''Οι πλύστρες''
Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020
Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020
Ηλίας Κουτσούκος (1950):
ΟΝΕΙΡΟ ΖΩ, ΜΗ ΜΕ ΞΥΠΝΑΤΕ
Είµαι, λέει, πεζοπόρος στην παραλιακή της πόλης, αυτή που τη λένε «µπάι-πας», και έχω θυµώσει γιατί συναντώ και άλλους να βολτάρουν, άλλους που πολλούς από αυτούς δεν χώνευα χρόνια για διάφορους λόγους –µάλλον κοινωνικούς– δεν ξέρω ακριβώς, πάντως δεν γουστάρω ούτε τις καληµέρες τους. Όλοι έχουν στο κινητό τους το 6 και φορούν κανονικά τη µάσκα τους, αν και ξέρω πως πολλοί από αυτούς έβριζαν πριν λίγο καιρό τις µπούρκες και τα τσαντόρ. Βαδίζουν στο δήθεν «κάπου έχω να πάω» και εγώ τους παρατηρώ ασφαλής µέσα στο όνειρο, που µάλλον το έχει σκηνοθετήσει ένας Κινέζος νεαρός και αυτόχειρας, µε τις οδηγίες όµως του Θόδωρου Αγγελόπουλου που λάτρευε την παραλιακή. Κάθοµαι σε ένα παγκάκι, κατεβάζω τη µάσκα, ανάβω το τσιγαράκι µου και βλέπω έναν µεσήλικα κοµψοντυµένο, να ξεκόβει από τη βόλτα του και να µε πλησιάζει σε απόσταση ασφαλείας. Κατεβάζει κι αυτός τη µάσκα του, βγάζει από την τσέπη ένα πακέτο Παλλάς –που δεν υπάρχει τώρα– και ανάβει, ενώ εγώ έκπληκτος αναγνωρίζω τον φίλο µου. Είναι ο Τάκης Κανελλόπουλος. Με κοιτάζει σοβαρός και µου λέει «να προσέχεις, αγόρι µου, αυτή η πανδηµία έχει µεγάλο τράβελιγκ και δύσκολα µονοπλάνα...». Πάνω που πάω να φωνάξω «Τακούλη µου, τι κάνεις;», οι κωλονευροδιαβιβαστές µου εξαφανίζουν την εικόνα του και πάραυτα µου κουβαλούν κάποιες µικρούλες που κάνουν τζόκινγκ, ξεπεταρούδια γύρω στα 17-18 όλα τα λεφτά. Κοιτάζω τις νεαρές που τρέχουν, ελαφάκια, κόντρα στο απαλό αεράκι του Θερµαϊκού και σκέφτοµαι πως η Οµορφιά είναι αήττητη και έτσι θα σώσει τον κόσµο –είχε δίκαιο ο Ντοστογιέφσκι– όταν στη σκηνή εµφανίζεται η Παγώνα Σουµελίδου από τον Εύοσµο, εύσωµη, νταρντάνα στα 65 της, που την είχα γνωρίσει πριν από 25 χρόνια στην κλινική όπου νοσηλευόµουν. Προϊσταµένη της εντατικής. Στέκεται µπροστά µου και µε αυστηρό ύφος µου λέει «να σταµατήσετε αµέσως το κάπνισµα και βάλτε τη µάσκα σας γιατί τρέχουν τα σάλια σας, σα δε ντρέπεστε». Ξύπνησα λουσµένος στον ιδρώτα. Πήγα προς το παράθυρο κι από τον Χορτιάτη ερχόταν ένα φωτεινό µωβ. Ξηµέρωνε απαλά στη δύσκολη καινούργια µέρα.
Ο Ηλίας Κουτσούκος γεννήθηκε το 1950 στην Αθήνα. Από το
1967 ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε δημοσιογραφία στο "Central
Office of Information" του Λονδίνου. Από το 1977 έως το 1985 υπήρξε
μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας "Θεσσαλονίκη" με βιβλιοκρισίες.
Ιδρυτικό στέλεχος της ΕΡΤ3 και διευθυντής της καθώς και σύμβουλος διοίκησης
μέχρι το 2011. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1978 με ποιήματα από το περιοδικό "Παραλλάξ".
Ως πεζογράφος συνεργάστηκε στενά με τα περιοδικά "Παραφυάδα" και
"Το τραμ" (τρίτη διαδρομή).
