Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Λέων Τολστόι και Μαξίμ Γκόρκι:

 Ο αριστοκράτης και ο επαναστάτης


Όταν ο Λέων Τολστόι συνάντησε τον Μαξίμ Γκόρκι στο εξοχικό κτήμα του Γιάσναγια Πολιάνα το 1900, ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή συνάντηση δύο μεγάλων συγγραφέων.

 

Αντιπροσώπευε τη συνένωση δύο διαφορετικών Ρωσιών και δύο διαφορετικών αιώνων. Επιστολές, φωτογραφίες και ντοκουμέντα της εποχής βγαίνουν σε διαδικτυακή δημοπρασία από τις 17 Νοεμβρίου μέχρι την 1η Δεκεμβρίου από τον οίκο Christie's. (Exiles and Idealists: A Private Collection of Russian Literary Manuscripts).

 

Σε ένα άγνωστο γράμμα σε έναν φίλο του, ο επαναστάτης νεαρός συγγραφέας περιγράφει την ημέρα που τον διασκέδασε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του κόσμου και φωτογραφήθηκε μαζί του.

 

Ο Τολστόι ήταν τότε εβδομήντα ετών, ο Γκόρκι μόλις τριάντα δύο, και η σχέση τους εκείνη την εποχή θα μπορούσε να περιγραφεί ως «άβολη». Μιλώντας για τον Γκόρκι στον κοινό τους φίλο και συνάδελφο συγγραφέα Άντον Τσέχοφ, ο Τολστόι είπε: «Έχει μύτη σαν το ράμφος της πάπιας - και μόνο άτυχοι και κακομαθημένοι άνθρωποι την έχουν».

 

Ο Τσέχοφ υπέθεσε ότι αυτή η κακία είχε τις ρίζες της στην επαγγελματική ζήλια. Χάρη στη δημοτικότητα διηγημάτων όπως το «Τσελκά» και το «Η γριά Ιζεργκήλ», ο πρωτοεμφανιζόμενος Γκόρκι είχε καταφέρει να έχει πωλήσεις που συναγωνιζόταν μόνο ο σεβάσμιος Τολστόι.

 

Υπήρχαν, ωστόσο, περισσότερα στη σχέση του διδύμου απ' όσα πίστευε ο Τσέχοφ - όπως αποκαλύπτεται από μια επιστολή που θα δημοπρατηθεί, η οποία γράφτηκε από τον Γκόρκι μετά τη συνάντησή του με τον Τολστόι το 1900 και ήταν άγνωστη στους μελετητές πριν από αυτήν τη δημοπρασία.


Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Ανρί Τρουαγιά, ο κύριος στόχος του Γκόρκι ως συγγραφέα ήταν «να καταγγείλει τα ελαττώματα της κοινωνίας». Έβλεπε την τσαρική Ρωσία ως ένα ντροπιαστικό μέρος, γεμάτο στερήσεις και παρακμή - και ήταν ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που αντιμετώπισε τη ζωή των κατώτερων τάξεων με αυθεντικότητα που γνώριζε από πρώτο χέρι.


Το φόντο της ζωής του ήταν άκρως αντίθετο με αυτό μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο Τολστόι, ο γεννημένος το 1828, σε μια αριστοκρατική οικογένεια που είχε τις ρίζες της αιώνες πίσω, γιος μιας πριγκίπισσας και ενός κόμη. Πριν παντρευτεί τη Σοφία Αντρέγεβνα Μπερς, έζησε μια ζωή με γυναίκες, ποτό και τζόγο και οι χαρακτήρες των αριστουργημάτων του Πόλεμος και Ειρήνη και Άννα Καρένινα προέρχονταν κυρίως από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, όπως και ο ίδιος.


Ο Τολστόι κατάφερε να απεικονίσει με απαράμιλλο τρόπο τη ρωσική κοινωνία της εποχής του και τη ζωή της τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα και με την αναπαραστατική δύναμη της τέχνης του να δώσει εκπληκτικούς πίνακες από τη ζωή της τσαρικής Ρωσίας.


Η συνάντησή τους δείχνει και το φοβερό ρήγμα που υπήρχε στη χώρα τους. Ο Τολστόι, αριστοκρατικός χρονικογράφος της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας του 19ου αιώνα, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον επίδοξο επαναστάτη, τον Γκόρκι, συγγραφέα με ταπεινές ρίζες και ταπεινούς αναγνώστες, που θα ευθυγραμμιζόταν με την κομμουνιστική Ρωσία του 20ού αιώνα.


