Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 


ο επίμονος συνταξιδιώτης


Μικρός ήμουνα πολύ ξεχασιάρης, σαν να λέμε η προσωποποί­ηση της αφηρημάδας.

Έφευγα από το θερινό σινεμά και το ζιλέ μου έμενε ξεχασμένο στο μπράτσο της πάνινης πολυθρόνας. Έφταιγε βέβαια και η μάνα μου, που με σταύρωνε να παίρνω κάτι μαζί μου για τη βραδινή υγρασία.

Γύριζα από τη θάλασσα και  ξαναθυμόμουνα το μαγιό και την πετσέτα μου μόλις έμπαινα στο σπίτι.

Στις σχολικές εκδρομές άλλες λυπημένες ιστορίες.

Σε μια απ’ αυτές, είχαμε ήδη ξεκινήσει την επιστροφή μας, όταν θυμήθηκα την καινούργια μου ζακέτα, που είχα κρεμάσει σε μια ελιά, πριν αρχίσουμε τη μπάλα.

Από τη πολλή μου λαχτάρα να προλάβω να τη μαζέψω, πριν απομακρινθούν οι άλλοι, έτρεξα πηδώντας σαν κατσίκι τις  πε­ζούλες και ό, τι άλλο έβρισκα μπροστά μου.

Περνώντας πάνω από μια βατιόνα έπεσα, κτυπώντας στο στήθος, δυο μέτρα πιο χαμηλά και μου κόπηκε η ανάσα.

Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας.

Με το ζόρι σηκώθηκα και κούτσα, κούτσα πρόλαβα τους άλ­λους στη στροφή.

Όμως, αυτά τα γεγονότα, αλλά και άλλα δεν έλεγαν να μου γί­νουν μάθημα.

Μεγάλωνα και  συνέχιζα λίγο πολύ το ίδιο βιολί.

Έπρεπε φαίνεται να μου συμβεί κάτι  ακόμα για να ξεχειλίσει το ποτήρι και να βάλω επί τέλους μυαλό.

Ήμουνα τότε στην Αθήνα, στην τελευταία τάξη του λυκείου, κάνοντας παράλληλα φροντιστήριο για τις εισαγωγικές εξετά­σεις.

Από το  καλοκαίρι, που είχα κατέβει για διακοπές, το ενδιαφέ­ρον μου επικεντρώθηκε σε ένα "πρόσωπο", με το οποίο, βοη­θούντων και των μπάνιων στη θάλασσα, είχα αρχίσει ένα φλερτ.

Ήθελα να πιστεύω ότι το ενδιαφέρον ήταν αμοιβαίο.

Επακολούθησαν κάποια τηλεφωνήματα, αλλά το πράγμα δεν έβλεπα να παίρνει τα πάνω του.

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, που θα  πήγαινα στους δικούς μου για τις γιορτές  και έγκαιρα είχα βγάλει εισιτήριο με το πρωινό τρένο, που αναχωρούσε από τον σταθμό Πελοποννή­σου.

Κανόνισα να συνταξιδεύσω με το "πρόσωπο", φροντίζοντας με τρόπο, να πληροφορηθώ τη μέρα, την ώρα ακόμα και τη θέση του εισιτηρίου της.

Είχα ο έρμος την κρυφή ελπίδα ότι συνταξιδεύοντας, καθισμέ­νοι τόσες ώρες πλάι-πλάι, το ποθητό για μένα αποτέλεσμα θα ερχόταν έτσι πιο εύκολα.

Από βραδύς ετοίμασα τη τσάντα μου και έβαλα το ξυπνητήρι, γιατί έπρεπε να σηκωθώ πολύ πρωί .

Ξύπνησα στην ώρα μου, ετοιμάστηκα και πίνοντας στο πόδι δυο γουλιές καφέ έκλεισα πίσω μου την πόρτα.

Στα επόμενα λεπτά καθόμουν δίπλα στον οδηγό του ταξί.

Έμενα, τότε, πιο πάνω από το πεδίο του Άρεως και κατηφορί­σαμε τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Μπήκαμε στην Ιουλιανού και σε λίγο είμαστε απ’ έξω από τον σταθμό.

Βγάζω το πορτοφόλι μου να πληρώσω τον ταξιτζή και διαπι­στώνω την "πατάτα", που για άλλη μία φορά είχα διαπράξει.

Το εισιτήριο έλλειπε από το πορτοφόλι, ξεχασμένο προφανώς στο τραπεζάκι της κουζίνας, από τότε που ήπια βιαστικά τον καφέ.

Μου ’ρθε ταμπλάς.

Όχι τόσο για το εισιτήριο που θα πήγαινε χαμένο, όσο για τη σχεδιασμένη από καιρό συνταξίδευση με το "πρόσωπο".

Ο ταξιτζής, μάρκα με ’καψες, βρήκε πάραυτα λύση.

«Κλείσε την πόρτα», μου λέει, «πάμε να πάρουμε το εισιτήριο και θα πιάσουμε το τρένο στους Αγίους».

Ανάθεμα και αν κατάλαβα για ποιους Αγίους έλεγε.

Φουριόζικα με πήγε στο σπίτι, πήρα το εισιτήριο και σε λίγα λεπτά γκάζωνε στη Λιοσίων.

Ήταν ακόμα πολύ πρωί και η κίνηση δεν είχε αρχίσει.

Ο ταξιτζής ψύχραιμος και σίγουρος για την ιδέα του μου εξή­γησε ότι το τρένο θα το προλαβαίναμε στον σταθμό των Αγίων Αναργύρων.

«Κουλάρισε», μου πέταξε και άναψε τσιγάρο.

Έτσι και έγινε.

Πρώτοι εμείς φτάσαμε στον σταθμό και μετά από λίγο ήρθε και το τρένο.

Με άλλον αέρα, πλέον, ανέβηκα στο βαγόνι μου και βαδίζοντας στον διάδρομο αναζήτησα τη θέση μου.