Έχει εκδώσει δέκα βιβλία με διηγήματα,
παραμυθίες, νουβέλες και ποιήματα στους εκδοτικούς οίκους Λιβάνης, Νεφέλη,
Καστανιώτης, Παρατηρητής, Κέδρος, Γαβριηλίδης. Κείμενα του έχουν μεταφραστεί
και ανθολογηθεί στα αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, σουηδικά, ουγγρικά, τούρκικα.
Από το 2016 είναι πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.
Πηγή: Athens Voice
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020
Κωνσταντίνος Δοξιάδης, αρχιτέκτων-πολεοδόμος (1913-1975):
1913: Γεννιέται στη Στενήμαχο Ανατολικής Ρωμυλίας
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020
Δημήτρης Κουκουλάς (1947):
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του
Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020
Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020
Ελένη Καραίνδρου:
Τα κινηματογραφικά
Cosmos: Ελένη Καραΐνδρου | Τα Κινηματογραφικά - YouTube
Η Ελένη Καραΐνδρου γεννήθηκε στo Τείχιο Φωκίδας. Σπούδασε πιάνο και θεωρητικά στο Ελληνικό Ωδείο, αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1967) συνέχισε τις σπουδές της στο Παρίσι, μελετώντας εθνομουσικολογία στη Σορβόννη, όπως επίσης ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας στη Scuola Cantorum. Το 1975, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, κυκλοφορεί τον πρώτο της δίσκο με τίτλο Μεγάλη αγρυπνία σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη και ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη. Παράλληλα, συνεργάζεται με τον Μάνο Χατζιδάκι για τη δημιουργία του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Από το 1975 μέχρι το 1990 εκδίδονται δίσκοι με μουσική της στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Από το 1990 συνεργάζεται με τη διεθνούς φήμης δισκογραφική εταιρία ECM και το δημιουργό της Manfred Eicher και κυκλοφορεί 12 άλμπουμ: Music for Films, The Suspended Step of the Stork, Ulysses' Gaze, Eternity And a Day, Trojan Women, Τhe Weeping Meadow, Elegy of the Uprooting, Dust of Time, Eleni Karaindrou-Concert in Athens, Εuripides: Medea, David, Tous des Oiseaux.
Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις και βραβεία μεταξύ των οποίων πέντε βραβεία Μουσικής Κινηματογράφου στην Ελλάδα, το βραβείο Μουσικής Θεάτρου «Δημήτρης Μητρόπουλος», καθώς επίσης το διεθνές Βραβείο Φελίνι για τον «Καλύτερο συνθέτη της Ευρώπης» από το Europa Cinema στην Ιταλία (1992). Τo 2002 της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το 2004 κέρδισε υποψηφιότητα για τα Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου (Felix) με τη μουσική της για Το λιβάδι που δακρύζει.
Ήδη από το ξεκίνημα της συνεργασίας της Καραΐνδρου με τη δισκογραφική εταιρία ECM (Edition of Contemporary Music) και τον ιδρυτή της Manfred Eicher πριν από τρεις δεκαετίες, η κριτική υπήρξε διθυραμβική. Την έχουν ονομάσει «10η μούσα της Ελλάδας» (Michael Walsh, περιοδικό TIME, 25/3/1996) ενώ, κατατάσσοντάς την ανάμεσα στους μεγαλύτερους συνθέτες της Ευρώπης, πιστεύουν ότι η συνεργασία της με τον Αγγελόπουλο θα καταχωρηθεί στην Ιστορία όπως ακριβώς η συνεργασία του Nino Rota με τον Federico Fellini (Riccardo Bertoncelli, εφημερίδα La Repubblica, 25/2/1999). Πολλοί συγκρίνουν τη μουσική της με εκείνη μεγάλων νεορομαντικών συνθετών όπως ο Arvo Pärt. Γενικά, το ελεγειακό της ύφος αποτελεί πολύτιμο φάρο για όλη τη σημερινή modern classical γενιά δημιουργών.
