Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Κώστας Περδίκης:

 Νέα Βιβλία


Τα βιβλία, για όσους ενδιαφέρονται, θα διατίθενται:

Στην Αθήνα, από το βιβλιοπωλείο ''Εν Αθήναις'', Μαυροκορδάτου 9,            τηλ.2103830491

Στη Ζαχάρω, από το βιβλιοπωλείο Σ. Φιορέτου, τηλ. 6932925235

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Ο καλός κύριος Πόταγας...

 






του Γιώργου Μητραλιά

 
Για μια περίοδο της ζωής μου, το σινεμά ταυτιζόταν με τον “κύριο Πόταγα”. Δεν έλεγα πάω στο σινεμά ή πάω στο Πάλας. Έλεγα στους γονείς μου, “πάω στον κύριο Πόταγα”. Εννοώντας ότι πάω στον κύριο Πόταγα με την ελπίδα ότι αυτός θα με δει και θα μου κάνει νόημα να μπω -τζάμπα- στη μαγική σκοτεινή αίθουσα όπου διαδραματίζονταν οι πιο αξιοθαύμαστες ιστορίες του κόσμου…

 

Ήταν τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1950 και δεν ξέρω ή δεν θυμάμαι πως άρχισε αυτή η ιστορία. Σίγουρα, ο πατέρας μου γνώριζε τον κύριο Πόταγα και αυτός πρέπει να ήξερε ποιανού ήμουν παιδί. Έτσι, όταν μια μέρα, καθώς βρισκόμουν, κατά τη συνήθειά μου, μπροστά από το ταμείο του Πάλας μελετώντας εμβριθώς τις αφίσες και τις φωτογραφίες των ταινιών του “σήμερον” και των “προσεχώς”, έγινε το θαύμα: με πήρε το μάτι του κυρίου Πόταγα, που βρισκόταν -όπως πάντα- στο γραφείο του! Η συνέχεια έμελλε να επαναληφθεί αρκετές φορές από το 1958 μέχρι το 1960: Ο κύριος Πόταγας με πλησίαζε και με ρώταγε  “Γιωργάκη, θέλεις να μπεις;”

 

Και έτσι άρχισα να πηγαίνω στο σινεμά. Το σκηνικό ήταν πάντα το ίδιο: ο Γιωργάκης έκανε τάχα πως ήταν... περαστικός και απλώς κοίταζε τις φωτογραφίες και τις αφίσες των ταινιών στο προθάλαμο του κινηματογράφου, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση να ομολογήσει δημόσια πως τα οικονομικά της οικογένειας δεν επέτρεπαν πολυτέλειες σαν το σινεμά. Όμως, ο καλός κύριος Πόταγας πρέπει να καταλάβαινε τα πάντα. Με το που αντιλαμβανόταν τον "αδιάφορο” Γιωργάκη και του έλεγε τη θαυματουργή φράση “θέλεις να μπείς”, η έξαψη του 10χρονου γινόταν ταχυπαλμία καθώς περνούσε από το φως του προθαλάμου στο σκοτάδι -και στη μυρουδιά- της αίθουσας των ονείρων του. Η ίδια ταχυπαλμία που τον έπιανε εξάλλου λίγα χρόνια αργότερα την ώρα που δρασκελούσε τις Κυριακές την “θύρα των επισήμων” στο γήπεδο της Λεωφόρου, όπου έμπαινε και πάλι τζαμπαρία, αλλά με σατανικό τέχνασμα αυτή τη φορά...

 

Περισσότερο κι από το σχολείο, φαίνεται τελικά πως ήταν στο σινεμά του κυρίου Πόταγα που ο Γιωργάκης άνοιξε τα μάτια του και άρχισε να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του. Μετά από εξήντα τόσα χρόνια, δεν θυμάμαι πια πόσες ταινίες είδα χάρη στον κύριο Πόταγα. Δεν μπορώ όμως να ξεχάσω δύο από αυτές: Πρώτα και πάνω απ’ όλα, τη Γη ποτισμένη με ιδρώτα, και μετά το Γέρο και τη θάλασσα. Τα δάκρυα που έχυσα με τη πρώτη -που είδα μάλιστα δύο φορές!- ήταν ποτάμι. Όμως, καθώς δείχνουν οι πληροφορίες που αντλώ τώρα από τη Wikipedia, η ταινία δεν ήταν όποια κι όποια. Η μελοδραματική -και μιούζικαλ- Mother India, όπως ήταν το όνομά της, σημάδεψε την εποχή της και περιλαμβάνεται στις 100 καλύτερες ταινίες της ιστορίας του κινηματογράφου! Τώρα μάλιστα που το ξανασκέφτομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ίσως ήταν τα πάθη και οι αγώνες της πρωταγωνίστριας, της διάσημης Ναργκίς, που μου προκάλεσαν τα πρώτα σκιρτήματα συμπάθειας και αλληλεγγύης στους φτωχούς και καταπιεσμένους της ανθρωπότητας...

 

Ο γέρος και η θάλασσα ήταν μια άλλη ιστορία που με σημάδεψε μάλλον βαθιά. Εδώ δεν έκλαιγα, αλλά η μάταιη προσπάθεια του Σπένσερ Τρέισι να φέρει στη στεριά τον γιγάντιο ξιφία του, με έβαζε σε μάλλον πρωτόγνωρες μέχρι τότε -και προφανώς αμπελοφιλοσοφικές- σκέψεις. Εξάλλου, τη ματαιότητα των προσπαθειών του πρωταγωνιστή, που παρακολουθούσα με κομμένη την ανάσα, ερχόταν να τονίσει το τοπίο της απέραντης θάλασσας με τα τεράστια ψάρια της, που δεν είχε καμιά σχέση με τον μικρό και ήρεμο Κορινθιακό όπου περνούσα τότε τα καλοκαίρια.