Είδα τότε "το πρόσωπο", να έχει πιάσει κουβεντούλα με τους απέναντι και να είναι μες την καλή χαρά.

Η θέση πλάι της άδεια.

Βλέποντάς με το μόνο που είπε ήταν:

«Γεια, ήρθες»;

Για την αδικαιολόγητη απουσία μου ούτε η παραμικρή αγωνία, ή ανησυχία.

Και το πιο οδυνηρό για μένα.

Μάταια προσπάθησα να διακρίνω κάποιο σημάδι αν όχι ενθου­σιασμού τουλάχιστον μιας κάποιας ευχαρίστησης από την παρουσία μου.

Άνθρακες ο θησαυρός.

Εκείνο λοιπόν το ταξίδι με το τρένο, το περιπετειώδες, έμελλε να αποβεί για μένα αξέχαστο αλλά και σημαδιακό.

Και αυτό όχι γιατί η ταξιδιωτική συνύπαρξη με το "πρόσωπο" δεν είχε το προσδοκώμενο από μένα αποτέλεσμα.

Έτσι κι αλλιώς όσα αποκόμισα ήσαν ασήμαντα, ''λίγα ψίχουλα αγάπης'', που λέει και το άσμα.

Έφερε όμως ένα άλλο πεζό μεν, αλλά πολύ πρακτικό όφελος δε.

Από τότε και έπειτα έπαψα για πάντα να είμαι ξεχασιάρης, κα­θιερώνοντας και εφαρμόζοντας μια δική μου μέθοδο.

Πριν σηκωθώ από κάπου, πριν ξεκινήσω για κάπου, πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου κάνω νοερά έναν έλεγχο για να πειστώ ότι δεν έχω ξεχάσει κάτι ή ότι δεν μου λείπει κάτι.

Είναι δε η μέθοδός μου τόσο αποτελεσματική, που δυο τρεις φίλοι μου την έχουν υιοθετήσει…  

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

''ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ'':



 Ένας επισκέπτης της πόλης μας, τη δεκαετία του '50, που υπογράφει 
 ''Ο ΛΟΥΟΜΕΝΟΣ'', σκιαγραφεί με ρίμα πρόσωπα και καταστάσεις...



Πηγή: Γιώργος Κολώκας

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Ο Γιάννης Τσαρούχης και το περιοδικό “Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός της Νεότητος”:

 


το παλιότερο δηµοσιευµένο έργο του καλλιτέχνη (1927)






Στο 3ο τεύχος του τρίτου έτους του περιοδικού, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1927, υπάρχει στη σελίδα 5 χρωµατιστό σχέδιο Ελληνίδας ντυµένης µε την εθνική ενδυµασία. Το σχέδιο δηµοσιεύεται µε τον τίτλο Σκίτσο του µικρού Ερυθροσταυρίτη Τσαρούχη και τον υπέρτιτλο Εθνική Ανάµνησι · µια στολή Αµαλίας, υπό τον τίτλο Εθνική Ανάµνησι, στα 1927, στην αρχή της Α΄ Ελληνικής Δηµοκρατίας, πέντε χρόνια µετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ενώ έχει προηγηθεί η έξωση της Βασιλείας.

Πηγή: Κώστας Γ. Τσικνάκης ktsikn@eie.gr 

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Tomas Watson (1971):

 








Tomas Watson: Ο εξαιρετικός Βρετανός ζωγράφος που ζει αφανής στην Ελλάδα εδώ και 25 χρόνια Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου και στη συλλογή του Ρίντλεϊ Σκοτ, όμως ο ίδιος προτιμά να ζει και να δημιουργεί αποτραβηγμένος από τη δημοσιότητα σε ένα νεοκλασικό στο Θησείο. 

Πηγή: www.lifo.gr

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 


                                                                                           Το ξενοδοχείο ''Γεράνιο''


κρεμ καραμελέ


Κάθε Αύγουστο, απαραιτήτως, κατέβαινε στον Καϊάφα για τα θερμά του μπάνια. Έμενε πάντα στο ''Γεράνιο'', το πιο αριστο­κρατικό από τα άλλα δύο ξενοδοχεία, ''Ολυμπία'' και ''Αρήνη''.

Ήταν μια Κυριακή, θυμάμαι,  όταν άκουσα τον πατέρα μου, γυρνώ­ντας από την εκκλησία, να λέει της μητέρας. «Έχει έλθει ο Ασημάκης στον Καϊάφα και πρέπει να πάω να τον δω». Ήταν ο αγαπημένος  του ξάδελφος, στρατηγός εν αποστρατεία και φα­νατικός εργέ­νης. «Πάρε και το παιδί μαζί σου, είναι ευκαιρία να τον γνωρί­σει», του απάντησε η μητέρα. Εκείνο το ''στρατηγός εν αποστρατεία'' τόσο πολύ με είχε εντυπωσιάσει, που πε­ρίμενα πως και πως την ώρα που θα τον έβλεπα από κο­ντά.

Μπήκαμε στο λεωφορείο, που πηγαινοέφερνε τους λουόμε­νους στα λουτρά και ήμαστε οι μόνοι επιβάτες που δεν κουβα­λάγαμε μαζί μας τσάντες με πετσέτες και μπουρνούζια. Φτάνο­ντας στα λουτρά, μόλις που προλάβαμε τη βενζινά­κατο, που έλυνε τον κάβο, για να περάσει τον κόσμο απέναντι στο νη­σάκι, όπου ήσαν τα ξενοδοχεία.

Βρήκαμε τον θείο Ασημάκη να κάθεται σε μια πάνινη πο­λυθρόνα στο βεραντάκι του ξενοδοχείου, και να μελετάει εμβρι­θώς την ''Καθημερινή''. Με το που μας είδε σηκώθηκε και μας πλησίασε χαμογελώντας για να μας καλωσορίσει.

Η εικόνα που είχα φανταστεί για κείνον αυτοστιγμή κατέρ­ρευσε. Αντί για έναν ψηλό, βλοσυρό στρατηγό με στολή, αστέ­ρια και σιρίτια είχα μπροστά μου έναν καλοκάγαθο γελαστό, μάλλον κοντό, ηλικιωμένο κύριο, με πολιτικά ρούχα.

