί μ ε ν α Ν ε ο ε λ λ η ν ι κ ή ς Λ ο γ ο τ ε χ ν ί α 

Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Τρύφων Τσομπάνης (1956): Η νυξ της 3ης Ιανουαρίου του 1911

 


Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν η νυξ αύτη της 3ης Ιανουαρίου του 1911. Εις τον μικρόν οικίσκον της οικίας Παπαδιαμάντη, το παλαιόν πρεσβυτέριον, το λάδι εσώνετο εις την κανδήλαν, η οποία εφώτιζε αμυδρώς την μικράν κάμαραν.

Ο Αλέξανδρος, όστις έκειτο επί της κλίνης πυρέσσων, εζήτησε με τρεμάμενη φωνήν εν βιβλίον. Αυτό που το έδωκαν δεν ήτο εκείνο που εζήτη. Εκράτησεν ωστόσο το μικρόν τομίδιον ανά χείρας και το εθώπευσεν έχων κλειστούς τους οφθαλμούς.

Τι να εζήτει άραγε και τι να επόθει η ψυχή του;

Μήπως τον Όμηρον, τον Θουκυδίδην, το Ευαγγέλιον ή το μέγα ωρολόγιον;

Εγύρισε προς τον τοίχον και ήρχισε να ψάλλει χαμηλοφώνως το δοξαστικόν της ενάτης ώρας των Θεοφανείων: «Την χείραν σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου, έπαρον υπέρ ημών προς αυτόν Βαπτιστά…».

Ω ναι, ήτο η φωνή του κυρ-Αλέξανδρου…που έγινε ένα με τον άνεμον και περιέτρεχεν τα οδούς και τας ρύμας της μικράς πολίχνης, εν είδει αποχαιρετισμού.

Η νυξ προέκοψεν και τότε ο κυρ-βοριάς εκόπασε αισθητώς. Μία γολέττα ήτο σηκωμένη στα πανιά κι έτοιμη να βγει εκ του λιμένος.Μία βόσκουσα φώκη εκεί πλησίον, ήκουσε προφανώς το μοιρολόγι της γραίας Φραγκογιαννούς και το εσυντρόφευσε και αυτή. Ο αέρας τώρα έπνεε ηρέμα και η λαμπάδα μέσα στο πρεσβυτέριο, προ της εικόνος της γλυκοφιλούσης εσβύστη. Το λάδι είχεν σωθεί εις την κανδήλαν.

Ο κυρ-Αλέξανδρος εσταύρωσε τας χείρας και έγειρε την κεφαλήν ως εις αγκάλην τινά. Ο ύπνος ήλθεν γλυκύς, ήτο όμως ένας ύπνος άνευ ονείρων. Ένας ύπνος όχι εις την αγκάλην του Μορφέως, αλλ΄εις την αγκάλην του δικαίου Κριτού, του Παλαιού των ημερών, του Τρισαγίου, όστις αναστάς εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.

Καλή σου νύχτα κυρ-Αλέξανδρε.


Ο Τρύφων Τσομπάνης γεννήθηκε στο Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης το 1956, όπου και διαμένει.

Είναι αναπληρωτής Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.


Πηγή: ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