Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Μίμης Κατσαρός:


Αφιέρωμα στον Κώστα Περδίκη, απ’ αφορμή το βιβλίο του ʺΜΑΤΙΕΣʺ.

Το πιο κάτω κείμενο εκφωνήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Ζαχάρως 
την Παρασκευή 16/08/2019, κατά την παρουσίαση του βιβλίου του.


Δεν συνηθίζω να εκφέρω δημόσια γνώμη για έργα συμμαθητών μου. Όμως ο Κώστας ο Περδίκης αποτελεί τώρα την εξαίρεση του κανόνα, που απ’ ότι φαίνεται δεν έπαψε να μας αιφνιδιάζει με τις ολοένα και πιο γλαφυρές δημιουργίες του.
Επανακάμπτει στην καθιερωμένη πλέον θεματογραφία του, χωρίς να δείχνει το παραμικρό ίχνος κόπωσης. Με αστείρευτη αντοχή, μετά τη ʺΣΙΝΙΚΗ ΜΕΛΑΝΗʺ και τις ʺΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣʺ, πνευματικές του δημιουργίες στο παρελθόν, τώρα επέλεξε για να στεγάσει τα σχετικά σύντομα διηγή­ματά του, αληθινές ιστορίες που βίωσε, κάτω από τον γενικό τίτλο ʺΜΑΤΙΕΣʺ.
Ο Κώστας ο Περδίκης επιχειρεί μια κατάβαση στα χρόνια της αθωότητας, απλώ­νοντας σε 110 σελίδες γεγονότα και καταστάσεις με βάση τον οικογενειακό του περί­γυρο, (πατέρας, μητέρα, αδελφή Δημητρούλα, παππούδες, γιαγιάδες, θείοι του), περι­γράφοντας τους μόχθους, τις χαρές και τις πίκρες τους, δηλαδή την καθημερινότητά τους.
Περιπλανιέται όμως και σε άλλα πρόσωπα, που άφησαν το δικό τους στίγμα, το ανεξίτηλο, (γερο-Σχολάρχης, οδοντογιατρός Ηλιακόπουλος, η ψυχοκόρη Κωστούλα η ʺεράσμιαʺ, η ʺΣκούναʺ, ο καλός του γείτονας ο μπαρμπα- Χρίστος, ο τσαγκάρης), ιχνηλατώντας βιώματα της παιδικής του ηλικίας, πολύτιμα θραύσματα μιας εποχής που έχει πλέον απολεσθεί.
Αν και το συγγραφικό του ταξίδι άρχισε κάπως όψιμα, εν τούτοις καταγράφει μαεστρικά τα ψυχογραφικά πορτραίτα των ηρώων του και μας ξεναγεί με μια καλ­λιεργημένη απλότητα, με τον τρόπο που εκείνος ξέρει, στα νοσταλγικά εκείνα βιώ­ματα της μακρινής 10ετίας του πενήντα ’50 και του ’60, αποτυπώνοντας ψηφίδες μιας τοιχογραφίας που μας παραπέμπουν, θα ’λεγα, σε ασπρόμαυρο φιλμ της επο­χής…
Μια κιβωτός αναμνήσεων, λοιπόν, με χαρακτηριστικές φιγούρες, τον υπερκινη­τικό Σταύρο, τον ʺΜασίσταʺ και τον καλό μας Χρίστο Καρτινό, τον παγωτατζή, που μας πρόσφερε χειμωνιάτικα, στα διαλείμματα του σχολείου, το λαχταριστό του πα­ντεσπάνι: τη σάμαλη με το γρι-γρι, όπως έλεγε, συγχωρεμένοι και οι δυο τους τώρα, όπως και ο σέμπρος τους, ο Χρίστος, που σχεδόν πάντα τον έβρισκες, όταν έπεφτε το σούρουπο, στον Μαύρο Γάτο, το μικρό εκείνο κρασοπουλειό της κάτω αγοράς, αφη­μένον στη χαλαρότητά  και τη ζάλη του ποτού.
Βεβαίως και στα θεάματα, ένα είδος περιπλανώμενων θιάσων δρόμου -μπουλο­κιών, αρκουδιαρέων, φακίρηδων, κ.λ.π.- και όχι μόνον, μια μορφή ή μια παραλλαγή Ελληνικής ʺCommedia DellArteʺ. ΄Είναι αυτοί που αποτέλεσαν μια ανάσα δροσιάς και πολιτισμού σ’ αυτές τις αλλοτινές εποχές, στην τότε κλειστή μας κοινωνία…
Διατρέχοντας τις σελίδες της ιδιαίτερα φροντισμένης αυτής έκδοσης, ο συγγρα­φέας καταφεύγει και στη φύση με το μεγαλείο της, στοχαζόμενος (καβαλικευτά… στον κυρ-Μέντιο του με τη Δημητρούλα) τη θάλασσά μας, την πανέμνοστη ιονιοπε­λαγίτικη νύφη του Κυπαρισσιακού, αποθαυμάζει όμως και τη λίμνη Καϊάφα, αυτήν τη σμαραγδόχρωμη και γλαυκή απλωσιά της παγκόσμιας κληρονομιάς (Natura 2000). Συνεχίζοντας, ο ψυχισμός του προβάλλει και εκείνη την κακεχτική φιγούρα, τον δια­κονιάρη της οδού Ιπποκράτους της Αθήνας, τον κατ’ επίφαση ʺσακάτηʺ, που εξαφα­νίζεται τρέχοντας (!), με την τραγιάσκα και τις εισπράξεις της μέρας στο χέρι, στη χαοτική πρωτεύουσα…
Στο προσεγμένο αυτό έργο, που ευγενικά αφιερώνει σε μας τους αναγνώστες του - και τον ευχαριστούμε - κυριαρχεί το ηθογραφικό στοιχείο. Ο φίλος συγγραφέας – και ας μου επιτραπεί η λέξη - ʺπροικίζειʺ τη Ζαχαρέικη πνευματική ζωή και προχω­ράει παραπέρα. Τα θέματά του δουλεμένα με συνέπεια, στοχασμό, ταλέντο και όρεξη, δεμένα με ένα συγκινητικό αφηγηματικό νεύρο που αναδύεται αβίαστα.
Δέκα πέντε πεζά σπονδυλωτά διηγήματα, που διατηρούν ισορροπία και επιτρέ­πουν στον αναγνώστη να απολαύσει κάθε λεπτή απόχρωση των χαρακτήρων και τον γεγονότων που σκιαγραφούνται, μια νοσταλγική περιδιάβαση στο παρελθόν του εαυ­τού του με τη φαμίλια του, μια προσφορά στον γενέθλιο τόπο του, ένα ταξίδι μνήμης στα πατρογονικά εδάφη, ένα δυνατό ψυχογράφημα, που καταχώνιασε στο πίσω μέρος του μυαλού του ο αγαπητός μας Κώστας και τώρα μας το προσφέρει.
Ακόμα δέκα πέντε εικόνες, δέκα πέντε μνήμες, καταστάσεις, γεγονότα, σκέψεις και προβληματισμοί, με ανάλογες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τα διανθίζουν, περνούν από το καμίνι της ψυχής του και μετουσιώνονται σε ελεύθερο μεστό και λο­γοτεχνικό στίχο, απαλλαγμένο από συντηρητικούς περιορισμούς, έχοντας επίμετρο τη γλυκιά παλλιλογία: ʺθα ’ταν απόκριες του ’52ʺ, ʺθα ‘’ταν καλοκαίρι του ‘’53ʺ,κ.λ.π. Αυτό είναι το απόσταγμα του στοχασμού του, παράλληλα με έναν υφέρποντα ρομα­ντισμό.
Η γλώσσα του απλή, κατανοητή, ανεπιτήδευτη, Ξενοπουλική θα ’λεγα και η γραφή του ρέουσα, πλούσια σε τοπικούς ιδιωματισμούς, όπως ανδρομίδι, λούρες, λάτα, σούγλος, μεσκουλιά, χαρανί, σεμπριά, μπουγάνα, χαμολόι, καράβες, με επεξηγη­ματικό γλωσσάρι για περισσότερη κατανόηση.
Είναι μια εργασία που αξίζει να θαυμάσεις και να επαινέσεις, μια προσπάθεια που ο καρπός της πιστεύω ότι θα είναι ευπρόσδεκτος από κάθε συμπατριώτη μας.
Και σαν επιμύθιο τούτη η ευχή ή προτροπή σ’ αυτό το ʺαμετανόητο Διαπλασό­πουλοʺ, απ’ αφορμή τον έντεχνο και στέρεο φιλοσοφικό του στίχο, αλληγορικής πι­στεύω σημασίας, εκεί στο ʺλυκαυγέςʺ του βιβλίου του με τον τίτλο ʺΑσθμαίνονταςʺ. Γράφει, λοιπόν, ο συγγραφέας:

Το ξημέρωμα γοργά γίνεται δείλι.
Ανάσα δεν παίρνουν οι ωροδείκτες.
Μέρα με τη μέρα ο χρόνος μου τελειώνει.
Τρέχω να προλάβω…

Όχι, συμπαλίπαιδα Κώστα Περδίκη. Η μέρα με τη μέρα και ο χρόνος σου δεν τε­λειώνει. Απλά ανέβηκες ένα ακόμη σκαλί στον λογοτεχνικό χώρο. Με τη θαλερότητα και το σφρίγος που σε διακρίνει, τρέξε να προλάβεις να μας χαρίσεις με δύναμη και κουράγιο και άλλους τέτοιους ώριμους καρπούς, πνευματική όαση και πολιτιστική ανάσα στους ωροδείκτες του χρόνου…

Ευχαριστώ

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940):

''Η κατάρα του πεύκου''

( Από το θρυλικό αναγνωστικό '' Τα ψηλά βουνά '' )


«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; 

Γιατί; Γιατί;» 

Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης 
και περπατεί.


Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά. 

Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, 

μια ρεματιά!

Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο
να ένα δεντρί... 

Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου, 

δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του 

και περπατεί! 

Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης, 
γιατί, γιατί;


«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;» 

«Στα δυο χωριά.» 

«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου; 
Πολύ μακριά!»


«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω. 

Τι έφταιξα εγώ; 

Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει, 
γι' αυτό είμαι δω.


Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες...
για δυο, για τρεις... 

Ο νους μου σήμερα δε ξέρω, 

τ' είναι βαρύς».

«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
να δροσιστείς». 

Σκύβει να πιει νερό στη βρύση, 

στερεύει ευθύς.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, 

φεύγει ο καιρός, 

Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης, 
κι ας τρέχει εμπρός...


Να το χινόπωρο, να οι μπόρες, 

μα πού κλαρί; 

Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι, 
με τη βροχή.


«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο, 

το σπλαχνικό, 

που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι 
και στο βοσκό;»


Ο πεύκος μίλαε στον αέρα 

- τ' ακούς, τ' ακούς;- 

και τραγουδούσε σα φλογέρα 
στους μπιστικούς.


«Φρύγανο και κλαρί του πήρες 

και τις δροσιές 

Και το ρετσίνι του ποτάμι 
απ΄ τις πληγές.


Σακάτης ήτανε κι ολόρθος, 

ως τη χρονιά, 

Που τον εγκρέμισες για ξύλα, 
Γιάννη φονιά!»


«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι, 

την προσκυνώ, 

Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα 
και να σταθώ...


Η μάνα μου θα περιμένει 

κι έχω βοσκή... 

Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι
και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι 

-να στοχαστείς- 

Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας 
μεσοστρατίς.


Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! 

Πότε ήρθε; Πώς; 

Άγιε, σταμάτησε το λόγκο, 
που τρέχει εμπρός.


Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω 

-με τι καρδιά;- 

Θέλω να πέσω να πεθάνω, 
εδώ κοντά.»


Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι... 

βογκάει βαριά. 

Μακριά του στάθηκε το δάσος, 
πολύ μακριά.



Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, 

φωνή καμιά. 

Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, 
στην ερημιά.-







Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Δημήτρης Δρακόπουλος, φιλολογος:

Η ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου 
'' ματιές, διηγήματα και εικόνες '' του Κώστα Ι. Περδίκη
στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ζαχάρως, 16 Αυγούστου 2019


 Κυρίες και κύριοι

Είναι στ’ αλήθεια γεγονός, ότι το βιβλίο, το κάθε βιβλίο, πραγματικό ή φανταστικό είναι η ανατροπή του κόσμου που ζούμε.
Αποτελεί το κοσμοείδωλο μιας άλλης ουσίας που εγείρει σκέψεις και προβλημα­τισμούς, αναπολήσεις και αναμνήσεις, ερωτηματικά και απαντήσεις.
Πολύ περισσότερο βιβλίο σαν το σημερινό του Κώστα του Περδίκη που κατά κανόνα αναφέρεται στο χαμένο παρελθόν της αγαπημένης γενέθλιας πόλης.
Είναι η δεύτερη ή η τρίτη φορά, αν δεν κάνω λάθος, που ο Κώστας Περδίκης κι­νείται στον ίδιο χώρο και εμπνέεται από γεγονότα και πρόσωπα, πολλά από τα οποία αν και δεν ανήκουν πια στο παρόν αποτελούν ιδανικές φωνές και αγαπημένες.
Υπό αυτή την έννοια ο Κώστας ο Περδίκης καθιερώνει μια προσωπική παρά­δοση και καθίσταται πρωτοπόρος στην έκφραση και την αποτύπωση του πρόσφατου τουλάχιστον παρελθόντος της Ζαχάρως.
Γιατί η πικρή αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι συμπολίτες έχουν ασχοληθεί με το πρόσφατο και το απώτατο παρελθόν του γενέθλιου χώρου, ενός χώρου που αριθμεί 5000 τόσα χρόνια συνεχούς ανθρώπινης παρουσίας και που αρχίζει ως Πύλιον πεδίον και μεταπίπτει βαθμιαία σε Ηλειακή Τριφυλία, βυζαντινό Θέμα, σε ρωμαϊκή provin­cia, σε αρβανίτικη κοτούνα, σε βενέτικο torritori, στον τούρκικο καζά του Φαναρίου, στον δήμο Αρήνης, στην κοινότητα Ζαχάρως και τέλος στον δήμο Ζαχάρως.
Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Φράγκοι, Σλάβοι, Αρβανίτες, Τούρκοι πάτησαν τα πανάρ­χαια τούτα χώματα.
Άλλοι πέρασαν, άρπαξαν, ρήμαξαν και χάθηκαν. Μερικοί ρίζωσαν. Απέκτησαν παιδιά και εγγόνια και τα παιδιά των παιδιών τους συμπορεύθηκαν κι αυτά με τη μοίρα του τόπου. Γιατί κανέναν δεν έδιωξε ο τόπος αυτός του Ξενίου Διος, του άπλε­του φωτός και της εγκάρδιας φιλοξενίας, αλλά και κανέναν δεν αποδέχθηκε αυτού­σιο. Άλλωστε αυτή είναι η μοίρα του. Πολλά επιτιθέμενα δαιμονικά, πνεύματα χωρίς ηλικία και φρόνηση, η πολύπειρη τούτη τεχνίτρα του χρόνου και των τροπών του να καταφέρνει, κατά βάθος ανενόχλητη, να γυρίζει την ανέμη του τοπικού πνεύματος.
Και το πνεύμα αυτό διαχέεται στις σελίδες του Κώστα του Περδίκη, ακολουθώ­ντας μάλιστα και την οικογενειακή παράδοση. Γιατί αξίζει να αναφερθεί ότι το πιο αξιόλογο βιβλίο για την περιοχή με τον τίτλο ʺ Πού έκειτο η Πύλος του Νέστορος ʺ έχει συγγράψει ο θείος του, ο δικηγόρος Δημοσθένης Περδίκης το 1969, αν δεν με απατά η μνήμη.
Από μια άλλη πλευρά, αυτήν της λογοτεχνίας, προσεγγίζει ο Κώστας ο Πέρδίκης το πρόσφατο παρελθόν της Ζαχάρως. Γιατί η θεματική του βιβλίου, εκτός μιας-δυο περιπτώσεων, εξαντλείται στην έμπνευση του συγγραφέα από τον οικείο και αγαπη­μένο χώρο.
Επιχειρείται μάλιστα μια πρωτότυπη και τολμηρή διάρθρωση του συγγραφικού υλικού. Τα δεκαπέντε διηγήματα εναλλάσσονται με ισάριθμα εικονιστικά ποιήματα, έτσι ώστε η επιλογή αυτή να επιβεβαιώνει τον τίτλο του βιβλίου ʺ Ματιές, διηγήματα και εικόνες ʺ και ο αφηγηματικός λόγος να συνδέεται με τον ποιητικό, στοιχείο που ασφαλώς προάγει και εντείνει την αισθητική συγκίνηση. Κατά βάση η έμπνευση του συγγραφέα είναι αυτοβιογραφική, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η αυτοβιο­γραφικότητα μεταπίπτει σε κοινωνικότητα.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η θεματική του συγγραφέα μετεωρίζεται ανάμεσα στο δραματικό και το σατιρικό στοιχείο, έτσι ώστε στο βιβλίο να συνυπάρχουν και να συμπλέουν το δράμα και η κωμωδία, όπως ακριβώς στην ίδια τη ζωή.
Τα πρόσωπα που δρουν στις σελίδες του βιβλίου είναι, κατά κανόνα, οικεία στον συγγραφέα. Διατηρούν την ατομικότητά τους, αλλά κυρίως αναδεικνύονται σε αρχε­τυπικές μορφές, σχήματα δηλαδή ζωής, που συνεχώς για δεκαετίες επανέρχονται, συ­νέχουν και συντηρούν, μέσα στις συγκεκριμένες κοινωνικές δομές τον χαρακτήρα της παλιάς Ζαχάρως.
Η βιβλική μορφή του Σχολάρχη, όχι μόνο στην όψη, αλλά και στη νοοτροπία, η Παπαθανασοπούλου, η Σκούνα όπως τη λέγαμε, ο μπαρμπα Χρίστος ο τσαγκάρης, ο Μασίστας, η Κωστούλα δεν είναι απλώς κάτοικοι μιας μικρής πόλης, είναι κυρίως ανθρώπινοι τύποι που δρουν και επιβιώνουν μαζί με την πόλη, ακόμη κι αν μεταλ­λάσσονται οι κοινωνικές πραγματικότητες. Υπερβαίνουν τους κοινωνικούς τους ρό­λους και διακρίνονται για τη βαθιά ανθρώπινη και ανθρωπιστική τους διάσταση, αυτή της επικοινωνίας, της αλληλεγγύης, της προσφοράς, της οικογενειακής και συγγενι­κής σύνδεσης, με μια λέξη της ανθρωπιάς.
Ταυτόχρονα μέσα από τη δράση των προσώπων αποκαλύπτεται στα διηγήματα του Κώστα ο φυσικός και κοινωνικός περίγυρος.
Ο πρώτος μέσα από την παραστατική περιγραφικότητα του συγγραφέα και ο δεύτερος με την ψυχογραφική αποτύπωση των ηρώων. Υπό αυτή την έννοια τα διη­γήματα του Κώστα του Περδίκη αποτελούν μικρές κοινωνιολογικές μελέτες, γιατί στις σελίδες του βιβλίου διαφαίνεται αμυδρά και έμμεσα η μετάπτωση ενός αγροτι­κού χώρου σε ημιαστικό και αστικό περιβάλλον, συμπαρασύροντας τις κοινωνικές συνθέσεις και τους χαρακτήρες των ανθρώπων.
