Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Κώστας Περδίκης:


αντ’ αυτής

 στον Γιώργο Δαϊκο
        Το ταξί σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά από την πύλη του "Λαϊκού". Η Άννα βγήκε από την πίσω πόρτα, κρατώντας ένα σακβουαγιάζ με τα τελείως απαραίτητα ρούχα της. Δίστασε για μια στιγμή, πριν περάσει την πύλη και μετά κατευθύνθηκε, με κουρα­σμένο βήμα, προς τα "εξωτερικά ιατρεία". Φορούσε μια όμορφη, αν και πολυφορεμένη μπεζ καπαρντίνα, σφιγμένη στη μέση της και χαμη­λοτάκουνες γόβες. Η φιγούρα της παρέμενε ακόμη κομψή, για τα χρόνια της. Μεσαίο ανάστημα, σχετικά λεπτή, με καστανά βαμμένα μαλλιά, πιασμένα πίσω σε αυτοσχέ­διο κότσο. Την έκανες, δεν την έκανες εξήντα αν και είχε ήδη πατήσει τα εβδομήντα. Από την άλλοτε νιότη της είχαν απομείνει λίγα, αλλά ζωηρά σημάδια για να τη θυμί­ζουν.
Έξω από το "καρδιολογικό" βρήκε να περιμένουν τη σειρά τους τέσσερα-πέντε άτομα, πριν απ’ αυτήν. Τελειώνοντας από κει, ύστερα από δύο ώρες, ένας νοσοκόμος την οδήγησε στην καρδιολογική κλινική, στον δεύτερο όροφο. Είχε διαγνωσμένη βαριά καρδιοπάθεια, κληρονομική απ’ ότι φαίνεται, αφού ο πατέ­ρας της αλλά και ο αδελφός της είχαν πεθάνει, σχετικά νέοι, από οξύ έμφραγμα του μυοκαρ­δίου. Πήρε μόνη της τη δύσκολη απόφαση, ακολουθώντας στωικά τη συμβουλή του θεράποντα γιατρού της. Μπήκε στο νοσοκομείο για να κάνει εγχείρηση.
Δεν είχε συγγενείς, μόνο έναν ανιψιό, τον Πέτρο, από τον αδελφό της. Εργαζόταν, εκτός Αθηνών, στην Τρίπολη και της είχε υποσχεθεί ότι τη μέρα της εγχείρησης θα ζητούσε άδεια από τη δουλειά του, για να βρίσκεται κοντά της. Του είχε με­γάλη αδυναμία και τον θεωρούσε και δικό της παιδί. Έτυχε στη ζωή της να γνωρίσει τον μεγάλο έρωτα, αλλά ούτε εκείνος, ούτε όμως και μια άλλη, αργότερα, πιο συμβατική σχέση της  κατέληξαν σ’ αυτό που λέμε αίσιο τέλος, στον γάμο. Συνήθισε, έτσι, να ζει μονάχη της, στο μικρό της διαμέρισμα, κάπου στο κέντρο της πόλης.
Ήταν δασκάλα, συνταξιούχος εδώ και μερικά χρόνια και τα βόλευε δύσκολα με όση σύνταξη της είχε απομείνει τώρα, από τις συνεχείς περικοπές των μνημονίων. Η καλύτερή  της φίλη, μια παλιά συνάδελφος είχε κι αυτή τα δικά της προβλή­ματα υγείας και σπάνια έβγαινε από το σπίτι της. Όταν μπο­ρούσε πεταγόταν η Άννα μέχρι εκεί για να την δει.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο, διαπίστωσε ότι είχε τρία κρεβά­τια, αλλά μόνο το ένα ήταν πια­σμένο από μία πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, τα άλλα δύο ακόμη ήσαν ελεύθερα. Διάλεξε αυτό, που ήταν δίπλα στο παράθυρο και προσπερνώντας το κρεβάτι της γιαγιάς, πήγε προς τα κει. Η αποκλειστική νοσοκόμα, που σκυμμένη εκείνη την ώρα φρόντιζε την άρρωστη, έστρεψε για λίγο το βλέμμα της προς την Άννα και ανταπόδωσε χαμογελώ­ντας αμυδρά τον χαιρετισμό της. Η εγχείρηση ήταν προγραμ­ματισμένη για τη μεθεπόμενη μέρα το πρωί και μάλιστα πρώτη στη λίστα, λόγω της σοβαρότητας της περίπτωσής της.
Η υπόλοιπη μέρα, από την ώρα που τακτοποιήθηκε στο κρεβάτι της, κύλησε ήρεμα, χωρίς να της γίνει κάποια ιατρική ενέργεια. Όλες οι απαραίτητες εξετάσεις θα γίνονταν την παρα­μονή της επέμβασης. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν, για να περάσει την ώρα της, έκανε μια αναγνωριστική βόλτα στους διαδρό­μους του ορόφου. Εντόπισε τα γραφεία των γιατρών και του καθηγητή, το γκισέ της προϊ­σταμένης και την κουζίνα. Με­ρικοί ασθενείς με τους συγγενείς τους τα ’λεγαν ψιθυριστά, κα­θισμένοι στο μικρό σαλο­νάκι, στο μισοσκόταδο. Απέφυγε να τους κοιτάξει, δεν ήθελε να μπει στον πειρασμό να μαντέψει το πρόβλημά τους και να αγχωθεί ακόμη πιο πολύ.
Γυρνώντας, ήταν ακόμη νωρίς για να ξαπλώσει και προτί­μησε να διαβάσει, καθιστή στην πολυθρόνα, λίγες σελίδες από το βιβλίο που είχε φέρει μαζί της. Έριχνε που και που καμιά ματιά προς το κρεβάτι της γιαγιάς, που ήταν κοντά στην πόρτα και στη γυναίκα που την πρόσεχε νύχτα-μέρα, με μια ανάπαυλα λίγων μόνον ωρών, μετά το μεσημεριανό φαγητό. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για ξένη. Η βαριά προφορά της, τα σπαστά  ελ­ληνικά, αλλά και όλο της το παρουσιαστικό, δεν άφηναν καμία αμφιβολία γι αυτό.