Πηγή: iefimerida
Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020
Κώστας Περδίκης:
Τιτανομαχίες μέχρις εξοντώσεως
Στη μνήμη
του Θανάση
Το πελώριο κορμί του Θανάση κείτεται έξω από το ρινγκ, πεσμένο πάνω στα χαλίκια. Ο διαιτητής , σκυμμένος πάνω του, αρχίζει να μετράει και να τον ρωτά αν εγκαταλείπει. Εκείνος σφαδάζοντας από τον πόνο, με όση δύναμη του απομένει ουρλιάζει: «Όχι, στην πατρίδα μου ποτέ».
Εκείνον
τον μακρινό Αύγουστο, μεσούσης της Χούντας των συνταγματαρχών, έμελλε στη μικρή
μας πόλη να ζήσουμε ιστορικές και ανεπανάληπτες στιγμές. Ο μηχανικός του ΟΛΥΜΠΙΑ,
του θερινού μας σινεμά, ο δαιμόνιος Βαγγέλης είχε τη φαεινή ιδέα να διοργανώσει
ένα μικρό πρωτάθλημα ελεύθερης πάλης
(κατς), κάτι ανάλογο με εκείνο που κάθε καλοκαίρι λάβαινε χώρα στο γήπεδο του
Παναθηναϊκού, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Αφορμή πήρε από το γεγονός ότι ένας
συμπολίτης μας είχε γίνει σπουδαίος αθλητής της πάλης. Επρόκειτο για τον Θανάση,
με το παρατσούκλι Γατζούνης, μακαρίτη τώρα πια.
Ο Θανάσης
ήταν ο μεγαλύτερος γιος μιας πολυμελούς
και φτωχιάς οικογένειας, που ζούσε σε μια χαμοκέλα, κοντά στο δάσος και τη λίμνη του Καϊάφα.
Είχε μπει, σαν αστυφύλακας, στην Αστυνομία Πόλεων, αλλά λόγω των αξιοζήλευτων
σωματικών του διαστάσεων επιδόθηκε και στην Ελληνορωμαϊκή πάλη, με εντυπωσιακές
επιδόσεις, μέχρι που μια χρονιά, έφτασε να γίνει πρωταθλητής Ελλάδος στα βαρέα
βάρη. Του άρεσε όμως και η ελεύθερη πάλη.
Ένα
Σάββατο πρωί, λοιπόν, είδαμε κολλημένες στις κολώνες της ΔΕΗ μεγάλες
χρωματιστές αφίσες, που διαλαλούσαν το μελλούμενο πρωτάθλημα. Τέσσερις
παλαιστές, τέσσερα αγριωπά πρόσωπα φορώντας μαγιό, διαφορετικού χρώματος, πόζαραν
δείχνοντας τα τεράστια κορμιά τους. Με μεγάλα γράμματα καλούσαν τον κόσμο να
παραστεί την Κυριακή το βράδυ, στις οκτώ, στο σινεμά για να δει από κοντά
αυτούς τους γίγαντες να παλεύουν μεταξύ τους.
Με
ονόματα όπως Αιμοβόρος, Τιτάνας, Άτλαντας, και Μολοσσός υπόσχονταν
τιτανομαχίες μέχρις εξοντώσεως. Ο δικός μας, ο Θανάσης είχε το ψευδώνυμο
Άτλαντας. Περιττό να πω ότι ο κόσμος, επειδή δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο,
«είχε πάθει την πλάκα του». Η φράση στην αφίσα -μέχρις εξοντώσεως- ανέβασε
στα ύψη το ενδιαφέρον και την
περιέργειά μας, τρομάζοντάς μας κάπως, είναι αλήθεια. Οι τέσσερις μονομάχοι
από την άφιξή τους και λίγο πριν την ώρα των αγώνων βρίσκονταν σε διαφορετικά
σημεία της πόλης, αποφεύγοντας λόγω θανάσιμου μίσους, να έλθουν σε επαφή.
Ο
Αιμοβόρος στρώθηκε στο καφενείο του Καρδαρά, στην πάνω αγορά. Ο Μολοσσός
βολτάριζε στην κάτω αγορά, απέναντι από το σινεμά. Ο Τιτάνας μάθαμε ότι πήγε
στον γειτονικό μας Καϊάφα, για να χορτάσει οξυγόνο από το δάσος του. Ο δικός
μας, ο Θανάσης, ο Άτλαντας, προτίμησε τη θάλασσά μας. Σουλατσάριζε
επιδεικτικά, με το μπλε μαγιό του, κατά μήκος της παραλίας, με τη μαρίδα
ξετρελαμένη να τον έχει πάρει από πίσω.
Από τα
λεγόμενα και τις χειρονομίες τους ήταν ολοφάνερο ότι το επόμενο βράδυ της
Κυριακής τα μάτια μας θα ’βλεπαν σκηνές πρωτόγνωρες, τρομερές και φοβερές. Ο
καθένας τους, από την πλευρά του, ήταν σίγουρος για την νίκη του.
Την άλλη
μέρα, με το που έπεσε ο ήλιος, κατηφορίσαμε στο σινεμά για να πιάσουμε θέση όσο
πιο μπροστά γινόταν. Δεν άργησε να δημιουργηθεί το αδιαχώρητο. Λόγω του Θανάση,
όλοι μας είχαμε ένα λόγο παραπάνω να δώσουμε εκείνη τη βραδιά το παρόν.
Μπροστά
από την οθόνη είχε στηθεί το ρινγκ με τα σχοινιά, ένα μέτρο και, πάνω από τα
χαλίκια. Πίσω, το πανί της οθόνης γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη με τη γνωστή αφίσα.
Στη πρώτη σειρά, των καθισμάτων, τιμητικά, παρατάσσεται όλη η φαμίλια του
Θανάση. Ο πατέρας του, ένα κοντό συμπαθητικό ανθρωπάκι, δίπλα η μάνα του, μια
αντρογυναίκα και παραδίπλα τα αδέλφια του, όλα τα Γατζουνόπουλα, από το πιο μικρό
μέχρι το πιο μεγάλο.
Για
διαιτητής προσφέρθηκε να είναι ο ίδιος ο Βαγγέλης. Ως Αθηναίος αυτός είχε παρακολουθήσει αγώνες πάλης και ήξερε κουτσά
στραβά τα βασικά των κανονισμών της.
Κάποια
στιγμή τα φώτα χαμηλώνουν και ένας δυνατός προβολέας λούζει με το φως του το
ρινγκ. Ο διαιτητής, παρουσία των τεσσάρων μονομάχων, κάνει την κλήρωση για τα
δύο ζευγάρια των ημιτελικών. Οι νικητές των δύο πρώτων αγώνων θα αγωνιστούν
στον μεγάλο τελικό. Ο Θανάσης κληρώθηκε να αγωνιστεί στον δεύτερο ημιτελικό.
Ο πρώτος
αγώνας μεταξύ των αγνώστων μας Αιμοβόρου και Μολοσσού δεν έχει καμιά σημασία
για μας και αδιαφορούμε πλήρως για το
ποιος θα βγει νικητής. Έρχεται, όμως, η σειρά του δεύτερου ημιτελικού, μεταξύ
του Θανάση ( Άτλαντα) και του Τυφώνα.
Ενθουσιασμός,
φωνές, χειροκροτήματα. Οι αντίπαλοι ισοδύναμοι. Τη μια στιγμή σωριάζεται ο
ένας στο καναβάτσο και την άλλη ο άλλος. Το ξύλο πέφτει σύννεφο και τα βογκητά
του πόνου ακούγονται μέχρι τις πίσω σειρές. Για καλή μας τύχη, προς το τέλος
του αγώνα, ο αντίπαλος του Θανάση τραυματίζεται και εγκαταλείπει. Ο Θανάσης
μας είναι στον τελικό. Κάτω πανζουρλισμός. Όλη η οικογένεια όρθια χειροκροτεί
και καμαρώνει το βλαστάρι της.
Περασμένες
πια εννιά φτάνει η μεγάλη στιγμή του τελικού. Πάνω στο ρινγκ, διαγωνίως
απέναντι, τα δυο θηρία ο Αιμοβόρος και ο Άτλαντας (Θανάσης) με
βρυχηθμούς, πιασμένοι από τα σχοινιά,
περιμένουν πως και πως τον Βαγγέλη να σφυρίξει την έναρξη. Και ο αγώνας κάποτε
αρχίζει.
Τα δυο
πελώρια κορμιά αγκαλιάζονται, κτυπιούνται με φοβερή δύναμη, βγάζοντας κραυγές
πόνου. Ο Θανάσης παραπατάει και την άλλη στιγμή βρίσκεται στο καναβάτσο
ακινητοποιημένος από τον αντίπαλό του. Ο διαιτητής αρχίζει το μέτρημα, αλλά
πριν φτάσει στο τρία με μια ύστατη προσπάθεια σηκώνεται και πάλι όρθιος.