Κι αν όλα αυτά λίγο-πολύ είναι εμφανή στο βιβλίο του Κώστα, στο υπόστρωμά του όμως φανερά η αφανή διαγράφονται αμείλικτα ερωτηματικά που αιώνες τώρα η αναλυτική ανθρώπινη σκέψη αγωνίζεται να δώσει πειστικές απαντήσεις:
Ποιος είναι ο ρόλος του τυχαίου, του απροόπτου στη ζωή μας;
Πώς λειτουργούν οι κοινωνικές συμβάσεις; Είναι ουσιαστικοί ή συμβατικοί κανόνες ζωής;
Πόσο βαριά είναι η σκιά του παρελθόντος στην αίσθηση του παρόντος;
Και επιτέλους πού βρίσκεται το όραμα και το περιεχόμενο της ανθρώπινης ευτυχίας; Στην απλότητα και τη λιτότητα της ζωής ή στην αφθονία των αγαθών; Στον ασκητι­σμό του Πλάτωνα ή στη μεσότητα του Αριστοτέλη, ο οποίος δεν δίστασε, με σπάνια για φιλόσοφο ευθύτητα, να δώσει την απάντηση του Σιμωνίδη προς τη σύζυγο του Ιέρωνα. Όταν τον ρώτησαν αν είναι προτιμότερο να είναι κανείς πλούσιος ή σοφός. Πλούσιος είπε γιατί βλέπω τους σοφούς να περνούν τον καιρό τους στις πόρτες των πλουσίων και όχι τους πλούσιους στις πόρτες των σοφών.
Υπάρχει όμως στο βιβλίο και ένας άλλος κύκλος διηγημάτων, που η αφήγηση μεταπίπτει στην καθημερινότητα και εξακτινώνεται μέχρι το σατιρικό και κωμικό, όπως στα διηγήματα ʺ Για λίγη ζεστασιά ʺ, ʺΑλισίβα και λουλάκι ʺ, ʺ Στο τραγί ʺ, ʺ Ο δύστροπος κύριος τραπεζίτης ʺ. Πρόκειται όμως για ήπια και πνευματώδη σάτιρα που πολλές φορές εγγίζει τα όρια του αυτοσαρκασμού και προκαλεί το γέλιο. Γιατί είναι γεγονός ότι η ζωή μας κυλάει ανάμεσα στο κλάμα και το γέλιο και η κατανόησή της προϋποθέτει τη βίωση και των δυο, ακριβώς όπως το έγραψε ο Πλάτων:
ʺ Άνευ γελοίων τα σπουδαία μαθείν ού δυνατόν ʺ.
Έτσι στον ίδιο συγγραφικό χώρο συνυπάρχουν η τραγικότητα και η δραματικό­τητα από το ένα μέρος και η καθημερινότητα με το σατιρικό της στοιχείο από το άλλο, ένας ολόκληρος κόσμος με τις μικροχαρές και τις οδύνες του, όπως το είπε ο Ελύτης:
ʺ Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας ʺ.
Κάθε όμως αφήγηση, έστω και συναρπαστική, όπως αυτές του Κώστα, δεν απο­τελούν διήγημα. Το διήγημα όπως κάθε λογοτεχνικό είδος είναι έργο τέχνης και προ­ϋποθέτει αισθητικές κατηγορίες που αξιοποιεί και εκμεταλλεύεται το ταλέντο του συγγραφέα. Γι’ αυτό και η πραγματική τους αποτίμηση και υπεύθυνη είναι και αρ­κετά δύσκολη. Όχι σπάνια κυριαρχεί ο συγγραφικός ναρκισσισμός, η αυταρέσκεια και οι αισθητικές ιδεοληψίες. Ο Παλαμάς, για παράδειγμα, είπε κάποτε για τα ποιή­ματα του Καβάφη: ʺ Στην ποίηση του κ. Καβάφη υπάρχει τόσο δράμα όσο στην εκδί­καση ενός απλού διαζυγίου στα δικαστήρια ʺ.
Κι όμως ο Καβάφης αναδείχθηκε σ’ έναν από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους ποιητές του 20ου αιώνα.
Λέγανε μάλιστα στην αρχαιότητα ότι ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος κα­ταδίκασε σε καταναγκαστική εργασία στα λατομεία τον φιλόσοφο Φιλόξενο από τα Κύθηρα, γιατί δεν αποτίμησε θετικά την αξία των ποιημάτων του. Όταν μετά από καιρό, ο τύραννος κάλεσε και πάλι τον φιλόσοφο, για να αποφανθεί για την ποιότητα των νέων ποιημάτων του εκείνος απάντησε έτσι απλά:
ʺ Ες λατομίας ʺ.
Το πραγματικό, λοιπόν, έργο τέχνης μεταμορφώνει τον άνθρωπο εσωτερικά, τον εξυψώνει από το συνηθισμένο επίπεδο ζωής, τον απελευθερώνει από τη βιοτική μέρι­μνα και πλημμυρίζει την ψυχή του με τη μυστική, την καθαρή εκείνη αγαλλίαση, που χαρίζει με άλλον τρόπο η πίστη, είτε κατ’ άλλους οι βαθύτερες ηθικοπνευματικές ανάγκες της κοινωνικής ζωής. Το διήγημα επομένως δεν σταματά στην έμπνευση απαιτεί κατασκευή, προϋποθέτει εξισορροπημένη κατανομή της υπόθεσης, ένταξη του μύθου σε χρονική εξελικτική σειρά, δράση και διαγραφή χαρακτήρων, αφήγηση σε πολλαπλά επίπεδα χώρου, χρόνου και οπτικής.
Τα στοιχεία αυτά συλλειτουργούν και με τη διαλεκτική δόμησή τους αναδεικνύ­ουν το επιτυχημένο διήγημα, όπως αυτά του Κώστα του Περδίκη.
Γιατί σ’ αυτά ο διηγηματικός μύθος σε κάθε αφήγηση είναι καίριος και ουσια­στικός, καθώς περνάει μέσα από τα πρόσωπα που είναι πρωταρχικό στοιχείο του διη­γήματος.
Σκοπός του συγγραφέα δεν είναι μαζί με την ιστορία να πει μια προκατασκευα­σμένη ιδέα, αλλά να δημιουργήσει μέσα σ’ αυτήν πρόσωπα και να τα κάνει να ξανα­ζήσουν. Τα πρόσωπα έχουν όνομα, επώνυμο, γενεαλογικό δέντρο, επάγγελμα. Προ πάντων όμως διαθέτουν χαρακτήρα, τύπο δηλαδή για τη ζωή, όπως έγραψε ο Balzac.
Και η δράση τους σε κάθε διήγημα κατανέμεται εξισορροπημένη, μέσα σε μια χρονική ακολουθία και αποκαλύπτονται με την ομιλία, τη συμπεριφορά, ακόμη και με το βλέμμα.
Μερικά μάλιστα απ’ αυτά βιώνουν τη σύγκρουσή τους με τις ανεξιχνίαστες εκεί­νες δυνάμεις, που οι αρχαίοι τις είπαν μοίρα και μεις ιστορική νομοτέλεια ή κοινω­νική αναγκαιότητα. Από τη σύγκρουση αυτή προκύπτει και η τραγικότητα του αν­θρώπου, εγκλωβισμένου μέσα στη φυσική του ατέλεια, το ανικανοποίητο της ύπαρ­ξής του, τη συνείδηση του θανάτου, την αντιφατικότητα της ζωής του.
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο καλός μας γείτονας καταλήγει στη μοναξιά, η Κω­στούλα στη φυγή, ο Χρίστος στον μαύρο Γάτο. Σε τέτοιους πιθανόν χώρους να οφείλει την έμπνευσή του ο Κ. Βάρναλης στους περίφημους ʺ Μοιραίους ʺ:

Μες στην υπόγεια τη ταβέρνα:
μες σε καπνούς και σε βρισιές
απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα
όλοι μαζί πίναμε ψες.
Εψές σαν όλα τα βραδάκια
να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο        
και χάμου εφτυούσε καταγής
ω πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής.

Σε σύγχρονους πάντως όρους, σύμφωνα με την τυπολογία του Genette, στοιχειο­θετείται από τον Κώστα τον Περδίκη μια μορφή αφήγησης εσωτερικής εστίασης. Τα πρόσωπα ταυτίζονται με τον εναλλασσόμενο αφηγητή, κατά διήγημα και έτσι η εσω­τερική αφήγηση μεταπίπτει σε αφήγηση δυο φωνών. Ο ενδοδιηγηματικός αφηγητής εξασφαλίζει την ενότητα της δράσης και επιστρατεύει τον ορθό και πλάγιο λόγο, τον μονόλογο, τη χρονική διάταξη των αφηγουμένων.
Η αφήγηση όμως του Κώστα θα ήταν βουβή στην ουσία, χωρίς τη ανάλογη χρήση της γλώσσας. Μια γλώσσα απόλυτης λιτότητας, που απολυμαίνει το φιλολο­γικό μας κλίμα. Λέξεις γυμνές στην κυριολεξία, προτάσεις φυσικές, κομμένες στην ανθρώπινη πνοή χωρίς αυθαίρετες επεμβάσεις, που να μακραίνουν και να κονταίνουν σαν τις γυναικείες φούστες.
Και οι διάλογοι, διάλογοι στους οποίους δεν συνομιλεί ο συγγραφέας με τον εαυτό του, αλλά πρόσωπα με σάρκα και οστά.
Η γλώσσα όμως του Κώστα μεταπίπτει από τη λιτότητα των διηγημάτων στον λυρισμό στα εικονιστικά του ποιήματα. Τότε δρα ο ποιητικός λόγος, ο μόνος που μπορεί να εκφράσει τα πιο βαθιά συναισθήματα.
Στην ουσία τα ποιήματα αυτά αποτελούν σχόλιο στις φωτογραφίες που προη­γούνται. Έτσι η αποκρυσταλλομένη χρονική στιγμή των φωτογραφιών διασπά την ακινησία της και ξαναζωντανεύει όλα αυτά τα φρυγμένα πρόσωπα από τον μόχθο και τον ήλιο.
Και αυτές οι βασανιστικές χρονολογικές ενδείξεις, καλοκαίρι του ’52, Μάρτιος του ’56, Οκτώβρης του ’40 και οι υπόλοιπες τι άλλο μπορεί να σημαίνουν παρά την ακατανίκητη δύναμη του χρόνου, που καταπίνει ανθρώπους και γενιές.
Πόσο δίκαιο έχουν λοιπόν όσοι υποστηρίζουν ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο πανάρχαιος εκείνος Κρόνος, που καταβρόχθιζε τα παιδιά του. Έτσι ο λυρικός λόγος του Περδίκη μετουσιώνεται σε στοχαστικό, όπως και στις αναπολήσεις του και τότε προσεγγίζει τα κείμενα των Beat και τις αυτοβιογραφικές σημειώσεις του Borges και του Umberto Eco.
Σε τελευταία ανάλυση πέρα από ερμηνείες και διαπιστώσεις, διεισδύσεις, ανα­λύσεις και εξηγήσεις αυτό που κυρίως μετράει στη λογοτεχνία είναι η πρόσληψη του λογοτεχνήματος από τον αναγνώστη και η ένταση της αισθητικής συγκίνησης, που μπορεί αυτό να προκαλέσει. Και είναι η αισθητική συγκίνηση η ιδιαίτερη εκείνη ποιότητα συγκίνησης, που συμπυκνώνει και συσσωρεύει τις ψυχολογικές και φυσιο­λογικές μας αντιδράσεις, μπροστά σ’ ένα γεγονός, που δεν είμαστε εξοικειωμένοι.
Αν και ως συναίσθημα είναι περισσότερο υποκειμενικό, αφού κυρίως βιώνεται παρά ερμηνεύεται, ωστόσο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο αιφνιδιασμός της ψυχής, η αφύπνιση της συνείδησης, με όλα τα επακόλουθα, το δάκρυ, τον ενθουσια­σμό, το ρίγος, τον φόβο.
Πολύ περισσότερο, όταν στα διηγήματα του Κώστα, η αισθητική συγκίνηση με­ταπίπτει σε ανθρώπινη και ο καθένας από μας αναγνωρίζει στιγμές της δικής του ζωής και των παιδικών του χρόνων ή αναπολεί οικεία πρόσωπα, που ίσως δεν υπάρ­χουν πια, εξακολουθούν όμως να παραμένουν ιδανικές μορφές κι αγαπημένες. Στην πραγματικότητα το βιβλίο του Κώστα του Περδίκη αποτελεί ένα κέντρισμα στην ευ­αισθησία μας, αν τη διατηρούμε ακόμη.
Το σημαντικότερο ίσως στο βιβλίο του Κώστα του Περδίκη, κατά τη γνώμη μου, είναι η στροφή προς το παρελθόν και την τοπική παράδοση. Γιατί η παράδοση αυτή εκφράζει τη συλλογική μνήμη και τη συλλογική συνείδηση, αποτελεί σχεδία ζωής, οργανική ανάπτυξη δυνατοτήτων από τις οποίες προκύπτουν νέες πραγματικότητες. Πρόκειται δηλαδή για μια συνέργεια παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος.
Ασφαλώς στις μέρες μας δεν θα ξαναδούμε τα παιχνίδια εκείνων των καιρών ούτε τα ίδια θεάματα και τις δραστηριότητες των παλιών Ζαχαραίων, που περιγράφο­νται στο βιβλίο. Θα βιώσουμε όμως μέσα από τις σελίδες του Κώστα έναν άλλο κώ­δικα αξιών, ενός απλού και λιτού, αλλά απολεσθέντος παραδείσου. Ενός κώδικα που όλο και θολώνει στις μέρες μας και που τα πρόσωπα γίνονται προσωπεία και η μαζο­ποίηση ασπαίρουσα πραγματικότητα.
Και η Ζαχάρω και δυστυχώς ίσως ολόκληρη η Ελλάδα σπεύδει αμνήμων στον χορό, η Ελλάδα που στις αποσκευές της κομίζει τη βαθύτερη μνήμη της ανθρωπότη­τας. Και παρωδούν οι εξουσίες και πανηγυρίζουν και σκορπάνε τους λωτούς της λη­σμονιάς στους άμυαλους συντρόφους του Οδυσσέα. Και που στο τέλος αφανισθήκαν.
Όταν ο Σεφέρης μίλησε στη Σουηδική ακαδημία κατέληξε με τον πανάρχαιο μύθο του Οιδίποδα.
Σαν πήρε τον δρόμο, είπε, ο Οιδίποδας από τους Δελφούς προς τη Θήβα, συνά­ντησε στο τρίστρατο το τέρας, τη Σφίγγα, έτοιμη να τον κατασπαράξει, αν δεν έλυνε το πασίγνωστο αίνιγμα:
ʺ Έστι δίπουν επί γης
που τρίπουν και τετράπουν γίνεται ʺ.
Και ο Οιδίποδας απάντησε έτσι απλά: ο άνθρωπος και το τέρας τσακίσθηκε.
Τον άνθρωπο λοιπόν αποκαλύπτουν και αναδεικνύουν οι σελίδες του Κώστα του Περδίκη και συνάμα μας προστατεύουν από τα σύγχρονα τέρατα και τα δαιμονικά.


Σας ευχαριστώ.  

Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Κώστας Περδίκης: Από τη χθεσινοβραδυνή παρουσίαση του βιβλίου μου ''ματιές'' στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ζαχάρως.


Πολλές  θερμές ευχαριστίες:

 Στους συμπολίτες μου,
στις φίλες και στους φίλους, που με τίμησαν με την παρουσία τους.

Στους φιλολόγους Δημήτρη Δρακόπουλο και Ιφιγένεια Γεωργακοπούλου
που μίλησαν για το βιβλίο.

Στον Πρόεδρο του Συλλόγου Ζαχαραίων Αθήνας και Πειραιά Βασίλη Φουρλή
για τη διοργάνωση της παρουσίασης.

Σε όσες και όσους από τους παρευρισκόμενους σχολίασαν το βιβλίο.











Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

ΚΑΪAΦΑΣ: Το μυστηριώδες υποβρύχιο








Το μυστηριώδες υποβρύχιο του Καϊάφα που προσάραξε στην τελευταία αποστολή. Για δεκαετίες ήταν το αγαπημένο παιχνίδι της νεολαίας, αλλά έκρυβε μια "ωρολογιακή βόμβα".



Αμέσως μετά την Κρέστενα Ηλείας και ακριβώς επάνω στην παραλία του Καϊάφα, για δεκαετίες υπήρχε ένα υποβρύχιο που είχε προσαράξει κοντά στην ακτή. Ο πυργίσκος που βρισκόταν ακόμα πάνω από την στάθμη της θάλασσας αποτελούσε την μεγάλη διασκέδαση των νεαρών κολυμβητών, που προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στο κουφάρι και να κάνουν βουτιά.  Όποιος νεαρός κατάφερνε να φτάσει μέχρι εκεί θεωρούνταν καλός κολυμβητής και καμάρωνε με περηφάνια. H φωτογραφία προέρχεται από την ομάδα του facebook «Η παλιά Κρέστενα» Ο πόλεμος ήταν πια παρελθόν και το ασυνήθιστο πολεμικό κουφάρι έδινε χαρά στους παραθεριστές της δεκαετίας του 50 και 60. Η εικόνα του ασυνήθιστου παιδικού παιχνιδιού ξεχάστηκε μέσα στα επόμενα χρόνια και κάποιοι στις ημέρες μας έφτασαν να αμφισβητούν την ύπαρξη αυτής της παράξενης ιστορίας. Όμως μια ανάρτηση φωτογραφίας της Άννας Κυροδήμου στη σελίδα  «Η Παλιά Κρέστενα», ήρθε να αποστομώσει τους αμφισβητίες. Το περίφημο υποβρύχιο είχε απαθανατιστεί σε οικογενειακή πόζα και μάλιστα με ανθρώπους πάνω στον πυργίσκο! Η φωτογραφία ντοκουμέντο που δημοσιεύτηκε αναφέρει: «Καϊάφας, καλοκαίρι του 1967. Με το σωσίβιο (σαμπρέλα) η γιαγιά μου. Πάνω αριστερά η θεία μου και δεξιά η μητέρα μου κρατά στην αγκαλιά της τον αδερφό μου. Στο βάθος διακρίνεται το σήμα κατατεθέν του Καϊάφα εκείνη την εποχή, το ιταλικό υποβρύχιο». Πολέμησε τους Συμμάχους εκτοξεύοντας τορπίλες Από φίλους συμπατριώτες της Κρέστενας μας ζητήθηκε να τεκμηριώσουμε την υπόθεση και η έρευνα έφερε καρπούς. Το ασυνήθιστο θαλάσσιο «παιχνίδι» αποδείχτηκε ότι ήταν το ιταλικό υποβρύχιο Axum, που έδρασε στην Μεσόγειο. Αρχικά στο πλευρό των Γερμανών και στη συνέχεια άλλαξε στρατόπεδο και βρέθηκε στην υπηρεσία των Συμμάχων. Ανάμεσα στις πρώτες αποστολές του ήταν να παρεμποδίζει συμμαχικές επιχειρήσεις και να βυθίζει Αγγλικά πολεμικά. Μία από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις που συμμετείχε ήταν στις 12 Αυγούστου 1942 όταν έλαβε τη διαταγή να ανακόψει μια βρετανική νηοπομπή με 14 εμπορικά πλοία που κατευθύνονταν από το Γιβραλτάρ προς τη Μάλτα. Έτσι πέντε ιταλικά υποβρύχια, ανάμεσα τους και το Axum, έλαβαν θέση μάχης ανοιχτά της Τυνησίας. Όταν διαταράχθηκε η σειρά των πλοίων της νηοπομπής, το Αxum εξαπέλυσε τέσσερις τορπίλες και κατάφερε να πλήξει πολλά από τα πλοία της συμμαχικής δύναμης. Από την επίθεση διασώθηκαν μόνο πέντε εμπορικά πλοία. Αυτομόλησε και μετέφερε πράκτορες  Για τρία χρόνια το ιταλικό υποβρύχιο έδρασε εναντίον των Συμμάχων. Όταν όμως υπογράφηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 η συνθηκολόγηση των Ιταλών, ο ιταλικός πολεμικός στόλος ζητήθηκε να παραδοθεί στα συμμαχικά λιμάνια. Το Axum βρισκόταν στην Gaeta όταν Γερμανοί στρατιώτες προσπάθησαν να καταλάβουν τα ιταλικά πλοία. Το υποβρύχιο όμως πρόλαβε να απομακρυνθεί. Αυτομόλησε και στη συνέχεια επιτάχθηκε από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Μετά την αλλαγή των συσχετισμών στη Μεσόγειο ανέλαβε να μεταφέρει και να διασώσει κατασκόπους και σαμποτέρ που βρίσκονταν σε κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές. Η πρώτη του αποστολή εξελίχθηκε στις 30 Νοεμβρίου του ’43 όταν μετέφερε στην κατεχόμενη Ιταλία 15 Αμερικάνους πράκτορες. Στις 25 Δεκεμβρίου με κυβερνήτη το Giovanni Sorrentino αναχώρησε από τον Ταράντα για την τελευταία μυστική αποστολή. Έπρεπε να παραλάβει βρετανούς πράκτορες από τις ακτές της Πελοποννήσου. Το σημείο προσάραξης του υποβρυχίου στον Καϊάφα. Έμεινε εκεί 28 χρόνια. Παραλία του Καϊάφα. Η τελευταία αποστολή  Το βράδυ της 27ης Δεκεμβρίου έφτασε στο προκαθορισμένο σημείο κοντά στα Λουτρά Καϊάφα. Τότε ο κυβερνήτης αναζήτησε το σινιάλο που θα γινόταν με φωτιά από το κλιμάκιο στη στεριά. Όταν αυτό έγινε αντιληπτό, το πλήρωμα έριξε μια λέμβο για να παραλάβει τους σαμποτέρ. Πιθανόν από κακή πληροφόρηση έγινε λάθος προσέγγιση και το πλοίο έφτασε πολύ κοντά στην ακτή. Όταν ο κυβερνήτης διαπίστωσε το λάθος προσπάθησε να κάνει χειρισμό αποφυγής. Όταν η πλώρη έκανε μισή στροφή το πλοίο «κάθισε» και τελικά προσάραξε στον αμμώδη βυθό πολύ κοντά στην παραλία αλλά και στην χαρακτηριστική «μπούκα» που συνδέει την θάλασσα με την λίμνη του Καϊάφα. Όταν το πλήρωμα διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να αποκολλήσει το πλοίο, το εγκατέλειψε. Ιταλοί ναύτες και βρετανοί πράκτορες βρέθηκαν ξαφνικά στην δικαιοδοσία των ανταρτών της περιοχής που έσπευσαν σε βοήθεια. Η κοινή πορεία Ελλήνων ανταρτών, βρετανών κατασκόπων και ιταλικού πληρώματος Όταν έγινε οριστική η απώλεια του υποβρυχίου οι αντάρτες πήραν από μέσα τρόφιμα, εφόδια, πυρομαχικά και άλλα χρήσιμα αντικείμενα. Την επόμενη ημέρα ο κυβερνήτης τοποθέτησε εκρηκτικά για να αχρηστεύσει το υποβρύχιο και να μην πέσει σε εχθρικά χέρια. Πράγματι οι Γερμανοί το αναζήτησαν και έστειλαν αεροπλάνα. Το μεγάλο παράδοξο γράφτηκε στα βουνά της Ηλείας. Οι Ιταλοί που πριν από λίγους μήνες κυνηγούσαν Έλληνες, βρήκαν καταφύγιο και φροντίδα από αυτούς. Έλληνες αντάρτες, Ιταλοί ναυαγοί και Βρετανοί σαμποτέρ είχαν γίνει μια ομάδα και προσπαθούσαν να διαφύγουν μαζί. Στις 22 Ιανουαρίου 1944 ένα αεροσκάφος της RAF τους έριξε ρούχα και παπούτσια για να ξεκινήσουν πορεία προς τη Μαραθούπολη στη Μεσσηνία. Στην περιοχή απέναντι από το νησάκι Πρώτη κατέπλευσε στις 29 Ιανουαρίου η τορπίλακτος Andrimentoso και με αστραπιαία κίνηση παρέλαβε Ιταλούς και Εγγλέζους. Φωτογραφίες από την προσπάθεια ανέλκυσης και ρυμούλκησης το 1971. Πηγή : Ναυτική Ελλάς Το ναυάγιο του υποβρυχίου παρέμεινε μισοβυθισμένο στον Καϊάφα. Σταδιακά έγινε αξιοθέατο. Έγιναν αρκετές προσπάθειες να κοπεί ή να ανελκυστεί, αλλά ήταν αποτυχημένες. Αρχικά πουλήθηκε από τον Οργανισμό Ανέλκυσης Ναυαγίων σε εργολάβο αλλά δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει. Το 1953 το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας έδωσε άδεια στην γιουγκοσλαβική εταιρεία Brodospas να ανελκύσει το κουφάρι του πλοίου. Η απόπειρα ωστόσο απέτυχε εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών. Το ναυάγιο παρέμεινε εκτεθειμένο για άλλες δύο δεκαετίες μέχρι που το 1971 έφτασαν οι έμπειροι δύτες Θεόφιλος και Νικήτας Κλήμης για την ανέλκυσή του. Το κουφάρι ήταν θαμμένο μέσα στην άμμο και δυσκολεύονταν να το αποκολλήσουν. Χρειάστηκε να κατασκευάσουν μια παράγκα στην ακτή και από εκεί να εξορμούσαν κάθε μέρα για να αφαιρέσουν την άμμο. Μάλιστα όταν χρησιμοποίησαν εκρηκτικά για να μετατοπίσουν το ναυάγιο, ο ένας αδελφός εισέπνευσε αέρια από μπουκάλες του πλοίου που έσπασαν και δηλητηριάστηκε. Τον έσωσαν οι γιατροί του νοσοκομείου Κρεστένων. Τελικά οι δύτες στεγανοποίησαν τις τρύπες στο κουφάρι και έβαλαν με αντλίες αέρα και κατάφεραν να το φέρουν στην επιφάνεια. Το μετέφεραν στο Πέραμα για να διαλυθεί. Το ιταλικό υποβρύχιο Axum είχε ένα ακόμη μυστικό να αποκαλύψει. Αποδείχθηκε ότι οι τορπιλοσωλήνες του ήταν γεμάτοι. Έκρυβε το θάνατο στα σωθικά του. Με εντολή του Πολεμικού ναυτικού κόπηκαν και ρίχτηκαν ανοιχτά της νησίδας Σαν Τζώρτζη. Έτσι σταμάτησε το παράδοξο και επικίνδυνο θαλάσσιο παιχνίδι των παιδιών της Κρέστενας. Παρόλα αυτά, πολλά χρόνια αργότερα οι μαρτυρίες για το μυστήριο υποβρύχιο στον Καϊάφα ακόμα αντηχούν. Κάποιοι λένε ότι ακόμα ακούν τα παιδιά να γελούν.... 


Πηγή: ''Η Μηχανή του Χρόνου''

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΠΑΡΔΩΝΗΣ (1953):




«Μπάρμαν στη Μύκονο» 



Ξαναπήγα στη Μύκονο το 2009 - είχα να πάω από το 1973, το καλοκαίρι, που, όντας φοιτητής, δούλεψα μπάρμαν στο ξενοδοχείο «Άλκηστις» στον Άγιο Στέφανο

Αναρωτιόμουνα πόσο θα έχει αλλάξει το ξενοδοχείο, η περιοχή, το αίσθημα. Τώρα θα ήταν εντελώς αγνώριστα. Είχα πάει εκεί πριν τριάντα έξι χρόνια, από πρόσκληση ενός φίλου, του Πάνου, που είχε πιάσει νωρίτερα δουλειά στη ρεσεψιόν. Φτάνοντας ξεκίνησα ως γκρουμ, κουβαλούσα βαλίτσες όσων έφταναν ή έφευγαν, αλλά επειδή ο μπάρμαν, ένα παιδί απ' τον Βόλο, για κάποιον λόγο έπρεπε να φύγει, μου προτάθηκε η θέση του. Πήγα με μεγάλη χαρά - ήταν η χρυσή εποχή της Μυκόνου: πρίγκιπες, πάμπλουτοι ξένοι, εξαίσιες καλλονές, μορφωμένοι και πανέμορφοι άνθρωποι γέμιζαν νυχθημερόν τον πάγκο του μπαρ, πίνοντας, κουβεντιάζοντας, φλερτάροντας.

Δούλευα απ' τις εννιά το πρωί ως τις έντεκα το βράδυ κι έκανα τα πάντα: σέρβιρα, κουβέντιαζα, έβαζα μουσική, καθάριζα τα τραπεζάκια, έπλενα τα ποτήρια, σκούπιζα τελειώνοντας.

Και μετά, μαζί με τον Πάνο, κατεβαίναμε και το ξενυχτούσαμε στη Μύκονο - με τρεις ώρες ύπνο ήμουνα μια χαρά. Ετών είκοσι.

Φτάνοντας τώρα, στα 2009, σκεφτόμουνα πως δεν θα αναγνωρίσω τίποτα από την παλιά κατάσταση: τη διάταξη του ξενοδοχείου, τη ρεσεψιόν, τα δωμάτια που ήταν χτισμένα σε μικρές ομάδες, σε μπλοκ, στην πλαγιά του λόφου, το μπαρ με τα τζαμωτά γύρω και τη βεράντα μπροστά που έβλεπε κάτω ιδανικά, πανοραμικά, στον κόλπο.

Μπαίνοντας, όμως, έμεινα άναυδος: όλα ήταν τα ίδια, απαράλλαχτα σχεδόν, σαν παγωμένα μέσα στον χρόνο, ανέγγιχτα απ' τη φθορά, απ' τις εποχές, απ' τις μόδες, απ' τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Όπως ακριβώς τότε. Σαν επινόηση της μνήμης. Μου φάνηκε περίεργο, σχεδόν εξωφρενικό, και μπήκα στη ρεσεψιόν και ρώτησα πού είναι το αφεντικό - εμφανίστηκε μια κυρία, γύρω στα εξήντα. Φαινότανε κουρασμένη περισσότερο, παρά γερασμένη - αλλά ευγενής.

Της είπα, αδέξια, γιατί είχα πάει εκεί και μετά τη ρώτησα, διακριτικά, πώς και δεν είχε αλλάξει τίποτα. Μου απάντησε πως το 1974, έναν χρόνο δηλαδή αφότου φύγαμε απ' τη Μύκονο, ο άντρας της και ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου έπαθε ανακοπή. Πέθανε ξαφνικά. Και παρότι είχε πάρει δάνεια γιατί σχεδίαζε μια γενική ανακαίνιση, αυτή, που τον διαδέχτηκε, τη ματαίωσε. Δεν είχε τις δυνάμεις, ούτε συγγενείς να τη βοηθήσουν. Και τα κράτησε αναγκαστικά όλα, όπως ήταν - ή σχεδόν, κάνοντας απλή συντήρηση στις φθορές.

Πήγαμε μαζί στο μπαρ. Ήταν πραγματικά ολόιδιο κι έσκασαν μέσα μου χιλιάδες εικόνες που συνωθούνταν, που είχαν κρατηθεί στη φραγή της μνήμης, ξεχασμένες - ήχοι από ποτήρια, φωνές, πρόσωπα φευγαλέα, μουσικές, μαλλιά γυναικών που έρχονταν το απόγευμα και μόλις είχαν λουστεί κι ετοιμαστεί για τη βραδινή διασκέδαση. Ο Βέλγος, για ένα κλάσμα, εργοστασιάρχης, που μια φορά μου ζήτησε ούζο με πορτοκαλάδα. Ο Μούντυ, ο Αιγύπτιος, που δούλευε στην κουζίνα κι έπαιζε τα πιο τέλεια κρουστά που άκουσα με τα τηγάνια και τις κατσαρόλες. Ο Ιταλός κοινωνιολόγος με την πανέμορφη γυναίκα, που μου μιλούσε συνέχεια για την Αναρχία - μπήκα για λίγο πίσω απ' τον πάγκο. Ένιωσα, αίφνης, είκοσι χρόνων - γύρισα πίσω κι είδα στον καθρέφτη: άσπρα μαλλιά, λίγα, ακατανόητη έκφραση.

Η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου με παρατηρούσε σιωπηλή. Βγήκα στη βεράντα - θυμήθηκα, ξαφνικά, εκείνο τον κολυμβητή που κάθε απόγευμα, στις έξι, έκανε τον διάπλου του μικρού κόλπου, πέρα-πέρα, και μετά επέστρεφε. Κατέβηκα απ' τις σκάλες και πλησίασα στο πρώτο μπλοκ δωματίων, στα δεξιά. Κοίταξα το γωνιακό, με το μικρό μπαλκονάκι. Γύρισα να δω, στην πόρτα. Είχε το ίδιο νούμερο, όπως τότε: 211.

Και ξαναείδα τη σκηνή: δυόμισι ή ώρα το πρωί, μέσα σ' αυτό το δωμάτιο, κι εγώ ξαπλωμένος, στο κρεβάτι, γυμνός, κάπνιζα. Η Χέλγκα, Γερμανίδα που σπούδαζε φαρμακοποιός, μόνο με το σλιπ του μαγιό, γονατιστή, στο πάτωμα, μέσα στο λοξό φως της σελήνης, ήθελε να κόψει ένα μεγάλο καρπούζι. Αλλά δεν έβρισκε μαχαίρι κι όλα στο ξενοδοχείο ήταν κλειστά. Πήγε στο μπάνιο κι έφερε ένα ξυραφάκι καινούργιο. Το ξεφλούδισε κι άρχισε να κόβει το καρπούζι προσεκτικά, λέγοντάς μου στα γαλλικά: — Je suis une femme pratique.  


 Πρώτη δημοσίευση στην έντυπη LiFO τον Ιούλιο του 2010.