Καθίσαμε και πριν πιάσει με τον πατέρα μου τα δικά τους, άρχισε από με μένα, ρωτώντας με να μάθει για την πρόοδό μου στο σχολείο. Ικανοποιημένος με το πρόσφατο ''άριστα'' που είχα πάρει, έβγαλε το μικρό δερμάτινο πορτοφόλι του και με αντά­μειψε με ένα τάλιρο. Μεγάλο χαρτζιλίκι για κείνα τα χρόνια.

Χάζευα μαγεμένος το τοπίο, τη λίμνη και το δάσος, όταν το παιδί του ξενοδοχείου, με την άσπρη του μπλούζα πέ­ρασε από κει και ο θείος Ασημάκης έσπευσε να παραγγείλει τα κερά­σματα, καφέδες για τους δυο τους και για μένα μια ''κρεμ καρα­μελέ'', όπως την είπε. Πρώτη μου φορά άκουγα ότι υπάρχει τέ­τοιο γλυκό.

Οι κουραμπιέδες και ο μπακλαβάς, άντε και καμιά γαλό­πιτα, από το γάλα της γίδας μας ήσαν τα γλυκά που συνήθιζε να μας φτιάχνει η μητέρα μας.

Το γκαρσόνι, σβέλτο καθώς ήταν, δεν άργησε να γυρίσει κρατώντας τον φορτωμένο δίσκο. Ακούμπησε τους καφέδες και τα νερά στο τραπεζάκι και σε μένα πρόσφερε την κρεμ καρα­μελέ.

Εκείνο, που αντίκρισα μέσα στο βαθουλό πιατάκι ήταν ένα μπεζ πράμα, που ’μοιαζε κάπως με  τη γαλόπιτα της μάνας μου,  ήταν όμως τρεμουλιάρικο και βουτηγμένο μέσα σε ένα καφετί σιρόπι.

Αυτόματα, μια άλλη παρόμοια εικόνα μου ’ρθε τότε στο μυαλό. Ήταν μάλιστα τόσο ζωντανή,  που θα ’πρεπε να βρω  πολύ θάρρος για να αποτολμήσω να δοκιμάσω το παράξενο τούτο κατασκεύασμα.

Το γιατί εξηγείται παρακάτω.

Με το που έμπαινε η άνοιξη η νοικοκυρά του σπιτιού είχε να κάνει, ανάμεσα στις άλλες,  μία ακόμα απαραίτητη και σο­βαρή δουλειά. Να φτιάξει το σαπούνι της χρονιάς. Γινόταν από τις μούργες[1], τα κατακάθια δηλαδή του λαδιού, που απόμεναν στις ζάρες και στα ντεπόζιτα.

Η δουλειά αυτή ήταν βαριά και για να γίνει ήθελε δυο του­λάχιστον άτομα. Η μητέρα μας ζήταγε βοήθεια, πότε από τη Ντίνα, την ανηψιά της και πότε  από τη θεια Μαρία τη γειτό­νισσά μας, σαν δανεικαριά.

Έριχναν τα λάδια στο μεγάλο χαρανί[2], μαζί με νερό και σα­πουνόπετρα[3] και τα ’βαζαν να βράσουν πάνω σε δυνατή φω­τιά. Το βράσιμο κράταγε ώρες πολ­λές και έπρεπε να ανακατεύ­ουν συνέχεια το μίγμα, πότε η μία και πότε η άλλη, με μια μα­κριά κουτάλα, προσθέτοντας κάπου, κάπου νερό ή ό,τι άλλο χρεια­ζόταν.

Όταν έφτανε η ώρα που το βράσιμο είχε ολοκληρωθεί, κα­τέβαζαν το χαρανί από τη φωτιά και το άφη­ναν όλη τη νύχτα να κρυώσει. Το άλλο πρωί το πηγμένο σα­πούνι είχε κάνει μια στρώση, γύρω στους δέκα πόντους πάχος, που κολύμπαγε πάνω στο καφετί καυστικό υγρό.

Η αγωνία τους ήταν μεγάλη, μέχρι να δουν κατά πόσο το αποτέλεσμα της δουλειάς τους ήταν πετυχημένο ή όχι. Υπήρ­χαν φορές που  το σα­πούνι δεν έβγαινε καλό και  όλος ο κόπος τους πήγαινε στράφι.

Έπρεπε την άλλη μέρα να ξανακάνουν όλη τη δουλειά. Την αποτυχία τους βέβαια, πάντα σχεδόν, την έριχναν σε κάποιο κακό μάτι, που όπως έλε­γαν πέρασε από κει και μάτιασε το σα­πούνι. Έτσι για παν ενδε­χόμενο δεν παρέλειπαν να καίνε λιβάνι πάνω σε ένα κεραμίδι, όση ώρα κράταγε το βράσιμο.

Όταν επιτέλους έφθανε η ώρα της δοκιμής, η μητέρα έμπηγε ένα μακρύ μαχαίρι και έκοβε το πρώτο μικρό κομμάτι από το πηγμένο  σαπούνι. Μόλις το τράβαγε, στη κενή θέση του κομματιού ανέβαινε από το βάθος του χαρανιού το καυ­στικό καφετί υγρό,  που είχε κατακάτσει στον πάτο του.

Η εικόνα λοιπόν εκείνου του μικρού μπεζ κομματιού από το φρέσκο σαπούνι, σε συνδυασμό με το  καφετί υγρό, ήταν που μου ήλθε στο μυαλό, μόλις πρωτοείδα την κρεμ κα­ραμελέ. Πολύ διστακτικά, πήρα μισή κουταλιά και την έβαλα στο στόμα μου. Περιέργως, δεν μου φάνηκε απαίσια όπως θα περί­μενα, κάθε άλλο μάλιστα. Με τη δεύτερη κουταλιά  τη βρήκα ενδιαφέ­ρουσα και με την τρίτη έπιασα τον εαυτό μου να νοιώ­θει σκέτη απόλαυση.

