Σάββατο 27 Μαΐου 2023

Κώστας Περδίκης:

 


Μια μικρή αναδρομή

 

Όλα άρχισαν πολλά χρόνια πριν.

Δεν είχα πάει, ακόμη, σχολείο και η πρώτη μου θύμηση είναι όταν μου διάβασαν εκείνο το ποιηματάκι του Ζαχαρία Παπαντωνίου, Η κατάρα του πεύκου, που άρχιζε:

Γιάννη γιατί έκοψες το πεύκο;

Γιατί; Γιατί;

Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης

και περπατεί.

 Θυμάμαι να ένιωσα στη ψυχούλα μου μια λύπη ανάκατη με έναν αδιόρατο φόβο.

Μετά, στο αναγνωστικό της Α’ δημοτικού υπήρχαν μικρά ποιήματα, όπως Το Φθινόπωρο, του Γεωργίου Δροσίνη:

Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά.

Γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει

Και η φλύαρη χελιδονοφωλιά

Χορτάριασε παντέρημη και μόνη.

 Ακολούθησαν τα διηγήματα και τα ποιήματα, που ήσαν στα Αναγνωστικά βιβλία των μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού και των αντίστοιχων του Γυμνασίου και Λυκείου.

Ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τους λογοτέχνες:

Γιάννη Βλαχογιάννη, Κώστα Κρυστάλλη, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Μιχαήλ Μητσάκη, Χρήστο Χρηστοβασίλη, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, Διονύσιο Σολωμό, Ανδρέα  Κάλβο, Κωστή Παλαμά, Κωνσταντίνο Καβάφη, Λορέντζο Μαβίλη, κ.ά. και γλυκάθηκα με τα κείμενά τους.

Για τις εργασίες των Νέων Ελληνικών μου αγόρασαν οι γονείς μου τους τέσσερις (4) τόμους της σειράς Αγαπημένα Διηγήματα, μιας ανθολογίας, που περιλάμβανε  ένα χαρακτηριστικό διήγημα του κάθε συγγραφέα, μαζί με το συνοπτικό βιογραφικό του.

Παράλληλα άρχισα να διαβάζω ό, τι εξωσχολικό (περιοδικά, εφημερίδες) υπήρχε τότε:

Ελληνόπουλο, Η Διάπλασις των παίδων, Κλασσικά εικονογραφημένα, Μικρός ήρως, Υπεράνθρωπος, Μίκυ Μάους, Ταρζάν, Γκαούρ Ταρζάν, Μικρός Σερίφης, Μπράβο και αργότερα Εικόνες, Ταχυδρόμος, Μεσημβρινή.

Μαθητής στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου έστειλα και μου δημοσίευσε η Διάπλασις των παίδων την πρώτη μου ποιητική απόπειρα και το πρώτο μου διηγηματάκι, καθώς και μερικά σκίτσα μου.

Η Μάσκα και Το μυστήριο ήταν απαγορευμένα, ως "ακατάλληλα δι’ ανηλίκους".

Καθώς το ραδιόφωνο άργησε να μπει στο σπίτι μας, εκτός από τα παιχνίδια στις γειτονιές, το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων ήταν η δεύτερή μου χαρά και απόλαυση, η πολύτιμη καταφυγή μου.

Με τα Κλασσικά εικονογραφημένα, έστω και μ’ αυτόν τον περιληπτικό τρόπο, εικόνες και μικρές λεζάντες, πρωτογνώρισα έργα της παγκόσμιας  λογοτεχνίας:

Οι άθλιοι, Η παναγία των Παρισίων, Οι Τρεις Σωματοφύλακες, Έγκλημα και Τιμωρία, Άμλετ, Τομ Σώγιερ, Οι ιππότες της στρογγυλής τραπέζης, Το νησί των θησαυρών, Χριστουγεννιάτικη ιστορία, Νταβίντ Κόπερφιλντ, Όλιβερ Τουίστ, Ρομπέν των δασών, Γουλιέλμος Τέλλος κ.ά.

Αργότερα τα έργα αυτά θα τα διαβάσω, στην ολοκληρωμένη τους μορφή, στα βιβλία που αγόρασα ο ίδιος, αλλά κι σε άλλα που μου προμήθευσε ο, μεγαλύτερος από μένα, πρωτοξάδελφός μου.

O αείμνηστος Κώστας, ο  ξάδελφός μου, ήταν και ο μέντοράς μου. Του οφείλω πάρα πολλά.

Όλα εκείνα τα βιβλία εξακολουθούν, μέχρι σήμερα, να βρίσκονται σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου.

Ο Ιβανόης, Η καλύβα του μπάρμπα θωμά, Ο Ροβινσών Κρούσος, Ο Μιχαήλ Στρογκώφ, Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραν, Από τη γη στη σελήνη, 20000 λεύγες υπό την θάλασσα, Ταξίδι στο κέντρο της γης, Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ κ.ά.

Στην εφημερίδα Μεσημβρινή, που διάβαζα τότε, με κέρδισε αμέσως ο πρωτοεμφανιστείς  Φρέντυ Γερμανός και τα μικρά του χρονογραφήματα, με το ιδιαίτερο στιλ και χιούμορ τους.

Όταν αποκτήσαμε το πρώτο ραδιόφωνο, άκουγα ανελλιπώς Το θέατρο στο μικρόφωνο και Το θέατρο της Κυριακής του Αχιλλέα Μαμάκη, όπως επίσης μου άρεσαν και Οι αστυνομικές ιστορίες μυστηρίου.

Το καλοκαίρι του ’65, στο σπίτι του ξαδέλφου μου στην Ελευσίνα, ανακάλυψα τα βιβλία του Αντώνη Σαμαράκη και μαγεύτηκα.

Το λάθος, Ζητείται ελπίς, Αρνούμαι

Με επηρέασαν τόσο πολύ, με τον ανθρωπισμό τους, τον κοφτό τους λόγο, καθώς και με το χιούμορ και με το αναπάντεχο τελείωμά τους, που πολλά χρόνια αργότερα, όταν δοκίμασα να γράψω κάτι δικό μου, αυτά είχα στο μυαλό μου σαν πρότυπο.

Ακολούθησαν, μετά, τα χρόνια των σπουδών μου στο Ε.Μ.Π. (1967-1972) με τις πολύωρες παρακολουθήσεις των μαθημάτων και τον μεγάλο φόρτο των εργασιών, με αποτέλεσμα να αρκεστώ στο διάβασμα, σχεδόν, μόνο εφημερίδων και περιοδικών, Επίκαιρα κ. ά.

Το ίδιο και στη περίοδο της στρατιωτικής μου θητείας (1972-1975), που κράτησε είκοσι οκτώ (28) μήνες.

Αμέσως μετά τον στρατό, στη μεταπολίτευση πλέον, μαζί με τον φίλο μου τον Αποστόλη, γνωρίσαμε στο γραφείο των εκδόσεων Διογένης τον σπουδαίο άνθρωπο των γραμμάτων Κώστα Κουλουφάκο, που μας σύστησε ορισμένα βιβλία, αριστερών κυρίως συγγραφέων:

Το τέλος της μικρής μας πόλης, Η φωτιά, Οι ανυπεράσπιστοι του Δημήτρη Χατζή  και Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα του Μενέλαου Λουντέμη.

Παράλληλα, κάθε δεκαπέντε μέρες αγόραζα και διάβαζα ανελλιπώς το περιοδικό αντί.

Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον μου επικεντρώθηκε κυρίως στη Ελληνική λογοτεχνία:

Κωνσταντίνος Καβάφης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Νίκος Καζαντάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, οι εκπρόσωποι της γενιάς του  ’30 (Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Γκάτσος, Νίκος Καβαδίας, Γιώργος Θεοτοκάς,  Άγγελος Τερζάκης, Στρατής Μυριβίλης,  Ηλίας Βενέζης, Μ. Καραγάτσης, Κοσμάς Πολίτης),

αλλά και νεώτεροι όπως:

Κώστας Καρυωτάκης, Κώστας Ταχτσής, Γιώργος Ιωάννου, Στρατής Τσίρκας, Μάριος Χάκας, Ασημάκης Πανσέληνος,  Ηλίας Πετρόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, Θανάσης Βαλτινός, Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Μένης Κουμανταρέας, Χριστόφορος Μηλιώνης, Ανδρέας Φραγκιάς, Βασίλης Βασιλικός, Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Θοδωρής Γκόνης, Ζυράνα Ζατέλη,  Θοδωρής Καλλιφατίδης, Νίκος Δήμου, Γιάννης Ξανθούλης, Τάκης Δόξας, Γιώργης Παυλόπουλος, Τάκης Σινόπουλος, Μιχάλης Κατσαρός, Κική Δημουλά, Μιχάλης Γκανάς, Γιώργος Χρονάς, Χρήστος Λάσκαρης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Βαγγέλης Αποστολόπουλος κ.ά.

Δεν μπορώ, όμως, να μην αναφέρω το πόσο μεγάλη εντύπωση μου έκαναν, όταν πρωτοδιάβασα, τα διηγήματα του Άντον Τσέχωφ.

Σπούδασα μια θετική επιστήμη, εκείνη του πολιτικού μηχανικού στο Ε.Μ.Π. και άσκησα ένα καθαρά τεχνικό επάγγελμα, που ουδεμία σχέση έχει με τη λογοτεχνία και τη συγγραφή βιβλίων.

Η αγάπη μου όμως για τη λογοτεχνία και τα βιβλία, από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου, δεν έπαψε να υπάρχει μέσα μου και η καταφυγή μου σ΄ αυτά  μου έκανε πιο όμορφη τη ζωή μου.

Κάποια στιγμή, στα 60 μου πια, επιχείρησα να γράψω κάτι για τον αγαπημένο μου παππού, που έζησε μια μακρά και πολυτάραχη ζωή, που κράτησε έναν αιώνα και κάτι.

Το έκανα, περισσότερο, για να γνωρίσω αυτόν τον άνθρωπο στα παιδιά μου και σε ένα μικρό κύκλο φίλων μου.

Αυτό αποτέλεσε και την αρχή.

Δειλά, δειλά, το ένα διήγημα έφερε το άλλο, αβίαστα, από μια εσωτερική μου ανάγκη να εξωτερικέψω δικές μου πολύτιμες θύμησες και βιώματα, έχοντας μια κρυφή ελπίδα ότι θα αγγίξουν κι άλλους ανθρώπους, βρίσκοντάς τα ενδιαφέροντα και θα τους κερδίσω σαν αναγνώστες μου.

Έτσι προέκυψαν από το 2014 μέχρι το 2021 τέσσερις (4) συλλογές διηγημάτων και ένα μικρό γλωσσάρι, με εφτακόσιες (700) περίπου ιδιωματικές λέξεις, που ακούγονταν κάποτε στην ευρεία περιοχή μας, στην πρώην επαρχία Ολυμπίας και σήμερα έχουν σχεδόν ξεχαστεί.

Φτάνοντας στο τέλος της μικρής αυτής αναδρομής μου, νομίζω ότι δίνεται, τώρα, μια κάποια εξήγηση στο ερώτημα, που δικαιολογημένα θα μπορούσε κάποιος να μου απευθύνει:

--Τι γυρεύεις εσύ, ένας πολιτικός μηχανικός, ένας τεχνοκράτης, στα χωράφια της λογοτεχνίας;

Kατά το γνωστό:

--Tι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;…

Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

Oxana Timofeeva (197): Πως να αγαπάς μια πατρίδα

 



 

" Αν δεν μπορείς να αγαπήσεις την πατρίδα σου σαν άνθρωπος, αν ο εχθρός σε διώξει, αγάπησέ την σαν φυτό - μείνε, αντιστάσου- ή αγάπησέ την σαν θηρίο - τρέξε, όρμα τους ή δραπέτευσε, αλλά μην τους αφήσεις την πατρίδα σου- απλά μάζεψέ την στην καρδιά σου και πάρε την μαζί σου όπου κι αν πας".


Η Oxana Timofeeva, γεννημένη το 1978 στο Kozhevnikovo της ΕΣΣΔ, διδάσκει σύγχρονη φιλοσοφική ανθρωπολογία στο Κέντρο Φιλοσοφίας Stasis του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Εκτός από τη διδασκαλία, εκδίδει και γράφει βιβλία, όπως την Ιστορία των ζώων (2018), το Πώς να αγαπάς μία πατρίδα (2020) και την Ηλιακή πολιτική (2022). Το Πώς να αγαπάς μια γενέτειρα, από το οποίο δημοσιεύουμε εδώ ένα απόσπασμα, εκδόθηκε έπειτα από παραγγελία και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Kayfa ta, μαζί με μια μετάφραση στα αραβικά. Σε αυτό, μεταφέρει τη σκέψη της πέρα από τον ανθρωποκεντρισμό στις πρακτικές της πατρίδας, της αγάπης και του ανήκειν σε μια περίπλοκη πολιτική στιγμή που συνδυάζει τον εθνικισμό με τον ιμπεριαλισμό.

Πηγή: Lifo

Τρίτη 16 Μαΐου 2023

Γιώργος Κρουστάλλης: Aegean Gravitas

 

Ο Έλληνας δημιουργός Γιώργος Κρουστάλλης παρουσιάζει το Aegean Gravitas, ένα project που δημιουργήθηκε με τεχνητή νοημοσύνη και οπτικοποιεί εγκαταστάσεις γλυπτών και αρχιτεκτονικής από Έλληνες καλλιτέχνες, στο φόντο δέκα νησιών.








Πηγή: iefimerida

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

Κώστας Περδίκης:

 




Μια τυχαία συνάντηση, μια  πολύτιμη φιλία

 

στον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο

 

Ήταν μεσημεράκι, του 2018, όταν βγήκα από το ημιυπόγειο τυπογραφείο του φίλου μου του Θόδωρου και πήρα να ανηφορίζω τη Διδότου.

Στη γωνία με τη Μαυρομιχάλη τον βλέπω να κατηφορίζει φορώντας ένα όμορφο μακρύ καμιλό παλτό και να σέρνει μια τσάντα με ροδάκια, γεμάτη ψώνια.

Λίγες  μέρες πριν, είχα δει ένα ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ, που μεταξύ των άλλων,  μιλούσε κι αυτός εκεί, για το αγαπημένο του ποδόσφαιρο και για τον "Αστέρα", την ομάδα των Εξαρχείων.

Καθώς η φυσιογνωμία του είναι χαρακτηριστική, τον αναγνώρισα αμέσως και εντελώς αυθόρμητα τον χαιρέτησα.

-Γεια σας κύριε Μαρκόπουλε.

Ξαφνιάστηκε.

-Από πού σας ξέρω; με ρώτησε με ενδιαφέρον.

- Εγώ σας ξέρω, του απάντησα και έσπευσα να του δηλώσω πόσο με είχε αγγίξει το μικρό του ποίημα "Η μπάντα", αλλά και το άλλο, "Η ωδή για τον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου".

-Γράφω κι εγώ,  συνέχισα, κάτι μικρά βιωματικά διηγήματα και σε λίγο θα εκδοθεί η τρίτη μου συλλογή, με τίτλο  "Ματιές".

-Να μου τη στείλεις οπωσδήποτε μου λέει και σπεύδει να μου υπαγορεύσει την ταχυδρομική του διεύθυνση και το τηλέφωνό του.

Αυτή ήταν η πρώτη μας τυχαία συνάντηση, που κράτησε μόλις λίγα λεπτά και  αποδείχθηκε, για μένα, σημαδιακή.

Μου χάρισε, στην ηλικία των εβδομήντα (70) περίπου χρόνων μου, έναν καινούργιο φίλο, από τους πιο αγαπημένους μου, πολύτιμο.

Από κείνη τη μέρα, του έστελνα ό, τι έγραφα και δεν αργούσα να εισπράξω  τα  πολύτιμα σχόλιά του, όλα γεμάτα με αγάπη, συγκίνηση και ενθάρρυνση.

