Σάββατο 6 Μαΐου 2023

Κώστας Περδίκης:

 




Μια τυχαία συνάντηση, μια  πολύτιμη φιλία

 

στον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο

 

Ήταν μεσημεράκι, του 2018, όταν βγήκα από το ημιυπόγειο τυπογραφείο του φίλου μου του Θόδωρου και πήρα να ανηφορίζω τη Διδότου.

Στη γωνία με τη Μαυρομιχάλη τον βλέπω να κατηφορίζει φορώντας ένα όμορφο μακρύ καμιλό παλτό και να σέρνει μια τσάντα με ροδάκια, γεμάτη ψώνια.

Λίγες  μέρες πριν, είχα δει ένα ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ, που μεταξύ των άλλων,  μιλούσε κι αυτός εκεί, για το αγαπημένο του ποδόσφαιρο και για τον "Αστέρα", την ομάδα των Εξαρχείων.

Καθώς η φυσιογνωμία του είναι χαρακτηριστική, τον αναγνώρισα αμέσως και εντελώς αυθόρμητα τον χαιρέτησα.

-Γεια σας κύριε Μαρκόπουλε.

Ξαφνιάστηκε.

-Από πού σας ξέρω; με ρώτησε με ενδιαφέρον.

- Εγώ σας ξέρω, του απάντησα και έσπευσα να του δηλώσω πόσο με είχε αγγίξει το μικρό του ποίημα "Η μπάντα", αλλά και το άλλο, "Η ωδή για τον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου".

-Γράφω κι εγώ,  συνέχισα, κάτι μικρά βιωματικά διηγήματα και σε λίγο θα εκδοθεί η τρίτη μου συλλογή, με τίτλο  "Ματιές".

-Να μου τη στείλεις οπωσδήποτε μου λέει και σπεύδει να μου υπαγορεύσει την ταχυδρομική του διεύθυνση και το τηλέφωνό του.

Αυτή ήταν η πρώτη μας τυχαία συνάντηση, που κράτησε μόλις λίγα λεπτά και  αποδείχθηκε, για μένα, σημαδιακή.

Μου χάρισε, στην ηλικία των εβδομήντα (70) περίπου χρόνων μου, έναν καινούργιο φίλο, από τους πιο αγαπημένους μου, πολύτιμο.

Από κείνη τη μέρα, του έστελνα ό, τι έγραφα και δεν αργούσα να εισπράξω  τα  πολύτιμα σχόλιά του, όλα γεμάτα με αγάπη, συγκίνηση και ενθάρρυνση.

Το να ακούς από έναν τέτοιο άνθρωπο των γραμμάτων, από έναν πολυβραβευμένο ποιητή, τόσα καλά λόγια δεν μπορείς παρά να νιώσεις κολακευμένος.

Το στέκι του ήταν το "café des poetes", στην πλατεία Βικτωρίας, όπου σκόπευα, κάπου, κάπου να τον συναντώ, να μπω κι εγώ στην παρέα του και να τα λέμε.

Μας βρήκε μετά, όμως, η κατάρα του κορωνοϊού, που σκόρπισε τον τρόμο του θανάτου και απαγόρεψε δια ροπάλου το  σμίξιμο των ανθρώπων, το τόσο αναγκαίο,  για κοντά τρία χρόνια.

Στο διάστημα αυτό δεν μας έλειψαν, περισσότερο σ’ αυτόν και λιγότερο σε μένα και τα προβλήματα υγείας, από άλλες αιτίες.

Τον θαύμαζα για τη δύναμη και το κουράγιο, που έδειχνε για να τα ξεπεράσει.

Αν και θέλω πάρα πολύ να συνομιλώ μαζί του,  διστάζω πολύ να του τηλεφωνώ, για να μην τον κουράζω.

Ξαναδιαβάζω, τώρα, το βιβλίο του Θεοδόση Πυλαρινού, με τίτλο "Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο", που ο ποιητής μου έχει χαρίσει και που περιέχει τα σημαντικότερα αποσπάσματα των όσων κατά καιρούς ο Γιώργος έχει πει σε συνεντεύξεις του, αλλά και με άλλη ευκαιρία και θαυμάζω τον στοχασμό του.

Στα ποιήματά του μιλάει για τον γενέθλιο τόπο του, τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, για τους σημαντικούς ανθρώπους που συνάντησε και έκανε παρέα, για τους αδελφικούς του φίλους ποιητές, που τώρα "απουσιάζουν", τους δικούς του  "Αγίους", όπως εκείνος τους αποκαλεί.

Ο λόγος του είναι απλός, κατανοητός με περίσσια αγάπη, καλοσύνη, ταπεινότητα και έγνοια, όπως πρέπει να είναι ενός, αληθινά, σοφού ανθρώπου.

Νιώθω, λόγω και της κοντινής μας ηλικίας, σαν να ξέρω τον Γιώργο, απ’ όταν είμαστε παιδάκια και παίζαμε μπάλα, πότε στις αλάνες της Μεσσήνης και πότε της Ζαχάρως.

