Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Κώστας Περδίκης:


"με αγάπη Τέλης"



Στο κτήμα μας, στον Παλιόκαμπο, ανάμεσα στα άλλα δέντρα, αχλαδιές, βερικοκιές, πορτοκαλιές, υπήρχαν και τρεις μεγάλες φιρικιές.
Αρχές Οκτωβρίου, πριν ακόμη μετακομίσουμε στο πάνω σπίτι, το χειμωνιάτικο, γινόταν η συγκομιδή των φιρικιών.
Τότε οι έμποροι φρούτων ήσαν δυσεύρετοι, γιατί ο Εθνικός δρόμος δεν είχε γίνει ακόμη και η παραγωγή έμενε τις περισσότερες χρονιές αζήτητη.
Την κατάσταση κουτσά στραβά έσωζε ο περίφημος Τέλης.
Ο Τέλης παρίστανε τον μεγαλέμπορο, όμως στην πραγματικότητα επρόκειτο για μεσάζοντα.
Ήταν γνωστός ως ο Τέλης της Μαριγώς– το όνομα της μάνας του έμπαινε στη θέση του επίθετου – και από τουπέ και εμφάνιση έσκιζε, συγκεντρώνοντας όλα τα προσόντα.
Εύσωμος, με τα σχετικά κιλά του, είχε το σακάκι του ριχτό στον ένα ώμο και στο κεφάλι του φορούσες πάντα στραβά την τραγιάσκα με αποτέλεσμα να σου εμπνέει τη σιγουριά και την αξιοπιστία μεγάλου εμπόρου.
Είχε καταφέρει να μην κουραστεί και ιδρώσει ποτέ στη ζωή του.
Μια ολιγομελής ομάδα, από άντρες και γυναίκες, έκανε για λογαριασμό του τη βαριά δουλειά, όπως μάζεμα φρούτων, συσκευασία και κουβάλημα.
Ο Τέλης κρατούσε για τον εαυτό του τον ρόλο του εργοδότη και επιστάτη.
Φαίνεται όμως ότι και γι αυτό διέθετε το απαραίτητο ταλέντο, γιατί οι βοηθοί του ήσαν σχεδόν μόνιμοι.
Τη χρονιά εκείνη πίστεψα ότι τα δώδεκά μου χρόνια μου έδιναν το δικαίωμα, σαν νόμιμος διάδοχος του πατέρα μου, να διαχειριστώ εγώ, μόνος μου, την όλη υπόθεση της πώλησης των φιρικιών.
Μη έχοντας άλλη λύση, κάλεσα τον Τέλη και εκείνος κατέφτασε για να επιθεωρήσει τα φιρίκια.
Τα βρήκε της αρεσκείας του, συμφωνήσαμε την τιμή και την άλλη μέρα, μέχρι αργά το μεσημέρι, τα φιρίκια είχαν μαζευτεί, είχαν μπει στα τελάρα και ήσαν έτοιμα να φυγαδευτούν.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ήρθε και ο Τέλης εμφανώς ικανοποιημένος και χαμογελαστός για να ολοκληρώσουμε την αγοραπωλησία.
Κάτσαμε στη βεράντα και για πρώτη φορά απευθυνόμενος σε μένα είπε: "Κωστάκη παιδί μου, θα ζυγίσουμε, θα λογαριαστούμε και επί τόπου θα πληρωθείς".
Ο πατέρας μου άκουγε χωρίς να αναμιγνύεται. Εγώ είχα εντυπωσιαστεί με εκείνο το "επί τόπου".
Ο Τέλης ήταν γνωστό τοις πάσι ότι είχε μία αδυναμία, το κρασάκι.
Έτσι το μόνο που ζήτησε από τη μητέρα μου ήταν να πιει κανένα ποτηράκι.
Ήξερε ότι έχουμε δικό μας αμπέλι και ότι κάνουμε καλό κρασί.
Η ώρα περνούσε και το ένα ποτηράκι έφερνε το άλλο.
Κάθε τόσο μου επαναλάμβανε την ίδια ατάκα: "Παιδί μου, θα ζυγίσουμε, θα λογαριαστούμε και επί τόπου θα πληρωθείς".
Άρχισε να σκοτεινιάζει και το μπουκάλι είχε αδειάσει, όταν ο Τέλης αποφάσισε ότι θα έπρεπε επί τέλους να ζυγίσουμε το εμπόρευμα.
Χρειάστηκε να ανάψουμε κερί για να βλέπουμε τι έλεγε το καντάρι.
Ο Τέλης έβγαλε το τεφτέρι του, έκανε τον πολλαπλασιασμό και μου ανακοίνωσε το ποσό που θα έπρεπε να μου καταβάλει. Περίμενα κι εγώ να κάνει την τελευταία κίνηση και να μου μετρήσει τον παρά.
Αμ δε.
"Κωστάκη, μου λέει, έχω αφήσει το πορτοφόλι μου στην ταβέρνα της Λουκουματζούς, πάω εγώ εκεί τώρα και εσύ έλα σε λιγάκι να πληρωθείς".
Τον πατέρα μου τον ζώσανε τα φίδια, όμως για μένα παρόλο που το "επί τόπου" είχε κάνει φτερά, η αξιοπιστία του Τέλη παρέμενε αδιαμφισβήτητη.
Ανεβαίνω στο ποδήλατό μου και σε λίγα λεπτά τον βρίσκω στο βάθος της ταβέρνας να συνεχίζει την οινοποσία του.
Με κοιτάζει νυσταγμένα και με πατρική στοργή μου λέει: "Παιδί μου, θα κάνεις ένα τελευταίο κόπο, θα πας μέχρι το σπίτι μου να δώσεις ένα σημείωμα στη γυναίκα μου και αυτή θα σου δώσει αμέσως τα λεφτά σου".
Βγάζει στη συνέχεια το τεφτέρι του και σε μια λευκή σελίδα βλέπω να γράφει: "Δήμητρα, σε παρακαλώ δώσε στο παιδί 550 δραχμές για εμπόρευμα. Με αγάπη Τέλης".
Αρπάζω με μιας το ραβασάκι και ολοταχώς με ορθοπεταλιά ανηφορίζω τον δρόμο για το σπίτι του Τέλη.
Έμενε στην άκρη της πόλης δίπλα στη μάντρα του νεκροταφείου.
Μου ανοίγει την πόρτα η γυναίκα του, με ύφος εμφανώς καχύποπτο και εγώ της εγχειρίζω το μήνυμα.
Εκείνη του ρίχνει μια βιαστική ματιά, ήταν συνηθισμένη φαίνεται σε τέτοιες ενέργειες του καλού της και πολύ αγριεμένη μου λέει: "Πες του να πάψει να μπεκροπίνει και να τσακιστεί να γυρίσει στο σπίτι, γιατί θα τον πάρει ο διάολος και θα τον σηκώσει" και φουριόζα μου χώνει το σημείωμα στο χέρι μου.
Έμεινα ενεός.
Ντροπιασμένος για το φιάσκο και την αφέλειά μου, με κατεβασμένο το κεφάλι, πήρα το ποδήλατο και γύρισα στο σπίτι.
Δεν θυμάμαι πότε ο Τέλης έδωσε τα χρήματα στον πατέρα μου.
Εγώ πλέον δεν είχα μούτρα για να συνεχίσω.
Μου έμεινε όμως αξέχαστη και τραυματική αυτή η εμπειρία, από την πρώτη μου απόπειρα, να διαχειριστώ και να φέρω σε πέρας μια οικογενειακή μου υπόθεση.