   Από τότε η κρεμ καραμελέ μπήκε για τα καλά στη ζωή μου, εξασφαλίζοντας περίοπτη θέση στο πάνθεον των αγαπημένων μου γλυκισμάτων. Όσο για κείνο το σπιτικό σαπούνι, επί πολλά χρόνια, ήταν πολύτιμο για το πλύσιμο των ρούχων στη σκάφη της μάνας μας, για τη λάτρα του σπιτιού και για το λούσιμό μας, πριν μας κατακλύσουν τα πάσης φύσεως αρωματικά σα­μπουάν…



[1] μούργα = κατακάθι λαδιού

[2] χαρανί = μεγάλο χάλκινο καζάνι, λεβέτι

[3] σαπουνόπετρα =  καυστική ποτάσα



Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Στις απόκρημνες σκήτες του Αγίου Όρους:

 Εκεί που οι μοναχοί ζουν κυριολεκτικά σε κελιά κρεμασμένα σε απόκρημνους βράχους, σα χελιδονοφωλιές, μακριά από την τάξη των μοναστηριών, ασκητικοί ως το τέλος της ζωής τους. 








Πηγή: www.lifo.gr

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 

Όταν με το καλό ο κορωνοϊός μας το επιτρέψει

ελπίζουμε να πούμε επιτέλους τυπωθήτω

και να δούμε την πολύχρονη προσπάθειά μας να ολοκληρώνεται

στην μορφή ενός μικρού βιβλίου.




Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Ηλίας Κουτσούκος (1950):

 



ΟΝΕΙΡΟ ΖΩ, ΜΗ ΜΕ ΞΥΠΝΑΤΕ

  

Είµαι, λέει, πεζοπόρος στην παραλιακή της πόλης, αυτή που τη λένε «µπάι-πας», και έχω θυµώσει γιατί συναντώ και άλλους να βολτάρουν, άλλους που πολλούς από αυτούς δεν χώνευα χρόνια για διάφορους λόγους –µάλλον κοινωνικούς– δεν ξέρω ακριβώς, πάντως δεν γουστάρω ούτε τις καληµέρες τους. Όλοι έχουν στο κινητό τους το 6 και φορούν κανονικά τη µάσκα τους, αν και ξέρω πως πολλοί από αυτούς έβριζαν πριν λίγο καιρό τις µπούρκες και τα τσαντόρ. Βαδίζουν στο δήθεν «κάπου έχω να πάω» και εγώ τους παρατηρώ ασφαλής µέσα στο όνειρο, που µάλλον το έχει σκηνοθετήσει ένας Κινέζος νεαρός και αυτόχειρας, µε τις οδηγίες όµως του Θόδωρου Αγγελόπουλου που λάτρευε την παραλιακή. Κάθοµαι σε ένα παγκάκι, κατεβάζω τη µάσκα, ανάβω το τσιγαράκι µου και βλέπω έναν µεσήλικα κοµψοντυµένο, να ξεκόβει από τη βόλτα του και να µε πλησιάζει σε απόσταση ασφαλείας. Κατεβάζει κι αυτός τη µάσκα του, βγάζει από την τσέπη ένα πακέτο Παλλάς –που δεν υπάρχει τώρα– και ανάβει, ενώ εγώ έκπληκτος αναγνωρίζω τον φίλο µου. Είναι ο Τάκης Κανελλόπουλος. Με κοιτάζει σοβαρός και µου λέει «να προσέχεις, αγόρι µου, αυτή η πανδηµία έχει µεγάλο τράβελιγκ και δύσκολα µονοπλάνα...». Πάνω που πάω να φωνάξω «Τακούλη µου, τι κάνεις;», οι κωλονευροδιαβιβαστές µου εξαφανίζουν την εικόνα του και πάραυτα µου κουβαλούν κάποιες µικρούλες που κάνουν τζόκινγκ, ξεπεταρούδια γύρω στα 17-18 όλα τα λεφτά. Κοιτάζω τις νεαρές που τρέχουν, ελαφάκια, κόντρα στο απαλό αεράκι του Θερµαϊκού και σκέφτοµαι πως η Οµορφιά είναι αήττητη και έτσι θα σώσει τον κόσµο –είχε δίκαιο ο Ντοστογιέφσκι– όταν στη σκηνή εµφανίζεται η Παγώνα Σουµελίδου από τον Εύοσµο, εύσωµη, νταρντάνα στα 65 της, που την είχα γνωρίσει πριν από 25 χρόνια στην κλινική όπου νοσηλευόµουν. Προϊσταµένη της εντατικής. Στέκεται µπροστά µου και µε αυστηρό ύφος µου λέει «να σταµατήσετε αµέσως το κάπνισµα και βάλτε τη µάσκα σας γιατί τρέχουν τα σάλια σας, σα δε ντρέπεστε». Ξύπνησα λουσµένος στον ιδρώτα. Πήγα προς το παράθυρο κι από τον Χορτιάτη ερχόταν ένα φωτεινό µωβ. Ξηµέρωνε απαλά στη δύσκολη καινούργια µέρα.

 

 

Ο Ηλίας Κουτσούκος γεννήθηκε το 1950 στην Αθήνα. Από το 1967 ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε δημοσιογραφία στο "Central Office of Information" του Λονδίνου. Από το 1977 έως το 1985 υπήρξε μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας "Θεσσαλονίκη" με βιβλιοκρισίες. Ιδρυτικό στέλεχος της ΕΡΤ3 και διευθυντής της καθώς και σύμβουλος διοίκησης μέχρι το 2011. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1978 με ποιήματα από το περιοδικό "Παραλλάξ". Ως πεζογράφος συνεργάστηκε στενά με τα περιοδικά "Παραφυάδα" και "Το τραμ" (τρίτη διαδρομή).
Έχει εκδώσει δέκα βιβλία με διηγήματα, παραμυθίες, νουβέλες και ποιήματα στους εκδοτικούς οίκους Λιβάνης, Νεφέλη, Καστανιώτης, Παρατηρητής, Κέδρος, Γαβριηλίδης. Κείμενα του έχουν μεταφραστεί και ανθολογηθεί στα αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, σουηδικά, ουγγρικά, τούρκικα. Από το 2016 είναι πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.

Πηγή: Athens Voice

 

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Κωνσταντίνος Δοξιάδης, αρχιτέκτων-πολεοδόμος (1913-1975):

  












1913: Γεννιέται στη Στενήμαχο Ανατολικής Ρωμυλίας

1941-1944: Καταγραφή ζημιών και στατιστικοί πίνακες που χρησιμοποιούνται για ανοικοδόμηση της Ελλάδας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο


1945: Μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στον ΟΗΕ με ρόλο στα προγράμματα ανοικοδόμησης των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου


1945-1950: Υφυπουργός Ανοικοδόμησης


1953: Ιδρύει Τεχνικό Γραφείο Δοξιάδη μετέπειτα Doxiadis Associates


1955: Εθνικός αναπτυξιακός σχεδιασμός του Πακιστάν, ίδρυση διεθνούς περιοδικού αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας «Ecistics»


1955-1959: Εθνικό οικιστικό πρόγραμμα του Ιράκ, εθνικό πρόγραμμα κατοικίας του Λιβάνου, ανάπτυξη 43 μεγάλων αστικών κέντρων του Ιράν


1959: Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Οικιστικής (Αθήνα) και διεξαγωγή ερευνητικών προγραμμάτων για την Πόλη του Μέλλοντος, την εξέλιξη της Αθήνας, την Ανθρώπινη Κοινότητα και την Αρχαία Ελληνική Πόλη


1959-1964: Δραστηριοποιείται στην Αφρική


1964: Βραζιλία, ρυθμιστικό σχέδιο Ρίο ντε Τζανέιρο


1963-1975: «Συμπόσια της Δήλου» με σκοπό τη διεπιστημονική δικτύωση


1965-1970: Σημαντικά έργα στη Σαουδική Αραβία

Πηγή: Lifo


Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

Δημήτρης Κουκουλάς (1947):

 Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του


"...Παραφράζοντας την ατάκα του Νίκου Νικολαΐδη από την ταινία του «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα»: «Όλα ξεκίνησαν από τότε που εκείνος ο καταραμένος ο Πέρυ Κόμο τραγούδησε την Γκλεντόρα» θα μπορούσε κανείς να πει για τον μεταπολιτευτικό μας αριστερισμό ότι: «όλα ξεκίνησαν το Νοέμβρη του ’73 από εκείνη τη θυελλώδη και οργισμένη Εργατική Συνέλευση στην κατάληψη του Πολυτεχνείου».
Τις ώρες δηλαδή που οι Αθηναίοι άκουγαν από τα ραδιόφωνα τους το «Εδώ Πολυτεχνείο, Εδώ Πολυτεχνείο» και στο πνιγμένο από τα δακρυγόνα κέντρο της Αθήνας αντηχούσαν εκκωφαντικά τα συνθήματα: «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία» «Κάτω η Χούντα» «Λαέ, Λαέ ή Τώρα ή Ποτέ», πνίγοντας τους ήχους από τους πυροβολισμούς των ακροβολισμένων στις ταράτσες ελεύθερων σκοπευτών, τις ίδιες εκείνες ώρες μέσα στο αμφιθέατρο του κτιρίου Γκίνη, μέσα στην καρδιά της εξέγερσης δηλαδή, παιζόταν σε αυτοσχεδιασμό μια γιγαντιαία θεατρική ρετροσπεκτίβα όλης της παγκόσμιας επανάστασης. Διαρκής και αδιάλειπτη συνεδρίαση που ξετυλιγόταν από τις πρώτες ώρες της κατάληψης, ξεκίνησε το βράδυ της Τετάρτης δηλαδή, και κράτησε μέχρι το Σάββατο τα ξημερώματα, λίγο πριν μπουν το τανκ και οι στρατιώτες. Μια μαραθώνια παράσταση που ούτε και στα πιο φιλόδοξα όνειρα του δεν θα μπορούσε να συλλάβει σήμερα ο επιρρεπής σε μακροσκελή θεατρικά εγχειρήματα διάσημος σκηνοθέτης Πήτερ Χωλλ.
Μέσα στο πυκνό ντουμάνι του καπνού από τα τσιγάρα και μπροστά σ’ ένα εναλλασσόμενο ακροατήριο, που όλο μπαινόβγαινε με δακρυσμένα μάτια, διαπρύσιοι ομιλητές με στρατιωτικά αμπέχονα και μακριές γενειάδες, κοπέλες με φούστες φραμπαλά και άφρο μακριά μαλλιά, ταγάρια και σακίδια, ξεδίπλωναν όλη την επαναστατική ορολογία με τα τσιτάτα της, όλο το λεξιλόγιο των ανατροπών και των εξεγέρσεων από την κομμούνα των Παρισίων μέχρι το Μάη του ’68 και όχι μόνο. Ακόμη και με εκείνες τις γκραβούρες από τη γαλλική εθνοσυνέλευση του 1789 θα μπορούσε να κάνει κάποιος νοητικούς συσχετισμούς βλέποντας τα τεντωμένα σαν ελατήρια κορμιά των ρητόρων, την ένταση και το πάθος στα πρόσωπα.
Πότε από την έδρα και πότε από τα έδρανα. Με υψωμένες τις γροθιές ή τις παλάμες, με αντεγκλήσεις και παθιασμένες από την ένταση στεντόρειες φωνές, βαθιές φωνές μαγευτικές, μιλούσανε οι πιο πολλοί για άμεση επανάσταση για το «εδώ και τώρα» όπως το έλεγαν. Ένα εδώ και τώρα που άλλοι το προσδιόριζαν στην πλήρη κατάργηση κράτους και εξουσίας με τις αναρχικές κομμούνες και την αυτοδιαχείριση και οι υπόλοιποι σε ποιο συντεταγμένα πράγματα και οργανωμένα αλλά με ποικίλες αποχρώσεις όμως: όπως η λαϊκοδημοκρατική επανάσταση που έλεγαν κάποιοι ή σοσιαλιστική επανάσταση που έλεγαν οι άλλοι ή σκέτη εργατική επανάσταση κάποιοι σκληροί και κράτος εργατών και αγροτών κάποιοι λιγάκι μαλακότεροι.
Μιχαήλ Μπακούνιν, Καρλ Μαρξ, Πιότρ Κροπότκιν, Βλαδίμηρος Λένιν, Λέων Τρότσκι, Κλάρα Τσέτκιν, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μπουοναβεντούρα Ντουρούτι, Ερρίκο Μαλατέστα, Μάο Τσε Τουνγκ, Τσε Γκεβάρα, Ρούντι Ντούτσκε, Κον Μπεντίτ. Ορολογίες και ονόματα μυθώδη, τα πιο πολλά πρωτάκουστα σε όσους από μας ήμασταν τότε αμύητοι και είχαμε πάει εκεί μόνο και μόνο για να πέσει η χούντα. Εξεγέρσεις που αγνοούσαμε και αποσπάσματα ιστορικών ομιλιών που μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της αναταραχής μας γοήτευαν πολύ, όπως μας γοήτευαν και οι παθιασμένοι ομιλητές που τα εκφωνούσαν. Χωρίς να αντιλαμβανόμαστε εκείνη τη στιγμή πως αυτό που βλέπαμε να παίζεται μπροστά μας ζωντανά ήταν ένα κινηματογραφικό τρέϊλερ, σαν αυτά τα θορυβώδη τ’ αμερικάνικα, ένα εκτεταμένο «προσεχώς» με πολλές σκηνές από την μετέπειτα ζωής μας".