Πηγή: Lifo



Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930):

 



Θερμά θαλάσσια λουτρά

Στο χτήμα μας, όταν οι ζέστες έπιαναν για τα καλά, άρχιζαν οι προετοιμασίες για τη θάλασσα. Πρώτη η θεια μου που, αφ' ότου χήρεψε, υπέφερε ολόκληρο το χειμώνα από ρευματισμούς, κατέβαζε από την αποθήκη ένα μεγάλο στρογγυλό κουτί, από όπου έβγαζε το μαύρο καλοκαιρινό της καπέλο, αγορασμένο πριν χρόνια και χρόνια από τον μακαρίτη, σε ένα του ταξίδι-αστραπή στην Τεργέστη. Το ταξίδι εκείνο, που αναφερόταν σπάνια, πάντοτε δε με κάποιο δέος, φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που χαρακτηρίστηκαν ως έκτακτες, αν μη και μυστηριώδεις. Η θεια μου βούρτσιζε προσεχτικά το καπέλο και ύστερα το καθάριζε με ένα εκχύλισμα φύλλων κισσού. Με το ίδιο υγρό, βρασμένο ελαφρά, σχεδόν αφέψημα, καθάριζε και τη μαύρη της μαντίλα, την εσάρπα της, καθώς και ένα ψάθινο καλαθάκι με καπάκι, που προοριζόταν για τα τρόφιμα του ταξιδιού. Η πιο μεγάλη φασαρία ήταν, ώσπου να συμφωνήσει με τον έναν από τους δυο ταξιτζήδες της πόλης (τους σωφέρ, καθώς τους έλεγαν), τις μέρες και τις ώρες που θα μας παραλάμβανε. Το τραίνο* αναχωρούσε κάθε πρωί στις δέκα και δέκα.

Ο σταθμός βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, σε ένα πέτρινο διώροφο σπίτι, με ωραία μπαλκόνια, πολλές πόρτες, γκισέδες και κιγκλιδώματα. Διέθετε τρεις αίθουσες αναμονής, ανάλογες με τη θέση που ταξίδευε ο κάθε επιβάτης.

Η θεια μου έβγαζε ένα εισιτήριο διαρκείας, πρώτης θέσεως, με την πρόσθετη ένδειξη «θερμά θαλάσσια λουτρά», γραμμένη με καφέ, λοξά γράμματα. Ένα ειδικό βαγόνι, με την ίδια ένδειξη στους υαλοπίνακες, εξυπηρετούσε αποκλειστικά αυτή την κατηγορία των λουομένων. Ήταν ένα αληθινό άδυτο, όπου κανείς τρίτος δεν διενοείτο ούτε να διέλθει καν, όχι να καθίσει, ή να τολμήσει να ανοίξει το παράθυρο.

Δεν μπορώ να φαντασθώ πιο τρυφερή αναχώρηση τραίνου. Στις δέκα παρά τέταρτο χτυπούσε το πρώτο καμπανάκι του σταθμού, με έναν γλυκύ, μαλακό, αλλά και αρκετά ισχυρό ήχο. Οι πιο ηλικιωμένοι έσπευδαν ήδη στο βαγόνι τους. Στις δέκα παρά πέντε χτυπούσε το δεύτερο, οπότε η κίνηση, τα τρεχάματα και ο αναβρασμός επιτείνονταν, και στις δέκα και δέκα ακριβώς χτυπούσε το τρίτο καμπανάκι, με το οποίο όλοι πια καταλάμβαναν, μέσα σε μια πραγματική αναταραχή, τις θέσεις τους. Τότε εμφανιζόταν ο Θύμιος*. Φορούσε μια πολύ σκούρα μπλε στολή και πηλήκιο με πολλά χρυσά σιρίτια, ενώ από τον αριστερό του ώμο κρεμόταν μια καφέ δερμάτινη τσάντα, με τα εισιτήρια και όλα τα απαραίτητα όργανα του ελέγχου. Από τη ζώνη του πανταλονιού του, με μια χοντρή αλυσίδα, είχε αναρτήσει μια μικρή σάλπιγγα, άψογα γυαλισμένη και ιδιαίτερα κυρτή, σαν κέρας. Ο Θύμιος έριχνε μια βλοσυρή ματιά κατά μήκος του συρμού, και επέπληττε όσους κωλυσιεργούσαν* να ανέβουν. Στυλωμένος περί το μέσον του τραίνου, ανέκραζε στεντορία τη φωνή: Ες, Κύριοι! Κανείς δεν έμαθε ποτέ το ακριβές νόημα της φράσης, αλλά αμέσως, πατείς με πατώ σε οι βραδυπορούντες, σκαρφάλωναν στα βαγόνια. Οι επιβάτες της πρώτης θέσεως, καθισμένοι σε περίτεχνα καθίσματα από ψάθα προελεύσεως εξωτερικού, δυσφορούσαν. Όλα την τελευταία στιγμή, έλεγαν.