Ο Τέλης πέθανε πολλά χρόνια μετά.
Πάντα, από τότε, όταν συναντιόμαστε με χαιρετούσε καλοσυνάτα, όμως ποτέ δεν ξαναμιλήσαμε για κείνο το συμβάν.
Ούτε που θα το θυμόταν άλλωστε.
Τέτοια γεγονότα γι αυτόν, τον "μεγαλέμπορο", ήσαν μικροπράγματα, άνευ ιδιαίτερης σημασίας…  

Από το βιβλίο μου Σινική Μελάνη, 2014

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ (1933):

ο ποιητής της Χαλκίδας



Υλαγιαλή

Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή !

μέσα στη νύχτα με παγαίνουν οι ανέμοι,
κι όπου πατήσω και σταθώ, σαν το πουλί,
τρέμει η καρδούλα μου και το φτερό μου τρέμει.

Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή ! Υλιαγιαλή !

με τ’ αλαφάκια που δρομούν προς τη σελήνη
και τη ματιά του φάρου που ανοιγοσφαλεί
αλλά —γοργά !— στόμα πικρό την καταπίνει

Αβύσσου άγρυπνης που πάντα με καλεί,
και σέρνει —τρέμουσα— κειπέρα την ψυχή μου,

Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή ! Υλαγιαλή !
λάμψε —καλή !— σαν αστραπή χρυσού ή ασήμου !