Όπως της είπε, αργότερα, ήταν από τη Βουλγαρία και την έλεγαν Τάνια. Τα μαλλιά της πήγαιναν μάλλον προς το σκούρο ξανθό χρώμα, η ηλικία της γύρω στα σαρανταπέντε, γενικά κα­λοβαλμένη και με γλυκά χαρακτηριστικά. Η φροντίδα, που ’δειχνε στη γιαγιά, μιλώντας της πάντα χαμηλόφωνα και ευγε­νικά, καθώς και η όλη της αφοσίωση στην άρρωστη έκαναν την Άννα να την προσέξει περισσότερο.
Την επόμενη μέρα, παραμονή δηλαδή της εγχείρησης, ήταν ήδη αργά μετά το μεσημέρι, όταν επιτέλους τελείωσαν οι εξε­τάσεις και η Άννα έφτασε εξουθενωμένη, πάνω στο αναπηρικό καρότσι, στον θάλαμό της. Η αρχική αμηχανία και η απόσταση μεταξύ των δύο γυναικών δεν άρ­γησαν να φύγουν και τη θέση τους πήρε η αμοιβαία οικειότητα και η διάθεση για παρέα. Την είχαν, φαίνεται, ανάγκη και οι δυο τους, η ξένη γυναίκα για να ξεφύγει λίγο από τη συ­νεχή φροντίδα της γιαγιάς και η Άννα για να ξεχάσει, κατά το δυνατόν, την επόμενη μέρα που δικαιο­λογημένα την φόβιζε.
Πρώτη η Άννα, με λίγες μετρημένες κουβέντες, έδωσε στην ξένη το περίγραμμα της ζωής της.
       Μετά, ήλθε η σειρά της Τάνιας να ξεδιπλώσει τη δική της ιστορία, πασχίζοντας να βρίσκει, όσο μπορούσε, τις σωστές ελληνικές λέξεις στην αφήγησή της. Καταγόταν από μια μικρή πόλη, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη Σόφια. Είχε παντρευτεί μικρή, αλλά μετά από λίγα χρόνια χώρισε, γιατί ο άντρας της έπεσε από νω­ρίς στο ποτό, τη συνηθισμένη κατάρα σ’ αυτές τις χώρες. Ευτυχώς ή δυστυχώς δεν απόκτησαν παιδί. Για μερικά χρόνια δούλεψε στο δημοτικό ιατρείο της πόλης της σαν νοση­λεύτρια, αμέσως όταν τελείωσε τη σχολή της.
Η μάνα της, ύστερα από πολλά χρόνια δουλειάς σε εργο­στάσιο που ’φτιαχνε ρούχα, πήρε τη σύνταξή της, με την ελπίδα να περάσει όσα χρόνια της έμεναν ξεκούραστα, απολαμβά­νο­ντας την αμοιβή των κόπων της. Ήλθε όμως η κατάρρευση των Ανατολικών χωρών και όλα αυτά σχεδόν χάθηκαν εν μια νυκτί. Το δημοτικό ιατρείο θεωρήθηκε από τη νέα εξουσία δαπανηρή πολυτέλεια για τους κατοί­κους και έκλεισε. Όσοι χρειάζονταν νοσηλεία έπρεπε τώρα να πηγαίνουν στο νοσοκομείο της πρω­τεύουσας, μπορούσαν δεν μπορούσαν.
Η Τάνια είχε και η ίδια την τύχη του ιατρείου, έχασε τη δουλειά της και από τότε πέρναγαν και οι δυο τους με τα ψιχία της σύνταξης της μάνας της, που η νέα κυβέρνηση καταδέχτηκε να δώσει. Τα χρήματα δεν έφταναν ούτε για τα φάρμακα, που χρειαζόταν η μάνας της. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Αποφάσισε να ψάξει για καλύτερη ζωή και να ξενιτευτεί στη χώρα μας, όπως άλλωστε είχαν κάνει τόσοι και τόσοι συμπατριώτες της, πριν απ’ αυτήν. Ήταν καλή στη δουλειά της, σοβαρή και ευσυνεί­δητη και δεν της έλλειπε σχεδόν ποτέ το μεροκάματο. Ζούσε στην Αθήνα λιτά και μυαλωμένα, στέλνοντας αρκετά χρήματα στη μάνα της.
Η ώρα περνούσε μάλλον ευχάριστα, αν μπορεί να ειπωθεί  κάτι τέτοιο  για διαμονή μέσα σε νο­σοκομείο. Η γιαγιά τις πε­ρισσότερες ώρες ήταν βυθισμένη στον ύπνο, μη έχοντας πολλές απαιτήσεις από την κοπέλα, άλλωστε η μόνη της αρρώστια  ήταν τα βαθιά γεράματα. Η Άννα, έχοντας έναν άνθρωπο, να κάθεται πλάι της, σιγά-σιγά ηρέμησε, ο φόβος της ξε­χάστηκε λίγο. Της άρεσε που άκουγε την Τάνια να της μιλάει χαμηλό­φωνα, ενώ κρατούσε  τα μάτια της κλειστά για να ξεκουράζε­ται. Με την κουβέντας, ίσως και με τη βοήθεια κάποιου ηρεμι­στικού, δεν άργησε να την πάρει ο ύπνος. Αύριο, Θεού θέλο­ντος, τέτοια ώρα, τα δύσκολα θα έχουν περάσει και θα είναι κοντά της και ο Πέτρος, ο αγαπημένος της ανιψιός.
Είχε για τα καλά ξημερώσει η μέρα, όταν ήλθε ο νοσοκό­μος  με το φορείο να την παραλάβει. Από το παράθυρο ο ουρα­νός φαινόταν καθαρός και έφταναν μέσα στο δωμάτιο τα πρω­ινά κελαηδίσματα των πουλιών από τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων της αυλής. "Όλα θα πάνε καλά, κυρία Άννα", άκουσε να της ψιθυρίζει με αληθινή συμπάθεια η Τάνια, δείχνοντας και να το πιστεύει. Της κρατούσε σφιχτά το χέρι, μέχρι που το φο­ρείο βγήκε στον διάδρομο. Η Άννα την κοιτούσε συνέχεια στα μάτια, θέλοντας απ’ αυτά να πάρει κουράγιο. "Θα τα κατα­φέρω", ήταν οι τελευταίες λέξεις που της είπε, χαμογελώντας γλυκόπικρα.
