Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

SimpleG:

Ο καλλιτέχνης του δρόμου...











Ο SimpleG ζει στην Αθήνα τα τελευταία 16 χρόνια. Σπούδασε στην Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Δημιουργεί τοιχογραφίες από τα τέλη του 2009. Μπορείτε να βρείτε κομμάτια της τέχνης του σε όλη την Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Νίκος Δήμου (1935): Δεκαετία 2010-2020


Αφιέρωμα στη δεκαετία 2010 - 2020. ο Νίκος Δήμου γράφει για την τρέλα στα χρόνια των 10s.
Τρέλα Νο 1 Ξαφνικά, βρισκόμαστε σε χρεοκοπία. Που την είχαν αντιληφθεί όλοι οι ξένοι δημοσιογράφοι, πριν από τον δικό μας πρωθυπουργό.

Τρέλα Νο 2 Συνεχίζεται με την προσπάθεια της Ευρώπης να μας βοηθήσει με μνημόνια. Η δική μας υπερήφανη απάντηση: ο αρχηγός της αντιπολίτευσης εγκαινιάζει τον αντι-μνημονιακό αγώνα! Έτσι εμπεδώνεται η άποψη ότι τα μνημόνια φταίνε για την κρίση. Πολλοί την πιστεύουν ακόμα. (Στις άλλες χώρες, με ανάλογες και παράλληλες περιπτώσεις, η αντιπολίτευση συνεργάζεται με την κυβέρνηση, εφαρμόζουν γρήγορα και ανώδυνα τα μνημόνια και βγαίνουν από την κρίση.)
Τρέλα Νο 3 Εμφανίζεται πολιτικός αρχηγός που υπόσχεται να καταργήσει μέρα μεσημέρι με ένα νόμο τα μνημόνια. Ο λαός που έμαθε να μισεί τα μνημόνια τού δίνει την εξουσία. Αποτέλεσμα: αφού χαθούν έξι μήνες σε κυριολεκτικά σουρεαλιστικές διαπραγματεύσεις (κόστος για τη χώρα 100.000.000) εφαρμόζεται τρίτο χειρότερο μνημόνιο.

Τρέλα Νο 4 Προηγήθηκε δημοψήφισμα του οποίου το θέμα δεν κατάλαβε κανείς (ήταν σε ακαταλαβίστικα αγγλικά). Ο λαός ψηφίζει 62% κατά – και αμέσως η κυβέρνηση εφαρμόζει… το αντίθετο!
Τρέλα Νο 5 Μην αντέχοντας να έχουμε εμείς το μονοπώλιο της Τρέλας οι Βρετανοί αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν πολιτικά και οικονομικά και επινοούν τη λύση του Brexit. Όλοι οι ειδικοί προσπαθούν να τους αποτρέψουν, αλλά αυτοί ακολουθούν τους τρελούς ηγέτες τους: Φάρατζ και Μπότζο.
Τρέλα Νο 6 Για να ξεπεράσουν τους πάντες σε τρέλα οι Αμερικανοί ψηφίζουν τον Τραμπ. Τώρα το μονοπώλιο της Τρέλας πηγαίνει σε αυτούς. Ο άνθρωπος που κυβερνάει με τουίτς και αλλάζει γνώμη τρεις φορές την ημέρα, είναι η επιτομή της παραφροσύνης.
 Τρέλα Νο 7 Και για να μην υστερήσει κι η γειτονιά μας σε τρέλα, αποκτήσαμε κι εμείς τον Σουλτάνο Ερντογάν, που αφού επινόησε μια τεράστια συνωμοσία εναντίον του, βάζοντας τον μισό λαό στη φυλακή (χωρίς να μάθουμε ποτέ στοιχεία), τώρα έχει ανακηρύξει δική του τη μισή Μεσόγειο και προσπαθούμε να καταλάβουμε πού το πάει.
Πηγή: Athens Voice

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

Κώστας Περδίκης:



Μακρινά Χριστούγεννα...