Τώρα
είναι η σειρά του αντίπαλου να φάει το ξύλο της χρονιά του, στριμωγμένος στη
μια γωνιά από τον Θανάση. Το παλικάρι μας έχει ξαναβρεί τη δύναμη και τη
σιγουριά για τη νίκη του, που απ’ ό,τι φαίνεται δεν θ’ αργήσει να ’ρθει. Δυστυχώς
όμως για κείνον και για όλους μας έρχονται, μετά, τα πάνω κάτω.
Το πόσο
ξύλο έφαγε στα επόμενα λεπτά ο Θανάσης από τον Αιμοβόρο δεν περιγράφεται.
Βογκώντας προσπαθεί να αποφύγει τα κτυπήματα του αντιπάλου του και να πάρει
μιαν ανάσα. Αντί όμως γι αυτό βλέπουμε τον Αιμοβόρο με ένα απίθανο αεροπλανικό
κόλπο να τον σηκώνει ψηλά και με απίστευτη δύναμη να τον πετάει έξω από το
ρινγκ πάνω στα χαλίκια.
Τραγωδία.
Όλη η φαμίλια κλαίει μ’ αναφιλητά. Η έρμη μάνα του τραβάει τα μαλλιά της
μονολογώντας «τι σου ’κανε παιδάκι μου». Στον κόσμο βουβαμάρα. Κρατάμε την
αναπνοή μας, αγωνιώντας για το μετά. Ο Βαγγέλης, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς,
ρωτάει για τελευταία φορά τον Θανάση αν εγκαταλείπει. «Όχι, στην πατρίδα μου
ποτέ» βγαίνει σαν ουρλιαχτό η απάντηση από το στόμα του.
Και το
θαύμα του Άγιου Σπυρίδωνα, του πολιούχου μας, γίνεται. Ο Θανάσης μας, πριν το
μέτρημα του Βαγγέλη τελειώσει, σηκώνεται και σκαρφαλώνει στο ρινγκ. Ορθώνει το
τεράστιο κορμί του κα με σηκωμένα τα χέρια του είναι σαν να δίνει όρκο στη σημαία. Τώρα οι δυνάμεις του είναι
διπλάσιες. Με μια φοβερή λαβή ρίχνει τον Αιμοβόρο στο καναβάτσο και ξαπλώνει
πάνω του, για να μη μπορεί να κάνει την παραμικρή κίνηση. Ο διαιτητής αρχίζει
να μετράει. Ο χρόνος τελειώνει.
Ο Θανάσης είναι ο μεγάλος νικητής, ο θριαμβευτής των αγώνων. Ο διαιτητής, ο Βαγγέλης, τον φέρνει στο κέντρο του ρινγκ και του σηκώνει το χέρι του ψηλά. Όλοι μας όρθιοι ζητωκραυγάζουμε, επευφημούμε τον ήρωά μας. Η φαμίλια αγάλλεται, κλαίει και πάλι, αλλά τώρα από χαρά και υπερηφάνεια. Ο Θανάσης σκεπασμένος με την γαλανόλευκη κάνει γύρους θριάμβου στο ρινγκ χαιρετώντας το πλήθος, που τον αποθεώνει.
Τελειώνοντας νομίζω ότι είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση: Πιστεύω να έχει γίνει αντιληπτό ότι εκείνο το μικρό πρωτάθλημα ελεύθερης πάλης (κατς) ήταν στην πραγματικότητα μια καλοστημένη θεατρική παράσταση, με πολύ μίσος, εντυπωσιακά κόλπα, δύσκολες φάσεις και πολύ ξύλο. Όλα ήσαν κανονισμένα και σκηνοθετημένα από πριν, όπως βέβαια και το ποιος θα ήταν ο μεγάλος νικητής του πρωταθλήματος. Άλλωστε ο Βαγγέλης, για τους δικούς του αγώνες, είχε σαν πρότυπο εκείνους που κάθε καλοκαίρι, όπως είπαμε, γινόντουσαν στο γήπεδο του Παναθηναϊκού με μεγάλη επιτυχία…
Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2020
Κώστας Περδίκης:
Το πρώτο μου διήγημα...
(1964, μαθητής Γ' Γυμνασίου)