Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Τ. Μωραϊτίνη (1875-1952): Η Αθήνα που έρχεται-Ένα προφητικό χρονογράφημα («ΕΘΝΟΣ», 1936)

 

Περπατώντας κανείς στο ιστορικό κέντρο της πόλης μας θλίβεται, όταν αναλογίζεται πόσο διαφορετικό θα ήταν αν διατηρούσε την παλιά του, ενιαία κλασική εικόνα. 


«Η Αθήνα που έρχεται. Παλαιός Αθηναίος μου γράφει για την Αθήνα που φεύγει και την Αθήνα που έρχεται. Και ευρίσκει πως η Αθήνα που έρχεται με τις πολυώροφες πολυκατοικίες, μοιάζει με ξιππασμένη νεόπλουτο που φορτώνεται τα μεταξωτά της και τα λιλιά της για να βγη στον περίπατο.  Δεν έχει άδικο ο άνθρωπος. Όλα τα παλαιά αρχοντικά σπίτια με την σεμνή και επιβλητικήν όψιν τους, με το λευκόν τους μάρμαρον που εταίριαζε τόσο με το φως της αττικής ημέρας, γκρεμίζονται για να μπουν στη θέσι τους οι τεράστιοι, οι βαρείς και άκομψοι όγκοι των πολυκατοικιών και δεν είνε τα ιστορικά σπίτια που κατεδαφίζονται –αυτά δεν τα εσεβάσθημεν ποτέ-, είνε τα ωραία παλαιά, αλλά άριστα διατηρούμενα μέγαρα της οδού Πατησίων, της οδού Κηφισίας, της οδού Πανεπιστημίου.

Τουλάχιστον, αν εγκρεμίζοντο οι παληάτσες ή αν εκτίζοντο οι μάνδρες. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Οι μάνδρες και οι παληάτσες μένουν και γκρεμίζονται τα αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα που ήσαν τα στολίδια της πρωτευούσης.

Και έτσι η Αθήνα, η αρχοντική Αθήνα με την ευγένειαν που της έδινε η λιτή γραμμή της παλαιάς αρχιτεκτονικής, φεύγει για να παραχωρήσει τη θέσι της εις την πλουτήσασαν, αιφνιδίως, πλύντριαν, στους ξιππασμένους αντιαισθητικούς όγκους που ανεβαίνουν προς ένα ουρανόν, που δεν είνε ούτε αμερικανικός, ούτε γερμανικός, αλλά αττικός και δεν ανέχεται την αυθάδειαν του ουρανοξύστου.

Αλλά σας λέγουν: Είνε η αρχιτεκτονική της ανάγκης. Το παλαιόν σπίτι δεν αποδίδει. Το οικόπεδον πρέπει να χρησιμοποιηθή ολόκληρον, δεν πρέπει να μείνη ούτε ρούπι άκτιστο. Δένδρα πουθενά, φύλλο πράσινο πουθενά. Αναπνοή πουθενά, χαρά πουθενά. Όλα πρέπει να γίνουν εισόδημα. Αλλ’αυτό λέμε και εμείς. Είνε η Αθήνα που έρχεται με την μπακάλικη αντίληψη για να διαδεχθή την Αθήνα που φεύγει…».


Πηγή: Η παλιά Αθήνα

Σάββατο 1 Ιουλίου 2023

Γιάννης Βαρβέρης (1955-2011):


 

                                      Εσπερινός της αγάπης


Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;


Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές


Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές
αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη
να τους βλέπουμε πού και πού
γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι
βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί – ξεχασμένοι έστω –
εκεί έρχεται το μαντάτο τους. 

Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα
όχι γιατί πεθαίνουνε
από έμφραγμα ή από καρκίνο
αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους
λουλούδια τρομερά. 

Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή
πάνε μετά στον οφθαλμίατρο
ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους
η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά
λόγια φοβισμένα κι αόριστα
οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται. 

Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται
αποτραβιούνται σπίτι τους
ακούγοντας δίσκους παλιούς
γράφοντας λίγο
όλο και πιο λίγο
πράγματα μέτρια.
Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα
τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται
και να κρεμάνε
κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια
μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο.
Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι
ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά
που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα
κι αυτή γαντζώνεται
στα ξεραμένα φύλλα πρώτα
ύστερα στα ξερά κλαριά
σ’ όλο το σώμα
και τότε λάμπει το σπίτι
λάμπει ο τόπος
για μια μόνο στιγμή

κι αποτεφρώνονται.



Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι 


    Μεγαλώσαμε και είμαστε
    πολύ πικραμένοι.

    Δεν μας παρηγορεί η υγεία:
    μια πλήξη πια
    υγιείς εμείς
    μόνο για να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους.

    Δεν μας παρηγορούν τα χρήματα
    Εχομε τόσα
    που μπορούμε και να τα αγοράσουμε.

    Δεν μας παρηγορούν ούτε τα σώματα:
    μάς παραδίδονται αφειδώς
    γιατί το σφρίγος πάντοτε
    ποθούσε τη σοφία.

    Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.
    Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ
    πικραμένοι.

    Αυτό μονάχα μάς παρηγορεί.


    Ο Γιάννης Βαρβέρης (Αθήνα1955 - 25 Μαΐου 2011) ήταν Έλληνας ποιητής της γενιάς του '70, κριτικός, δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών.[3] Στράφηκε στη λογοτεχνία, εκδίδοντας επτά ποιητικά έργα και μεταφράσεις από την Αττική Κωμωδία και την ξένη λογοτεχνία. Ανθολογημένη η ποίησή του έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες, όπως είναι η αγγλική, η γαλλική, η γερμανική, η ιταλική, η ισπανική και η ρουμανική.[4]

    Για το συνολικό του έργο απέσπασε σειρά βραβείων:

    ·         1996, Κρατικό βραβείο Κριτικής – Δοκιμίου.

    ·         2001, Βραβείο Καβάφη για την ποιητική συλλογή Ποιήματα 1975-1996 (Κέδρος, 2000).

    ·         2002, Βραβείο Ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» για την ποιητική συλλογή Στα ξένα (Κέδρος, 2001)

    ·         2010, Βραβείο Ποιήσεως του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του ποιητικού του έργου[4]

    Πηγές: Μονόκλ, Andro