Δυο τρεις μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις διακοπές των Χριστουγέννων, ο πατέρας μου συνήθιζε να πηγαίνει, πάντα με το γαϊδούρι του, στο λιοστάσι μας, στον Κάνταλο ,στην κορυφή του απέναντι λόφου. Στην κάτω μεριά του, εκεί που τέλειωναν οι ελιές, άρχιζε ένας μεγάλος κυπαρισσώνας με κάθε λογής κυ­παρίσσια. Από εκεί, ο πατέρας κάθε χρόνο διάλεγε ένα θηλυκό κυπαρισ­σάκι, με ανοιχτά κλαδιά, σαν έλατο και μας το κουβα­λούσε στο σπίτι για να αποτελέσει το Χριστουγεννιάτικο δέ­ντρο μας.
Η μητέρα μας το έβαζε σε μια πήλινη γλάστρα με χαλίκια, για να στέκεται σταθερά όρθιο και το τοποθετούσε στη μια γω­νία του χωλ,  φάτσα με την κύρια είσοδο του σπιτιού μας.
Ύστερα, εγώ και η αδελφή μου αναλαμβάναμε να το στολί­σουμε.
Αρχίζαμε από την κορυφή του, όπου βάζαμε το ασημένιο αστέρι της Βηθλεέμ, με την ουρά. Μετά, κρεμάγαμε στα κλαδιά τις πολύχρωμες μπάλες, που έτσι και τις έσφιγγες λίγο γίνονταν θρύψαλα, καθώς και όσα άλλα στολίδια διέθετε η συλλογή μας. Στη βάση του δέντρου έπαιρνε τη θέση της η μεγάλη φάτνη. Χρωματιστά φωτάκια, μπαλόνια διαφόρων χρωμάτων και μι­κρές τούφες από μπαμπάκι, για χιόνι, ολοκλήρωναν τη διακό­σμηση. Τελειώνοντας, πανευτυχείς για το αποτέλεσμα, καμα­ρώναμε το δημιούργημά μας, έτοιμοι για τη σύγκριση με τα δέντρα των φίλων μας.
Εκείνη όμως τη χρονιά, δεν ξέρω γιατί, ο πατέρας ξεχά­στηκε. Έφτασε η προπαραμονή χωρίς να μας προμηθεύσει το καθιε­ρωμένο δέντρο. Αρχίσαμε και οι δυο μας την γκρίνια.
Τι να κάνει και η μητέρα μας; Αν και ήταν ψόφια από την κού­ραση, που είχε τραβήξει όλη τη μέρα για να ετοιμάσει τους κουραμπιέδες και τα μελομακά­ρονα, μου λέει αποφασιστικά:
 «Εμπρός, σήκω να πάμε να βρούμε δέντρο».
Ήταν απογευματάκι, ο καιρός είχε βαρύνει και ετοιμαζόταν για βροχή. Πήραμε τον δρόμο, που πάει στα λουτρά. Φτάνοντας στην Ξεροχωρίτικη γράνα, μπήκαμε μέσα στην κοίτη της και αρχίσαμε να βαδίζουμε προς τα δυτικά. Η γράνα δεν κατέβαζε, ακόμη, πολύ νερό και έτσι υπήρχε στε­γνό χώμα για να περπα­τάμε, χωρίς να βρεχόμαστε. Αριστερά και δεξιά, στις όχθες, βλέπαμε κάθε είδους θάμνους και δέντρα. Λυγαριές, δάφνες, πλατάνια. Εκείνο όμως που ψάχναμε δεν έλεγε να φανεί.
Συνεχίσαμε την πορεία, προσπερνώντας το αμπέλι μας, που ήταν στο πλάι του ρέματος. Λίγο ακόμη και θα φτάναμε στη λίμνη, όπου κατέληγε και χυ­νόταν. Τότε, μετά από μια μικρή καμπή που έκανε το ρέμα, ως εκ θαύματος, είδαμε να στέκει στη δεξιά όχθη, σαν να μας περιμέ­νει, εκείνο που εναγωνίως αναζητούσαμε.
Ήταν ένα μικρό θηλυκό κυπαρισσάκι, πανέμορφο, όμοιο με μικρό έλατο.
Δεν μου πήρε παρά λίγα λεπτά να το φτάσω και με το μικρό πριόνι, που είχα μαζί μου, να το κόψω. Ελαφρύ, καθώς ήταν, το φόρτωσα στον ώμο μου και βλέποντας τη μητέρα μου εξίσου ικανοποιημένη, πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν, κάνοντάς μας να τα­χύνουμε το βήμα μας για να προλάβουμε τη μπόρα.
Εκείνο το δέντρο, είμαι σίγουρος, ήταν το πιο όμορφο απ΄ όλα όσα είχαμε  στολίσει, σαν παιδιά.

Είναι Χριστούγεννα 1999, βραδάκι. Σε λίγες μέρες ο 20ος αιώνας θα μας αποχαιρετήσει. Το πρωί έβρεξε, αλλά τώρα όλα έχουν πάλι στεγνώσει. Κάθομαι, σχεδόν μόνος μου, στην πάνω πλατεία σ΄ ένα πα­γκάκι. Ο  πολύς κόσμος δεν έχει βγει ακόμη στην αγορά, ύστερα από το μεσημεριάτικο γεύμα του.
Στην απέναντι γωνία, ο δήμος, όπως κάθε χρόνο, έχει στολίσει ένα δέντρο με χρωματιστά λαμπάκια, που αναβοσβήνουν ρυθ­μικά. Κοιτάζοντάς το, ξεχνιέμαι. Αρχίζω να ταξιδεύω πολύ-πολύ πίσω…
Τότε, σαν κάτι ν΄ άστραψε μέσα μου, κάτι που έπρεπε, ευ­θύς αμέσως, να διαπιστώσω. Σηκώνομαι, με φούρια, για το σπίτι. Πάω κατ΄ ευθείαν στην καρυδένια ντουλάπα, που ήταν προίκα της μητέρας μου. Ανοίγω το δεξιό μεσιανό συρτάρι. Ήταν εκεί, όπως τότε το είχαμε αφήσει.
Κανείς δεν το είχε πειράξει.
Το χάρτινο κουτί, με το σκέπασμα και μέσα τα στολίδια του δέντρου, φυλαγμένα με φροντίδα και αγάπη, να με περιμένουν, τόσα χρόνια, να τα κρεμάσω και πάλι…



Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ (1904-1949):



Ο Νίκος Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου 1904. Καταγόταν από την Τήνο και προερχόταν από οικογένεια μουσικών με το επίθετο Σκαλκώτος. Ο πατέρας του Αλέκος, φλαουτίστας στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας, άλλαξε το επίθετο της οικογένειάς του σε Σκαλκώτας, χάριν ευφωνίας. Από την ηλικία των πέντε ετών άρχισε να μαθαίνει βιολί με τον θείο του και το 1910 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα για να του προσφέρει την ευκαιρία πληρέστερης μουσικής μόρφωσης. Γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών και το 1918 αποφοίτησε με την ανώτατη διάκριση («Χρυσό Μετάλλιο») για την ερμηνεία του στο «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν. Τα επόμενα χρόνια έπαιζε βιολί σε διάφορες εκδηλώσεις, ενώ ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Νουμάς».
Το 1921 λαμβάνει υποτροφία από το Ίδρυμα Αβέρωφ για ανώτερες σπουδές βιολιού στο Βερολίνο. Γρήγορα, όμως, θα προσανατολιστεί στη σύνθεση, με δασκάλους τον Κουρτ Βάιλ, τον Φίλιπ Γιάρναχ και τον «πάπα της πρωτοπορίας» Άρνολντ Σένμπεργκ (Arnold Schönberg), ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Μαζί του έμεινε ως το 1931, χάρη σε νέα υποτροφία που του προσέφερε ο Εμμανουήλ Μπενάκης. Παράλληλα, έπαιζε βιολί σε ελαφρές ορχήστρες για να συμπληρώνει το εισόδημά του.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Βερολίνο έγραψε πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν. Παρά την εκτίμηση που έτρεφε στον Σένμπεργκ, δεν ακολούθησε τυφλά το δωδεκαφθογγικό σύστημα του δασκάλου του, αλλά ανέπτυξε μια δική του απόλυτα πρωτότυπη παραλλαγή. Το 1931, μια έντονη συναισθηματική κρίση προκάλεσε τη διακοπή της σχέσης του με τη Γερμανίδα σύντροφό του, τη βιολονίστρια Ματίλντε Τέμκο, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, την Άρτεμη και ένα βρέφος που χάθηκε στη γέννα. Ακολούθησε η δημιουργική κρίση, που κράτησε έως το 1935.
Τον Μάιο του 1933 επέστρεψε στην Ελλάδα, τον ίδιο ακριβώς μήνα που ο δάσκαλός του Άρνολντ Σένμπεργκ έπαιρνε τον δρόμο της εξορίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, μη αντέχοντας την καταπίεση των Ναζί. Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην πατρίδα αντιμετώπισε τον φθόνο και την καχυποψία του μουσικού κυκλώματος (Φιλοκτήτης ΟικονομίδηςΜανώλης ΚαλομοίρηςΔημήτρης ΜητρόπουλοςΣπύρος Φαραντάτος), παρότι ήταν γνωστή η αξία του.
Στα μουσικά πράγματα της χώρας κυριαρχούσαν άνθρωποι συντηρητικών αντιλήψεων, που σχετίζονταν με τη λεγόμενη «Εθνική Σχολή» και δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κατανοήσουν τις νέες μουσικές προτάσεις του Σκαλκώτα. Ισχυριζόντουσαν ότι έγραφε ακαταλαβίστικη μουσική, που ήταν αντίθετη με τους κανόνες που διδάσκονταν στα ωδεία και διέδιδαν πως ήταν τρελός. Ο μουσικολόγος και βιογράφος του Σκαλκώτα Γ. Γ. Παπαϊωάννου αποκαλεί τη συμπεριφορά τους απέναντι στον Σκαλκώτα «μεγάλη συμπαιγνία» και πιστεύει ότι το πληθωρικό του ταλέντο θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις «καρέκλες» τους.
Όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για τον Σκαλκώτα. Για να ζήσει καταδέχεται να παίξει βιολί σε ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας, παρά την αναμφισβήτητη αξία του ως βιολονίστα. Ως αντίδοτο, άρχισε να συνθέτει πυρετωδώς: Από το 1935 και ως το 1945 είχε γράψει πάνω 100 έργα. Κλεισμένος στον δικό του κόσμο και αποκομμένος εντελώς από τις ευρωπαϊκές τάσεις ανέπτυξε ένα δικό του, εντελώς προσωπικό ύφος.
Το 1946 παντρεύτηκε την πιανίστρια Μαρία Παγκαλή κι ένα χρόνο αργότερα ήρθε στη ζωή ο γιος τους Αλέκος, που διακρίθηκε ως ζωγράφος. Ακολούθησε μια νέα περίοδος δημιουργικής σιωπής, αλλά από το 1949 άρχισε να συνθέτει με τους παλιούς του ρυθμούς νέα έργα και να ενορχηστρώνει παλιότερα. Πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου 1949 από επιπλοκές που προκάλεσε η αμελημένη περισφιγμένη κήλη του. Δύο ημέρες αργότερα γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, Νίκος, γνωστός ως πρωταθλητής Ελλάδας στο σκάκι.
Ο Σκαλκώτας πέθανε τελείως άγνωστος και όσο ζούσε δεν άκουσε κανένα από τα έργα του να παίζεται, εκτός από ελάχιστες εκτελέσεις των 36 Ελληνικών Χορών[1]. Ο Σκαλκώτας ανακαλύφθηκε ως συνθέτης μετά το θάνατό του, χάρη στην πρωτοβουλία φίλων και θαυμαστών του (Γ.Γ. Παπαϊωάννου, Γιώργος Χατζηνίκος κ.ά.), που ίδρυσαν την «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα» για να διαφυλάξουν και να διαδώσουν το έργο του, που περιλαμβάνει πάνω από 170 έργα (κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χορούς και τραγούδια). Το 60% των προχωρημένων έργων του ακολουθεί ένα δικής του επινόησης δωδεκαφθογγικό σύστημα, ενώ το 40% ανήκει σε άλλα, «ελεύθερα» συστήματα σύνθεσης.
Εκτός από τα προχωρημένα (ατονικά) έργα του, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 85% της παραγωγής του, περίπου ένα 12% αφορά σε απλούστερα, τονικά και τροπικά έργα, όπως οι περίφημοι «36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα» και το λαϊκό μπαλέτο «Η Θάλασσα», που ενσωματώνουν στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής με ένα τρόπο τελείως προσωπικό και πρωτοποριακό. Ο Σκαλκώτας επεδίωκε να συλλάβει την ουσία της και δεν ήθελε μόνο να αξιοποιήσει την εθνική μας κληρονομιά, όπως η πρώτη γενιά των συνθετών της «Εθνικής Σχολής».
Σήμερα, ο Νίκος Σκαλκώτας θεωρείται ένας από τους σημαντικούς συνθέτες του 20ού αιώνα. Ο Αυστροβρετανός μουσικολόγος και κριτικός Χανς Κέλερ πλειοδοτεί και σε ένα κείμενό του αναφέρει ως κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα τα τέσσερα «Σ»: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς.



Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

Γιώργος Μαρκόπουλος: Θρηνητικοί στίχοι για τον πατέρα του...


 Εκείνος ο γέροντας

Τριγύρω του γιατροί, πλην όμως όλα θολά στα βόρεια τοπία της μνήμης.

Τα χέρια του κύματα του ξύλου, ενώ τα μάτια όταν τα σηκώνει μες στην απελπισία, δύο υδρόγειες σφαίρες άτακτα γυρισμένες στο υπερπέραν...

Του βάζουν την πλάτη στο ακτινοσκόπιο και οι όγκοι δια μιας μέσα του «λάμπουν», νυ­χτερινή αεροφωτογραφία της Ρώμης.

Τον γυρίζουν στον πνεύμονα και, ξάφνου, κάνει μια τε­λευταία, έτσι καθώς ύστερα από καιρό μετακινείς, σύσπαση, το ακορντεόν των γλεντιών

του πενήντα που έχει αφήσει πεθαίνο­ντας η σύντροφος μέσα του, ενώ η φλέβα στο κάτω του ποδιού του το μέρος, στον αστράγαλο δίπλα,

όπως το κρυμμένο φίδι το γάλα, ρουφάει με ρυθμική βουλιμία το χρόνο που του απέμεινε. Ύστερα πέφτει σε λήθαργο πάλι.

Του λένε να ανοίξει το στόμα και το ξεχασμένο τότε σακχαρόπηκτο σαν μισοφέγ­γαρο ασπαίρει στον υποχθόνιο πανικό της γλώσσας, στην κόκ­-κινη φλεγόμενη ανατολή του λάρυγγα.

Κατόπιν τον αφήνουν και φεύγουν όλοι.

Ακούει αυτός δίπλα του -βλέπει- λευκά τρίκυκλα καροτσάκια και νομίζει πως μοιράζουν γλυκίσματα, ακούει τους τύπους να φωνάζουν των
ιατρικών ορών και νομίζει πως οροί είναι πόλεις.

Σβήνει τότε μονάχος το φως και αμέσως στρέφεται να κοιμηθεί σε άλλης χαράδρας τη μουσική, ο πατέρας μου.





Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Σιδηροδρομική γέφυρα Αλφειού: Εγκαταλειμμένη σήμερα

Τότε, περνώντας τη με το τραίνο, μετράγαμε μία-μία τις έξι (6) αψίδες της... 





Ένα από τα ζωντανά μνημεία της Ηλείας, αποτελεί και η σιδηροδρομική γέφυρα του ποταμού Αλφειού. Ανάμεσα στη Βαρβάσαινα, τη Σαλμώνη και την Αλφειούσα, συνδέει τις δύο πλευρές του ποταμού και την επαρχεία Ηλείας με την επαρχεία Ολυμπίας. Τα δρομολόγια του τρένου μπορεί να έχουν καταργηθεί, όμως η 117 ετών μεταλλική γέφυρα στέκεται εκεί, έχοντας δει πολλά στην αιωνόβια ιστορία της…

Η χάραξη της σιδηροδρομικής γραμμής Πύργου - Κυπαρισσίας γίνεται σχεδόν παράλληλα με την ακτογραμμή του Κυπαρισσιακού κόλπου, με μορφή παρόμοια με εκείνη του αρχαίου δρόμου. Κοντά στην Αλφειούσα προβλέπεται η κατασκευή μεταλλικής γέφυρας για την διάβαση πάνω από τον ποταμό Αλφειό και δεξαμενή υδροληψίας για τις ατμομηχανές του συρμού. Από το 1900 λοιπόν, αρχίζει ουσιαστικά η μελέτη και κατασκευή της μεταλλικής σιδηροδρομικής γέφυρας του Αλφειού, μία από τις μεγαλύτερες της εποχής της για τον Πελοποννησιακό και γενικότερα Ελλαδικό χώρο.

Η μορφή της γέφυρας:
Η σιδηροδρομική γέφυρα του π. Αλφειού κοντά στην Αλφειούσα, κατασκευάζεται μεταλλική, με έξι συνολικά ανοίγματα, καθαρού μήκους 50 m το καθένα. Το συνολικό μήκος της γέφυρας είναι 313,90 m. Ο φορέας της γέφυρας, είναι έξι διπλά ημιπαραβολικά τόξα, αμφιέρειστα (με δύο σημεία στήριξης), εδραζόμενα σε δύο ακρόβαθρα και πέντε μεσόβαθρα. Το συνολικό ύψος των βάθρων, που κατασκευάζονται από σκυρόδεμα, είναι 11,65 m, από το οποίο το τμήμα των 6,0 m περίπου βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του ποταμού. Το ελεύθερο διάκενο, μεταξύ των παραβολικών τόξων για την διέλευση των συρμών είναι μόλις 3,90 μ. Η μελέτη και κατασκευή της γέφυρας θα παραγγελθεί από την ΣΠΑΠ στην Ελβετία. Τα σχέδια της γέφυρας συντάσσει και υπογράφει ο μηχανικός Αρ. Κουσίδης στις αρχές του 1901 και θεωρούνται από τον Αρχιμηχανικό Γ. Δούμα. Όλα τα χαλύβδινα τμήματα της γέφυρας συναρμολογούνται επί τόπου με ηλώσεις.
Τον Ιανουάριο του 1901 στο σχέδιο της γέφυρας που συντάσσεται από μηχανικούς της ΣΠΑΠ στην Κυπαρισσία, εκτιμάται η μέγιστη πλημμυρική παροχή του Αλφειού, που μπορούν να δεχθούν τα έξη ανοίγματα της γέφυρας. Υπολογίζεται με τις απλές μεθόδους της εποχής, ότι η συνολική παροχή νερού που μπορεί να διέλθει κάτω από την γέφυρα είναι 1876 m3/sec, με ταχύτητα ροής 1,87 m/sec. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, στις χειρότερες πλημμύρες του ποταμού, σε καμία περίπτωση δεν θα απειληθεί η γέφυρα με κατάκλιση από νερά ή με διάβρωση των βάθρων της, αφού η μέγιστη παροχή του ποταμού δεν θα ξεπεράσει τα 1000 m3/sec.
Η γέφυρα κατασκευάζεται καθαρά για την διέλευση μόνο αμαξοστοιχιών και γι' αυτό δεν έχει δάπεδο στο επίπεδο των στρωτήρων της. Τον Σεπτέμβριο 1902 ολοκληρώνεται και λειτουργεί η σιδηροδρομική γραμμή Πύργου - Κυπαρισσίας και μαζί της όλο το δίκτυο της ΣΠΑΠ, συνολικού μήκους 750 χλμ. Η Επαρχία Ολυμπίας αποκτά για την εποχή ένα γρήγορο μεταφορικό μέσο και βγαίνει από την απομόνωση αιώνων.



Πηγή: WKND ΗΛΕΙΑ LIVE

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Φλαίρυ Νταντωνάκη(1937-1998):


Το μαγικό χαλί
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος

Στο μεταξωτό μου το μαντήλι
 βρήκα τα φιλιά που μου `χεις στείλει,
 τα μετρώ και κάνω το σταυρό μου
 να σε δω κι απόψε στ’ όνειρό μου.

 Στο μαγικό χαλί σου
 πετώ κι εγώ μαζί σου
 σε πολιτείες και χωριά,
στην Πάφο, στ’ Αϊδίνι,
στη Χίο, στη Μυτιλήνη,
κι ως μες στην Αλεξάνδρεια.

Στον ουρανό κρυφοί μπαξέδες
 και γύρω γύρω καφενέδες,
 και γύρω γύρω καφενέδες.

 Στο μαγικό χαλί σου
 πετώ κι εγώ μαζί σου
 και σβάρνα παίρνω το ντουνιά,
το Νείλο, τον Ευφράτη,
την Προύσα, τη Βαγδάτη,
τη Δαμασκό, τη Μπαρμπαριά.

Στο μεταξωτό σου το μαντήλι
 κρύψε τα φιλιά που σου `χω στείλει,
 μέτρα τα και κάνε το σταυρό σου
 να με δεις κι εσύ μες στ’ όνειρό σου.




Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Γιάννης Κ. Περδίκης:


                                                                                                                             (στον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο)

Στη στενή πολυκατοικία στη Βικτώρια

οι μουσικές από το τρανζίστορ του Πακιστανού

μπερδεύονται με μυρωδιές και αναστεναγμούς ηδονής.

Οι περαστικοί τρέχουν να χωθούν βιαστικά στον υπόγειο,

οι φοιτητές πάνε για βάρδια στον ΟΤΕ,

και, εσύ, με εφημερίδα και τσιγάρο στο χέρι, σκοτώνεις την ώρα σου

στο “καφέ των ποιητών”

σε αυτή την πλατεία

που μοιάζει να έχει σταματήσει ο χρόνος.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Ελευσίνα: Ο χριστιανισμός συναντά την αρχαιότητα

Παραμονή Εισοδίων στην Ελευσίνα: Εκεί που η παγανιστική παράδοση συναντά τη χριστιανική. Στον ίδιο χώρο όπου κατά την αρχαιότητα τελούνταν τα Ελευσίνια Μυστήρια, οι αιώνες και οι θρησκείες μπλέκονται με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο. 