Οι φώκιες θρηνούν

Οι φώκιες θρηνούν μ’ έναν τρόπο δικό τους.
Λυγάν τα νησιά και το πέλαγο τρέμει
(πού πας Ακριβούλα στον πάτο του σκότους;)
και φύκια γενήκαν λυκόφως κι ανέμοι.

Λυγάν τα νησιά και το πέλαγο τρέμει.
Μαυρίζει και πάλι του ονείρου το κύμα

και φύκια γενήκαν λυκόφως κι ανέμοι,
πετρώνει το δάκρυ στερεύει το ποίημα.

Μαυρίζει και πάλι του ονείρου το κύμα
σε θάλασσα που ’βγαλε νύχια και δόντια

πετρώνει το δάκρυ στερεύει το ποίημα
και πέφτουν ψηλάθε σαγίτες κι ακόντια.

Σε θάλασσα που ’βγαλε νύχια και δόντια
τ’ αστέρια βυθάν σαν στ’ αγκίστρι μολύβι

και πέφτουν ψηλάθε σαγίτες κι ακόντια
κι οι νύχτες αλέθουν κι η μέρα συντρίβει.

Τ’ αστέρια βυθάν σαν στ’ αγκίστρι μολύβι
σε μπάγκους στρωμένους σπασμένα κοχύλια

κι οι νύχτες αλέθουν κι η μέρα συντρίβει
τους κόρφους τα χέρια τα μάτια τα χείλια.

Σε μπάγκους στρωμένους σπασμένα κοχύλια

κοιμούνται οι ψυχές μ’ αγκαλιά τον καημό τους.
Τους κόρφους τα χέρια τα μάτια τα χείλια.
οι φώκιες θρηνούν μ’ έναν τρόπο δικό τους




Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

ΖΑΧΑΡΩ 18 Αυγούστου 2018:



Πνευματικό Κέντρο Δήμου Ζαχάρως
Σάββατο 18 Αυγούστου 2018 ώρα 19:30
***
«Η ζωή και το έργο
διακεκριμένων μαθηματικών του τόπου μας»
***
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ
                       
19:00 – 19:30:  Προσέλευση

19:30 – 19:45 :  Έναρξη – Χαιρετισμοί
                             Νικόλαος Φάμελος, Δήμαρχος Ζαχάρως
                Παναγιώτης Δρούτσας, Αντιπρόεδρος Ελλ. Μαθημ. Εταιρείας (ΕΜΕ)
                             Ιωάννης Τσόπελας, Πρόεδρος Παραρτήματος ΕΜΕ Ν. Ηλείας
                             Βασίλειος Φουρλής, Πρόεδρος Συλλόγου Ζαχαραίων Ολυμπίας
 
19:45 - 20:00:  «Ιππίας ο Ηλείος»
Παρουσίαση:   Γεώργιος Κουσινιώρης (Αντιπρόεδρος Παραρτήματος ΕΜΕ Ν. Ηλείας -
                            Γυμνασιάρχης Γυμν. Γαστούνης)

20:00 – 20:20: «Η ζωή και το έργο του Αριστείδη Πάλλα»
Παρουσίαση:   Παναγιώτης Χρονόπουλος (Καθηγητής Μαθηματικών)

20:20 – 20:30:  Προσωπικές Μαρτυρίες: Φώτη Πάλλα (συγγενούς) &
 Ιωάννη Κερασαρίδη (μέλους ΔΣ της ΕΜΕ)
Αφήγηση:         Σοφία Λαμπροπούλου (Καθηγήτρια ΕΜΠ και μέλος ΔΣ της ΕΜΕ)

20:30 – 20:50:  «Η ζωή και το έργο του Ποθητού Σταυρόπουλου»
Παρουσίαση:    Νικόλαος Λαμπρόπουλος (Δρ. Μαθηματικών, Παν/μιο Πατρών)

20:50 – 21:10:  «Τα Μαθηματικά της Ακρόπολης κατά τον Χρήστο Σάσσαλο»
Παρουσίαση:    Σοφία Λαμπροπούλου (Καθηγήτρια ΕΜΠ και μέλος ΔΣ της ΕΜΕ) 

21:10 – 21:20:   Απόδοση τιμών εις μνήμην Αριστείδη Πάλλα,
                     Ποθητού Σταυρόπουλου και Χρήστου Σάσσαλου
                             Από το Παράρτημα ΕΜΕ Ν. Ηλείας «ΙΠΠΙΑΣ Ο ΗΛΕΙΟΣ»
21:20 – 22:00:  Βραβεύσεις των αριστευσάντων μαθητών Γ΄ Γυμνασίου και
                      Γ΄ Λυκείου του Γυμνασίου και Λυκείου Ζαχάρως
                            Από τον Σύλλογο Ζαχαραίων Ολυμπίας

ΛΗΞΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ

Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

Κώστας Περδίκης: Αποχαιρετισμός

στον συνάδελφό μου
ΧΡΗΣΤΟ Γ. ΣΑΣΣΑΛΟ (1946-2018)


Αγαπητέ μας Χρήστο, καλέ μου συνάδελφε και συμπολίτη.

Το κακό μαντάτο της ξαφνικής αποδημίας σου διαδόθηκε γρήγορα στη μικρή κοινωνία της γενέτειράς μας Ζαχάρως. Όσοι σε γνωρίζαμε μείναμε εναιοί και ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον να μάθουμε το γιατί.
Η δική μου σκέψη, αυτόματα, γύρισε πολύ πίσω και οι μνήμες για σένα άρχισαν να έρχονται.
Σαν μαθητής, στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου ήσουν από τους ελάχιστους, αν όχι ο μοναδικός, που έλυνε όλες τις δύσκολες και έξυπνες ασκήσεις, που η Μαθηματική  Εταιρεία, τότε, δημοσίευε στο περιοδικό της, του οποίου ήσουν συνδρομητής.
Θυμάμαι ακόμη τον πατέρα σου, τον κυρ Γιώργη, να είναι πάντα παρών, στην ετήσια απονομή των επαίνων, για να καμαρώσει εσένα αλλά και τα άλλα σου αδέλφια στη βράβευσή σας.
Αργότερα συναντηθήκαμε στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, εγώ πρωτοετής σπουδαστής κι εσύ προς το τέλος των σπουδών σου. Το μάθημα της Προβολικής και Παραστατικής Γεωμετρίας, που δυσκόλευε τους περισσότερους σπουδαστές, για σένα ήταν παιχνιδάκι.
Το βιβλιαράκι που τότε είχες εκδόσει, με λυμένες απο σένα ακήσεις για βοήθεια των σπουδαστών, είχε γίνει ανάρπαστο.
Τελειώνοντας το Πολυτεχνείο είχες θυμάμαι, παράλληλα, εκπονήσει μια εδιαφέρουσα μελέτη, στην οποία αποκάλυπτες αξιοθαύμαστους γεωμετρικούς συσχετισμούς των σπουδαιότερων κέντρων της αρχαίας Ελλάδας, του Παρθενώνα, του μαντείου των Δελφών και του ναού του Δία στην Ολυμπία.
Η μελέτη σου είχε δημοσιευθεί στην Καθημερινή, σε ολοσέλιδη παρουσίαση και είχε κάνει αίσθηση στην επιστημονική κοινότητα.
Στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μας ζωής συναντιώμαστε στη Ζαχάρω, όπου αρκετές φορές κάναμε παρέα. Μεταξύ μας δεν υπήρξε ποτέ η έννοια του επαγγελματικού ανταγωνισμού, το αντίθετο μάλιστα. Μιλούσαμε για τις δουλειές μας και ο ένας συμβούλευε  τον άλλον ανάλογα.
Πάντα όμως μου άφηνες την εντύπωση ότι η ενασχόληση με το επάγγελμα του Πολιτικού Μηχανικού δεν σε κάλυπτε πλήρως. Τα ενδιαφέροντά σου ήσαν πολλά και η ευαισθησία σου μεγάλη.
Ύστερα για διάφορους λόγους, οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις, χαθήκαμε. Πάντα όμως ρωτούσα τον Νίκο, τον αδελφό σου, για σένα και μάθαινα ότι είσαι καλά. Στη Ζαχάρω δεν ξανασυνατηθήκαμε, είχες πάψει να καταβαίνεις τα τελευταία χρόνια.
Και να που τώρα είμαι εδώ για να σου απευθύνω τον τελευταίο χαιρετισμό μου.
Η θλιψη και η συγκίνηση, που σκόρπισε στις καρδιές των συμπολιτών μας η είδηση του θανάτου σου, είναι η καλύτερη απόδειξη για τον ακέραιο χαρακτήρα σου, την ταπεινότητα και την εντιμότητά σου.
Το αποτύπωμά, που άφησες σ’ αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, είναι θετικό και θα μείνει ανεξίτηλο.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει.
Καλό σου ταξίδι αγαπητέ μας Χρήστο.