Ο Θύμιος στρεφόταν ακολούθως στον μηχανοδηγό. Εκείνος τον προσέβλεπε πειθήνια στα μάτια, ενώ με το δεξί του χέρι έψαυε την σειρήνα του τραίνου. Έτοιμος; του φώναζε. Ο μηχανοδηγός έγνεφε καταφατικά, χωρίς να αποσύρει το παράπαν* το βλέμμα του. Τότε ο Θύμιος ανασπούσε* τη σάλπιγγα και σάλπιζε έναν οξύ, μακρότατον και, μπορώ να πω, μουσικόν ήχο, που έσβηνε σιγά σιγά, σαν σιωπητήριο. Ένα ευχάριστο ρίγος διέτρεχε τους επιβάτες. Όλα έτοιμα πλέον, προς αναχώρησιν. Το τραίνο σφύριζε και ξεκινούσε αργά αργά, μέσα σε θορύβους και γδούπους. Ο Θύμιος πλησίαζε και αυτός και σαλτάριζε στο τελευταίο βαγόνι. Το ταξίδι άρχιζε.

Η θάλασσα απείχε περί τα δεκατρία χιλιόμετρα και μέχρι την Αλκυώνα, όπου κατέβαιναν οι κανονικοί λουόμενοι, μεσολαβούσαν τρεις σταθμοί και μια προαιρετική στάση. Σε κάθε αναχώρηση από τους ενδιάμεσους σταθμούς, η διαδικασία με το Θύμιο επαναλαμβανόταν με την ίδια ακρίβεια — μόνο στην προαιρετική στάση παρέλειπε τις εκφωνήσεις. Το τραίνο περνούσε μέσα από σταφιδαμπέλους, αγρεπαύλεις, μετόχια μοναστηριών και αμμόλοφους. Στους σταθμούς οι νέοι κατέβαιναν και άρπαζαν από τα παρακείμενα κλήματα τσαμπιά μαύρης σταφίδας, ή και χούφτες ολόκληρες από τα αλώνια, όπου άπλωναν τον καρπό για να ξεραθεί.

Ο μεγάλος, όμως, σαματάς γινόταν στην Αλκυώνα. Πριν ακόμη σταματήσει το τραίνο, πηδούσαν αρκετοί από τα βαγόνια και άρχιζαν να τρέχουν δαιμονιωδώς προς τη θάλασσα. Είχαν να διανύσουν περίπου δύο χιλιόμετρα, ώσπου να φθάσουν στην αμμουδιά με τις μπανιέρες*. Πολλοί προτιμούσαν να κατέβουν στην επόμενη στάση, μπροστά στα θερμά λουτρά, από όπου η απόσταση, ως τις μπανιέρες, ήταν πολύ μικρότερη, σχεδόν μηδαμινή. Τις έβρισκαν, όμως, κατειλημμένες από τους πρώτους, που είχαν σαλτάρει από το τραίνο και διατρέξει τη διαδρομή με τα πόδια.

Το κτίριο των θερμών λουτρών, βαμμένο κίτρινο, περιβαλλόταν από ένα άλσος με ευκάλυπτους. Η θεια μου δεν με άφηνε να μπω μέσα στους λουτήρες. Άνοιγε το καλαθάκι, μου έδινε ψωμί, τυρί, ένα αυγό βραστό και σταφύλια, και με παρότρυνε να περπατήσω στην αμμουδιά, αφού φορούσα προηγουμένως μια κατάλληλη κάσκα για τον ήλιο.

Πήγαινα στην αμμουδιά και χάζευα. Μάζευα κοχύλια, αστερίες, ζωντανές άσπρες αχιβάδες. Ανέβαινα ύστερα στις μπανιέρες. Ήταν ξύλινες, κατασκευασμένες από χοντρούς σιδερένιους πασσάλους, που τους είχαν μπήξει μέσα στη θάλασσα, χωριστά μια σειρά μπανιέρες για τους άντρες, χωριστά για τις γυναίκες. Μια γέφυρα, επίσης ξύλινη, ένωνε το κάθε συγκρότημα με την ξηρά.