Οκτώ ολόκληρες ώρες κράτησε η επέμβαση στην Άννα, αρκετές για να συμβούν, στο μεταξύ, πολλά. Η γιαγιά δεν ξύ­πνησε ποτέ από τον βαθύ της ύπνο, έσβησε σαν τη φλόγα στο καντήλι, μόλις της τελειώσει το λάδι. Η Τάνια ειδοποίησε τους συγγενείς της για τα περαιτέρω. Λόγω εφημερίας, τα δύο κρε­βάτια πιάστηκαν αμέσως από νεοφερμένες ασθενείς. Σ’ αυτήν που της έτυχε εκείνο που ήταν η γιαγιά, δεν της έκαναν λόγο για ό,τι είχε συμβεί λίγο πριν. Συνηθισμένα, άλλωστε, κάτι τέ­τοια στα νοσοκομεία, κόσμος πάει κι έρχεται. Άλλοι φεύγουν από μέσα ’κει γεροί κι άλλοι πεθαμένοι.
Ο Πέτρος, όσο και να προσπαθούσε να το κρύψει, έδειχνε  σοκαρισμένος από  τον θάνατο της γιαγιάς. Η Τάνια, όμως, έχοντας πλούσια εμπειρία από τέτοιες καταστάσεις άρχισε να του μιλάει, προ­σπαθώντας να τον καθησυχάσει. ʺΜε τη δουλειά που κάνω, έχω γνωρίσει τόσους ανθρώπους μεγάλης ηλι­κίας, αλλά και πιο νέους, που τους πρόσφερα τη φροντίδα μου στην αρρώστια τους, μέσα στα νοσοκομεία. Μερικοί απ’ αυτούς πέ­θαναν κυριολεκτικά στα χέρια μου. Αν και όλοι τους μου ήσαν ξένοι, ήταν αδύνατο να μη δεθώ μαζί τους, να μη  μου στοιχίσει ο χαμός τους. Μέχρι εκεί όμως, έπρεπε κι εγώ να κρατήσω τη ψυχή μου γερή, για να αντέξω τις δικές μου φουρτούνες, άμα έλθουν  κάποια στιγμή. Προσπαθούσα να μη βουλιάζω στις λύπες των άλλωνʺ.
Η εικόνα της Άννας, όταν την έφεραν στο δωμάτιο, δεν είχε καμιά σχέση με κείνη, όταν την πήραν για το χειρουργείο. Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο με τη μάσκα οξυγόνου και μόνο τα μάτια της ήσαν ελεύ­θερα, αλλά μισόκλειστα ακόμη από την αναισθησία. Στις φλέβες των χεριών της έσταζαν οροί και όλο της το σώμα ήταν σκεπασμένο με το σε­ντόνι, που έκρυβε τη μεγάλη τομή, που της είχε γίνει.
Η ώρα περνούσε, αλλά η Τάνια δεν έλεγε να φύγει… ʺΗ θεία σου, λίγο πριν την πάρουν με το φορείο,  μου ζήτησε, αν μπορούσα, μαζί με τη γιαγιά να προσέχω και κείνη μετά την εγχείρησηʺ είπε στον Πέτρο, για να δικαιολογήσει την εκεί πα­ραμονή της. ʺΔεν χρειάζεται να μείνεις κι εσύ εδώ το βράδυ, πήγαινε να κοιμηθείς και το πρωί έλα για να αλλάξουμεʺ.
Ήθελε ακόμη να του πει και να του εξηγήσει όσα είχε στο μυαλό της για τη θεία του. Ότι δηλαδή μ’ αυτήν τη γυναίκα της είχε συμβεί κάτι πολύ ξεχωριστό. Από την πρώτη  στιγμή που την είδε, μόλις μπήκε στο δωμάτιο, της φάνηκε γνώριμη, δικός της άνθρωπος. Το πρόσωπο και το χαμόγελό της, καθώς μι­λούσε σιγανά, της θύμιζαν τη μάνας της. Την ίδια στιγμή, όμως, της έρχονταν εκείνες οι μνήμες που την πλήγωναν και  που πάσχιζε να τις ξεχάσει. Δεν ήθελε να θυμάται ότι αναγκά­στηκε να  την αποχωριστεί, για να μπορέσουν έτσι να επιβιώ­σουν, μακριά η μία από την άλλη. Αντί να βρίσκεται κοντά της να τη φροντίζει και να της δίνει την αγάπη της, πληρωνόταν για να απαλύνει τον πόνο σε ξένους ανθρώπους. Όταν της τηλεφώ­νησαν ότι ήταν σοβαρά, τα παράτησε όλα, αλλά δεν την πρό­λαβε ζωντανή, μια γειτόνισσά τους βρέθηκε δίπλα της και της έκλεισε τα μάτια. Εκείνη η γειτόνισσα έζησε την ιερή στιγμή του τέλους της μάνας της, αντί για την ίδια…Από τότε το γεγο­νός αυτό τη σημάδεψε, της έγινε η πικρή σκέψη, που δεν έφευγε από το μυαλό της.
Να όμως που η ζωή, για άλλη μια φορά, έφερε τα πράγ­ματα έτσι, όπως εκείνη ήθελε. Είχε φτάσει τώρα η στιγμή  για τη δική της εξιλέωση. Δεν χρειάστηκε να το πολυσκεφτεί. Το τι θα έκανε της ήλθε πολύ εύκολα, από μόνο του. Η Άννα, που λίγες ώρες πριν είχε συναντήσει εκεί, θα γινόταν η αφορμή να κάνει το πιο ωραίο μνημόσυνο για τη μάνα της. Όσα δεν μπό­ρεσε να της προσφέρει θα τα δώσει πρόθυμα, χωρίς αντάλ­λαγμα, σ’ αυτήν την άρρωστη γυναίκα, που τώρα έχει την ανά­γκη της. Όλη της την έγνοια  και τη φροντίδα, σαν να ήταν η μάνα της.
Αργότερα, όταν η περιπέτεια του  νοσοκομείου θα είναι απλώς μια ανάμνηση και η Άννα θα της ζητήσει εξηγή­σεις, η Τάνια θα ’χει όλον το χρόνο να της αποκαλύψει το μυστικό της και να της δικαιολογήσει τα όσα έκανε για κείνη. Αλλά τότε πια θα είναι αλλιώς,  δεν θα είναι δυο ξένες. Μεταξύ τους θα έχει γεν­νηθεί μια βαθιά φιλία, μια αληθινή αγάπη. Μια αγάπη που τόσο είχε ανάγκη η Άννα, αλλά και άλλο τόσο η Τάνια…  

Από το βιβλίο Μικρές Ιστορίες, 2016 εκδ. Οροπέδιο  

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020

Κώστας Περδίκης:



να τα πούμε θεια;


Με τον Μίμη, τον συμμαθητή μου, δεν υπήρξαμε ποτέ "κολλητοί".
Είμαστε όμως, για κάμποσα χρόνια, αχτύπητο δίδυμο στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Τα "Φώτα" δεν τα λέγαμε ποτέ, ίσως γιατί ήσαν προς το τέλος των διακοπών και η επικείμενη επιστροφή στο σχολείου μας χάλαγε τη διάθεση.
Από την προηγούμενη μέρα έπρεπε να φροντίσουμε για τον κουμπαρά.
Ο πατέρας του Μίμη είχε βιβλιοχαρτοπωλείο και το πρακτορείο εφημερίδων και έτσι εύκολα βρίσκαμε τα απαραίτητα υλικά.
Ένα χαρτοκούτι, μεγαλούτσικο, που το τυλίγαμε με χρωματιστή κόλλα γλασέ και στο πάνω μέρος κάναμε τη σχισμή για να πέφτει από εκεί το παραδάκι.
Κολλάγαμε  αστέρια στις πλευρές του και γράφαμε με μεγάλα γράμματα "Χρόνια Πολλά".
Την επομένη,  όπως είχαμε συμφωνήσει, συναντιόμαστε, αχάραγα μέσα στο σκοτάδι, κάπου στο ενδιάμεσο των σπιτιών μας.
Αρχίζαμε πάντα την εξόρμησή μας από το σπίτι του κυρ-Νιόνιου, που έκανε τον γραμματέα στον συμβολαιογράφο.
Έμενε, τότε, αρκετά μακριά από την πόλη, στο Κάτω Ξεροχώρι, μια γειτονιά με καμιά δεκαριά όλα-όλα σπίτια.
Ο στόχος μας ήταν να φτάσουμε εκεί πρώτοι, γιατί ο κυρ-Νιόνιος πίστευε πολύ στο καλό ποδαρικό και γι΄ αυτό ήταν πολύ γενναιόδωρος.
Μας έδινε ένα ολόκληρο τάλιρο, μεγάλο ποσό εκείνα τα χρόνια.
Για τον πολύ κόσμο ένα πενηνταράκι άντε το πολύ μία δραχμή ήταν το συνηθισμένο φιλοδώρημα.
Για να φτάσουμε μέχρι το σπίτι του κυρ-Νιόνιου κάναμε αληθινό άθλο.
Ο δρόμος ήταν σκοτεινός, γεμάτος λάσπες και αν τύχαινε να μην έχει φεγγάρι, φωτίζαμε με έναν φακό για να βλέπουμε που πατάμε.
Περνούσαμε δίπλα από αγροτόσπιτα, με κάτι άγρια σκυλιά, που μας γάβγιζαν ασταμάτητα και η ψυχή μας πήγαινε στην Κούλουρη.
Μοιραζόμαστε όμως την τρομάρα μας και συνεχίζαμε την πορεία,  δίνοντας κουράγιο ο ένας στον άλλο.
Στην επιστροφή, ικανοποιημένοι και με δυναμωμένη την αυτοπεποίθησή μας, αφού ο στόχος μας είχε επιτευχθεί, η μέρα άρχιζε να χαράζει.
Σειρά τότε είχαν τα Πέρα Καλύβια, όπου εκεί ο Μίμης είχε συγγενείς, θείες και θείους και έτσι είχαμε τις εισπράξεις  εξασφαλισμένες.
Πέφταμε όμως, μερικές φορές και σε κάτι γριούλες, που προς μεγάλη μας απογοήτευση, αντί για λεφτά, μας έδιναν καρύδια ή κουλούρια.
Ο ήλιος είχε βγει για τα καλά, όταν  αρχίζαμε να τα λέμε σε συγγενικά μας σπίτια στο κέντρο της πόλης και στα μαγαζιά της αγοράς.