     Η πρόσκληση είχε να κάνει με τον εσπερινό της παραμονής των Εισοδίων της Θεοτόκου, ο οποίος τελείται στην Παναγίτσα, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, έναν μεταβυζαντινό ναΐσκο στην Άνω Αυλή της Αρχαίας Ελευσίνας.
   Αυτό που κάνει τον εορτασμό μοναδικό είναι ότι σε αυτό τον τόπο η παγανιστική παράδοση συναντάει σχεδόν απόλυτα τη χριστιανική. Η Δήμητρα, θεά της γεωργίας, σε απόλυτη σχεδόν ταύτιση με τη Θεομήτορα Παρθένο Μαρία, σε χώματα όπου αιώνες τώρα οι άνθρωποι εξακολουθούν να αποτίνουν φόρο τιμής στη μάνα γη και στους καρπούς της.
    Τα Εισόδια, που γιορτάζονται στις 21 Νοεμβρίου σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ταυτίζουν την είσοδο της Παναγίας σε νηπιακή ηλικία στον ναό, συνοδευόμενη από τους γονείς της, με την είσοδο του χειμώνα, που σηματοδοτεί και την ολοκλήρωση της σοδειάς, η οποία ακολουθείται από τη νέα περίοδο της σποράς των δημητριακών. Ένας πολύ παλιός εορτασμός, ο οποίος, ανάλογα με την αγροτική περιοχή, άλλοτε αποκαλείται Αποσπορίτισσα, αν η σπορά έχει τελειώσει, άλλοτε Αρχισπειρίτισσα, αν βρίσκεται ακόμα στην αρχή, ή Μεσοσπορίτισσα, όπως στην Ελευσίνα, όταν έχει φτάσει στη μέση της σποράς.










  Πηγή: www.lifo.gr

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Γιάννης Ψυχοπαίδης (1945):









Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε στο εργαστήριο χαρακτικής της ΑΣΚΤ και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη ζωγραφική, στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Έχει κάνει πολλές ατομικές και ομαδικές παρουσιάσεις του έργου του σε Ευρώπη και Αμερική, σε ιδιωτικές γκαλερί, πινακοθήκες και μουσεία.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Κώστας Περδίκης:




Στο ξωκλήσι της Παναγίας


Περίμενε να πιάσει για τα καλά η άνοιξη, να μεγαλώσει η μέρα και ένα Σάββατο, που δεν είχα να γράψω και να δια­βάσω για την επομένη, μου το ανακοίνωνε νωρίς το απόγευμα, ξέρο­ντας ότι θα μου ’δινε μεγάλη χαρά. «Τι λες, πάμε να ανά­ψουμε τα καντήλια στην Παναγία, στο βουνό»;
Μετά από λίγα λεπτά ξεκινάγαμε. Η μητέρα μου καθισμένη στο σαμάρι του γαϊδουριού μας κι εγώ πισωκά­πουλα παίρναμε τον δρόμο που πήγαινε στα Λουτρά.
Αφήναμε τα τελευταία σπίτια, λίγο πριν το γεφυράκι της Κακά­βας, περνάγαμε τη Ξεροχωρίτικη γράνα και συνεχίζαμε ανά­μεσα από περιβόλια με λεμονοπορτοκαλιές, αμπέλια και λιο­στάσια. Η απόσταση ήταν κάτι λιγότερο από πέντε χιλιόμε­τρα.
Περνώντας από μπροστά τους, μου ’δειχνε τα χωράφια και τα σπίτια των γνωστών μας. Τη χαμοκέλα του Καπελή, το λιο­στάσι του μπάρμπα Τιμολέου, το μεγάλο περιβόλι του Ρήγα κι όσα άλλα ήξερε.
Καθώς, τότε, τα αυτοκίνητα ήσαν ελάχιστα ζήτημα να βλέ­παμε να περνάνε ένα δύο από κει, ανταμώναμε όμως κάμπο­σους πάνω στα άλογα ή στα γαϊδούρια τους, που γύριζαν από τις δουλειές τους.
Για να μην μας φαίνεται ατέλειωτος ο δρόμος, σαν για  παι­χνίδι, με ’βαζε να ονοματίζω τα αγριόχορτα, τα φυτρωμένα στις άκρες του δρόμου. Τα βάτα, τα μάραθα, τις αγριαγγινάρες, τα γλυ­κορίζια.
Στη θέση που σήμερα είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος, τότε, ήταν μια μικρή γειτονιά, μονάχα τρία τέσσερα σπίτια. Μια φορά που περάσαμε από κει κάτι παιδάκια σαν και μένα, που ’παι­ζαν πλάι στον δρόμο, βλέποντά μας άρχισαν να φωνά­ζουν: «Κοιτάτε ρε ένα παιδί με βαμμένα χείλια», κοροϊδεύο­ντας τα κάπως μεγάλα και κόκκινα χείλια μου. «Για ελάτε δω βρε να σας βάψω και τα δικά σας», τους φώναξε η μητέρα και κείνα ντρο­πιασμένα σταμάτησαν στη στιγμή το δούλεμα.
Όσο προχωράγαμε, το βουνό όλο και μεγάλωνε σαν να ερ­χόταν να μας συναντήσει. Ξεχώριζαν, πια καθαρά, οι απότομοι κοκκινωποί βράχοι του και οι δασωμένες πλαγιές του. Λίγο μετά, προσπερνώντας κάτι πρόχειρα θερμοκήπια, που απάγκια­ζαν στα ριζά του, φτά­ναμε κάτω από τον μεγάλο βράχο, που πάνω του, γύρω στα έξι μέτρα ψηλά, έστεκε το ξω­κλήσι.
Δέναμε το γαϊδούρι πλάι στον δρόμο  και ανεβαίνοντας κα­μιά εικοσαριά απότομα σκαλο­πάτια, σκαλισμένα στον βράχο, φτάναμε έξω από το πορ­τάκι του ταπεινού κτίσματος.
Δρασκελίζοντας το πέτρινο κατώφλι του μπαίναμε μέσα και για λίγο στεκόμαστε ακίνητοι, μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μας στο μισοσκόταδο. Από τα δυο τρία μι­κροσκοπικά παρά­θυρά του μόλις που έμπαινε ένα λιγο­στό φως. Η πρώτη μας αί­σθηση, θυμάμαι, ήταν εκείνη η θεία μυρουδιά, από κερί και λι­βάνι, που αναδίνουν τα κλειστά ξωκλήσια.
Η μητέρα έπιανε με προσοχή ένα, ένα τα καντήλια, τα γέ­μιζα εγώ με λάδι και τα ανάβαμε. Σιγά, σιγά ένα γλυκό, απαλό φως γέμιζε τον χώρο και φώτιζε τις  λι­γοστές εικόνες στους τοίχους, το ένα και μονα­δικό μανουάλι, τη μικρή αγία τράπεζα στο βάθος.
Ήταν σαν να ’χαμε έρθει επίσκεψη σ’ ένα φτωχόσπιτο, που ’μεναν  δικοί μας άνθρωποι, οι ζωγραφισμένοι άγιοι των εικό­νων. Άκουγα τη μητέρα να ψιθυ­ρίζει προσευχές και βλέποντας να κάνει τον σταυρό της έκανα κι εγώ το ίδιο. Τελειώνοντας, πισωπατώντας λίγα βήματα βγαί­ναμε έξω.
Από κει ψηλά, σαν σε μπαλκόνι, το βλέμμα μας έπεφτε στα δυ­τικά. Μπροστά μας η λίμνη δέσποζε με την απλωσιά της, ακύμαντη, απόλυτα γαληνεμένη. Πίσω της, φόντο σκοτεινό, το μακρόστενο πευ­κο­δάσος και πιο πίσω στο βάθος του ορίζοντα ο ήλιος, ματωμέ­νος, έτοιμος να βουτήξει στο πέλαγος. Μια εκ­κωφαντική σιγαλιά  έπεφτε στον κάμπο και μονάχα κάτι σκυλιά ακούγονταν να λιάζουν κάπου μακριά. Το φως άρχιζε να λιγο­στεύει, σημάδι ότι ήταν ώρα για την επι­στροφή.
Στον γυρισμό δεν λέγαμε πολλές κουβέντες. Στο πρόσωπο της μητέρας η ικανοποίηση και η ευχαρίστηση ήσαν ολοφάνε­ρες. Εγώ από την άλλη έκανα στο μυαλουδάκι μου τις δικές μου σκέψεις, για να παίρνω δύναμη και σιγουριά.
Πίστευα βαθιά ότι η επίσκεψή μας στο ξωκλήσι και η καλή μας πράξη να ανάψουμε τα καντήλια του θα έδιωχνε κάθε κακό, που θα μπορούσε να βρει το σπιτικό μας και ότι η ευλο­γία της Παναγίας θα μας συντρόφευε για πάντα…