Οι καμπίνες ήταν στενές, υγρές και μύριζαν μούχλα και κάτουρο. Η εταιρία του τραίνου τις είχε χτίσει πριν χρόνια, αλλά σιγά σιγά τις εγκατέλειψε και ρήμαζαν. Έλειπαν αρκετά σανίδια και έτσι φαινόταν ο αμμουδερός πυθμένας της θάλασσας, καθώς και οι σπασμένοι πάσσαλοι, γεμάτοι φύκια και όστρακα. Μια σκαλίτσα από το άλλο μέρος της κάθε καμπίνας κατέβαζε στα βαθιά, όπου το βάθος του νερού ξεπερνούσε το μέτρο. Παιδιά δεν άφηναν να κολυμπήσουν εκεί. Οι άντρες φορούσαν μακριά μπανιερά, αν και μερικοί νοικοκυραίοι κατέβαιναν τη σκαλίτσα τελείως γυμνοί. Με πολλή σοβαρότητα τοποθετούσαν το αριστερό τους χέρι ανοιχτό, μπροστά από τα απόκρυφα μέλη τους, ενώ με το δεξί, μόλις το πόδι τους άγγιζε το νερό, έκαναν αργά αργά το σταυρό τους. Κατόπιν βουτούσαν.

Λίγο πριν από τον πόλεμο, οι μπανιέρες είχαν αρχίσει να ξεχαρβαλώνονται τελείως. Τότε ήταν που έφθασαν στον τόπο μας μερικοί πρόσφυγες από τη Ρωσία, δικοί μας, ή και λευκορώσοι. Θυμάμαι ένα ξανθό παλληκαράκι ψηλό, με γαλανά μάτια. Κολυμπούσε περίφημα. Έφερνε γύρα όλη την ακτή. Με ωραίες απλωτές πήγαινε στα βαθιά, παρέκαμπτε το ειδικό σύρμα που χώριζε τα χωρικά ύδατα των γυναικών, και κολυμπούσε στα νερά τους. Τσιρίδες και φωνές, εκείνες. Οι δικοί μας τον κύτταζαν ζηλόφθονα, διαμαρτύρονταν, αλλά πού να τολμήσουν να τον ακολουθήσουν, σε κείνες τις ακτές με τα ρηχά νερά, κανείς δεν κατάφερνε να μάθει κολύμπι της προκοπής.

Μια Κυριακή ο νεαρός Ρώσος, αφού έκανε κάμποσους γύρους, επέστρεψε κολυμπώντας προς τις ανδρικές μπανιέρες. Ανέβηκε τη σκαλίτσα και σκαρφάλωσε επάνω στη στέγη, από όπου μπορούσε να γίνει ορατός από την πλευρά των γυναικών. Ο καιρός είχε λίγο ψυχράνει, η θάλασσα ήταν αρκετά φουρτουνιασμένη και είχε αρχίσει να ερημώνει κάπως. Πάνω στη στέγη ο Ρώσος έμεινε αρκετή ώρα, κυττάζοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά του. Ύστερα ζυγίστηκε αργά, άνοιξε τα χέρια και, πηδώντας με φόρα στη θάλασσα, έκανε μια θεαματική βουτιά. Έμεινε εκεί, καρφωμένος σε κάποιον σπασμένο πάσσαλο. Έτρεξε κόσμος και κοσμάκης, αλαλάζοντας. Τελικά ήρθαν δυο ψαράδες και τον τράβηξαν.

Πέθανε μόλις τον ακούμπησαν στην αμμουδιά. Θυμάμαι ακόμη το πρόσωπό του, καθώς και τα γαλανά του μάτια, που μας κύτταζαν ορθάνοιχτα. Έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα απολύτως.


Το τραίνο αναχωρούσε...»: Περιγράφεται η διαδρομή Πύργου - Κατακώλου.

Θύμιος: Ο σιδηροδρομικός αυτός υπάλληλος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Τον αναφέρει και ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος:

«Όταν οι μπανιέρες στο Κατάκωλο μέσα στην ήσυχη θάλασσα.
Όταν το τρένο Πύργου - Κατακώλου, ο Θύμιος, η σφυρίχτρα του».

(Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή II, 1965-1980, Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 297).

κωλυσιεργούσαν: εδώ καθυστερούσαν.

το παράπαν: καθόλου, εντελώς.

ανασπώ: τραβώ, σύρω προς τα πάνω.

Μπανιέρες: Χώροι διαφορετικοί για κάθε φύλο με καμπίνες – αποδυτήρια και σκάλες που κατέβαιναν στη θάλασσα.

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930). Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, γιος γνωστού δικηγόρου της πόλης. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο οικογενειακό κτήμα στα όρια του Πύργου και τέλειωσε το πρακτικό τμήμα του εκεί Γυμνασίου. Ο θάνατος του πατέρα του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1943) προκάλεσε και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949-1955), με ειδίκευση στην παθολογία και μετεκπαίδευση στην υγιεινολογία. Παραιτήθηκε το 1958, υποχρεώθηκε ωστόσο να επιστρέψει και από το 1959 ως το 1968 έζησε στην Καβάλα. Εκεί συνεργάστηκε με το περιοδικό "Αργώ" και υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού "Σκαπτή Ύλη" και ιδρυτής της κινηματογραφικής λέσχης της πόλης. Στο στράτευμα παρέμεινε ως το 1983, οπότε αποστρατεύτηκε μετά από δική του αίτηση με το βαθμό του ανώτερου γενικού αρχίατρου, έχοντας στο μεταξύ συμβάλει στην προώθηση των στρατιωτικών προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής και διατελέσει για έξι χρόνια διευθυντής σύνταξης του περιοδικού "Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων". Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με τη δημοσίευση του διηγήματος "Οι Φρακασάνες" στο περιοδικό "Αργώ". Συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά όπως τα "Ταχυδρόμος" (Καβάλας), "Διάλογος" (Θεσσαλονίκης), "Διάλογος" (Λεχαινών), "Αντί", "Χάρτης", "Χρονικό", "Το Τέταρτο". Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων πεζογράφων. Χαρακτηριστική του έργου του είναι η κυριαρχία του νοσταλγικού αισθήματος για την εποχή της νεότητάς του και η πικρή διαπίστωση του αδύνατου της επιστροφής της και της σκληρότητας της σύγχρονης πραγματικότητας, μέσω ωστόσο μιας γραφής λιτής, έντονα υπαινικτικής, έμμεσα κριτικής και διακριτικά ειρωνικής. Για περισσότερα βιογραφικά και κριτικά στοιχεία για τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο βλ. Σπύρος Τσακνιάς, "Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67", τ. Στ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, σ.154-168, και Αλέξης Ζήρας, "Παπαδημητρακόπουλος, Ηλίας Χ." στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, σ. 1697-1698.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βραβεία:
Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών 2010
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2015



Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Κώστας Περδίκης:


 

Ο σεισμός

Ήταν 5 Απριλίου του 1965.

Δευτέρα πρωί, ώρα 5.13, όταν μας βρήκε εκείνο το κακό.

Ο μεγάλος σεισμός.

Το σπίτι μας, θυμάμαι, κουνιόταν τρίζοντας για κάμποσα δευτερόλεπτα, που μας φάνηκαν ώρες. Πεταχτήκαμε κατατρομαγμένοι από τα κρεβάτια μας και μαζευτήκαμε όλοι στην τραπεζαρία.

Όταν επιτέλους, κάποια στιγμή, σταμάτησε ο εφιάλτης, άρχισαν να φτάνουν απ’ έξω φωνές από άντρες και γυναίκες που, κατεβασμένοι από τα σπίτια τους στον δρόμο, μίλαγαν πανικόβλητοι.

«Βάλτε κάτι πάνω σας, μας είπε τότε η μητέρα και πάμε να δούμε τι κάνουν ο παππούς και η γιαγιά». Έμεναν στην άκρη της πόλης.

Βγήκαμε στον δρόμο μέσα στο σκοτάδι, αχάραγα ακόμη. Οι γειτόνοι μας με τις πυτζάμες και τις παντόφλες, όπως σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους, ρώταγαν ο ένας τον άλλον, πασχίζοντας να μάθουν  κάτι περισσότερο. Ήσαν όλοι τους αναστατωμένοι, με  τον τρόμο ακόμη πάνω στα πρόσωπά τους.

Κατηφορίζοντας, μπροστά από το σπίτι της θειας Γλυκερίας, τη βρήκαμε να χτυπιέται. Το σπίτι της είχε διαλυθεί.

Όσο πέρναγε η ώρα, όλο και πλήθαιναν τα κακά μαντάτα, που έφταναν κι από άλλες πιο μακρινές γειτονιές.

