Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Εγκώμιον για τα παγκάκια ...:



Τα παγκάκια

 (Του Στάθη Παχίδη)

Ξύλινα ή μεταλλικά, δημόσια ή δημοτικά, με πλάτη ή άνευ, μοναστηριακά ή ντιζαϊνάτα, συντηρημένα ή βανδαλισμένα, τα παγκάκια είναι πάντα εκεί. Αρχιτέκτονες ριψοκίνδυνοι ή μάστορες εμπειροτέχνες ανέλαβαν το δύσκολο έργο να βρουν τη θέση τους, τη θέα, τη γωνία θέασης. Τι ευθύνη κι αυτή, να σχεδιάζεις την ανάσα του κόσμου! Πακτωμένα ή βιδωμένα εφ’ ω ετάχθησαν, τα παγκάκια ακούνητα υπάρχουν και καρτερικά περιμένουν.

Στον ελληνικό βίο, που παραμένει από αιώνες υπαίθριος, τέσσερις σανίδες, στη χειρότερη περίπτωση, κατάλληλα βιδωμένες σε μια μεταλλική βάση ήταν αρκετές για να δημιουργήσουν κοινωνικότητα της στιγμής, στάση και στάθμευση, σταμάτημα μαγικό του χρόνου, λακριντί και κριτική, απαντοχή και καταφύγιο. Πήγαινες παλιά με μπατιρόσπορα για παγκάκ-ing και πώς να χρειαστείς έπειτα, ως φυλή, το ντιβάνι του ψυχαναλυτή; Ψιλοκουβέντα και συνύπαρξη με τον άγνωστο, τον τυχαίο, τον διπλανό κι άδειαζες και ξαλάφρωνες. Κι όλα αυτά τζάμπα κι αφορολόγητα (μη μπει σε κανέναν βλαχοδήμαρχο καμιά παλαβή ιδέα εεε…) σ’ ένα chat, πολλά χρόνια πριν από το chat. Μετά ήρθε η κοινή μας στρούγκα των like και των followers.

Είναι σίγουρο πως τα παγκάκια έχουν αυτιά κι ακούνε. Από πολιτικές αντιπαραθέσεις του αέναου ελληνικού εμφυλίου μέχρι ανάλυση ποδοσφαιρικής τακτικής. Από ψιθυριστούς μονόλογους  απελπισίας της κρίσης μέχρι κοκορέματα και ψεματούρες γουαναμπίσιες, διότι ο κάθε πικραμένος μπορεί να κάνει το κομμάτι του στον άγνωστο πλάι του, που ποτέ δε θα ξαναδεί.

Είναι σίγουρο πως τα παγκάκια έχουν καρδιά. Στο χαραγμένο σώμα τους, κρυμμένα από θάμνους απεριποίητους και σε καβάτζες απόμερες, δέχονται και προσφέρουν απάγγειο σε πλάνητες κι άστεγους, σε παράτυπους, σε παράνομους και σε διωγμένους. Βαριά κουβέντα το «κοιμάμαι στα παγκάκια» αλλά υπάρχει δυο βήματα δίπλα μας κι ακούγεται και σήμερα.

Είναι σίγουρο πως τα παγκάκια έχουν αγκαλιά. Απλόχερα την προσφέρουν στους εραστές, που δεν έχουν πού να στεγάσουν τον έρωτά τους. Τα παγκάκια ξέρουν από σκιρτήματα κι όρκους αιώνιας αγάπης, από φιλιά, ιδρώτες κι ανολοκλήρωτες ηδονές, από χωρισμούς και δράματα. Μέχρι κι ο μέγας Ζωρζ Μπρασένς ύμνησε την απαράγραπτη συνεισφορά τους στο ηφαίστειο του έρωτα:

 «Σε πολλά δρομάκια, σεις που όλοι βλέπετε  πράσινα παγκάκια, κύριοι και κυράδες,  σκέφτεστε πώς είναι για τους αναπήρους  και τους κοιλαράδες.  Ποιος όμως δεν ξέρει πως τ’ απλά παγκάκια  ειν’ η μόνη λύση για τα ζευγαράκια;» (Les amoureux des bancs publics – μεταγραφή στα Ελληνικά Γιάννης Βαρβέρης)

 Είναι σίγουρο πως τα παγκάκια πάντα έχουν ρόλο και παντού έργο προσφέρουν. Αν σπουδαία τα ύμνησε ο Γάλλος πατριάρχης των τραγουδοποιών του πλανήτη, ο μαρκαδόρος του ανώνυμου ερωτευμένου παγκακόβιου της Νέας Παραλίας της Θεσσαλονίκης έρχεται και σήμερα λιτά να τον επιβεβαιώσει:

«Είναι μεγάλο το παγκάκι χωρίς εσένα».





Πηγή: Protagon.gr

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ (1943-2015):




Μυρσίνη Λοΐζου
(Από τη συλλογή, Τα οστά, Κέδρος, 1982)
Πρέπει να προσέξω τη μοναξιά μου.

Μερικές φορές
στα ενδιάμεσα των δαχτύλων
και στα χαλίκια των ματιών
βγαίνει το χορτάρι
της φωνής σου.