Κοντά στο μεσημέρι ο κουμπαράς μας είχε ήδη βαρύνει αρκετά και στην ερώτησή μας: "να τα πούμε;" τις περισσότερες φορές εισπράτταμε την απάντηση: "τώρα…μας τα΄ παν άλλοι".
Ήταν σημάδι πως έφτασε η ώρα να σταματήσουμε.
Πηγαίναμε, τότε, κατευθείαν στο μαγαζί του Μίμη και ανοίγαμε τον κουμπαρά πάνω στον ξύλινο πάγκο.
Η μοιρασιά, όλες τις φορές, ήταν δίκαιη και ποτέ δεν τσακωθήκαμε.
Ο χώρος του μαγαζιού ήταν ένα στενόμακρο ορθογώνιο, λίγο σκοτεινό, γιατί το φως έμπαινε μόνο από την πόρτα, που έβλεπε στον δρόμο.
Ένας ξύλινος πάγκος, σε σχήμα πι, χώριζε τους πελάτες από τα ράφια, όπου ήσαν αραδιασμένα τα εμπορεύματα.
Δίπλα στην είσοδο ήταν μία βιτρινούλα, σαν μικρό παράθυρο και εκεί ο  βιβλιοπώλης μοστράριζε ό,τι πιο καλό διέθετε το μαγαζί του.
Δυο-τρία βιβλία, συνήθως μυθιστορήματα, κουρδιστά  τραινάκια ή καμιά μπάλα δερμάτινη, όλα πολυπόθητα στα μάτια μας, αλλά δυσανάλογα ακριβά για το χαρτζιλίκι μας. 
Μπαίνοντας, ένιωθες έντονη τη μυρουδιά των φρεσκοτυπωμένων περιοδικών και εφημερίδων, που με τάξη είχαν τοποθετηθεί στα ράφια.
Ζήλευα τον Μίμη  που ήταν τυχερός, γιατί ό,τι ήθελε από εφημερίδες, περιοδικά ή βιβλία το έβρισκε εκεί τζάμπα και το διάβαζε.
Κάθε βδομάδα περίμενα πως και πως τη μέρα που θα ερχόταν
η Διάπλασις των Παίδων.
Την αγόραζα ανελλιπώς, μέχρι που έπαψε να βγαίνει.
Αργότερα, πιο μεγάλος, έπαιρνα τις Εικόνες και τον Ταχυδρόμο.
Όλα τα περιοδικά τα έβρισκες εκεί μέσα:
Μικρό Ήρωα, Ταρζάν, Μίκυ Μάους, Υπεράνθρωπο, Κλασσικά Εικονογραφημένα.
 Ακόμη, Μάσκα και Μυστήριο, απαγορευμένα, όμως, για την ηλικία μας.
Η Μεσημβρινή ήταν η αγαπημένη μου εφημερίδα.
Είχε ολόκληρη την τελευταία της σελίδα με αθλητικά και συνεργάτες τους νέους τότε Κυρ και Φρέντυ Γερμανό.
Στην αγορά, τις εφημερίδες και τα περιοδικά μοίραζε κάθε μέρα ο Σπύρος ο Τζέμος, ένα τετραπέρατο και ευρηματικό φτωχόπαιδο.
Μέχρι και ποιηματάκι είχε σκαρφιστεί για να διαλαλεί καλύτερα την πραμάτειά του.
Το θυμάμαι ακόμη:

"Ακρόπολη, Βήμα, Καθημερινή,
Κήρυκας, Ελευθερία,
Ρομάντζο, Θεατής,
Ντομινό, Φαντασία".

Ο Μίμης ήταν και για έναν άλλο λόγο τυχερός.
Απολάμβανε, καμαρωτός, τις βόλτες πάνω στη μοτοσικλέτα του πατέρα του, σαν συνεπιβάτης.
Ήταν μια φοβερή BMW με καλάθι, που μ΄ αυτή μετέφεραν τις εφημερίδες και τα περιοδικά από τον σταθμό του τραίνου στο μαγαζί.
Είχε διαφορικό και έβγαζε ένα γλυκό υπόκωφο ήχο.

