Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Μιχάλης Γκανάς (1944): Χριστουγεννιάτικη ιστορία

 



Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.

Κοντεύουνε ξημερώματα κι ακόμη
γυαλίζει τ’ όπλο του δίπλα στο τζάκι
με αργές κινήσεις σα να το χαϊδεύει.
Μένει στα δάχτυλα το λάδι
αλλά το χάδι χάνεται.
Θυμάται κυνηγετικές σκηνές
με αγριογούρουνα και χιόνια ματωμένα,
πριν γίνει θήραμα κι ο ίδιος
στην μπούκα ενός κρυμμένου κυνηγού,
που τον παραμονεύει αθέατος
αφήνοντας να τον προδίδουν κάθε τόσο
πότε μια λάμψη κάνης,
πότε μια κίνηση στις κουμαριές
κι η μυρωδιά απ’ το βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ότι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια και μπαρούτι μαύρο.
Όταν αποφασίσει να του ρίξει
δε θα προλάβει πάλι να τον δει
πίσω απ’ το σύννεφο της ντουφεκιάς του.

Αν σκέφτεται στ’ αλήθεια κάτι τέτοια,
και δεν τον τιμωρώ εγώ μ’ αυτές τις σκέψεις,
πώς να πλαγιάσει και να κοιμηθεί.
Λέω να γίνω πατέρας του πατέρα μου,
ένας πατέρας που του έτυχε
σιωπηλό και δύστροπο παιδί,
και να του πω μια ιστορία
για να τον πάρει ο ύπνος.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον πατέρα…

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε
σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά
εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο
στις πλάτες του ν’ αχνίζει.

Δώσ’ του κι ένα καλό σκυλί
και τους παλιούς του φίλους, και ρίξε χιόνι ύστερα
άσπρο σαν κάθε χρόνο. Να βγαίνει η μάνα να κοιτά
από το παραθύρι, την έγνοια της να βλέπουμε
στα γαλανά της μάτια, κι όλοι να της το κρύβουμε
πως είναι πεθαμένη.

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δούν πως μεγαλώσαμε
να παρηγορηθούνε.

(από το βιβλίο ''Γυάλινα Γιάννενα'', Καστανιώτης 1989)



Ο Μιχάλης Γκανάς (1944) είναι Έλληνας ποιητής και στιχουργός.

Γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.[3] Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, o Ara Dinkjian, κ.ά. Το 1994 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του Παραλογή και το 2011 βραβεύτηκε για το σύνολο του ποιητικού του έργου από την Ακαδημία Αθηνών.[4]

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

Σαν σήμερα το 1981:

 Διονύσης Σαββόπουλος: Χειμερινό Ηλιοστάσιο (1981)


Τον Δεκέμβριο του 1981 ο Διονύσης Σαββόπουλος ανέλαβε την παρουσίαση μιας σειράς τεσσάρων εκπομπών στην Ελληνική Ραδιοφωνία με γενικό τίτλο "Χειμερινό Ηλιοστάσιο". Στις εκπομπές αυτές έκανε μια αναδρομή στην προσωπική του πορεία στο ελληνικό τραγούδι μέσα από αφηγήσεις (μ' αυτό το ιδιαίτερο αφηγηματικό του χάρισμα) και πολλά τραγούδια.
Στο αρχείο που σας παρουσιάζω διασώζεται η 2η κατά σειρά εκπομπή, η οποία ήταν αφιερωμένη στις πολύ πρόσφατες τότε συνθέσεις του, στον απόηχο της "Ρεζέρβας" (1979) και στο δρόμο για την επόμενη δισκογραφική του δουλειά, τα "Τραπεζάκια έξω" (1983).
Το κύριο μέρος της εκπομπής καλύφθηκε από υλικό που παρουσιάστηκε στο μουσικό σόου "Γιγανταιώρημα" τον Δεκέμβρη του 1979 στη μπουάτ Σκορπιός. Εκεί λοιπόν ακούστηκαν αρκετά άγνωστα κι ανέκδοτα τραγούδια του Διονύση, όπως το "Άνθρωποι μικροί" που στην εκπομπή ερμήνευσε ζωντανά η Δήμητρα Γαλάνη. Ακούστηκαν επίσης τραγούδια του Lucio Dalla που μετέφερε στα ελληνικά ο Διονύσης, όπως το "Ο χρόνος που θαρθεί" και η "Ιθάκη", καθώς και η δική του "Πρωτομαγιά" που ενσωματώθηκε στη συνέχεια στα "Τραπεζάκια έξω", αν και είχε γραφτεί για τη "Ρεζέρβα".
Το δεύτερο μέρος της εκπομπής αφιερώθηκε στη θεατρική μουσική που έγραψε ο Διονύσης για την παιδική παράσταση "Οδυσσεβάχ" της Ξένιας Καλογεροπούλου. Τραγούδησαν μέλη της Οπισθοδρομικής Κομπανίας, η Δόμνα Σαμίου και παιδική χορωδία σχολείου της Νέας Σμύρνης.



Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

Περιοδικό "ΓΕΛΙΟ και ΧΑΡΑ'':

 Η εβδομαδιαία μας χαρά ...








Το Γέλιο και Χαρά ήταν ελληνικό περιοδικό κόμικς των εκδόσεων Πεχλιβανίδη (Ατλαντίς). Το περιοδικό ήταν εβδομαδιαίο, σε διαστάσεις 18 Χ 25, είχε 26 σελίδες (+ 2 για εξώφυλλο) και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1954, παρότι το copyright των πρώτων 8 τευχών ανέφερε το έτος 1953, χρονιά κατά την οποία τυπώθηκαν. Με τρία μεγάλα διαλείμματα, το πρώτο την περίοδο 1958-60, το δεύτερο την περίοδο 1961-62 και το τρίτο την περίοδο 1965-1966 το περιοδικό συνέχισε την κυκλοφορία του μέχρι το έτος 1970 εκδίδοντας συνολικά 603 τεύχη. Η τιμή πώλησης στα πρώτα 12 τεύχη ήταν 3.000 δραχμές. Από το τεύχος 13, λόγω της κοπής των μηδενικών που αποφασίσθηκε την άνοιξη του 1954 από την τότε Κυβέρνηση, η τιμή έγινε 3 δραχμές και παρέμεινε σταθερή για τα επόμενα 16 χρόνια, ως το τέλος της έκδοσης.

Το Γέλιο και Χαρά τυπωμένο εξ ολοκλήρου σε τετραχρωμία off-set, σε μιαν εποχή που το χρώμα ήταν σπάνιο από τον τύπο και τα περιοδικά «ποικίλης ύλης» δημιούργησε πραγματική «επανάσταση» στο χώρο των παιδικών εκδόσεων κόμικς. Η σειρά γνώρισε στο παιδικό κοινό της εποχής τους ήρωες του Ουώλτ Ντίσνεϋ (Ντόναλντ ΝτακΜίκυ ΜάουςΘείος ΣκρουτζΠλούτοΓκούφηΤσιπ και ΝτέηλΤο λυκόπουλο, κ.λπ.), αλλά και των άλλων ανταγωνιστικών εταιρειών, όπως ήταν η Warner Bros (Μπαγκς ΜπάννυΤουήτυ και ΣυλβέστροςΝτάφυ Ντακ κλπ) η M.G.M. (Τομ και Τζέρρυ), και η εκδοτική «Western Printing» (Μικρή Λουλού, Θείος Βίγλης).

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2021

Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος:

 


Oδός Αφάντων

Γελάσαμε στην αρχή η Λαμπρινή κι ελόγου μου με την παρανάγνωση Αφάντων αντί Αβάντων, ύστερα όμως σοβαρευτήκαμε. Πώς είχα την απαίτηση ο φοιτητής καν η φοιτήτρια που πληκτρο­λόγησαν το περί Σκαρίμπα παλαιό κείμενό μου να γνωρίζουν, εκεί στην Πάτρα, τους ομηρικούς Άβαντες της Χαλκίδας και την φερώνυμή τους οδό της πόλης;

Κατόπι χαμογέλασα αλλιώς: όσο και αν φαίνεται οξύμωρο, η παρανάγνωση ήταν σωστή. Τουλάχιστον για έμενα και ενδεχομένως για όσους κουβαλούν χρόνια περισσότερα από ογδόντα. Ναι, οδός Αφάντων προσώπων, κτισμάτων και καταστάσεων.

Στα σχολικά, τα φοιτητικά και τα ναυτικά μου χρόνια η Αβάντων ήταν η κεντρική αρτηρία -η λέξη να εννοηθεί ανατομικά- της πόλης. Για τους περισσότερους συμπολίτες εκείνου του καιρού «νυφοπάζαρο». Χαρακτηρισμός απολύτως αποδεκτός από τη νε­ολαία των μεγάλων τάξεων των τότε Εξαταξίων Γυμνασίων Αρρένων και Θηλέων, από τούς λογής λογής φοιτητές -εκείνοι των στρατιωτικών σχολών με τις στολές τους- από τούς νεόκοπους μόνιμους ή έφεδρους αξιωματικούς, τούς ποδοσφαιριστές και κάθε είδους αθλητές της στεριάς και της θαλάσσου. Πού ’ναι τους τώρα;

Για εμένα, απελπισμένον από τούς δίχως ανταπόκριση έρωτές μου, η Αβάντων ήταν το μεγάλο αντιφάρμακο, αληθινά «οδός ονείρων», που δεν ήταν άλλα από τα βιβλία και τα περιοδικά. Εκεί το βιβλιοπωλείο του Πανταζή όπου γνώρισα τον Ιούλιο Βερν και λίγο παραπέρα, σχεδόν απέναντι από το ιερό του Αγίου Νικολάου, το νεώτερο του Μόσχου. Η προθήκη του, που θα λήστευα δίχως τύ­ψεις αν ήμουν θαρραλέος, ιρίδιζε χάρη στα μαγικά εξώφυλλα των νεανικών εκδόσεων Αλικιώτη. Παρέκει το κατάστημα Σιαμέλα, πού δεν το στιμάριζα για τα καραμελοειδή του αλλά γιατί ήταν πρα­κτορείο Τύπου. Φλετούραγε η καρδιά μου όταν, ε-πι-τέ-λους, έφτανε το πολυπόθητο νέο τεύχος, πάντοτε με συναρπαστικό εξώφυλλο, των κατά δυστυχίαν άτακτων και βραχύβιων «Προσκοπικών Σελίδων». Ωστόσο για τους αναγνωστικούς μου έρωτες εκείνων των χρόνων έχω αλλού μιλήσει. Τώρα απομένει να πω ότι τα κτίσματα και όσοι στεγάζονταν εκεί, οι διαμεσολαβητές των ονείρων μας, έχουν έκλείψει «ωσεί χόρτος».

Είπα «τα κτίσματα». Στην Αβάντων, εκεί που διασταυρώνεται με τη Βώκου, ήταν το σπίτι της Φιγιέττας Πνευματικού, ιδεατής και ιδανικής ερωμένης του Σκαρίμπα, που απήλθε νέα, αφού του πήρε τον νου. Μυθολογείται πως η αρχόντισσα κυρά τον δέχτηκε μια φορά στο σπίτι -ναι, εκεί στην Αβάντων- και τον έκαμε να χάσει τη λαλιά του με ένα «καλημέρα σας, κύριε Σκαρίμπα» και εκείνος κατέβηκε τις σκάλες με τα γόνατα να τρέμουν, πανευτυχής και τρισδυστυχισμένος. Φευγάτος πια κι αυτός, φευγάτο και το σπίτι.

Στην Αβάντων η Alliance Française, όπου φοίτησα χρόνια και χρόνια δίχως να προκόψω, κι ας πήρα την πρώτη χρονιά από τα χέρια του φιλοπαπαδιαμαντικού Οκταβίου Μερλιέ το πρώτο βραβείο. Στεγαζόταν η A.F. σε κτίριο που ήταν δίπλα στο Γυμνάσιο Αρρένων. Απέναντι από την πόρτα του Γυμνασίου το ποδηλατά­δικο του Παρασκευά, όπου χώνονταν κρυφά οι τελειόφοιτοι για να φουμάρουν. Πάει το ποδηλατάδικο, ο καιρός έδιωξε την A.F., αφά­νισε τον χώρο του Β’ Γυμνασίου Αρρένων.

Ωστόσο κάποτε ο χρόνος αποφασίζει να παίξει. Κολλητή σχεδόν στο αρχοντικό της Φιγιέττας ήταν μια παράγκα, όπου στεγαζόταν ο μικροπωλητής Παπίγκης. Δυστυχής άνθρωπος. Η στέγη της παράγκας, από λαμαρίνα, δεχόταν βροχή τις πέτρες της αλαναρίας που συνοδεύονταν από τον έμμετρο εμπαιγμό:

Σιδεροκέφαλε Παπίγκη Καραγκιόζη.

Η παράγκα σώζεται! Ό παλιός της όμως ένοικος και οι βασανιστές του ταξιδέψαν ανεπίστροφα.

 Κατηφορίζω συχνά την Αβάντων. Μια κατεβασιά διαφορετική από εκείνη της παράλληλης Νεοφύτου. Στη Νεοφύτου τραγουδώ εντός μου προσκοπικά τραγούδια – εκεί βρίσκονταν η Πρώτη και η Τρίτη ομάδα Προσκόπων. Όταν κατεβαίνω, τώρα, την Αβάντων, παίζω τύμπανο με τη γλώσσα και τα δόντια μου. Φτάνοντας στο σημείο του πάλαι ποτέ αρχοντικού της Φιγιέττας, κάμνω νοερά στροφή της κεφαλής δεξιά, για να τιμήσω όχι το ίνδαλμα του Σκαρίμπα, αλλά την οικογένεια του Καλλισθένη Μουστάκα, που η θελκτική κόρη του Ασπασία παντρεύτηκε τον γοητευτικότατο αρχιτυμπανιστή της πόλης Χρήστο Αστερίου. Έτσι, τυμπανίζοντας, κατέβαινε κι εκείνος την Αβάντων με το σχολείο, μπορεί και να την ανέβαινε με τη φιλαρμονική, και ξέροντας ότι η Ασπασία ήταν πίσω από την χαραμάδα των παντζουριών έκανε τα μαγικά του με τα τυμπανόξυλα. Έφυγαν με τα σύννεφα.

Εξακολουθώ να κατηφορίζω. Στη μέση περίπου της Αβάντων, δεξιά όπως την κατεβαίνουμε, ήταν μια μάντρα όπου έπαιζε Καραγκιόζη ο Μάνθος ο Ψηλέας. Το φόρτε του ήταν οι ηρωικές παραστάσεις και οι «αποθεώσεις». Πού πήγαν εκείνα τα παλληκάρια;

Απόμεινε τάχα κανένας που να θυμάται ότι μ’ ένα φύσημα του Μπαρμπαγιώργου όλη ή φρουρά του σαραγιού – κι ο αρχηγός της Πεπόνιας- στρώνονταν στο χώμα;

 Ανεβοκατεβαίνω και τώρα την Αβάντων. Πού και πού με χαιρετάει κάποιος ή κάποιοι, παλαιοί μαθητές και μαθήτριές μου. Οι συμμαθητές μου στο Α’ Γυμνάσιο Αρρένων άμοροι όλοι τους. Χρό­νια έχω ν’ αντιπλωρίσω έστω και έναν. Από το Β’ Γυμνάσιο βλέπω τους κάπως μεγαλύτερούς μου Απόστολο Τούντα, έφεδρο σημαι­οφόρο του Βασιλικού Ναυτικού όπως κι ελόγου μου και τον Γιάννη Καλαμακίδη, δικηγόρο και κάποτε σπουδαίο παίχτη του Ολυμπια­κού Χαλκίδος. Ευγνώμονες μαθητές του πατέρα μου. Συναντώ συχνά τον Νίκο Καθαροσπόρη, καλόν στα νιάτα παίχτη της καλα­θοσφαίρισης -στο ίδιο θρανίο της Όγδοης Γυμνασίου- και τον Παναγιώτη Μάγειρα, ποδοσφαιριστή το πάλαι και τραγουδιστή. Οι άλλοι πού δρα-να-πέ-τε-ψαν;

Ναι, ναι, το πέτυχε όποιος ή όποια πληκτρολόγησε το κείμενό μου! Οδός Αφάντων…

Πηγή: Περιοδικό Αντίθετα Ρεύματα


Ο Ν. (Νίκος) Δ. Τριανταφυλλόπουλος είναι Έλληνας φιλόλογοςλογοτέχνης, κριτικός εκδότης, φιλολογικός επιμελητής, ανθολόγος, μεταφραστής. Γεννήθηκε το 1933 στο Διδυμότειχο[1][2], όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως καθηγητής φιλόλογος. Μεγάλωσε και ζει στη Χαλκίδα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε από το 1959 ως το 1990 στη Μέση Εκπαίδευση (τα τρία πρώτα χρόνια στη Κύπρο)[3].Το κύριο πεδίο μελέτης του είναι το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στον οποίο έχει αφιερώσει πλήθος μελετών και ερμηνευτικών δοκιμίων. Είναι ο φιλολογικός εκδότης της πεντάτομης κριτικής έκδοσης των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Δόμος 1981-88)[4], της Αλληλογραφίας του (Δόμος, 1991) και της αναθεωρημένης σε χρηστική μορφή έκδοσης "Άπαντα Παπαδιαμάντη Το Βήμα-Βιβλιοθήκη» (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2011).Ο «πατριάρχης των παπαδιαμαντικών σπουδών», σύμφωνα με το ψήφισμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα, τα τελευταία χρόνια έχει αφιερωθεί, (συνεπικουρούμενος από την κόρη του Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου) στον εντοπισμό και στην έκδοση των παπαδιαμαντικών μεταφράσεων (ενδεικτικά αναφέρονται:Ε. Γ. Ουέλλς, Ο αόρατος, Κίχλη, 2011, Χωλλ Κέιν, Ο Μαξιώτης, Ίνδικτος, 2003, Αντώνιος Παύλοβιτς Τσέχωφ, Τέσσαρα Διηγήματα, Δόμος 2002, Αλφρέδου Κλάρκ, Η εύρεσις της γυναικός του Λώτ, Αρμός, 1996, Τζέρομ Κ. Τζέρομ, Η νέα ουτοπία, Αρμός, 1996).

Σημαντικότατος είναι επίσης ο αριθμός των εργασιών του για πρόσωπα και θέματα της νεοελληνικής φιλολογίας (με την προτίμησή του να στρέφεται κυρίως προς τους Γιάννη Σκαρίμπα, Ν.Γ.Πεντζίκη, Ζήσιμο Λορεντζάτο[5]). Εκτός από την κριτική έκδοση και μελέτη του έργου του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη και Αλεξάνδρου Μωραϊτίδη[6] ασχολείται µε την ποίηση, το διήγηµα και το δοκίµιο. Το 2018 τιμήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με το Παράσημο τοῦ Ταξιάρχη τῆς Τιμῆς.

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

Λέων Τολστόι και Μαξίμ Γκόρκι:

 Ο αριστοκράτης και ο επαναστάτης


Όταν ο Λέων Τολστόι συνάντησε τον Μαξίμ Γκόρκι στο εξοχικό κτήμα του Γιάσναγια Πολιάνα το 1900, ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή συνάντηση δύο μεγάλων συγγραφέων.

 

Αντιπροσώπευε τη συνένωση δύο διαφορετικών Ρωσιών και δύο διαφορετικών αιώνων. Επιστολές, φωτογραφίες και ντοκουμέντα της εποχής βγαίνουν σε διαδικτυακή δημοπρασία από τις 17 Νοεμβρίου μέχρι την 1η Δεκεμβρίου από τον οίκο Christie's. (Exiles and Idealists: A Private Collection of Russian Literary Manuscripts).

 

Σε ένα άγνωστο γράμμα σε έναν φίλο του, ο επαναστάτης νεαρός συγγραφέας περιγράφει την ημέρα που τον διασκέδασε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του κόσμου και φωτογραφήθηκε μαζί του.

 

Ο Τολστόι ήταν τότε εβδομήντα ετών, ο Γκόρκι μόλις τριάντα δύο, και η σχέση τους εκείνη την εποχή θα μπορούσε να περιγραφεί ως «άβολη». Μιλώντας για τον Γκόρκι στον κοινό τους φίλο και συνάδελφο συγγραφέα Άντον Τσέχοφ, ο Τολστόι είπε: «Έχει μύτη σαν το ράμφος της πάπιας - και μόνο άτυχοι και κακομαθημένοι άνθρωποι την έχουν».

 

Ο Τσέχοφ υπέθεσε ότι αυτή η κακία είχε τις ρίζες της στην επαγγελματική ζήλια. Χάρη στη δημοτικότητα διηγημάτων όπως το «Τσελκά» και το «Η γριά Ιζεργκήλ», ο πρωτοεμφανιζόμενος Γκόρκι είχε καταφέρει να έχει πωλήσεις που συναγωνιζόταν μόνο ο σεβάσμιος Τολστόι.

 

Υπήρχαν, ωστόσο, περισσότερα στη σχέση του διδύμου απ' όσα πίστευε ο Τσέχοφ - όπως αποκαλύπτεται από μια επιστολή που θα δημοπρατηθεί, η οποία γράφτηκε από τον Γκόρκι μετά τη συνάντησή του με τον Τολστόι το 1900 και ήταν άγνωστη στους μελετητές πριν από αυτήν τη δημοπρασία.


Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Ανρί Τρουαγιά, ο κύριος στόχος του Γκόρκι ως συγγραφέα ήταν «να καταγγείλει τα ελαττώματα της κοινωνίας». Έβλεπε την τσαρική Ρωσία ως ένα ντροπιαστικό μέρος, γεμάτο στερήσεις και παρακμή - και ήταν ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που αντιμετώπισε τη ζωή των κατώτερων τάξεων με αυθεντικότητα που γνώριζε από πρώτο χέρι.


Το φόντο της ζωής του ήταν άκρως αντίθετο με αυτό μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο Τολστόι, ο γεννημένος το 1828, σε μια αριστοκρατική οικογένεια που είχε τις ρίζες της αιώνες πίσω, γιος μιας πριγκίπισσας και ενός κόμη. Πριν παντρευτεί τη Σοφία Αντρέγεβνα Μπερς, έζησε μια ζωή με γυναίκες, ποτό και τζόγο και οι χαρακτήρες των αριστουργημάτων του Πόλεμος και Ειρήνη και Άννα Καρένινα προέρχονταν κυρίως από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, όπως και ο ίδιος.


Ο Τολστόι κατάφερε να απεικονίσει με απαράμιλλο τρόπο τη ρωσική κοινωνία της εποχής του και τη ζωή της τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα και με την αναπαραστατική δύναμη της τέχνης του να δώσει εκπληκτικούς πίνακες από τη ζωή της τσαρικής Ρωσίας.


Η συνάντησή τους δείχνει και το φοβερό ρήγμα που υπήρχε στη χώρα τους. Ο Τολστόι, αριστοκρατικός χρονικογράφος της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας του 19ου αιώνα, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον επίδοξο επαναστάτη, τον Γκόρκι, συγγραφέα με ταπεινές ρίζες και ταπεινούς αναγνώστες, που θα ευθυγραμμιζόταν με την κομμουνιστική Ρωσία του 20ού αιώνα.


Πηγή: Lifo



Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2021

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930):

 



Θερμά θαλάσσια λουτρά

Στο χτήμα μας, όταν οι ζέστες έπιαναν για τα καλά, άρχιζαν οι προετοιμασίες για τη θάλασσα. Πρώτη η θεια μου που, αφ' ότου χήρεψε, υπέφερε ολόκληρο το χειμώνα από ρευματισμούς, κατέβαζε από την αποθήκη ένα μεγάλο στρογγυλό κουτί, από όπου έβγαζε το μαύρο καλοκαιρινό της καπέλο, αγορασμένο πριν χρόνια και χρόνια από τον μακαρίτη, σε ένα του ταξίδι-αστραπή στην Τεργέστη. Το ταξίδι εκείνο, που αναφερόταν σπάνια, πάντοτε δε με κάποιο δέος, φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που χαρακτηρίστηκαν ως έκτακτες, αν μη και μυστηριώδεις. Η θεια μου βούρτσιζε προσεχτικά το καπέλο και ύστερα το καθάριζε με ένα εκχύλισμα φύλλων κισσού. Με το ίδιο υγρό, βρασμένο ελαφρά, σχεδόν αφέψημα, καθάριζε και τη μαύρη της μαντίλα, την εσάρπα της, καθώς και ένα ψάθινο καλαθάκι με καπάκι, που προοριζόταν για τα τρόφιμα του ταξιδιού. Η πιο μεγάλη φασαρία ήταν, ώσπου να συμφωνήσει με τον έναν από τους δυο ταξιτζήδες της πόλης (τους σωφέρ, καθώς τους έλεγαν), τις μέρες και τις ώρες που θα μας παραλάμβανε. Το τραίνο* αναχωρούσε κάθε πρωί στις δέκα και δέκα.

Ο σταθμός βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, σε ένα πέτρινο διώροφο σπίτι, με ωραία μπαλκόνια, πολλές πόρτες, γκισέδες και κιγκλιδώματα. Διέθετε τρεις αίθουσες αναμονής, ανάλογες με τη θέση που ταξίδευε ο κάθε επιβάτης.

Η θεια μου έβγαζε ένα εισιτήριο διαρκείας, πρώτης θέσεως, με την πρόσθετη ένδειξη «θερμά θαλάσσια λουτρά», γραμμένη με καφέ, λοξά γράμματα. Ένα ειδικό βαγόνι, με την ίδια ένδειξη στους υαλοπίνακες, εξυπηρετούσε αποκλειστικά αυτή την κατηγορία των λουομένων. Ήταν ένα αληθινό άδυτο, όπου κανείς τρίτος δεν διενοείτο ούτε να διέλθει καν, όχι να καθίσει, ή να τολμήσει να ανοίξει το παράθυρο.

Δεν μπορώ να φαντασθώ πιο τρυφερή αναχώρηση τραίνου. Στις δέκα παρά τέταρτο χτυπούσε το πρώτο καμπανάκι του σταθμού, με έναν γλυκύ, μαλακό, αλλά και αρκετά ισχυρό ήχο. Οι πιο ηλικιωμένοι έσπευδαν ήδη στο βαγόνι τους. Στις δέκα παρά πέντε χτυπούσε το δεύτερο, οπότε η κίνηση, τα τρεχάματα και ο αναβρασμός επιτείνονταν, και στις δέκα και δέκα ακριβώς χτυπούσε το τρίτο καμπανάκι, με το οποίο όλοι πια καταλάμβαναν, μέσα σε μια πραγματική αναταραχή, τις θέσεις τους. Τότε εμφανιζόταν ο Θύμιος*. Φορούσε μια πολύ σκούρα μπλε στολή και πηλήκιο με πολλά χρυσά σιρίτια, ενώ από τον αριστερό του ώμο κρεμόταν μια καφέ δερμάτινη τσάντα, με τα εισιτήρια και όλα τα απαραίτητα όργανα του ελέγχου. Από τη ζώνη του πανταλονιού του, με μια χοντρή αλυσίδα, είχε αναρτήσει μια μικρή σάλπιγγα, άψογα γυαλισμένη και ιδιαίτερα κυρτή, σαν κέρας. Ο Θύμιος έριχνε μια βλοσυρή ματιά κατά μήκος του συρμού, και επέπληττε όσους κωλυσιεργούσαν* να ανέβουν. Στυλωμένος περί το μέσον του τραίνου, ανέκραζε στεντορία τη φωνή: Ες, Κύριοι! Κανείς δεν έμαθε ποτέ το ακριβές νόημα της φράσης, αλλά αμέσως, πατείς με πατώ σε οι βραδυπορούντες, σκαρφάλωναν στα βαγόνια. Οι επιβάτες της πρώτης θέσεως, καθισμένοι σε περίτεχνα καθίσματα από ψάθα προελεύσεως εξωτερικού, δυσφορούσαν. Όλα την τελευταία στιγμή, έλεγαν.

Ο Θύμιος στρεφόταν ακολούθως στον μηχανοδηγό. Εκείνος τον προσέβλεπε πειθήνια στα μάτια, ενώ με το δεξί του χέρι έψαυε την σειρήνα του τραίνου. Έτοιμος; του φώναζε. Ο μηχανοδηγός έγνεφε καταφατικά, χωρίς να αποσύρει το παράπαν* το βλέμμα του. Τότε ο Θύμιος ανασπούσε* τη σάλπιγγα και σάλπιζε έναν οξύ, μακρότατον και, μπορώ να πω, μουσικόν ήχο, που έσβηνε σιγά σιγά, σαν σιωπητήριο. Ένα ευχάριστο ρίγος διέτρεχε τους επιβάτες. Όλα έτοιμα πλέον, προς αναχώρησιν. Το τραίνο σφύριζε και ξεκινούσε αργά αργά, μέσα σε θορύβους και γδούπους. Ο Θύμιος πλησίαζε και αυτός και σαλτάριζε στο τελευταίο βαγόνι. Το ταξίδι άρχιζε.

Η θάλασσα απείχε περί τα δεκατρία χιλιόμετρα και μέχρι την Αλκυώνα, όπου κατέβαιναν οι κανονικοί λουόμενοι, μεσολαβούσαν τρεις σταθμοί και μια προαιρετική στάση. Σε κάθε αναχώρηση από τους ενδιάμεσους σταθμούς, η διαδικασία με το Θύμιο επαναλαμβανόταν με την ίδια ακρίβεια — μόνο στην προαιρετική στάση παρέλειπε τις εκφωνήσεις. Το τραίνο περνούσε μέσα από σταφιδαμπέλους, αγρεπαύλεις, μετόχια μοναστηριών και αμμόλοφους. Στους σταθμούς οι νέοι κατέβαιναν και άρπαζαν από τα παρακείμενα κλήματα τσαμπιά μαύρης σταφίδας, ή και χούφτες ολόκληρες από τα αλώνια, όπου άπλωναν τον καρπό για να ξεραθεί.

Ο μεγάλος, όμως, σαματάς γινόταν στην Αλκυώνα. Πριν ακόμη σταματήσει το τραίνο, πηδούσαν αρκετοί από τα βαγόνια και άρχιζαν να τρέχουν δαιμονιωδώς προς τη θάλασσα. Είχαν να διανύσουν περίπου δύο χιλιόμετρα, ώσπου να φθάσουν στην αμμουδιά με τις μπανιέρες*. Πολλοί προτιμούσαν να κατέβουν στην επόμενη στάση, μπροστά στα θερμά λουτρά, από όπου η απόσταση, ως τις μπανιέρες, ήταν πολύ μικρότερη, σχεδόν μηδαμινή. Τις έβρισκαν, όμως, κατειλημμένες από τους πρώτους, που είχαν σαλτάρει από το τραίνο και διατρέξει τη διαδρομή με τα πόδια.

Το κτίριο των θερμών λουτρών, βαμμένο κίτρινο, περιβαλλόταν από ένα άλσος με ευκάλυπτους. Η θεια μου δεν με άφηνε να μπω μέσα στους λουτήρες. Άνοιγε το καλαθάκι, μου έδινε ψωμί, τυρί, ένα αυγό βραστό και σταφύλια, και με παρότρυνε να περπατήσω στην αμμουδιά, αφού φορούσα προηγουμένως μια κατάλληλη κάσκα για τον ήλιο.

Πήγαινα στην αμμουδιά και χάζευα. Μάζευα κοχύλια, αστερίες, ζωντανές άσπρες αχιβάδες. Ανέβαινα ύστερα στις μπανιέρες. Ήταν ξύλινες, κατασκευασμένες από χοντρούς σιδερένιους πασσάλους, που τους είχαν μπήξει μέσα στη θάλασσα, χωριστά μια σειρά μπανιέρες για τους άντρες, χωριστά για τις γυναίκες. Μια γέφυρα, επίσης ξύλινη, ένωνε το κάθε συγκρότημα με την ξηρά.

Οι καμπίνες ήταν στενές, υγρές και μύριζαν μούχλα και κάτουρο. Η εταιρία του τραίνου τις είχε χτίσει πριν χρόνια, αλλά σιγά σιγά τις εγκατέλειψε και ρήμαζαν. Έλειπαν αρκετά σανίδια και έτσι φαινόταν ο αμμουδερός πυθμένας της θάλασσας, καθώς και οι σπασμένοι πάσσαλοι, γεμάτοι φύκια και όστρακα. Μια σκαλίτσα από το άλλο μέρος της κάθε καμπίνας κατέβαζε στα βαθιά, όπου το βάθος του νερού ξεπερνούσε το μέτρο. Παιδιά δεν άφηναν να κολυμπήσουν εκεί. Οι άντρες φορούσαν μακριά μπανιερά, αν και μερικοί νοικοκυραίοι κατέβαιναν τη σκαλίτσα τελείως γυμνοί. Με πολλή σοβαρότητα τοποθετούσαν το αριστερό τους χέρι ανοιχτό, μπροστά από τα απόκρυφα μέλη τους, ενώ με το δεξί, μόλις το πόδι τους άγγιζε το νερό, έκαναν αργά αργά το σταυρό τους. Κατόπιν βουτούσαν.

Λίγο πριν από τον πόλεμο, οι μπανιέρες είχαν αρχίσει να ξεχαρβαλώνονται τελείως. Τότε ήταν που έφθασαν στον τόπο μας μερικοί πρόσφυγες από τη Ρωσία, δικοί μας, ή και λευκορώσοι. Θυμάμαι ένα ξανθό παλληκαράκι ψηλό, με γαλανά μάτια. Κολυμπούσε περίφημα. Έφερνε γύρα όλη την ακτή. Με ωραίες απλωτές πήγαινε στα βαθιά, παρέκαμπτε το ειδικό σύρμα που χώριζε τα χωρικά ύδατα των γυναικών, και κολυμπούσε στα νερά τους. Τσιρίδες και φωνές, εκείνες. Οι δικοί μας τον κύτταζαν ζηλόφθονα, διαμαρτύρονταν, αλλά πού να τολμήσουν να τον ακολουθήσουν, σε κείνες τις ακτές με τα ρηχά νερά, κανείς δεν κατάφερνε να μάθει κολύμπι της προκοπής.

Μια Κυριακή ο νεαρός Ρώσος, αφού έκανε κάμποσους γύρους, επέστρεψε κολυμπώντας προς τις ανδρικές μπανιέρες. Ανέβηκε τη σκαλίτσα και σκαρφάλωσε επάνω στη στέγη, από όπου μπορούσε να γίνει ορατός από την πλευρά των γυναικών. Ο καιρός είχε λίγο ψυχράνει, η θάλασσα ήταν αρκετά φουρτουνιασμένη και είχε αρχίσει να ερημώνει κάπως. Πάνω στη στέγη ο Ρώσος έμεινε αρκετή ώρα, κυττάζοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά του. Ύστερα ζυγίστηκε αργά, άνοιξε τα χέρια και, πηδώντας με φόρα στη θάλασσα, έκανε μια θεαματική βουτιά. Έμεινε εκεί, καρφωμένος σε κάποιον σπασμένο πάσσαλο. Έτρεξε κόσμος και κοσμάκης, αλαλάζοντας. Τελικά ήρθαν δυο ψαράδες και τον τράβηξαν.

Πέθανε μόλις τον ακούμπησαν στην αμμουδιά. Θυμάμαι ακόμη το πρόσωπό του, καθώς και τα γαλανά του μάτια, που μας κύτταζαν ορθάνοιχτα. Έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα απολύτως.


Το τραίνο αναχωρούσε...»: Περιγράφεται η διαδρομή Πύργου - Κατακώλου.

Θύμιος: Ο σιδηροδρομικός αυτός υπάλληλος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Τον αναφέρει και ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος:

«Όταν οι μπανιέρες στο Κατάκωλο μέσα στην ήσυχη θάλασσα.
Όταν το τρένο Πύργου - Κατακώλου, ο Θύμιος, η σφυρίχτρα του».

(Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή II, 1965-1980, Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 297).

κωλυσιεργούσαν: εδώ καθυστερούσαν.

το παράπαν: καθόλου, εντελώς.

ανασπώ: τραβώ, σύρω προς τα πάνω.

Μπανιέρες: Χώροι διαφορετικοί για κάθε φύλο με καμπίνες – αποδυτήρια και σκάλες που κατέβαιναν στη θάλασσα.

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930). Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας, γιος γνωστού δικηγόρου της πόλης. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο οικογενειακό κτήμα στα όρια του Πύργου και τέλειωσε το πρακτικό τμήμα του εκεί Γυμνασίου. Ο θάνατος του πατέρα του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1943) προκάλεσε και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949-1955), με ειδίκευση στην παθολογία και μετεκπαίδευση στην υγιεινολογία. Παραιτήθηκε το 1958, υποχρεώθηκε ωστόσο να επιστρέψει και από το 1959 ως το 1968 έζησε στην Καβάλα. Εκεί συνεργάστηκε με το περιοδικό "Αργώ" και υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού "Σκαπτή Ύλη" και ιδρυτής της κινηματογραφικής λέσχης της πόλης. Στο στράτευμα παρέμεινε ως το 1983, οπότε αποστρατεύτηκε μετά από δική του αίτηση με το βαθμό του ανώτερου γενικού αρχίατρου, έχοντας στο μεταξύ συμβάλει στην προώθηση των στρατιωτικών προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής και διατελέσει για έξι χρόνια διευθυντής σύνταξης του περιοδικού "Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων". Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με τη δημοσίευση του διηγήματος "Οι Φρακασάνες" στο περιοδικό "Αργώ". Συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά όπως τα "Ταχυδρόμος" (Καβάλας), "Διάλογος" (Θεσσαλονίκης), "Διάλογος" (Λεχαινών), "Αντί", "Χάρτης", "Χρονικό", "Το Τέταρτο". Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος ανήκει στη μεταπολεμική γενιά των ελλήνων πεζογράφων. Χαρακτηριστική του έργου του είναι η κυριαρχία του νοσταλγικού αισθήματος για την εποχή της νεότητάς του και η πικρή διαπίστωση του αδύνατου της επιστροφής της και της σκληρότητας της σύγχρονης πραγματικότητας, μέσω ωστόσο μιας γραφής λιτής, έντονα υπαινικτικής, έμμεσα κριτικής και διακριτικά ειρωνικής. Για περισσότερα βιογραφικά και κριτικά στοιχεία για τον Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο βλ. Σπύρος Τσακνιάς, "Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ‘67", τ. Στ΄, Αθήνα, Σοκόλης, 1988, σ.154-168, και Αλέξης Ζήρας, "Παπαδημητρακόπουλος, Ηλίας Χ." στο "Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, σ. 1697-1698.

(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).

Βραβεία:
Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη Ακαδημίας Αθηνών 2010
Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2015



Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Κώστας Περδίκης:


 

Ο σεισμός

Ήταν 5 Απριλίου του 1965.

Δευτέρα πρωί, ώρα 5.13, όταν μας βρήκε εκείνο το κακό.

Ο μεγάλος σεισμός.

Το σπίτι μας, θυμάμαι, κουνιόταν τρίζοντας για κάμποσα δευτερόλεπτα, που μας φάνηκαν ώρες. Πεταχτήκαμε κατατρομαγμένοι από τα κρεβάτια μας και μαζευτήκαμε όλοι στην τραπεζαρία.

Όταν επιτέλους, κάποια στιγμή, σταμάτησε ο εφιάλτης, άρχισαν να φτάνουν απ’ έξω φωνές από άντρες και γυναίκες που, κατεβασμένοι από τα σπίτια τους στον δρόμο, μίλαγαν πανικόβλητοι.

«Βάλτε κάτι πάνω σας, μας είπε τότε η μητέρα και πάμε να δούμε τι κάνουν ο παππούς και η γιαγιά». Έμεναν στην άκρη της πόλης.

Βγήκαμε στον δρόμο μέσα στο σκοτάδι, αχάραγα ακόμη. Οι γειτόνοι μας με τις πυτζάμες και τις παντόφλες, όπως σηκώθηκαν από τα κρεβάτια τους, ρώταγαν ο ένας τον άλλον, πασχίζοντας να μάθουν  κάτι περισσότερο. Ήσαν όλοι τους αναστατωμένοι, με  τον τρόμο ακόμη πάνω στα πρόσωπά τους.

Κατηφορίζοντας, μπροστά από το σπίτι της θειας Γλυκερίας, τη βρήκαμε να χτυπιέται. Το σπίτι της είχε διαλυθεί.

Όσο πέρναγε η ώρα, όλο και πλήθαιναν τα κακά μαντάτα, που έφταναν κι από άλλες πιο μακρινές γειτονιές.

Φτάνοντας, είδαμε τον παππού και τη γιαγιά να κάθονται έξω στην αυλή, μπροστά από την παλιά χαμοκέλα και να μας περιμένουν καρτερικά. Το όμορφο δίπατο σπιτάκι τους, μπροστά από το περιβόλι, είχε κι αυτό άσχημα χτυπηθεί από τον σεισμό.

Άρχισε σιγά, σιγά να ξημερώνει και το πρώτο φως της μέρας να φωτίζει ό, τι το σκοτάδι έκρυβε. Από τα όμορφα πέτρινα σπίτια της μικρής μας πόλης, όλα τους με στέγες, κάμποσα πέσανε και τα  περισσότερα βγήκαν βαριά τραυματισμένα από κείνη τη δοκιμασία. 

Το δικό μας σπίτι, για καλή μας τύχη, τη γλίτωσε με μερικές μονάχα ρωγμές, που με την πρώτη ματιά φαίνονταν να παίρνουν επισκευή.

Του παππού όμως κρίθηκε, από τα πρώτα, κατεδαφιστέο.

Ποιος να το ’λεγε, ότι στα τελευταία τους θα ξεσπιτώνονταν  και θα ξαναγύριζαν στην παλιά τους χαμοκέλα, εκεί που είχαν περάσει τα πρώτα δύσκολα χρόνια της ζωής τους.

Στις επόμενες μέρες κατέφτασε ο στρατός και άρχισε να στήνει σκηνές, σε ελεύθερους χώρους για τους ξεσπιτωμένους. Ήρθαν, μετά, οι μηχανικοί από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, για να κάνουν αυτοψίες και να  καταγράψουν τις ζημιές.

Μέχρι και η τότε Βασίλισσα Φρειδερίκη κατέφτασε, ουρανοκατέβατη με ένα μικρό ελικόπτερο, που προσγειώθηκε στο προαύλιο του Γυμνασίου μας. Ήρθε, έκανε τη βόλτα της στην πόλη, μοίρασε χαμόγελα και χαιρετούρες και απήλθε.

 Ένα, ένα, από τα σπίτια που οι μηχανικοί έκριναν κατεδαφιστέα, στη συνέχεια αναλάβαινε ο στρατός να το ρίξει, για να προλάβουν τα χειρότερα.

Βλέπαμε τους στρατιώτες να δένουν με συρματόσχοινα τους ετοιμόρροπους τοίχους και με τον «εργάτη» των ντόιτς να τους σωριάζουν κάτω.

Έτσι πολλά όμορφα πέτρινα σπίτια έπαψαν να υπάρχουν και στη θέση τους έχασκαν άδεια τα οικόπεδα, σαν στόμα ξεδοντιασμένο.

Το μόνο παρήγορο ήταν ότι, ευτυχώς, δεν θρηνήσαμε νεκρούς.

Εκείνος ο σεισμός, νομίζω, ήταν η κύρια αιτία που άλλαξε προς το χειρότερο η όψη της πόλης μας.

Στη θέση των παλιών πέτρινων σπιτιών με τις στέγες και τα όμορφα κάγκελα, ξεφύτρωσαν δίπατα, άχαρα, τσιμεντένια κουτιά.

Αν, από τότε και μετά, στους όρους δόμησης της πόλης είχε θεσπιστεί να είναι υποχρεωτική η κατασκευή στέγης στις νέες οικοδομές, το κακό θα είχε κατά μεγάλο ποσοστό περιοριστεί. Οι κάθε είδους αυθαίρετες κατασκευές πάνω στις νεόδμητες ταράτσες, που σήμερα ασχημαίνουν βάναυσα την όψη της πόλης μας, δεν θα υπήρχαν.

Τώρα βέβαια, κατόπιν εορτής, πολλά μπορούμε να λέμε, αλλά στερνή μας γνώση να σε είχαμε πρώτα.

Ο σεισμός, εκτός από τα παραπάνω, είχε και στην αφεντιά μου ένα καθοριστικό επακόλουθο.

Μέχρι τότε ετοιμαζόμουνα για τις εξετάσεις, κλίνοντας προς τη φιλολογική κατεύθυνση, με απώτερο στόχο να γίνω δημοσιογράφος.

Οι μηχανικοί, όμως, που ήρθαν για να καταγράψουν τις ζημιές του σπιτιού μας και τα πρόχειρα σκαριφήματα που έφτιαχναν και που εγώ κρυφοκοίταζα, έγιναν η αιτία να αλλάξω κατεύθυνση και να στραφώ αργότερα προς Πολυτεχνείο μεριά…  

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

Γιώργος Τζαβέλλας (1916-1976):

 


Ο Γιώργος Τζαβέλλας ήταν Έλληνας αυτοδίδακτος σκηνοθέτης και σεναριογράφος του ελληνικού κινηματογράφου, θεατρικός συγγραφέας και κριτικός.

Στην αρχή, συνεργάστηκε με τον Νίκο Τσιφόρο σε σενάρια για το θέατρο και κατόπιν στράφηκε στον κινηματογράφο. Μαζί έγραψαν το θεατρικό έργο Ο κλέφτης της καρδιάς μου που παρουσίασε ο θίασος Μακρή-Χαντά-Οικονόμου το 1936 σε μορφή οπερέτας και με δική του μουσική[2]. Αρκετές ταινίες του έγιναν επιτυχίες (Ο μεθύστακαςΗ Αγνή του λιμανιούΤο ΣοφεράκιΗ Κάλπικη λίρα) και θεωρούνται από τις σημαντικότερες του ελληνικού κινηματογράφου. Θεωρείται ο πρώτος σκηνοθέτης που αποδέσμευσε τους ηθοποιούς από το στομφώδες θεατρικό παίξιμο στον κινηματογράφο καθώς και ο πρώτος που εισήγαγε τον διπλό άξονα αφήγησης (Κάλπικη Λίρα) και τη σπονδυλωτή άρθρωση (Μεθύστακας). Μέσα από τη μυθοπλασία των ταινιών του έδινε την αίσθηση του πραγματικού, με ηθικολογικές προσεγγίσεις και στοιχεία νεορεαλισμού[1].

Στην πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα, Χειροκροτήματα, η οποία γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της κατοχής, εμφανίζεται για πρώτη και τελευταία φορά σε ταινία ο Αττίκ, που λίγο καιρό μετά τα γυρίσματα αυτοκτόνησε. Η ταινία του Κάλπικη λίρα ήταν η πρώτη που έκανε μεγάλη καριέρα σε αίθουσες του εξωτερικού και η μοναδική ελληνική ταινία που συμπεριλαμβάνεται στις 1.000 καλύτερες του παγκόσμιου κινηματογράφου σύμφωνα με τον διάσημο Γάλλο θεωρητικό Ζορζ Σαντούλ. Στην ασπρόμαυρη Αντιγόνη υπήρξε από τους πρώτους κινηματογραφιστές που επιχείρησαν ολοκληρωμένη μεταφορά αρχαίας τραγωδίας στο κινηματογραφικό πανί. Έκανε ο ίδιος τη μετάφραση στα νέα ελληνικά. Η ταινία πήρε και διεκδίκησε αρκετά ελληνικά και ξένα βραβεία[3]. Με την ταινία Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Σικάγο.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

''ΦΑΝΟΣΤΑΤΗΣ'': Έκτα γενέθλια

 Σήμερα συμπληρώνονται έξι (6) χρόνια ζωής του ''Φανοστάτη'.'

Ευχαριστούμε τις φίλες και τους φίλους του.

Συνεχίζουμε...