Το να ακούς από έναν τέτοιο άνθρωπο των γραμμάτων, από έναν πολυβραβευμένο ποιητή, τόσα καλά λόγια δεν μπορείς παρά να νιώσεις κολακευμένος.

Το στέκι του ήταν το "café des poetes", στην πλατεία Βικτωρίας, όπου σκόπευα, κάπου, κάπου να τον συναντώ, να μπω κι εγώ στην παρέα του και να τα λέμε.

Μας βρήκε μετά, όμως, η κατάρα του κορωνοϊού, που σκόρπισε τον τρόμο του θανάτου και απαγόρεψε δια ροπάλου το  σμίξιμο των ανθρώπων, το τόσο αναγκαίο,  για κοντά τρία χρόνια.

Στο διάστημα αυτό δεν μας έλειψαν, περισσότερο σ’ αυτόν και λιγότερο σε μένα και τα προβλήματα υγείας, από άλλες αιτίες.

Τον θαύμαζα για τη δύναμη και το κουράγιο, που έδειχνε για να τα ξεπεράσει.

Αν και θέλω πάρα πολύ να συνομιλώ μαζί του,  διστάζω πολύ να του τηλεφωνώ, για να μην τον κουράζω.

Ξαναδιαβάζω, τώρα, το βιβλίο του Θεοδόση Πυλαρινού, με τίτλο "Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο", που ο ποιητής μου έχει χαρίσει και που περιέχει τα σημαντικότερα αποσπάσματα των όσων κατά καιρούς ο Γιώργος έχει πει σε συνεντεύξεις του, αλλά και με άλλη ευκαιρία και θαυμάζω τον στοχασμό του.

Στα ποιήματά του μιλάει για τον γενέθλιο τόπο του, τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, για τους σημαντικούς ανθρώπους που συνάντησε και έκανε παρέα, για τους αδελφικούς του φίλους ποιητές, που τώρα "απουσιάζουν", τους δικούς του  "Αγίους", όπως εκείνος τους αποκαλεί.

Ο λόγος του είναι απλός, κατανοητός με περίσσια αγάπη, καλοσύνη, ταπεινότητα και έγνοια, όπως πρέπει να είναι ενός, αληθινά, σοφού ανθρώπου.

Νιώθω, λόγω και της κοντινής μας ηλικίας, σαν να ξέρω τον Γιώργο, απ’ όταν είμαστε παιδάκια και παίζαμε μπάλα, πότε στις αλάνες της Μεσσήνης και πότε της Ζαχάρως.

Ο πατέρας του ήταν κουρέας και ο Γιώργος, τότε σβέλτο πιτσιρίκι, έσπευδε όταν τέλειωνε ένα κούρεμα να βουρτσίσει τις τρίχες που είχαν πέσει στο σακάκι του πελάτη, εισπράττοντας και το αντίστοιχο μικρό χαρτζιλίκι.

Μέσα εκεί, όμως, στο κουρείο, ο Γιώργος έβλεπε και πρόσωπα, άκουγε και συζητήσεις για ένα σωρό θέματα, μύριζε το μπριγιόλ, την κολόνια λεμόνι και την πούδρα, που ο πατέρας του έβαζε στον πελάτη μετά το κούρεμα ή το ξύρισμα.

Όλα, τα φύλαξε στο παιδικό του μυαλό και είναι αυτά που αργότερα θα αποτελέσουν το κίνητρο και την αφετηρία του για τα ποιήματά του.

Ο ίδιος λέει ότι η μνήμη είναι για αυτόν η πηγή από την οποία αντλεί το υλικό για την ποίησή του.

"Πατρίδα μου είναι πλέον η μνήμη

και περιουσία μου όσοι αγάπησα και όσοι με αγάπησαν",

γράφει στο ποίημά του "Κρυφός κυνηγός".

Όπως αλλού διευκρινίζει:

"Δεν είμαι ποιητής, είμαι πλανόδιος φωτογράφος με μηχανή το μάτι μου".

Του αρέσει να λέει, χαριτολογώντας, ότι έγινε ποιητής από μια σύμπτωση.

Πηγαίνοντας, μαθητής ακόμη στη Μεσσήνη, να τυπώσει τα πρώτα του διηγήματα, ο τυπογράφος τον συμβούλεψε αντί για διηγήματα να γράφει ποιήματα, που ’πιαναν λιγότερες αράδες, για να του έρθουν, έτσι, φθηνότερα.

Ο δικός μου πατέρας, από την άλλη, ήταν ο ταχυδρόμο της μικρής μας πόλης.

Τον έβλεπα με την πέτσινη σάκα του να μοιράζει, πρώτα  στην αγορά και μετά στις ρούγες, τα γράμματα και τα τηλεγραφήματα, που με λαχτάρα τα περίμεναν οι συμπολίτες μας.

Μέσα στους κλειστούς φακέλους ήσαν κρυμμένα μαντάτα και λόγια, άλλα καλά και άλλα μαύρα,  από κόρες στη ξενιτιά, από γιους στο στρατό, από φίλους καλούς, όπως και κείνα, τα όλο γλύκα,  από ερωτευμένες καρδιές. 

Διαβάζοντας και τα δικά μου μικρά διηγήματα ο Γιώργος έσπευδε, αμέσως μετά, να  μου τηλεφωνήσει, για να μου πει συγκινημένος πόσα πολλά κοινά βιώματα έβρισκε να έχουμε οι δυο μας.

Είμαστε, αυτό που λένε, αδελφές ψυχές.

Κάθε τηλεφωνική μας επαφή τελειώνει, πάντα, με την ιδιαίτερη και αγαπημένη ατάκα του Γιώργου.

"Φιλιά, φιλιά, φιλιά"…


Η ΜΠΑΝΤΑ
Μια μπάντα πήγαινε σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο.

Έπαιζε εμβατήρια. Ένα παιδάκι δεκατέσσερω χρονώ

με φαρδύ καπέλο και παλιά ρούχα της μουσικής

που έπαιζε τρομπόνι, δεν είδε τη στροφή του δρόμου.
Έτσι η μπάντα έστριψε, και το παιδάκι βάδισε μόνο του ευθεία.

Με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο.
(Οι Πυροτεχνουργοί, 1979,)

ᾨδὴ στον παίκτη τῆς ΑΕΚ καὶ τῆς Ἐθνικῆς
Χρῆστο Ἀρδίζογλου

Ἀπὸ τὸ ὅτι, ὁρμώμενος, τὰ χρόνια περνοῦν γρήγορα
καὶ αὐτὸ τὸ βρίσκω πικρὸ καὶ ἄδικο
καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ποιητὴς παλαιότερα Δικταῖος Ἄρης
ἐκράτησεν ὡς ἀφιλοκερδὴς τεχνίτης
στὴν πενιχρὴ ἀθανασία του
τὸν ἄλλοτε σπουδαῖο παίκτη τῆς ποδόσφαιρας
Ἠλία υἱὸν τοῦ Ὑφαντῆ -τοῦ Ὀλυμπιακοῦ Πειραιῶς-
τονίζοντας τὰ κάλλη του καὶ τὴν εὐμορφιά του
παράλληλα μὲ τὸν μακαρισμὸ εὐτυχισμένος (νά ῾ν᾿) ὁ Πειραιᾶς
ποὺ ἔχει φορτώσει τόσες ἀπ᾿ τὶς ἐλπίδες του
πάνω σὲ τέτοια ἀγόρια
θὰ ὑμνήσω καὶ ἐγὼ μὲ τὴ φτωχὴ τὴν πένα μου
τὸν ἰδιόρρυθμο πλὴν ὅμως φιλότιμο χαρακτῆρα
τοῦ παίκτου τῆς ΑΕΚ καὶ τῆς Ἐθνικῆς Χρήστου Ἀρδίζογλου.