Τώρα πια, ο Μίμης κι εγώ, είμαστε και οι δύο συνταξιούχοι.
Τα μαλλιά και τα γένια μας είναι σε, μεγάλο βαθμό, ασπρισμένα.
Όταν τύχει και  βρεθούμε, όποιος πρωτοπρολάβει λέει στον άλλο:
"Θυμάσαι ρε τότε που λέγαμε τα κάλαντα;" και ακολουθεί πάντα η ίδια επωδός:
"Αχ ωραία εκείνα τα χρόνια"…

Από το βιβλίο Σινική Μελάνη, 2014


Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Θανάσης Βαλτινός (1932):




Γαμήλια πτήση



​​Προ πολλών ετών παραστάθηκα μάρτυρας μιας συμπτωματικής λαθρανασκαφής. Αυτό έγινε στη Σπάρτη, στις παρυφές της πόλης. Η αξίνα του εργάτη, που άνοιγε θεμέλια σε μια πίσω αυλή για να στηθεί βιαστικά ένα παράνομο κουζινάκι, χτύπησε σε κάτι στέρεο. Εμπειρος σαυτά ο εργάτης, καθάρισε με μια βρεγμένη πατσαβούρα, και με αρκετό πρέπει να πω σεβασμό, τα χώματα και στα μάτια μας άστραψε το ελληνιστικό μωσαϊκό: Ο Ταύρος-Δίας σε εκείνη την ευφρόσυνη γαμήλια πτήση με την Ευρώπη, αισθησιακή και λίγο κρυφοκρέατη για τα τωρινά μου γούστα, να ταξιδεύει καθισμένη ανέμελα πάνω στη ράχη του. Ο εργάτης μάς κοίταξεήμασταν 6-7 παιδιά μαζεμένα εκεί. Υστερα φώναξε τον ιδιοκτήτη. Ο ιδιοκτήτης ήταν μπροστά με τον εργολάβο. Ηρθαν τρέχοντας. Ο εργολάβος βλαστήμησε και πήρε το φτυάρι να ξανασκεπάσει τον λάκκο. Ο ιδιοκτήτης τον σταμάτησε. Ηταν τριαντάρης, είχε πρόσφατα κατεβεί από το ορεινό χωριό του και δούλευε στο σωματείο φορτοεκφορτωτών μείζονος Σπάρτης. Συνήθως κατέβαζαν από το τρένο σακιά λιπασμάτων για τον γεωργικό συνεταιρισμό. Ή φόρτωναν πορτοκάλια. Ηθελε να παντρευτεί και έφτιαχνε αυτό το κουζινάκι. Ο εργολάβος βιαζόταν ανήσυχος. Τι θα κάνεις; είπε στον ιδιοκτήτη, πάντα με το φτυάρι στα χέρια. Τίποτα, είπε εκείνος κοιτάζοντας μαγεμένος το μωσαϊκό. Θα στο πάρουν, είπε θυμωμένος ο εργολάβος. Θα στο πάρουν. Ο ιδιοκτήτης κούνησε το χέρι του αδιάφορα σα να μη τον είχε ακούσει.

Από την ''Καθημερινή''


Ο Θανάσης Βαλτινός γεννήθηκε στο Καστρί Κυνουρίας, το 1932. Οικογενειακές μετακινήσεις, που συνδέονται με τις δυσκολίες των κατοχικών και μετακατοχικών χρόνων, τον ανάγκασαν να φοιτήσει κατά σειρά στα γυμνάσια Σπάρτης, Γυθείου και Τρίπολης. Το 1950 ήρθε στην Αθήνα όπου ζει έως σήμερα. Σπούδασε κινηματογράφο. Μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στο εξωτερικό: Αγγλία, Δυτικό Βερολίνο και Η.Π.Α., καλεσμένος από Πανεπιστήμια ή άλλα πνευματικά ιδρύματα. Έχει μεταφράσει τις "Τρωάδες" του Ευριπίδη και την "Ορέστεια" του Αισχύλου, που παίχτηκαν στην Επίδαυρο το 1979 και 1980 αντιστοίχως, από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
Έχει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο. Το 1984 τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία του Θ. Αγγελόπουλου "Ταξίδι στα Κύθηρα". Το 1990 τιμήθηκε επίσης με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο: "Στοιχεία για την Δεκαετία του '60". Διετέλεσε μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, καθώς και της Εταιρείας Συγγραφέων της οποίας υπήρξε πρόεδρος επί σειρά ετών. Διετέλεσε γενικός Διευθυντής του 2ου Καναλιού της Εθνικής τηλεόρασης 1989-1990. Στις 5 Ιουνίου 2008 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της Νέας Ελληνικής Πεζογραφίας της Τάξης των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών. Τον Δεκέμβριο του 2012 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.


Σάββατο 4 Ιουλίου 2020

Φρέντυ Γερμανός (1934-1999):

Το πρώτο και βραβευμένο κείμενο του Φρέντυ Γερμανού

Ήταν από τις καλύτερες πένες της εποχής του, άσχετα εάν χρησιμοποιούσε πάντα γραφομηχανή. Κι είχε στιλ που δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Από τα πρώτα κείμενα, έως τα τελευταία, οι λέξεις «φώναζαν» ότι ανήκουν σε δικό του γραπτό.
Για πολλούς αυτό το στιλ τον εμπόδισε να γίνει περισσότερο αληθινός. Να ανοίξει την καρδιά του στον αναγνώστη. Το στιλ επέβαλε να σκορπά χαμόγελα, να δίνει έξυπνες απαντήσεις, ακόμα και σε κουτές ερωτήσεις και να αυτοσαρκάζεται. Στα κείμενά του ποτέ δεν έπαιρνε (και) τον εαυτό του στα σοβαρά.
Ποτέ, εκτός από το πρώτο κείμενο. Στα 19 του χρόνια κι ενώ ήδη είχε τελειώσει το Βαρβάκειο και είχε αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα δημοσιογραφίας συμμετέχει στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος που διοργανώσει για λογαριασμό της «Βραδυνής» ο Μπάμπης Κλάρας, από τους κορυφαίους δημοσιογράφους της εποχής του και αδελφός του Άρη Βελουχιώτη. Μέλη της κριτικής επιτροπής ήταν «ιερά τέρατα» των γραμμάτων. Ο Καραγάτσης, ο Θεοτοκάς, ο Τερζάκης, ο Μυριβήλης. Ο Φρέντυ Γερμανός βραβεύεται και στις 26 Αυγούστου 1953 το διήγημά του δημοσιεύεται στη Φιλολογική σελίδα της εφημερίδας.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Κώστας Περδίκης:




του ’50 οι εκδρομείς
  
     «Αύριο παιδιά θα πάμε εκδρομή».
Την ανακοίνωση την έκανε πάντα ο διευθυντής, αμέσως μετά την προσευχή, την προηγούμενη μέρα και γινόταν δεκτή από τους μαθητές και τις μαθήτριες του δημοτικού με χαρούμενα ξεφωνητά και παλαμάκια. Έπρεπε, βλέπετε, να δοθεί λίγος χρό­νος για τις απαραίτητες προετοιμασίες.
Να προλάβει η μητέρα μας να τηγανίσει τα κεφτεδάκια και τις πατάτες και να μας τα βάλει μετά  στο μικρό σκεπαστό αλουμι­νένιο καραβανάκι. Να βρούμε το παγούρι και να το γε­μίσουμε νερό, για να το έχουμε  κρεμασμένο από τη ζώνη μας και  να ξεδιψάμε στο περπάτημα. Να φουσκώσουμε τη δερμά­τινη μπάλα, που τότε είχε λαιμό, όχι ακόμη βαλβίδα και μετά να τη ράψουμε προσεκτικά ώστε να είναι τελείως στρογγυλή.
Τέλος να προμηθευτούμε το σχοινένιο διχτάκι για να μπουν μέσα όλα τα παραπάνω και έτσι να είναι πιο βολικό το κουβά­λημά τους. Αργότερα θα βγουν τα πρώτα σακβουαγιάζ, εκείνα με τη φίρμα  Κατράντζος σπορ, με το φερμουάρ στο πάνω μέρος και τα δύο «χέρια», βολικά για  εκδρομές και ταξίδια.
Το πού θα πηγαίναμε το διάλεγαν βέβαια οι δασκάλοι μας. Η επιλογή γινόταν ανάμεσα από τέσσερις, το πολύ πέντε τοπο­θεσίες. Η πιο κοντινή και εύκολη ήταν στην αμμουδιά της πα­ραλίας μας, όμως αυτή είχε το μειονέκτημα ότι εκεί δεν υπήρ­χαν δέ­ντρα για ίσκιο και συνήθως μας πήγαιναν το Φθινόπωρο, που ο ήλιος έκαιγε λιγότερο. Η άλλη ήταν το πευκοδάσος του Κακόβατου. Μια πιο μακρινή ήταν ο Μπούρμπουλας με τη βρύση του, μια όμορφη τοποθεσία, δίπλα στο δρόμο που πάει για τη Γλάτσα. Ακόμη μια πιο συνηθισμένη επιλογή ήταν αυτή στο Ξεροχώρι, σε ένα μεγάλο λιοστάσι, λίγο πριν φθάσουμε στο χωριό.
Στον Καϊάφα, θυμάμαι, είχαμε πάει στη δεύτερη τάξη με το τραίνο, όχι με τα πόδια και βγάλαμε μια φωτογραφία στα πεύκα απέναντι από τον σταθμό, που από τότε τη φυλάω σαν πολύ­τιμο ενθύμιο. Μια χρονιά, που ήμουνα στην έκτη, πήγαμε στην Παλιόβρυση, που κι εκεί υπήρχε μια μικρή βρύση και με τον δάσκαλό μας, τον τότε διευθυντή κύριο Θανάση, κεντρώσαμε αγραπιδιές για να γίνουν ήμερες αχλαδιές. Κάποιος μου ’λεγε πρόσφατα ότι μερικές από αυτές τώρα είναι κοτζάμ δέντρα.
Η τοποθεσία που τελικά θα επιλεγόταν, εκτός από ίσκιο, θα έπρεπε να έχει μια μεγάλη ισοτοπιά, που να μπορούμε να παί­ζουμε ποδόσφαιρο, ή όποιο άλλο παιχνίδι και άπλα για να κα­θόμαστε άνετα, παρέες-παρέες, κάτω από τα δέντρα. Ένα με­γάλο λιοστάσι ή το πευκοδάσος ήταν ό,τι έπρεπε. Αν υπήρχε κοντά και καμία βρύση με πόσιμο νερό, ακόμη κα­λύτερα.
Οι δάσκαλοι όμως κοίταζαν να εξασφαλίσουν και κάτι ακόμη σημαντικό γι αυτούς. Φρόντιζαν να υπάρχει εκεί κοντά και κα­νένα σπίτι, που ο νοι­κοκύρης του   και η κυρά του θα τους εξα­σφάλιζαν ένα πρό­χειρο μεσημεριανό γεύμα.
Εκείνοι, από τη μεριά τους, έκαναν το παν για να τους περι­ποιηθούν και να τους ευχαριστήσουν. Το θεωρούσαν μεγάλη τους τιμή που θα φιλοξενούσαν τους ανθρώπους, που μάθαιναν γράμματα στα βλαστάρια τους και τους πρόσφεραν απλόχερα ό,τι καλύτερο είχαν στο σπι­τικό τους, από κρασί, τσιγαρίδες[1], ζυμωτό ψωμί και φρούτα.
Το πρωινό μας ξύπνημά τη μέρα της εκδρομής δεν ήταν βα­ρετό όπως όταν είχαμε σχολείο, αλλά ζωηρό και κεφάτο. Μα­ζευό­μαστε στην ώρα μας στο προαύλιο, πανέτοιμοι και μετά από λίγο έμπλεοι χαράς και προσδοκιών ξεκινούσαμε την πο­ρεία, περπατώντας στοιχημένοι-ζυγισμένοι δυο-δυο στη δεξιά άκρη του δρόμου.
Για να μην μας φαίνεται ατέλειωτη η απόσταση αρχίζαμε να τραγουδάμε, κάνοντας πλάκα, το: «Μπάρμπα Γιάννη κανατά» , το: «Έλα βρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε» ή ό,τι άλλο σχε­τικό ξέραμε. Τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν, μας χαι­ρέταγαν κορ­νάροντας, όπως και οι χωρικοί που καβάλα στα ζώα τους πή­γαιναν πρωί-πρωί στις δουλειές τους.
Φτάνοντας, ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά.
Το πρώτο που έκαναν οι δάσκαλοί μας, πριν «τους ζυγούς λύ­σατε» ήταν να μας δώσουν τις τελευταίες τους οδηγίες και συμ­βουλές, όπως: να παίζουμε ήσυχα, χωρίς τρέλες και τσακωμούς για να αποφύγουμε τραυματισμούς και άλλες δυσάρεστες κα­ταστάσεις.
Εκείνοι διάλεγαν ένα μεγάλο δέντρο με παχιά σκιά, λίγο παρά-μερα, έτσι ώστε από κει να μας βλέπουν και να επιτηρούν τις κινήσεις μας, χωρίς όμως να μας έχουν συνέχεια στα πόδια τους, να τους μετράμε τις μπουκιές τους. Η νοικοκυρά του σπι­τιού έστρωνε κάτω από το δέντρο δυο δικά της αντρομίδια, που  πάνω τους ξάπλωναν απολαμβάνοντας τη  φύση αλλά και τα προσφερόμενα εδέσματα.
Εμείς, τ’ αγόρια, λυσσάγαμε παίζοντας ασταμάτητα ποδό­σφαιρο, ενώ τα κορίτσια προτιμούσαν πιο ήσυχα παιχνίδια, βό­λεϊ ή κουτσό. Από τις δασκάλες όλο και κάποια πήγαινε κοντά τους και  τις ξεσήκωνε να πιάσουν τον χορό, τραγουδώντας όλες μαζί. Όμως παρ’ όλες τις συμβουλές και οδηγίες, πάντα όλο και κάτι άσχημο θα συνέβαινε. Ένας καυγάς, μια μύτη ανοιγμένη ή  άλλοι μικροτραυματισμοί δεν έλειπαν.
Οι ώρες πέρναγαν ανέμελα, μέσα στο παιχνίδι και τη χαρά, ώσπου να ακουστεί, νωρίς το απόγευμα, η σφυρίχτρα του δά­σκαλου, που σήμαινε ότι έπρεπε να ετοιμαστούμε για την ανα­χώρηση. Από το πολύ παιχνίδι και το ξεφάντωμα, μικρός τότε, έχανα το μυαλό μου. Ήμουνα εντελώς αφηρημένος και πολλές φορές παράταγα εδώ και κει τα πράγματά μου. Το ίδιο συνέ­βηκε και τότε.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε διαπιστώνω ότι έλειπε η ζακέτα μου και έντρομος θυμάμαι ότι την είχα κρεμάσει σ’ ένα κλαρί, εκεί που παίζαμε. Αμολιέμαι τρέχοντας, πηδώντας ό,τι έβρισκα μπροστά μου, προς εκείνο το σημείο. Φθάνοντας μπροστά σ’ έναν με­γάλο θάμνο από σκίνα παίρνω φόρα και πηδάω από πάνω του, μην ξέροντας τι ήταν πίσω του. Πέφτω τρία μέτρα πιο χαμηλά και σκάω στο χώμα με το στήθος.
Μου κόβεται η ανάσα, δεν μπορώ να πάρω αέρα και με λού­ζει κρύος ιδρώτας. Είμαι ολομόναχος και αβοήθητος. Προ­σπαθώ και σιγά-σιγά παίρνοντας μικρές αναπνοές συνέρ­χομαι. Ζεμα­τισμένος τρέχω να προλάβω τους άλλους, που κα­τηφόρι­ζαν τον δρόμο.
Το παραπάνω συμβάν με σημάδεψε για τα καλά. Δεν μπό­ρεσα να το ξεχάσω. Είχε όμως και ένα καλό. Με έκανε, από τότε, πιο προσεκτικό και λιγότερο αφηρημένο. Δεν φεύγω από κάπου, πριν ελέγξω πρώτα τα πράγματά μου, μήπως και μου λείπει κάτι.
Φθάναμε στα σπίτια μας, αργά το απόγευμα, ψόφιοι από την κούραση, ευχαριστημένοι, αλλά και τελείως ανήμποροι  να σκεφτούμε τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Πέφταμε νωρίς για ύπνο. Την άλλη μέρα οι δασκάλοι μας έδειχναν κατανόηση και οι ώρες περνούσαν με επαναλήψεις των περασμένων μαθη­μάτων. Την μεθεπόμενη, πια, θα ξαναμπαίναμε πάλι στον κανο­νικό ρυθμό του μαρτυρίου μας…





[1] τσιγαρίδες = παστό χοιρινό

Από το βιβλίο ''Μικρές Ιστορίες'', 2016 εκδ. Οροπέδιο