Φτάνοντας, είδαμε τον παππού και τη γιαγιά να κάθονται έξω στην αυλή, μπροστά από την παλιά χαμοκέλα και να μας περιμένουν καρτερικά. Το όμορφο δίπατο σπιτάκι τους, μπροστά από το περιβόλι, είχε κι αυτό άσχημα χτυπηθεί από τον σεισμό.

Άρχισε σιγά, σιγά να ξημερώνει και το πρώτο φως της μέρας να φωτίζει ό, τι το σκοτάδι έκρυβε. Από τα όμορφα πέτρινα σπίτια της μικρής μας πόλης, όλα τους με στέγες, κάμποσα πέσανε και τα  περισσότερα βγήκαν βαριά τραυματισμένα από κείνη τη δοκιμασία. 

Το δικό μας σπίτι, για καλή μας τύχη, τη γλίτωσε με μερικές μονάχα ρωγμές, που με την πρώτη ματιά φαίνονταν να παίρνουν επισκευή.

Του παππού όμως κρίθηκε, από τα πρώτα, κατεδαφιστέο.

Ποιος να το ’λεγε, ότι στα τελευταία τους θα ξεσπιτώνονταν  και θα ξαναγύριζαν στην παλιά τους χαμοκέλα, εκεί που είχαν περάσει τα πρώτα δύσκολα χρόνια της ζωής τους.

Στις επόμενες μέρες κατέφτασε ο στρατός και άρχισε να στήνει σκηνές, σε ελεύθερους χώρους για τους ξεσπιτωμένους. Ήρθαν, μετά, οι μηχανικοί από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, για να κάνουν αυτοψίες και να  καταγράψουν τις ζημιές.

Μέχρι και η τότε Βασίλισσα Φρειδερίκη κατέφτασε, ουρανοκατέβατη με ένα μικρό ελικόπτερο, που προσγειώθηκε στο προαύλιο του Γυμνασίου μας. Ήρθε, έκανε τη βόλτα της στην πόλη, μοίρασε χαμόγελα και χαιρετούρες και απήλθε.

 Ένα, ένα, από τα σπίτια που οι μηχανικοί έκριναν κατεδαφιστέα, στη συνέχεια αναλάβαινε ο στρατός να το ρίξει, για να προλάβουν τα χειρότερα.

Βλέπαμε τους στρατιώτες να δένουν με συρματόσχοινα τους ετοιμόρροπους τοίχους και με τον «εργάτη» των ντόιτς να τους σωριάζουν κάτω.

Έτσι πολλά όμορφα πέτρινα σπίτια έπαψαν να υπάρχουν και στη θέση τους έχασκαν άδεια τα οικόπεδα, σαν στόμα ξεδοντιασμένο.

Το μόνο παρήγορο ήταν ότι, ευτυχώς, δεν θρηνήσαμε νεκρούς.

Εκείνος ο σεισμός, νομίζω, ήταν η κύρια αιτία που άλλαξε προς το χειρότερο η όψη της πόλης μας.

Στη θέση των παλιών πέτρινων σπιτιών με τις στέγες και τα όμορφα κάγκελα, ξεφύτρωσαν δίπατα, άχαρα, τσιμεντένια κουτιά.

Αν, από τότε και μετά, στους όρους δόμησης της πόλης είχε θεσπιστεί να είναι υποχρεωτική η κατασκευή στέγης στις νέες οικοδομές, το κακό θα είχε κατά μεγάλο ποσοστό περιοριστεί. Οι κάθε είδους αυθαίρετες κατασκευές πάνω στις νεόδμητες ταράτσες, που σήμερα ασχημαίνουν βάναυσα την όψη της πόλης μας, δεν θα υπήρχαν.

Τώρα βέβαια, κατόπιν εορτής, πολλά μπορούμε να λέμε, αλλά στερνή μας γνώση να σε είχαμε πρώτα.

Ο σεισμός, εκτός από τα παραπάνω, είχε και στην αφεντιά μου ένα καθοριστικό επακόλουθο.

Μέχρι τότε ετοιμαζόμουνα για τις εξετάσεις, κλίνοντας προς τη φιλολογική κατεύθυνση, με απώτερο στόχο να γίνω δημοσιογράφος.

Οι μηχανικοί, όμως, που ήρθαν για να καταγράψουν τις ζημιές του σπιτιού μας και τα πρόχειρα σκαριφήματα που έφτιαχναν και που εγώ κρυφοκοίταζα, έγιναν η αιτία να αλλάξω κατεύθυνση και να στραφώ αργότερα προς Πολυτεχνείο μεριά…