Θὰ ὑμνήσω, γιατὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ
ἀπὸ τὶς ταπεινὲς τὶς γειτονιὲς τοῦ Περισσοῦ προερχόμενο,
τῆς Ῥιζουπόλεως καὶ τῆς Σαφράμπολης,
ἦταν τὸ μόνο ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους
ποὺ παρὰ τὴν ὑπεροψία τῆς νεότητάς του
ἐκράτησεν ἑνὸς λεπτοῦ στα μυστικὰ σιγὴ
γιὰ ὅσους βετεράνους δὲν ἐπέτυχαν τὸ γκὸλ σὲ κρίσιμη στιγμή
ἀπορρίπτοντας ἔτσι ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο
μιὰ καὶ ἁγνόησε ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀθλητὲς
ποὺ τώρα βρίσκονται στο χῶμα.

Θὰ ὑμνήσω.

Γιατὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ κατεβαίνοντας - ὅπως προεῖπα -
ἀπὸ τοὺς καλύτερους ἀέρηδες,
ἦταν τὸ μόνο που πάντα μὲ εὔστροφες κινήσεις
ἐπετύγχανε τὴν ἐκπόρθηση τῆς ἀντίπαλης ἐστίας
σὲ ξένα γήπεδα προπάντων
κάνοντας ἔτσι νὰ ἀκουστεῖ ἀνὰ τὴν ὑφήλιο
τὸ ὄνομα τῆς μικρῆς πατρίδας μας
ἐνῶ συνάμα ἐχάριζε, λέγω ἐχάριζε,
μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ
μία ὁλοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
στοὺς ἀστέγους τῆς πλατείας Ὁμονοίας.

Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας

στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.

Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα

που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει, θα φύγει από τα γήπεδα

θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω

και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη.

Στην Αταλάντη και πάλι λέγω

όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας από γήπεδα, «αστέγους»,

φιστίκια-αστέρια στα πανέρια των μικρών του σινεμά

θα γράφει στις εκθέσεις του:

«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.

Ήλθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του,

όπου μεγάλωσα κι εγώ».

Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου

που θα σηκώσει για άλλη μια φορά τελεσίδικα πια,

όπως ο τρελοί τους επιταφίους των νεκροταφείων,

την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει.



Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι

Ὁ πατέρας μου ἔφαγε μιά ζωὴ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι.
Ἀπογεύματα, Κυριακὲς στὸ κουζινάκι χωρὶς ἕνα γλυκὸ ἢ ἕνα καφενεῖο.
Ὅταν πέθανε ἄφησε ἕνα χορταριασμένο στρατὶ
ἕνα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ ποὺ λέει κι ὁ λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου, μάθαμε πὼς πέθανε κι ὁ πατέρας.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ βράδυ σὲ κοιτῶ βαθιὰ στὰ μάτια.

Εἶναι μήπως ζήσω ἐγὼ τὴν ταπεινὴ θαλπωρὴ ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἔζησε.

 

Τραγούδι γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἄντρες

Τὸ βράδυ, μαζεύεις ξύλα γιὰ τὸ τζάκι.

Καὶ τὸ πρωί, ἂ τὸ πρωί, τί πικρὴ ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ
ὅλο μὲ τὶς στάχτες.


 Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951, αλλά από το 1965 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά και στατιστική. Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες.Έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δύο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση. Το 1996 τιμήθηκε με το "Βραβείο Καβάφη" στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1999 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του "Μη σκεπάζεις το ποτάμι", η οποία, στη συνέχεια, ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο του 2000. Σε μετάφραση Michel Volkovitch εκδόθηκε στα γαλλικά μια επιλογή από όλες τις ποιητικές συλλογές του με τον γενικό τίτλο "Ne recouvre pas la riviere" (εκδ. Desmos/ "Cahiers grecs", Paris 2000). Το 2011 τιμήθηκε και πάλι με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για τη συλλογή του "Κρυφός κυνηγός", και με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1982, ενώ στο διάστημα 1984-1986 διετέλεσε μέλος του διοικητικού της συμβουλίου.

Πρόσφατα εκδόθηκαν (Εκάτη) τρεις μονογραφίες του για τους ποιητές Γιάννη Βαρβέρη, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου και Αντώνη Φωστιέρη.