Ο πατέρας του ήταν κουρέας και ο Γιώργος, τότε σβέλτο πιτσιρίκι, έσπευδε όταν τέλειωνε ένα κούρεμα να βουρτσίσει τις τρίχες που είχαν πέσει στο σακάκι του πελάτη, εισπράττοντας και το αντίστοιχο μικρό χαρτζιλίκι.

Μέσα εκεί, όμως, στο κουρείο, ο Γιώργος έβλεπε και πρόσωπα, άκουγε και συζητήσεις για ένα σωρό θέματα, μύριζε το μπριγιόλ, την κολόνια λεμόνι και την πούδρα, που ο πατέρας του έβαζε στον πελάτη μετά το κούρεμα ή το ξύρισμα.

Όλα, τα φύλαξε στο παιδικό του μυαλό και είναι αυτά που αργότερα θα αποτελέσουν το κίνητρο και την αφετηρία του για τα ποιήματά του.

Ο ίδιος λέει ότι η μνήμη είναι για αυτόν η πηγή από την οποία αντλεί το υλικό για την ποίησή του.

"Πατρίδα μου είναι πλέον η μνήμη

και περιουσία μου όσοι αγάπησα και όσοι με αγάπησαν",

γράφει στο ποίημά του "Κρυφός κυνηγός".

Όπως αλλού διευκρινίζει:

"Δεν είμαι ποιητής, είμαι πλανόδιος φωτογράφος με μηχανή το μάτι μου".

Του αρέσει να λέει, χαριτολογώντας, ότι έγινε ποιητής από μια σύμπτωση.

Πηγαίνοντας, μαθητής ακόμη στη Μεσσήνη, να τυπώσει τα πρώτα του διηγήματα, ο τυπογράφος τον συμβούλεψε αντί για διηγήματα να γράφει ποιήματα, που ’πιαναν λιγότερες αράδες, για να του έρθουν, έτσι, φθηνότερα.

Ο δικός μου πατέρας, από την άλλη, ήταν ο ταχυδρόμο της μικρής μας πόλης.

Τον έβλεπα με την πέτσινη σάκα του να μοιράζει, πρώτα  στην αγορά και μετά στις ρούγες, τα γράμματα και τα τηλεγραφήματα, που με λαχτάρα τα περίμεναν οι συμπολίτες μας.

Μέσα στους κλειστούς φακέλους ήσαν κρυμμένα μαντάτα και λόγια, άλλα καλά και άλλα μαύρα,  από κόρες στη ξενιτιά, από γιους στο στρατό, από φίλους καλούς, όπως και κείνα, τα όλο γλύκα,  από ερωτευμένες καρδιές. 

Διαβάζοντας και τα δικά μου μικρά διηγήματα ο Γιώργος έσπευδε, αμέσως μετά, να  μου τηλεφωνήσει, για να μου πει συγκινημένος πόσα πολλά κοινά βιώματα έβρισκε να έχουμε οι δυο μας.

Είμαστε, αυτό που λένε, αδελφές ψυχές.

Κάθε τηλεφωνική μας επαφή τελειώνει, πάντα, με την ιδιαίτερη και αγαπημένη ατάκα του Γιώργου.

"Φιλιά, φιλιά, φιλιά"…


Η ΜΠΑΝΤΑ
Μια μπάντα πήγαινε σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο.

Έπαιζε εμβατήρια. Ένα παιδάκι δεκατέσσερω χρονώ

με φαρδύ καπέλο και παλιά ρούχα της μουσικής

που έπαιζε τρομπόνι, δεν είδε τη στροφή του δρόμου.
Έτσι η μπάντα έστριψε, και το παιδάκι βάδισε μόνο του ευθεία.

Με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο.
(Οι Πυροτεχνουργοί, 1979,)

ᾨδὴ στον παίκτη τῆς ΑΕΚ καὶ τῆς Ἐθνικῆς
Χρῆστο Ἀρδίζογλου

Ἀπὸ τὸ ὅτι, ὁρμώμενος, τὰ χρόνια περνοῦν γρήγορα
καὶ αὐτὸ τὸ βρίσκω πικρὸ καὶ ἄδικο
καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ποιητὴς παλαιότερα Δικταῖος Ἄρης
ἐκράτησεν ὡς ἀφιλοκερδὴς τεχνίτης
στὴν πενιχρὴ ἀθανασία του
τὸν ἄλλοτε σπουδαῖο παίκτη τῆς ποδόσφαιρας
Ἠλία υἱὸν τοῦ Ὑφαντῆ -τοῦ Ὀλυμπιακοῦ Πειραιῶς-
τονίζοντας τὰ κάλλη του καὶ τὴν εὐμορφιά του
παράλληλα μὲ τὸν μακαρισμὸ εὐτυχισμένος (νά ῾ν᾿) ὁ Πειραιᾶς
ποὺ ἔχει φορτώσει τόσες ἀπ᾿ τὶς ἐλπίδες του
πάνω σὲ τέτοια ἀγόρια
θὰ ὑμνήσω καὶ ἐγὼ μὲ τὴ φτωχὴ τὴν πένα μου
τὸν ἰδιόρρυθμο πλὴν ὅμως φιλότιμο χαρακτῆρα
τοῦ παίκτου τῆς ΑΕΚ καὶ τῆς Ἐθνικῆς Χρήστου Ἀρδίζογλου.