Με τους στίχους αυτούς ξεκινά ένα κείμενο του Γιάννη Κοντού για τον πατέρα μου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Χάρτες» τον Νοέμβριο του 1982 μόλις ένα μήνα μετά τον θάνατο του. Πέρασαν πολλά χρόνια για να μάθω την ύπαρξη του και να το διαβάσω. Ίσως ο Γιάννης Κοντός τελικά, με τις λέξεις του και με την απέραντη τρυφερότητα του, περιέγραψε εκείνες τις μέρες καλύτερα από κάθε άλλον. “Τα ποιήματα τα άκουγες με μάτια μικρού παιδιού. Φέτος σε είδα μερικές φορές. το ένα σου φτερό ήτανε σπασμένο – έδειχνες ότι δεν το πρόσεχες. Τώρα σε σκέπτομαι μικρό παιδάκι να μαθαίνεις βιολί στην Αλεξάνδρεια, να αγκαλιάζεις το όργανο και τα σοβαρά σου μάτια να κοιτάνε πέρα τη θάλασσα [..] Μια παρασκευή μεσημέρι έσβησες. Μπορεί να σου βάλανε καθρεφτάκι στα ρουθούνια για να δούνε αν αναπνέεις. ΜετAP;O TO aSS;ODYOά, οκτώ μέρες στο ψυγείο. Μόνος καλό μου, και οι εφημερίδες εδώ δημιουργούν μεγαλύτερη μοναξιά και απελπισία. XΎστερα τα γνωστά. Πρώτο Νεκροταφείο [..] το απόγευμαX ζεστό μπλουζάκι στο σώμα σου. Μια κοπέλα σε πιάνει από το σακάκι να μην φύγεις. Έμεινες με το πρόσωπο μέσα στη μουσική, όπως στο νερό”

Από το ΑΣΣΟΔΥΟ

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ:








ΤΟ ΓΟΥΡΙ
Ήταν κάποτε ένας γάτος,
παιχνιδιάρης και κεφάτος,
νέος, κόκκινος, ωραίος,
και ολόμαλλος, βεβαίως,
που τον λέγανε Γουργούρι,
και για συντομία, Γούρι.
Και το Γούρι, ένα βράδυ,
βγήκε έξω, στο σκοτάδι
μες στη μέση στην αυλή,
και νιαούριζε πολύ.
Το ακούσαν κι ήρθαν κι άλλοι,
μικροί γάτοι και μεγάλοι,
άσπροι γάτοι, μαύροι γάτοι,
ήρθαν όλοι τους τρεχάτοι:

Ήρθαν απ’ τα κεραμίδια,
ήρθαν κι από τα σκουπίδια.
Άλλοι είχαν γκρίζες φάτσες
και φορούσαν άσπρες κάλτσες,
Άλλοι ήτανε ριγάτοι,
άλλοι ήτανε βουλάτοι,
τρικολόρε ήταν άλλοι,
κι άλλοι είχαν μαύρο χάλι.

Ήρθε ο Πούκι και το Τζίνι
και η Ψίψη με τη Μίνι,
Ήρθε ο Φούντας με τον Τάκη,
ο Μπελάς, το Καρβουνάκι
Και ο Κάρρι με δυο φίλους
Που ’τανε γεμάτοι ψύλλους.

Ήταν δώδεκα και κάτι,
ήταν δώδεκα κι οι γάτοι
Και το Γούρι συναντήσαν,
«τι συμβαίνειτο ρωτήσαν.
Κι αυτό είπε: «γεια σας γάτες,
γάτοι, φίλοι, συνεργάτες!

Πήγα βόλτα ως τη Χαλκίδα,
κι ήρθα να σας πω τι είδα:
είδα μια χιονάτη γίδα
και μια μαύρη κατσαρίδα,
είδα μια σπασμένη βίδα,
μια μαρίδα, μια γαρίδα,
είδα και μια Γερμανίδα
που’ τρωγε μια συναγρίδα,
είδα και μια καταιγίδα
πο, πο τι πολλά που είδα

«Πο, πο, τι πολλά που είδες,
πες μας κι άλλα για γαρίδες,
για σφυρίδες, καραβίδες,
συναγρίδες και μαρίδες
Νιάου, νιάου, όλοι οι γάτοι,
νιαουρίζαν ορεξάτοι.
Νιαρρ, κακό και φασαρία,
και ξυπνήσαν μια κυρία
-τη χοντρή κυρά Μαρία,
που την έπιασε υστερία
κι άρχισε να ξεφωνίζει,
να τσιρίζει και να βρίζει:

«Ουστ! Δεν τις μπορώ τις γάτες,
ουστ και ξου, πανάθεμά τες!
Ουστ και ξου, που να σας βράσω!
Θα σας γδάρω αν σας πιάσω!
(Ευτυχώς, γάτες και γάτοι, ήταν πια όλοι φευγάτοι!)


Η Παυλίνα Παμπούδη είναι συγγραφέας και εικονογράφος. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην ΑΣΚΤ και στο κολέγιο Byam Shaw School of Art του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 4 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, έχει γράψει αρκετά σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.
Από το περι ου