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Ελένη Καραίνδρου:

Τα κινηματογραφικά



 Cosmos: Ελένη Καραΐνδρου | Τα Κινηματογραφικά - YouTube



Η Ελένη Καραΐνδρου γεννήθηκε στo Τείχιο Φωκίδας. Σπούδασε πιάνο και θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο, αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1967) συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι, μελετώντας εθνομουσικολογία στη Σορβόννη, όπως επίσης ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας στη Scuola Cantorum. Το 1975, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, κυκλοφορεί τον πρώτο της δίσκο με τίτλο Μεγάλη αγρυπνία σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη και ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη. Παράλληλα, συνεργάζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι για τη δημιουργία του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Από το 1975 μέχρι το 1990 εκδίδονται δίσκοι με μουσική της στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Από το 1990 συνεργάζεται με τη διεθνούς φήμης δισκογραφική εταιρία ECM και το δημιουργό της Manfred Eicher και κυκλοφορεί 12 άλμπουμ: Music for Films, The Suspended Step of the Stork, Ulysses' Gaze, Eternity And a Day, Trojan Women, Τhe Weeping Meadow, Elegy of the Uprooting, Dust of Time, Eleni Karaindrou-Concert in Athens, Εuripides: Medea, David, Tous des Oiseaux.

Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις και βραβεία μεταξύ των οποίων πέντε βραβεία Μουσικής Κινηματογράφου στην Ελλάδα, το βραβείο Μουσικής Θεάτρου «Δημήτρης Μητρόπουλος», καθώς επίσης το διεθνές Βραβείο Φελίνι για τον «Καλύτερο συνθέτη της Ευρώπης» από το Europa Cinema στην Ιταλία (1992). Τo 2002 της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το 2004 κέρδισε υποψηφιότητα για τα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου (Felix) με τη μουσική της για Το λιβάδι που δακρύζει.

Ήδη από το ξεκίνημα της συνεργασίας της Καραΐνδρου με τη δισκογραφική εταιρία ECM (Edition of Contemporary Music) και τον ιδρυτή της Manfred Eicher πριν από τρεις δεκαετίες, η κριτική υπήρξε διθυραμβική. Την έχουν ονομάσει «10η μούσα της Ελλάδας» (Michael Walsh, περιοδικό TIME, 25/3/1996) ενώ, κατατάσσοντάς την ανάμεσα στους μεγαλύτερους συνθέτες της Ευρώπης, πιστεύουν ότι η συνεργασία της με τον Αγγελόπουλο θα καταχωρηθεί στην Ιστορία όπως ακριβώς η συνεργασία του Nino Rota με τον Federico Fellini (Riccardo Bertoncelli, εφημερίδα La Repubblica, 25/2/1999). Πολλοί συγκρίνουν τη μουσική της με εκείνη μεγάλων νεορομαντικών συνθετών όπως ο Arvo Pärt. Γενικά, το ελεγειακό της ύφος αποτελεί πολύτιμο φάρο για όλη τη σημερινή modern classical γενιά δημιουργών.

Πηγή: iefimerida

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 


Τιτανομαχίες μέχρις εξοντώσεως

 

Στη μνήμη του Θανάση

 

Το πελώριο κορμί του Θανάση κείτεται έξω από το ρινγκ, πεσμένο πάνω στα χαλίκια. Ο διαιτητής , σκυμμένος πάνω του, αρχίζει να μετράει και να τον ρωτά αν εγκαταλείπει. Εκεί­νος σφαδάζοντας από τον πόνο, με όση δύναμη του απομένει ουρ­λιάζει: «Όχι, στην πατρίδα μου ποτέ». 

Εκείνον τον μακρινό Αύγουστο, μεσούσης της Χούντας των συνταγματαρχών, έμελλε στη μικρή μας πόλη να ζήσουμε ιστορικές και ανεπανάληπτες στιγμές. Ο μηχανικός του ΟΛΥ­ΜΠΙΑ, του θερινού μας σινεμά, ο δαιμόνιος Βαγγέλης είχε τη φαεινή ιδέα να διοργανώσει ένα μικρό πρωτάθλημα  ελεύθερης πάλης (κατς), κάτι ανάλογο με εκείνο που κάθε καλοκαίρι λά­βαινε χώρα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, στη λεωφόρο Αλε­ξάν­δρας. Αφορμή πήρε από το γεγονός ότι ένας συμπολίτης μας είχε γίνει σπουδαίος αθλητής της πάλης. Επρόκειτο για τον Θα­νάση, με το πα­ρατσούκλι Γατζούνης, μακαρίτη τώρα πια.