Θὰ ὑμνήσω, γιατὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ
ἀπὸ τὶς ταπεινὲς τὶς γειτονιὲς τοῦ Περισσοῦ προερχόμενο,
τῆς Ῥιζουπόλεως καὶ τῆς Σαφράμπολης,
ἦταν τὸ μόνο ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους
ποὺ παρὰ τὴν ὑπεροψία τῆς νεότητάς του
ἐκράτησεν ἑνὸς λεπτοῦ στα μυστικὰ σιγὴ
γιὰ ὅσους βετεράνους δὲν ἐπέτυχαν τὸ γκὸλ σὲ κρίσιμη στιγμή
ἀπορρίπτοντας ἔτσι ἀκόμη καὶ τὸν θάνατο
μιὰ καὶ ἁγνόησε ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀθλητὲς
ποὺ τώρα βρίσκονται στο χῶμα.

Θὰ ὑμνήσω.

Γιατὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ κατεβαίνοντας - ὅπως προεῖπα -
ἀπὸ τοὺς καλύτερους ἀέρηδες,
ἦταν τὸ μόνο που πάντα μὲ εὔστροφες κινήσεις
ἐπετύγχανε τὴν ἐκπόρθηση τῆς ἀντίπαλης ἐστίας
σὲ ξένα γήπεδα προπάντων
κάνοντας ἔτσι νὰ ἀκουστεῖ ἀνὰ τὴν ὑφήλιο
τὸ ὄνομα τῆς μικρῆς πατρίδας μας
ἐνῶ συνάμα ἐχάριζε, λέγω ἐχάριζε,
μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ
μία ὁλοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων
στοὺς ἀστέγους τῆς πλατείας Ὁμονοίας.

Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας

στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.

Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα

που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει, θα φύγει από τα γήπεδα

θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω

και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη.

Στην Αταλάντη και πάλι λέγω

όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας από γήπεδα, «αστέγους»,

φιστίκια-αστέρια στα πανέρια των μικρών του σινεμά

θα γράφει στις εκθέσεις του:

«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.

Ήλθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του,

όπου μεγάλωσα κι εγώ».

Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου

που θα σηκώσει για άλλη μια φορά τελεσίδικα πια,

όπως ο τρελοί τους επιταφίους των νεκροταφείων,

την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει.



Ὁ πατέρας μου ἤθελε νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι

Ὁ πατέρας μου ἔφαγε μιά ζωὴ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι.
Ἀπογεύματα, Κυριακὲς στὸ κουζινάκι χωρὶς ἕνα γλυκὸ ἢ ἕνα καφενεῖο.
Ὅταν πέθανε ἄφησε ἕνα χορταριασμένο στρατὶ
ἕνα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ ποὺ λέει κι ὁ λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου, μάθαμε πὼς πέθανε κι ὁ πατέρας.

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τὸ βράδυ σὲ κοιτῶ βαθιὰ στὰ μάτια.

Εἶναι μήπως ζήσω ἐγὼ τὴν ταπεινὴ θαλπωρὴ ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἔζησε.

 

Τραγούδι γιὰ τοὺς μοναχικοὺς ἄντρες

Τὸ βράδυ, μαζεύεις ξύλα γιὰ τὸ τζάκι.

Καὶ τὸ πρωί, ἂ τὸ πρωί, τί πικρὴ ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ
ὅλο μὲ τὶς στάχτες.


 Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951, αλλά από το 1965 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά και στατιστική. Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες.Έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δύο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση. Το 1996 τιμήθηκε με το "Βραβείο Καβάφη" στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1999 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του "Μη σκεπάζεις το ποτάμι", η οποία, στη συνέχεια, ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο του 2000. Σε μετάφραση Michel Volkovitch εκδόθηκε στα γαλλικά μια επιλογή από όλες τις ποιητικές συλλογές του με τον γενικό τίτλο "Ne recouvre pas la riviere" (εκδ. Desmos/ "Cahiers grecs", Paris 2000). Το 2011 τιμήθηκε και πάλι με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για τη συλλογή του "Κρυφός κυνηγός", και με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1982, ενώ στο διάστημα 1984-1986 διετέλεσε μέλος του διοικητικού της συμβουλίου.

Πρόσφατα εκδόθηκαν (Εκάτη) τρεις μονογραφίες του για τους ποιητές Γιάννη Βαρβέρη, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου και Αντώνη Φωστιέρη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου