Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Κώστας Περδίκης:



Guernica



Με ένα κουτί φοντάν ανά χείρας και με μπόλικο θράσος, για την εποχή και την ηλικία μας, ανεβήκαμε τα σκαλιά του σπιτιού της Αμερικάνας, απέναντι από το σινεμά.
Ήταν 26 Νοεμβρίου, του Αγίου Στυλιανού.
Με τον κολλητό μου, τον Γιώρη, ξεκινήσαμε να επισκεφτούμε το νεαρό ζευγάρι των καθηγητών, που είχε προσφάτως αφιχθεί, στο Γυμνάσιό μας και έμενε, με ενοίκιο, στο σπίτι της Αμερικάνας.
Γιόρταζε ο κύριος Στέλιος, ο σύζυγος της κυρίας Αύρας.
Πηγαίναμε τότε στην πρώτη Γυμνασίου.
Η κυρία Αύρα μας έκανε Αρχαία (Ζούκη) και Νέα.
Ήταν καλή φιλόλογος και της χρωστάω πολλά.
Ο κύριος Στέλιος, επίσης φιλόλογος, έκανε μάθημα στις πιο μεγάλες τάξεις.
Οι καθηγητές αυτοί μας φάνηκαν, από την πρώτη στιγμή, πολύ διαφορετικοί από τους παλιούς.
Ήσαν πολύ νέοι, πρωτοδιόριστοι, γελαστοί και φιλικοί με τα παιδιά ενώ οι άλλοι, οι πιο πολλοί, ήσαν περασμένα τα πενήντα, αυστηροί και απρόσιτοι.
Στο διάλειμμα, μας έπιαναν κουβέντα επί παντός επιστητού. Για μαθήματα, για αθλητικά, για κινηματογράφο και άλλα.
Ήσαν αλλιώτικοι…
Για να κερδίσουμε τη συμπάθειά τους, εγώ και ο Γιώρης, βρήκαμε ότι η γιορτή του Αγίου Στυλιανού, ήταν μια καλή ευκαιρία.
Νάμαστε λοιπόν.
Βλέποντάς μας η κυρία Αύρα στην πόρτα, στην αρχή ξαφνιάζεται και αμέσως μετά με έκδηλη χαρά ανακοινώνει την άφιξή μας στον άντρα της.
Εκείνος, ως εορτάζων, μονοπωλεί τη συζήτηση με διάφορα θέματα, που για μας έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Μεταξύ των άλλων, μας ρωτάει αν μας αρέσει να ζωγραφίζουμε, ποιους Έλληνες ζωγράφους ξέρουμε, ή αν ξέρουμε κάποιον ξένο.
Του απαντάμε τα γνωστά, Γύζη, Θεοτοκόπουλο…
Είχαμε ακούσει, ότι επίσης, ζωγράφιζε ωραία.
Πάει λοιπόν και μας φέρνει ένα μεγάλο τόμο, με εντυπωσιακό εξώφυλλο, με τίτλο "Μοντέρνα Τέχνη".
Αρχίζει να τον ξεφυλλίζει μπροστά μας και να μας δείχνει εικόνες με ζωηρά χρώματα αλλά με παράξενα σχήματα, που πρώτη φορά βλέπαμε.
" Ό πιο μεγάλος ζωγράφος, παγκοσμίως, σήμερα είναι ο Picasso μας λέει και το πιο γνωστό του έργο είναι η Guernica".
Βρίσκει στο βιβλίο και μας δείχνει τον πίνακα.
Βλέποντας την αμηχανία μας, αρχίζει να μας εξηγεί ότι οι ασυνήθιστες μορφές των ανθρώπων και των ζώων έγιναν έτσι από τον ζωγράφο, για να δείξει με πιο τραγικό τρόπο τη φρίκη του πολέμου.
Είμαστε θολωμένοι, κάνουμε πως καταλαβαίνουμε…

Γυμνασιάρχης, τότε, ήταν ένας τρομερός τύπος, τελείως καραφλός, που μας έκανε Φυσική.
Τρέμαμε μόνο που τον βλέπαμε.
Ο κύριος αυτός επιθυμούσε διακαώς, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, οι μαθητές της τελευταίας τάξης να παίξουν ένα θεατρικό έργο στο αμφιθέατρο του γυμνασίου.
Το όλον εγχείρημα το ανέθεσε στον νεοφερμένο και πολλά υποσχόμενο κύριο Στέλιο.
Το έργο που επιλέχθηκε ήταν: "Η επιστροφή του Ασώτου".
Μεταξύ των άλλων καθηκόντων, ο καθηγητής θα έφτιαχνε τα σκηνικά για την παράσταση και τις ενδυμασίες.
Από εκείνη την επίσκεψη, του Αγίου Στυλιανού, φαίνεται ότι κατάλαβε το ψώνιο μου για τη ζωγραφική και μου πρότεινε, τα απογεύματα μετά το διάβασμα, να πηγαίνω να τον βοηθάω στην ετοιμασία των σκηνικών.
Άλλο που δεν ήθελα.
Εκτός από το να χαζεύω, του ανακάτευα τις μπογιές, σκόνες με νερό, σε μικρά κύπελλα για να τις βρίσκει έτοιμες.
Τις αναλογίες, για να βγουν οι αποχρώσεις που ήθελε, τις ρύθμιζε βέβαια εκείνος.
Είχα πάθει την πλάκα μου.
Ο άνθρωπος ήταν φοβερός.
Πρώτα έφτιαξε τις δύο μάσκες, που μπήκαν αντικριστά στο πάνω μέρος της σκηνής.
Αριστερά η κωμική και δεξιά η τραγική.
Μετά σε τεράστια χάρτινα πανό έφτιαξε τα σκηνικά.
Θυμάμαι καλά δύο:
Το ένα, ήταν το παλάτι με τους κήπους, τις σκάλες και τις καμάρες.
Το άλλο, ένα δάσος με το μονοπάτι, που χανόταν, μέσα στα πυκνά δέντρα, ενώ στο βάθος φαίνονταν βουνά.
Η παράσταση είχε πολλή μεγάλη επιτυχία.
Έπαιζα κι εγώ ένα μικρό ρόλο.
Το ζεύγος Αύρα-Στέλιος, δυστυχώς για μας, δεν έμεινε πολύ στο Γυμνάσιό μας.
Στο τέλος της χρονιάς πήρε μετάθεση για την Αθήνα.
Από τότε δεν τους ξαναείδα.
Βλέποντας και ξαναβλέποντας την Guernica τους θυμάμαι και τους ευγνωμονώ…


Από τη θεατρική παράσταση του έργου: Η επιστροφή του ασώτου.
 Από τα παιδιά:
 στο κέντρο  είμαι εγώ, δεξιά είναι ο Γιώρης και αριστερά ο Αντρέας.
Στο βάθος φαίνεται το σκηνικό, που είχε ζωγραφίσει ο κ. Στέλιος.
Η καράφλα δεξιά, στην πρώτη σειρά, ανήκει αποκλειστικά
στον κ. Γυμνασιάρχη…

Από το βιβλίο μου Σινική Μελάνη, 2014

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Κώστας Περδίκης:



Τα θεάματα


Έφταναν λίγο πριν τα Χριστούγεννα ή λίγο μετά το Πάσχα. Στην αρχή με το τραίνο και αργότερα, όταν φτιάχτηκε ο εθνικός δρόμος, με το αυτοκίνητο. Έμεναν στην πόλη μας για παραστά­σεις τρεις, πέντε το πολύ μέρες.
Ήσαν τα μικρά εκείνα θεατρικά μπουλούκια, οι ζογκλέρ, οι φακί­ρηδες, οι παλαι­στές, οι αρκουδιάρηδες, οι ταχυδακτυλουρ­γοί, οι καραγκιοζοπαί­χτες. Τις παραστάσεις τους οι πιο πολλοί  τις έδιναν στη μεγάλη σάλα του καφενείου Μουσαμά. Έστηναν μια πρόχειρη σκηνή στο βάθος του μαγαζιού και κρέμαγαν τα σκηνικά που κου­βάλαγαν μαζί τους. Μόνον οι πα­λαιστές, οι ζογκλέρ και οι αρ­κουδιάρηδες παρουσίαζαν το πρόγραμμά τους έξω, συνήθως στον χώρο, μπροστά από το δημαρχείο.
    Δυο ξύλινες πινακίδες έπαιρναν περίοπτη θέση, η μία στην πάνω αγορά και η άλλη στην κάτω, μπροστά από το θερινό σι­νεμά και γνωστοποιούσαν το γεγονός. Πιτσιρικάδες, τότε, χα­ζεύαμε τις κολλημένες φωτογραφίες, που διαφήμιζαν τις παρα­στάσεις και τους πρωτα­γωνιστές τους. Βλέπαμε μαγεμένοι  τσέλιγκες και βοσκοπούλες, φακίρηδες με σαρί­κια να κοι­μού­νται πάνω σε καρφιά, παλαιστές να σπάζουν αλυ­σίδες και να λυγίζουν σίδερα, μάγους να βγάζουν λαγούς από το κα­πέλο τους, τον Μ. Αλέξανδρο να σκοτώνει το καταραμένο φίδι.
Δυστυχώς όμως για μας τα παιδιά η είσοδος σε κάτι τέτοια θεάματα ήταν ρητά απαγορευμένη από τους δασκάλους μας. Μονάχα ο Γιάν­νης, ο φίλος μου, δεν είχε χάσει παράσταση για παρά­σταση. Ήταν, βλέπετε, το ραφείο του πατέρα του λίγα μόλις μέτρα μα­κριά από το καφενείο και ο καφετζής τον έβαζε μέσα λάθρα. Υπήρχαν βέβαια φορές, που έδιναν ειδικές παραστάσεις και για μας τους μαθητές, μέσα στο σχολείο ή έξω στο προαύ­λιο.
Οι καλλιτέχνες για τη διαμονή τους είχαν να διαλέξουν ανά­μεσα στα δύο μικρά ξενοδοχεία μας, το Διε­θνές της πάνω αγοράς και το Rex της κάτω. Με το που τέλειωναν με την εκεί τακτο­ποίησή τους έκαναν την πρώτη τους βόλτα στην αγορά.
Βλέποντας τον φακίρη με το φανταχτερό του σαρίκι τον παίρναμε, η μαρίδα, από πίσω. Στα μάτια μας ήτανε ένας μικρός θεός, που μπορούσε όλα να τα πραγματοποιήσει.
Όπως και κείνοι οι ζογκλέρ με τα παράξενα ποδήλατά τους, χωρίς τιμόνι και με μία μονάχα ρόδα. Βολτάριζαν, πάνω κάτω, στον κεντρικό δρόμο κάνοντας πετάλι, ισορροπώντας πάνω τους. Μάγοι πραγματικοί.
Ο Σπύρος ο Τζέμος, ένα τετραπέρατο φτωχόπαιδο, που πού­λαγε τις εφημερίδες του πρακτορείου στην αγορά, τους είχε γίνει κολλιτσίδα, τόσο πολύ που μέσα σε δυο μέρες έμαθε και κείνος να κάνει ποδή­λατο με μία ρόδα. Έγινε ζογκλέρ.
Ο καραγκιοζοπαίχτης γύριζε τις γειτονιές με το κλειστό φορτη­γάκι του και διαλαλούσε από το χωνί το ρεπερτόριό του. Ο Καρα­γκιόζης φούρναρης, ο Καραγκιόζης γιατρός, ο Καραγκιό­ζης αστροναύτης ή πιο ηρωικά έργα όπως ο Μ. Αλέξανδρος και το κα­ταραμένο φίδι, ο Αθανάσιος Διάκος κ.ά. Οι πολύχρωμες φιγούρες του Καραγκιόζη και της παρέας του, η άθλια παράγκα του καμπούρη ήρωα, αλλά και του πλούσιο σα­ράι του Βεζίρη σκέπαζαν το φορτηγάκι σχεδόν από όλες τις μεριές.
Οι παλαιστές, όπως είπαμε, έδιναν τις παραστάσεις τους έξω, στην ύπαιθρο και οι θεατές σχημάτιζαν κύκλο γύρω τους. Εκείνοι για να μπορέσουν να εκτελέσουν τους ηράκλειους άθλους τους, έπαιρναν δύναμη και θάρρος απαγγέλλοντας  στε­ντορείως ένα μικρό εισαγωγικό λογύδριο. Άρχιζαν από τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους του, πέρναγαν στον Κολοκο­τρώνη και Καραϊσκάκη για να καταλήξουν στο έπος του ’40. Το πλή­θος χειροκρόταγε ζωηρά, συμμετέχοντας  κι αυτό στην εθνική έπαρση, με μεγάλη αγωνία και προσμονή για το τι επρό­κειτο να ακολουθήσει.
Τα θεατρικά μπουλούκια ήσαν θίασοι ολιγομελείς, από πέ­ντε το πολύ άτομα. Το ρεπερτόριό τους, κάθε χρόνο, ήταν στα­θερό, σπα­νίως άλλαζε. Η Γκόλφω, ο αγαπητικός της βοσκοπού­λας, η  ωραία του Πέραν, Μαρία Πενταγιώτισα, παίζονταν και ξαναπαίζονταν χωρίς να μειώ­νεται το ενδιαφέρον του κοινού.
Ο θίασος του Προβελέγγιου πέρναγε από τον τόπο μας, σχε­δόν, κάθε χρόνο, το είχε φαίνεται για γούρι. Θα ’ταν τότε, καθώς λένε οι παλιοί, γύρω στο ’50, που ήλθαν πάλι για παραστάσεις. Η γυναίκα του θιασάρχη ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και στην ολι­γοήμερη παραμονή τους συνέβηκε το ευτυχές γεγονός. Η κυρα Καλλιόπη, η μαμή μας, ένα βράδυ τη βοήθησε να φέρει στον κόσμο τον γιο της, τον Κώστα Προβελέγγιο, τον μετέπειτα καλό ηθοποιό. Ο Κώστας από τότε είναι γραμ­μένος στα μητρώα αρρένων του δήμου μας και δεν παραλείπει να δηλώνει συμπολίτης μας.
Ο θίασος του Ζανίνο ήταν επίσης άλλος σταθερός επισκέ­πτης μας.
   Ο αρκουδιάρης, ήταν συνήθως γύφτος. Γύριζε στις ρούγες σέρ­νοντας από την αλυσίδα μια ταλαίπωρη  αρκούδα, πάντα με φίμωτρο για να είναι ακίνδυνη. Την έβαζε να χορεύει και να κάνει διάφορα αστεία νούμερα, που έκαναν τους θεατές να γε­λάνε και να ρίχνουν μερικά  φραγκοδίφραγκα στο ντέφι του. Άλλες φορές αντί για αρκούδα γύριζε και έκανε νούμερα με μια μικρή μαϊμού.
  Τετραπέρατο ζώο καθώς ήταν εκείνη έκανε του κόσμου τις μιμήσεις: Πώς βάζει κοκκινάδι η Βουγιουκλάκη, πώς καπνίζει τη πίπα του ο δήμαρχος, πως πάει ο γέρος στο καφενείο. Στο τελευταίο νούμερο η μαϊμού άρπαζε μια μαγκούρα, την κρά­ταγε πίσω στη πλάτη της, όπως κάνουν οι τσέλιγκες και όρθια στα πίσω της πόδια έκανε μερικούς γύρους.
Ο κόσμος έβρισκε το νούμερο αστείο και ξέσπαγε σε χαχα­νητά και παλαμάκια. Μια φορά ακούστηκε ο μπαρμπα Νιόνιος ο Μωραϊτης να σχολιάζει:
«Ίδιος ρε παιδιά ο γερο Βασίλης ο Κολώκας».
   Ήμουνα κι εγώ εκεί παρών, μια σταλιά παιδάκι τότε. Ακού­γοντας την ατάκα, κάνω στροφή και φεύγω, όλο καμάρι, για το σπίτι, φουσκωμένος από κρυφή περηφάνεια για τον παππού μου.
   Ώστε λοιπόν τόσο διάσημο παππού είχα, που μέχρι και η μαϊ­μού του γύφτου τον ήξερε…    

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

LE CORBUSIER (1887-1965):










Ο Σαρλ-Εντουάρ Ζανρέ-Γκρι (Charles-Édouard Jeanneret-Gris6 Οκτωβρίου 1887 - 27 Αυγούστου 1965), γνωστός ως Λε Κορμπυζιέ (Le Corbusier), ήταν Ελβετόςαρχιτέκτονας, διάσημος για τη συνεισφορά του σε αυτό που καλείται σήμερα μοντερνισμός, ή πρώιμος μοντερνισμός. Ήταν πρωτοπόρος στις θεωρητικές μελέτες του σύγχρονου σχεδίου και αφιερώθηκε στην παροχή των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης για τους κατοίκους των συσσωρευμένων πόλεων.
Η σταδιοδρομία του είχε διάρκεια πέντε δεκαετιών, περιλαμβάνοντας κτίρια που κατασκευάστηκαν σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη, την Ινδία, τη Ρωσία, και μια κατασκευή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν επίσης πολεοδόμοςζωγράφοςγλύπτηςσυγγραφέας και σχεδιαστής επίπλων

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

HENRI-FREDERIC AMIEL (1821-1881): Ελβετός φιλόσοφος, ποιητής, κριτικός




“Το να ξέρει κανείς πώς να γερνάει είναι  κατ’ εξοχή έργο της σοφίας του και ένα από τα πιο δύσκολα κεφάλαια της μεγάλης τέχνης της ζωής.”

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Κώστας Περδίκης:



Σινική μελάνη



Η Έπη έθετε μία και μόνη προϋπόθεση.
Τα σχέδια, που οι αναγνώστες του περιοδικού θα έστελναν για δημοσίευση, έπρεπε να έχουν γίνει οπωσδήποτε με Σινική μελάνη.
Εγώ τότε, αν κάτι σχετικό είχα ακούσει, ήταν για το  Σινικό Τείχος που υπήρχε στη μακρινή Κίνα.
Έπη ήταν το ψευδώνυμο κάποιας κυρίας, που είχε την επιμέλεια της σελίδας η Γωνιά μας για όσους ζωγραφίζουν του περιοδικού «Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ των ΠΑΙΔΩΝ».
Και εξηγούμαι:
Το περιοδικό έβγαινε κάθε βδομάδα και απευθυνόταν σε παιδιά.
Ήταν η συνέχεια του θρυλικού ομώνυμου περιοδικού, στο οποίο για πολλά χρόνια ήταν διευθυντής ο Γρ. Ξενόπουλος.
Το είχα πρωτοδεί στο σπίτι του ξαδέλφου μου, που ήταν μεγαλύτερος από μένα, στην Ελευσίνα κάποιο καλοκαίρι.
Από τότε γλυκάθηκα και το έπαιρνα ανελλιπώς, μέχρι τη μέρα που διέκοψε την κυκλοφορία του.
Ζώντας σε μια μικρή κωμόπολη, πολλά χιλιόμετρα από την Αθήνα, το περιοδικό ήταν για μένα ένας μικρός παράδεισος.
Τα πάντα μπορούσε ένα παιδί να βρει στις σελίδες του.
Μυθιστορήματα, αστυνομικές ιστορίες, αθλητικά, ανέκδοτα, γελοιογραφίες, κόμικς, σταυρόλεξα, επιστημονικά νέα κ.ά.
Η σελίδα με το μεγάλο σουξέ, όμως, ήταν οι Μικρές Αγγελίες.
Εκεί τα διαπλασόπουλα, χρησιμοποιώντας παράξενα αλλά και όμορφα ψευδώνυμα όπως Ήλιος του μεσονυχτίου, Ασμοδαίος, Νταν Υπερκόσμιος, Μπούλης, Τζώρτζης Καραμπίνας κ.ά, αντάλλαζαν μεταξύ τους, σε λίγες γραμμές, απόψεις και πειράγματα.
Μια άλλη σπουδαία σελίδα ήταν και εκείνη της Συνεργασίας των αναγνωστών, όπου μπορούσε όποιος ήθελε να στείλει τα πρώτα του διηγήματα, ή ποιήματα και να τα δει, εφόσον κρίνονταν αξιόλογα, δημοσιευμένα.
Αρκετοί, μετέπειτα, γνωστοί συγγραφείς και ποιητές από εκεί ξεπήδησαν.
Στη σελίδα της Έπης τα παιδιά έστελναν τα σχέδιά τους και εκείνη έκανε επ΄ αυτών τις παρατηρήσεις και τα σχόλιά της.
Όσα σχέδια έκρινε ότι είχαν κάποιο ενδιαφέρον τα δημοσίευε στη σελίδα της.
Από μικρός μου άρεσε και προσπαθούσα να ζωγραφίζω ό,τι έβλεπα ή φανταζόμουν.
Πόθος μου, διακαής, ήταν να δω κάτι δικό μου δημοσιευμένο.
Το πρόβλημα όμως ήταν η Σινική Μελάνη.
Τέτοιο πράγμα ήταν άγνωστο στο ένα και μοναδικό βιβλιοχαρτοπωλείο μας.
Ο πατέρας μου, όντας τότε συνταξιούχος, πήγαινε με το τραίνο, κάθε τέλος του μήνα, στον Πύργο, όπου ήταν το Δημόσιο Ταμείο και έπαιρνε τη σύνταξή του.
Επιστρέφοντας, το μεσημέρι, όλο και κάτι θα μας έφερνε για δώρο, όπως τυρόπιτες, σοκολάτες ή κωκ.
Στον Πύργο υπήρχε τότε και νομίζω ότι λειτουργεί μέχρι σήμερα το περίφημο βιβλιοχαρτοπωλείο του Κορκολή, που είχε ό,τι ήθελες από βιβλία ή γραφικές ύλες.
Από το μαγαζί λοιπόν αυτό ο πατέρας μου αγόρασε και μου έφερε ένα μπουκαλάκι με Σινική Μελάνη και το κατάλληλο πεννάκι.
Στη σελίδα τη Έπης έστειλα και δημοσιεύτηκαν κάμποσα σχεδιάκια μου, όμως, τρία μόνον απ΄ αυτά μπόρεσα να διασώσω.
Η χαρά και η ικανοποίηση, που έπαιρνα όταν τα έβλεπα δημοσιευμένα και η επιβεβαίωση για το όποιο ταλέντο είχα στη ζωγραφική ήταν αμέτρητη.
Συνεχίζω να ζωγραφίζω μέχρι σήμερα.
Θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα μου να βάζει τα κλάματα συγκινημένος, όταν μου έφερε κορνιζαρισμένο από τον Πύργο ένα σχέδιό μου, τον Μεθύστακα.
Ο λόγος ήταν επειδή ο κορνιζάς, όταν είδε το έργο μου, του είχε πει:
« Ό γιος σου έχει ταλέντο, αν συνεχίσει θα γίνει μια μέρα σπουδαίος ζωγράφος».
Ακόμη περιμένω να γίνω…     







(Από το βιβλίο μου Σινική μελάνη, 2014)


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

LAZA LAZAREVIC (1851-1890):





«Πρώτη φορά με τον πατέρα στον όρθρο» 



Η νύχτα ήταν λαμπρή. Ο ουρανός λάμπει, το φεγγάρι φωτοβολεί, δροσερός ο αέρας, δεν κινείται τίποτε· είδα τότε τον μπαμπά πως ανασηκωτά κρυφοκοίταζε στην κάμαρη των καλφάδων και πάλι πήγε μακρύτερα.

 Τέλος στάθηκε κάτω απ' τη στέγη της αποθήκης κι έβγαλε το πιστόλι. Αυτήν τη στιγμή πρόβαλε, δεν ξέρω από πού, η μητέρα. Τρόμαξε ο άνθρωπος, κάρφωσε πάνω της το βλέμμα του με το στόμα ανοιχτό.

 —Βάσα, αδερφέ, αφέντη μου! Τι σκοπεύεις να κάνεις; Ο πατέρας μου σκιάχτηκε. Στέκεται σαν λαμπάδα, κοιτάζει τη μητέρα με άδειο βλέμμα. Η φωνή του σαν κουδούνι σπασμένο.

—Πήγαινε, Όλγα, άφησέ με. Εγώ χάνομαι.

 —Πώς χάνεσαι, αφέντη μου; Ο Θεός μαζί σου. Τι λόγια είν' αυτά; Όλα τα 'δωσα, είπε αυτός κι άπλωσε τα χέρια.

—Ας τα 'δωσες, αδερφέ. Σάματις εσύ δεν τα κέρδισες; Ο πατέρας αποτραβιέται λιγάκι και την κοιτάζει σαστισμένος.

 ― Μα όλα, είπε αυτός, όλα, τ' ακούς;

 — Δεν πειράζει, είπε η μητέρα.

  — Και τ' άλογο, είπ' αυτός.

  —Το παλιοψοφίμι! λέει η μητέρα.

  —Και το χωράφι.

  —Την ερημιά!

Αυτός χύνεται κοντά της. Την κοιτάζει στα μάτια, σαν για να τη φάει. Μα αυτό σαν ένας άγιος - που 'ταν κιόλας.

   —Και το σπίτι! της λέει και γουρλώνει τα μάτια.  

   —Δεν πειράζει, λέει η μητέρα, εσύ να 'σαι καλά.  

—Όλγα! -Βάσα!

—Τ' είν' αυτά που λες, Όλγα;

—Ο Θεός, λέω, να δώσει ζωή σε σένα και στα παιδιά μας. Εμάς δε μας έθρεψε ούτε το σπίτι ούτε ο χωράφι. Εσύ μας ζωοτρόφησες. Κανείς μας δε θα πεινάσει, ενόσω εσύ είσαι ανάμεσά μας. 0 πατέρας μου σα να ζαλίστηκε και στηρίχτηκε μέ τον αγκώνα του στης μητέρας τον ώμο.

—Όλγα, άρχισε να λέει, μα και σύ... Εδώ η φωνή του πνίγηκε, σκέπασε τα μάτια του το μανίκι και σώπασε. Εκείνη τον έπιασε απ' το χέρι.
—Όταν παντρευτήκαμε, δεν είχαμε τίποτε, μόνο ένα χαλί, ένα ταψί και δυο τρία σκαφίδια. Σήμερα, δόξα να 'χει ο Θεός, είναι γεμάτο το σπίτι. Εγώ είδα πως έπεσε μια σταλαματιά δάκρυ κάτω απ' το μανίκι του μπαμπά κι άστραψε στο φως του φεγγαριού.

—Λησμόνησες πως έχουμε ακόμη την αποθήκη γεμάτη κηκίδι; [Σημ. μετ.: ο καρπός του κυπαρισσιού, απ' τον οποίο κατασκευαζόταν το μελάνι της γραφής]

—Γεμάτη είναι, λέει ο πατέρας με φωνή μαλακή σαν μετάξι. Σέρνει το μανίκι πάνω στα μάτια και κατεβάζει το χέρι.

—Και τι κάνουν εκείνες οι δυο αρμαθιές τα φλωριά; Γιατί να κείτουνται τόσα χρήματα, πάρ' τα για την πραμάτεια σου.

—Να τα βάλουμε στα σιτάρια.

—Μήπως τάχα γεράσαμε πολύ, δόξα να χει ο Θεός! Έχουμε γεια! Και τα παιδιά μας είναι γερά. Θα παρακαλούμε το Θεό και θα δουλεύουμε.

—Σαν τίμιοι άνθρωποι.

—Εσύ δα δεν είσαι από κείνους που κάθονται με τα χέρια τα δεμένα, καθώς υπάρχουνε τέτοιοι. Εγώ δε δίνω τα χέρια σου ούτε για τα καλά όλου του κόσμου.

—Και θ' αποχτήσουμε πάλι σπίτι.

—Και θα το βγάλουμε πέρα με τα παιδιά.

—Και τότε δε θα μ' αναθεματίζουνε πεθαμένο. Από τότε δεν τα είδα!

—Έλα να τα δεις, του λέει η μητέρα και τον σέρνει από το χέρι, σαν μωρό παιδί. Εγώ με τρία πηδήματα βρέθηκα στο δωμάτιο. Είπα μόνο στην αδερφή μου σιγά:

  —Πλάγιασε! Κι εγώ σκεπάστηκα πανωκέφαλα με το πάπλωμα. Μόλις ο πατέρας κι η μητέρα πάτησαν το κατώφλι και να χτύπησαν βροντερά οι καμπάνες για τον όρθρο. Βαρύς ο ήχος ξαπλώνεται μες στη σιγαλιά της νύχτας και τρομάζει του χριστιανού η ψυχή. Καθώς ο αγέρας παίρνει τα κλαδιά τα κατάξερα, έτσι κι αυτός ο ήχος παίρνει τον πόνο και τη θλίψη. Σκίζει τους δεσμούς της ματαιότητας·  η ψυχή ταπεινωμένη μιλά με τον ουρανό.

—Παιδί μου, σήκω να πάμε στην εκκλησιά!...


Ο Laza Lazarevic, (1851-1890)  θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Σέρβους συγγραφείς του 19ου αιώνα και αρκετοί αναφέρονται σε αυτόν ως «ο Σέρβος Τουργκένιεφ». Πρωταρχικό μέλημά του είναι να προσεγγίσει τα δεσμά που κρατούν φυλακισμένη την ανθρώπινη ψυχή και να τα επιλύσει, ίσως όχι με τον καλύτερο, αλλά τουλάχιστον με έναν διαφορετικό τρόπο.   Χαρακτηριστικό των διηγημάτων του —το μόνο έργο του που μας παραδίδεται- είναι η κλιμακωτή κορύφωση του δραματικού ύφους, η ενδελεχής σκιαγράφηση των χαρακτήρων, η ολοκληρωμένη ψυχολογική ανάλυσή τους. Ο αναγνώστης πλημμυρίζει συγκίνηση ακόμα και από τον τρόπο που ο συγγραφέας παρουσιάζει τα άψυχα αντικειμένα, λες και τους μεταδίδει πνοή κατευθείαν μέσα από την καρδιά του.   Στις Όχθες του Σάβου, η ζωή είναι δοσμένη σε όλη της την τραγικότητα και την ανθρώπινη τρυφερότητα. 

Πηγή: Lifo