Ο Θανάσης ήταν ο μεγαλύτερος γιος  μιας πολυμελούς και φτωχιάς οικογένειας, που ζούσε σε μια χαμοκέλα, κοντά στο δάσος και τη λίμνη του Καϊάφα. Είχε μπει, σαν αστυφύλα­κας, στην Αστυνο­μία Πόλεων, αλλά λόγω των αξιοζήλευτων σωματικών του δια­στάσεων επιδόθηκε και στην Ελληνορω­μαϊκή πάλη, με εντυ­πωσιακές επιδόσεις, μέχρι που μια χρονιά, έφτασε να γίνει πρωταθλητής Ελλάδος στα βαρέα βάρη. Του άρεσε όμως και η ελεύθερη πάλη.

Ένα Σάββατο πρωί, λοιπόν, είδαμε κολλημένες στις κολώ­νες της ΔΕΗ μεγάλες χρωματιστές αφίσες, που διαλαλούσαν το μελ­λούμενο πρωτάθλημα. Τέσσερις παλαιστές, τέσσερα αγρι­ωπά πρόσωπα φορώντας μαγιό, διαφορετικού χρώματος, πόζα­ραν δείχνοντας τα τεράστια κορμιά τους. Με μεγάλα γράμματα κα­λούσαν τον κόσμο να παραστεί την Κυριακή το βράδυ, στις οκτώ, στο σινεμά για να δει από κοντά αυτούς τους γίγαντες να παλεύουν μεταξύ τους.

Με ονόματα όπως Αιμοβόρος, Τιτάνας, Άτλαντας, και Μο­λοσσός υπόσχονταν τιτανομαχίες μέχρις εξοντώσεως. Ο δικός μας, ο Θανάσης είχε το ψευδώνυμο Άτλαντας. Περιττό να πω ότι ο κόσμος, επειδή δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο, «είχε πά­θει την πλάκα του». Η φράση στην αφίσα -μέχρις εξοντώσεως- ανέ­βασε στα ύψη  το ενδιαφέρον και την περιέργειά μας, τρο­μάζο­ντάς μας κάπως, είναι αλήθεια. Οι τέσσερις μονομάχοι από την άφιξή τους και λίγο πριν την ώρα των αγώνων βρίσκονταν σε διαφορετικά ση­μεία της πόλης, αποφεύγοντας λόγω θανάσι­μου μίσους, να έλ­θουν σε επαφή.

Ο Αιμοβόρος στρώθηκε στο καφενείο του Καρδαρά, στην πάνω αγορά. Ο Μολοσσός βολτάριζε στην κάτω αγορά, απένα­ντι από το σινεμά. Ο Τιτάνας μάθαμε ότι πήγε στον γειτονικό μας Καϊάφα, για να χορτάσει οξυγόνο από το δάσος του. Ο δι­κός μας, ο Θανάσης, ο Άτλαντας, προτίμησε τη θά­λασσά μας. Σουλατσάριζε επιδεικτικά, με το μπλε μαγιό του, κατά μήκος της παραλίας, με τη μαρίδα ξετρελαμένη να τον έχει πάρει από πίσω.

Από τα λεγόμενα και τις χειρονομίες τους ήταν ολοφάνερο ότι το επόμενο βράδυ της Κυριακής τα μάτια μας θα ’βλεπαν σκηνές πρωτόγνωρες, τρομερές και φοβερές. Ο καθένας τους, από την πλευρά του, ήταν σίγουρος για την νίκη του.

Την άλλη μέρα, με το που έπεσε ο ήλιος, κατηφορίσαμε στο σινεμά για να πιάσουμε θέση όσο πιο μπροστά γινόταν. Δεν άργησε να δημιουργηθεί το αδιαχώρητο. Λόγω του Θανάση, όλοι μας είχαμε ένα λόγο παραπάνω να δώσουμε εκείνη τη βραδιά το παρόν.

Μπροστά από την οθόνη είχε στηθεί το ρινγκ με τα σχοινιά, ένα μέτρο και, πάνω από τα χαλίκια. Πίσω, το πανί της οθόνης γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη με τη γνωστή αφίσα. Στη πρώτη σειρά, των καθισμάτων, τιμητικά, παρατάσσεται όλη η φαμίλια του Θανάση. Ο πατέρας του, ένα κοντό συμπα­θητικό ανθρω­πάκι, δίπλα η μάνα του, μια αντρογυναίκα και παραδίπλα τα αδέλφια του, όλα τα Γατζουνόπουλα, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο.

Για διαιτητής προσφέρθηκε να είναι ο ίδιος ο Βαγγέλης. Ως  Αθηναίος αυτός είχε παρακολουθήσει αγώνες πάλης και ήξερε κουτσά στραβά τα βασικά των κανονισμών της.

Κάποια στιγμή τα φώτα χαμηλώνουν και ένας δυνατός προβολέας λούζει με το φως του το ρινγκ. Ο διαιτητής, παρου­σία των τεσσάρων μονο­μάχων, κάνει την κλήρωση για τα δύο ζευγάρια των ημιτελι­κών. Οι νικητές των δύο πρώτων αγώνων θα αγωνιστούν στον μεγάλο τελικό. Ο Θανάσης κληρώθηκε να αγωνιστεί στον δεύτερο ημιτε­λικό.

Ο πρώτος αγώνας μεταξύ των αγνώστων μας Αιμοβόρου και Μολοσσού δεν έχει καμιά σημασία για μας και  αδιαφο­ρούμε πλήρως για το ποιος θα βγει νικητής. Έρχεται, όμως, η σειρά του δεύτερου ημιτελικού, μεταξύ του Θανάση ( Άτλαντα) και του Τυφώνα.