 

Εντελώς διαφορετική ήταν η ατμόσφαιρα που επικρατούσε τα πρωινά της Κυριακής, στον κινηματογράφο του κυρίου Πόταγα. Πάντα τουλάχιστον “δύο έργα, ένα καουμπόικο και ένα μίκη μάους”, και δεν θυμάμαι αν προβάλλονταν και τα -αναπόφευκτα εκείνο τον καιρό- Επίκαιρα, ελληνικά ή ξένα. Η πιτσιρικαρία γέμιζε το σινεμά και τη στιγμή που το “παλικαράκι” εμφανιζόταν καβάλα στο άλογο του στην κορυφή του λόφου, προαναγγέλλοντας ότι η Κάθαρση ήταν πια προ των πυλών, άρχιζε να γίνεται το σώσε: Έξαλλοι, πολλοί πιτσιρικάδες, ανέβαιναν πάνω στα καθίσματα και πανηγύριζαν προκαταβολικά για τη νίκη των καλών επί των κακών, ενώ μερικοί άλλοι, ακόμα πιο θερμόαιμοι, έτρεχαν πάνω κάτω στους δύο διαδρόμους της αίθουσας ανεμίζοντας κάποιο ρούχο τους…

 

Μετά,... μετά μεγάλωσα, μετακομίσαμε πάντα στο Παγκράτι αλλά πιο μακριά από το Τέρμα, και έπαψα να βλέπω τον κύριο Πόταγα. Τα χρόνια ή μάλλον οι δεκαετίες πέρασαν, και ένα βραδάκι πριν από μερικά χρόνια, από το μπαλκόνι της ανταποκρίτριας της Le Monde, που βρισκόταν ακριβώς στο πλάι και πάνω από το Πάλας, αναγνώρισα τον ίδιο πάντα κύριο Πόταγα να ανοίγει και να κλείνει πόρτες, μεταφέροντας μπομπίνες στο καμαράκι με τη μηχανή προβολής.

 

Ορκίστηκα να πάω να τον δω και να του μιλήσω μετά από σχεδόν 60 χρόνια, αλλά τελικά δεν το έκανα παρά 1-2 χρόνια αργότερα. Η συνάντηση δεν ήταν αυτή που είχα ετοιμάσει. Ο ευγενέστατος κύριος Πόταγας πρόσφερε -φυσικά- πορτοκαλάδα, αλλά εγώ μάλλον έχασα τα λόγια μου. Μουρμούρισα κάτι για τα πόσα του χρωστάω αλλά σταμάτησα έγκαιρα πριν τα λεγόμενά μου γίνουν υπερβολικά μελοδραματικά. Όσο για το σχέδιο να τον καλέσουμε στο σπίτι για να τον τραπεζώσουμε και κυρίως, για να του εκμυστηρευθώ με άνεση χρόνου αυτά που σκεφτόμουν για χρόνια για τον ίδιο, αυτό πήγε εντελώς περίπατο.

 

Γιατί γράφω τώρα όλα αυτά; Ίσως επειδή δεν μπόρεσα ποτέ να τα πω σε αυτόν όπως θα ήθελα. Ίσως επειδή χρειάζομαι να βάλω σε τάξη μερικές σκέψεις μου. Ίσως επειδή στην εποχή μας, χάνεται και εξαφανίζεται μέσα στο χρόνο, ό,τι δεν καταφέρνουμε να αποθηκεύσουμε στο Google. Και σίγουρα, επειδή θα ήταν τουλάχιστον ανήθικο να χαθεί μαζί με τον κύριο Πόταγα, και το δημιούργημά του, το ιστορικό Πάλας, που ο ίδιος κράτησε ζωντανό με νύχια και με δόντια σχεδόν επί ένα αιώνα, επιτελώντας ένα -όλο και πιο σπάνιο στην εποχή μας- κοινωνικό και πολιτιστικό έργο. Δηλαδή, κάτι που έχουμε ανάγκη σαν το οξυγόνο ειδικά στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς...


Πηγή: Lifo

Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

Ευάγγελος μουστάκας (1930):

 







Σπούδασε γλυπτική στο εργαστήριο του Μιχάλη Τόμπρου στη Σχολή Καλών Τεχνών (1950-1953) και χαρακτική και διακοσμητική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας (1960-1963). Διδάχτηκε επίσης την τέχνη της χαλκοχυτικής στα Καλλιτεχνικά Χυτήρια του Μπρούνο Μπεάρτζι. Μελέτησε το έργο των μεγάλων γλυπτών της Αναγέννησης και διεύρυνε τις γνώσεις του για τη σύγχρονη γλυπτική με ταξίδια σε διάφορες χώρες. Το 1963 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους στα διακοσμητικά ανάγλυφα του Πανεπιστημίου της Βαγδάτης. Έχει κερδίσει διάφορα μετάλλια, ανάμεσα στα οποία το χρυσό μετάλλιο της Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1968. Έχει εργαστεί ως συντηρητής, καθώς και ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές εκθέσεις και συμμετοχή σε ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, η Διεθνής Έκθεση της Μόσχας το 1957 και οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1968 και του Σάο Πάουλο το 1969.

Ο κεντρικός άξονας του έργου του Βαγγέλη Μουστάκα είναι η ανθρώπινη μορφή, ενώ αφετηρία των δημιουργιών του αποτελούν άλλοτε προσωπικά του βιώματα και άλλοτε κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα. Τα έργα του - συνθέσεις ελεύθερης έμπνευσης αλλά και δημόσια μνημεία - χαρακτηρίζονται από πολυμορφία και συνδυάζουν στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής και των σύγχρονων τάσεων, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούν το κενό ως μέρος της γλυπτικής σύνθεσης.