Ενθουσιασμός, φωνές, χειροκροτήματα. Οι αντίπαλοι ισο­δύναμοι. Τη μια στιγμή σωριάζεται ο ένας στο καναβάτσο και την άλλη ο άλλος. Το ξύλο πέφτει σύννεφο και τα βογκητά του πόνου ακούγονται μέχρι τις πίσω σειρές. Για καλή μας τύχη, προς το τέλος του αγώνα, ο αντίπαλος του Θανάση τραυματίζε­ται και εγκαταλείπει. Ο Θανάσης μας είναι στον τελικό. Κάτω πανζουρλισμός. Όλη η οικογένεια όρθια χειροκροτεί και καμα­ρώνει το βλαστάρι της.

Περασμένες πια εννιά φτάνει η μεγάλη στιγμή του τελικού. Πάνω στο ρινγκ, διαγωνίως απέναντι, τα δυο θηρία ο Αιμοβό­ρος και ο Άτλαντας (Θανάσης) με βρυχηθμούς,   πιασμένοι από τα σχοινιά, περιμένουν πως και πως τον Βαγγέλη να σφυρίξει την έναρξη. Και ο αγώνας κάποτε αρχίζει.

Τα δυο πελώρια κορμιά αγκαλιάζονται, κτυπιούνται με φο­βερή δύναμη, βγάζοντας κραυγές πόνου. Ο Θανάσης παραπα­τάει και την άλλη στιγμή βρίσκεται στο καναβάτσο ακινητο­ποιημένος από τον αντίπαλό του. Ο διαιτητής αρχίζει το μέ­τρημα, αλλά πριν φτάσει στο τρία με μια ύστατη προσπάθεια σηκώνεται και πάλι όρθιος.

Τώρα είναι η σειρά του αντίπαλου να φάει το ξύλο της χρο­νιά του, στριμωγμένος στη μια γωνιά από τον Θανάση. Το παλι­κάρι μας έχει ξαναβρεί τη δύναμη και τη σιγουριά για τη νίκη του, που απ’ ό,τι φαίνεται δεν θ’ αργήσει να ’ρθει. Δυστυ­χώς όμως για κείνον και για όλους μας έρχονται, μετά,  τα πάνω κάτω.

Το πόσο ξύλο έφαγε στα επόμενα λεπτά ο Θανάσης από τον Αιμοβόρο δεν περιγράφεται. Βογκώντας προσπαθεί να αποφύ­γει τα κτυπήματα του αντιπάλου του και να πάρει μιαν ανάσα. Αντί όμως γι αυτό βλέπουμε τον Αιμοβόρο με ένα απίθανο αεροπλανικό κόλπο να τον σηκώνει ψηλά και με απίστευτη δύναμη να τον πετάει έξω από το ρινγκ πάνω στα χαλίκια.

Τραγωδία. Όλη η φαμίλια κλαίει μ’ αναφιλητά. Η έρμη μάνα του τραβάει τα μαλλιά της μονολογώντας «τι σου ’κανε παιδάκι μου». Στον κόσμο βουβαμάρα. Κρατάμε την αναπνοή μας, αγωνιώντας για το μετά. Ο Βαγ­γέλης, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, ρωτάει για τελευταία φορά τον Θανάση αν εγκα­ταλείπει. «Όχι, στην πατρίδα μου ποτέ» βγαίνει σαν ουρ­λιαχτό η απάντηση από το στόμα του.

Και το θαύμα του Άγιου Σπυρίδωνα, του πολιούχου μας, γί­νεται. Ο Θανάσης μας, πριν το μέτρημα του Βαγγέλη τελειώ­σει, σηκώνεται και σκαρφαλώνει στο ρινγκ. Ορθώνει το τερά­στιο κορμί του κα με σηκωμένα τα χέρια του είναι σαν να δίνει όρκο  στη σημαία. Τώρα οι δυνάμεις του είναι διπλάσιες. Με μια φοβερή λαβή ρίχνει τον Αιμοβόρο στο καναβάτσο και ξα­πλώνει πάνω του, για να μη μπορεί να κάνει την παραμι­κρή κίνηση. Ο διαιτητής αρχίζει να μετράει. Ο χρόνος τελειώ­νει.

Ο Θανάσης είναι ο μεγάλος νικητής, ο θριαμβευτής των αγώνων. Ο διαιτητής, ο Βαγγέλης, τον φέρνει στο κέντρο του ρινγκ και του σηκώνει το χέρι του ψηλά. Όλοι μας όρθιοι ζητω­κραυγάζουμε, επευφημούμε τον ήρωά μας. Η φαμίλια αγάλλε­ται, κλαίει και πάλι, αλλά τώρα από χαρά και υπερηφάνεια. Ο Θανάσης σκεπασμένος με την γαλανόλευκη κάνει γύρους θρι­άμβου στο ρινγκ χαιρετώντας το πλήθος, που τον αποθεώνει. 

Τελειώνοντας νομίζω ότι είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση: Πιστεύω να έχει γίνει αντιληπτό ότι εκείνο το μικρό πρωτά­θλημα ελεύθερης πάλης (κατς) ήταν στην πραγματικότητα μια καλοστημένη θεατρική παρά­σταση, με πολύ μίσος, εντυπω­σιακά κόλπα, δύσκολες φάσεις και πολύ ξύλο. Όλα ήσαν κανο­νισμένα και σκηνοθετημένα από πριν, όπως βέβαια και το ποιος θα ήταν ο μεγάλος νικητής του πρωταθλήματος. Άλλωστε ο Βαγγέλης, για τους δικούς του αγώνες, είχε σαν πρότυπο εκεί­νους που κάθε καλοκαίρι, όπως είπαμε, γινόντουσαν στο γή­πεδο του Παναθηναϊκού με μεγάλη επιτυχία…


Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 Το πρώτο μου διήγημα...

(1964, μαθητής Γ' Γυμνασίου)


Δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό 
''Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ''