Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

Δημήτρης Δρακόπουλος, φιλολογος:

Η ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου 
'' ματιές, διηγήματα και εικόνες '' του Κώστα Ι. Περδίκη
στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ζαχάρως, 16 Αυγούστου 2019


 Κυρίες και κύριοι

Είναι στ’ αλήθεια γεγονός, ότι το βιβλίο, το κάθε βιβλίο, πραγματικό ή φανταστικό είναι η ανατροπή του κόσμου που ζούμε.
Αποτελεί το κοσμοείδωλο μιας άλλης ουσίας που εγείρει σκέψεις και προβλημα­τισμούς, αναπολήσεις και αναμνήσεις, ερωτηματικά και απαντήσεις.
Πολύ περισσότερο βιβλίο σαν το σημερινό του Κώστα του Περδίκη που κατά κανόνα αναφέρεται στο χαμένο παρελθόν της αγαπημένης γενέθλιας πόλης.
Είναι η δεύτερη ή η τρίτη φορά, αν δεν κάνω λάθος, που ο Κώστας Περδίκης κι­νείται στον ίδιο χώρο και εμπνέεται από γεγονότα και πρόσωπα, πολλά από τα οποία αν και δεν ανήκουν πια στο παρόν αποτελούν ιδανικές φωνές και αγαπημένες.
Υπό αυτή την έννοια ο Κώστας ο Περδίκης καθιερώνει μια προσωπική παρά­δοση και καθίσταται πρωτοπόρος στην έκφραση και την αποτύπωση του πρόσφατου τουλάχιστον παρελθόντος της Ζαχάρως.
Γιατί η πικρή αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι συμπολίτες έχουν ασχοληθεί με το πρόσφατο και το απώτατο παρελθόν του γενέθλιου χώρου, ενός χώρου που αριθμεί 5000 τόσα χρόνια συνεχούς ανθρώπινης παρουσίας και που αρχίζει ως Πύλιον πεδίον και μεταπίπτει βαθμιαία σε Ηλειακή Τριφυλία, βυζαντινό Θέμα, σε ρωμαϊκή provin­cia, σε αρβανίτικη κοτούνα, σε βενέτικο torritori, στον τούρκικο καζά του Φαναρίου, στον δήμο Αρήνης, στην κοινότητα Ζαχάρως και τέλος στον δήμο Ζαχάρως.
Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Φράγκοι, Σλάβοι, Αρβανίτες, Τούρκοι πάτησαν τα πανάρ­χαια τούτα χώματα.
Άλλοι πέρασαν, άρπαξαν, ρήμαξαν και χάθηκαν. Μερικοί ρίζωσαν. Απέκτησαν παιδιά και εγγόνια και τα παιδιά των παιδιών τους συμπορεύθηκαν κι αυτά με τη μοίρα του τόπου. Γιατί κανέναν δεν έδιωξε ο τόπος αυτός του Ξενίου Διος, του άπλε­του φωτός και της εγκάρδιας φιλοξενίας, αλλά και κανέναν δεν αποδέχθηκε αυτού­σιο. Άλλωστε αυτή είναι η μοίρα του. Πολλά επιτιθέμενα δαιμονικά, πνεύματα χωρίς ηλικία και φρόνηση, η πολύπειρη τούτη τεχνίτρα του χρόνου και των τροπών του να καταφέρνει, κατά βάθος ανενόχλητη, να γυρίζει την ανέμη του τοπικού πνεύματος.
Και το πνεύμα αυτό διαχέεται στις σελίδες του Κώστα του Περδίκη, ακολουθώ­ντας μάλιστα και την οικογενειακή παράδοση. Γιατί αξίζει να αναφερθεί ότι το πιο αξιόλογο βιβλίο για την περιοχή με τον τίτλο ʺ Πού έκειτο η Πύλος του Νέστορος ʺ έχει συγγράψει ο θείος του, ο δικηγόρος Δημοσθένης Περδίκης το 1969, αν δεν με απατά η μνήμη.
Από μια άλλη πλευρά, αυτήν της λογοτεχνίας, προσεγγίζει ο Κώστας ο Πέρδίκης το πρόσφατο παρελθόν της Ζαχάρως. Γιατί η θεματική του βιβλίου, εκτός μιας-δυο περιπτώσεων, εξαντλείται στην έμπνευση του συγγραφέα από τον οικείο και αγαπη­μένο χώρο.
Επιχειρείται μάλιστα μια πρωτότυπη και τολμηρή διάρθρωση του συγγραφικού υλικού. Τα δεκαπέντε διηγήματα εναλλάσσονται με ισάριθμα εικονιστικά ποιήματα, έτσι ώστε η επιλογή αυτή να επιβεβαιώνει τον τίτλο του βιβλίου ʺ Ματιές, διηγήματα και εικόνες ʺ και ο αφηγηματικός λόγος να συνδέεται με τον ποιητικό, στοιχείο που ασφαλώς προάγει και εντείνει την αισθητική συγκίνηση. Κατά βάση η έμπνευση του συγγραφέα είναι αυτοβιογραφική, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η αυτοβιο­γραφικότητα μεταπίπτει σε κοινωνικότητα.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η θεματική του συγγραφέα μετεωρίζεται ανάμεσα στο δραματικό και το σατιρικό στοιχείο, έτσι ώστε στο βιβλίο να συνυπάρχουν και να συμπλέουν το δράμα και η κωμωδία, όπως ακριβώς στην ίδια τη ζωή.
Τα πρόσωπα που δρουν στις σελίδες του βιβλίου είναι, κατά κανόνα, οικεία στον συγγραφέα. Διατηρούν την ατομικότητά τους, αλλά κυρίως αναδεικνύονται σε αρχε­τυπικές μορφές, σχήματα δηλαδή ζωής, που συνεχώς για δεκαετίες επανέρχονται, συ­νέχουν και συντηρούν, μέσα στις συγκεκριμένες κοινωνικές δομές τον χαρακτήρα της παλιάς Ζαχάρως.
Η βιβλική μορφή του Σχολάρχη, όχι μόνο στην όψη, αλλά και στη νοοτροπία, η Παπαθανασοπούλου, η Σκούνα όπως τη λέγαμε, ο μπαρμπα Χρίστος ο τσαγκάρης, ο Μασίστας, η Κωστούλα δεν είναι απλώς κάτοικοι μιας μικρής πόλης, είναι κυρίως ανθρώπινοι τύποι που δρουν και επιβιώνουν μαζί με την πόλη, ακόμη κι αν μεταλ­λάσσονται οι κοινωνικές πραγματικότητες. Υπερβαίνουν τους κοινωνικούς τους ρό­λους και διακρίνονται για τη βαθιά ανθρώπινη και ανθρωπιστική τους διάσταση, αυτή της επικοινωνίας, της αλληλεγγύης, της προσφοράς, της οικογενειακής και συγγενι­κής σύνδεσης, με μια λέξη της ανθρωπιάς.
Ταυτόχρονα μέσα από τη δράση των προσώπων αποκαλύπτεται στα διηγήματα του Κώστα ο φυσικός και κοινωνικός περίγυρος.
Ο πρώτος μέσα από την παραστατική περιγραφικότητα του συγγραφέα και ο δεύτερος με την ψυχογραφική αποτύπωση των ηρώων. Υπό αυτή την έννοια τα διη­γήματα του Κώστα του Περδίκη αποτελούν μικρές κοινωνιολογικές μελέτες, γιατί στις σελίδες του βιβλίου διαφαίνεται αμυδρά και έμμεσα η μετάπτωση ενός αγροτι­κού χώρου σε ημιαστικό και αστικό περιβάλλον, συμπαρασύροντας τις κοινωνικές συνθέσεις και τους χαρακτήρες των ανθρώπων.
Κι αν όλα αυτά λίγο-πολύ είναι εμφανή στο βιβλίο του Κώστα, στο υπόστρωμά του όμως φανερά η αφανή διαγράφονται αμείλικτα ερωτηματικά που αιώνες τώρα η αναλυτική ανθρώπινη σκέψη αγωνίζεται να δώσει πειστικές απαντήσεις:
Ποιος είναι ο ρόλος του τυχαίου, του απροόπτου στη ζωή μας;
Πώς λειτουργούν οι κοινωνικές συμβάσεις; Είναι ουσιαστικοί ή συμβατικοί κανόνες ζωής;
Πόσο βαριά είναι η σκιά του παρελθόντος στην αίσθηση του παρόντος;
Και επιτέλους πού βρίσκεται το όραμα και το περιεχόμενο της ανθρώπινης ευτυχίας; Στην απλότητα και τη λιτότητα της ζωής ή στην αφθονία των αγαθών; Στον ασκητι­σμό του Πλάτωνα ή στη μεσότητα του Αριστοτέλη, ο οποίος δεν δίστασε, με σπάνια για φιλόσοφο ευθύτητα, να δώσει την απάντηση του Σιμωνίδη προς τη σύζυγο του Ιέρωνα. Όταν τον ρώτησαν αν είναι προτιμότερο να είναι κανείς πλούσιος ή σοφός. Πλούσιος είπε γιατί βλέπω τους σοφούς να περνούν τον καιρό τους στις πόρτες των πλουσίων και όχι τους πλούσιους στις πόρτες των σοφών.
Υπάρχει όμως στο βιβλίο και ένας άλλος κύκλος διηγημάτων, που η αφήγηση μεταπίπτει στην καθημερινότητα και εξακτινώνεται μέχρι το σατιρικό και κωμικό, όπως στα διηγήματα ʺ Για λίγη ζεστασιά ʺ, ʺΑλισίβα και λουλάκι ʺ, ʺ Στο τραγί ʺ, ʺ Ο δύστροπος κύριος τραπεζίτης ʺ. Πρόκειται όμως για ήπια και πνευματώδη σάτιρα που πολλές φορές εγγίζει τα όρια του αυτοσαρκασμού και προκαλεί το γέλιο. Γιατί είναι γεγονός ότι η ζωή μας κυλάει ανάμεσα στο κλάμα και το γέλιο και η κατανόησή της προϋποθέτει τη βίωση και των δυο, ακριβώς όπως το έγραψε ο Πλάτων:
ʺ Άνευ γελοίων τα σπουδαία μαθείν ού δυνατόν ʺ.
Έτσι στον ίδιο συγγραφικό χώρο συνυπάρχουν η τραγικότητα και η δραματικό­τητα από το ένα μέρος και η καθημερινότητα με το σατιρικό της στοιχείο από το άλλο, ένας ολόκληρος κόσμος με τις μικροχαρές και τις οδύνες του, όπως το είπε ο Ελύτης:
ʺ Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας ʺ.
Κάθε όμως αφήγηση, έστω και συναρπαστική, όπως αυτές του Κώστα, δεν απο­τελούν διήγημα. Το διήγημα όπως κάθε λογοτεχνικό είδος είναι έργο τέχνης και προ­ϋποθέτει αισθητικές κατηγορίες που αξιοποιεί και εκμεταλλεύεται το ταλέντο του συγγραφέα. Γι’ αυτό και η πραγματική τους αποτίμηση και υπεύθυνη είναι και αρ­κετά δύσκολη. Όχι σπάνια κυριαρχεί ο συγγραφικός ναρκισσισμός, η αυταρέσκεια και οι αισθητικές ιδεοληψίες. Ο Παλαμάς, για παράδειγμα, είπε κάποτε για τα ποιή­ματα του Καβάφη: ʺ Στην ποίηση του κ. Καβάφη υπάρχει τόσο δράμα όσο στην εκδί­καση ενός απλού διαζυγίου στα δικαστήρια ʺ.
Κι όμως ο Καβάφης αναδείχθηκε σ’ έναν από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους ποιητές του 20ου αιώνα.
Λέγανε μάλιστα στην αρχαιότητα ότι ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος κα­ταδίκασε σε καταναγκαστική εργασία στα λατομεία τον φιλόσοφο Φιλόξενο από τα Κύθηρα, γιατί δεν αποτίμησε θετικά την αξία των ποιημάτων του. Όταν μετά από καιρό, ο τύραννος κάλεσε και πάλι τον φιλόσοφο, για να αποφανθεί για την ποιότητα των νέων ποιημάτων του εκείνος απάντησε έτσι απλά:
ʺ Ες λατομίας ʺ.
Το πραγματικό, λοιπόν, έργο τέχνης μεταμορφώνει τον άνθρωπο εσωτερικά, τον εξυψώνει από το συνηθισμένο επίπεδο ζωής, τον απελευθερώνει από τη βιοτική μέρι­μνα και πλημμυρίζει την ψυχή του με τη μυστική, την καθαρή εκείνη αγαλλίαση, που χαρίζει με άλλον τρόπο η πίστη, είτε κατ’ άλλους οι βαθύτερες ηθικοπνευματικές ανάγκες της κοινωνικής ζωής. Το διήγημα επομένως δεν σταματά στην έμπνευση απαιτεί κατασκευή, προϋποθέτει εξισορροπημένη κατανομή της υπόθεσης, ένταξη του μύθου σε χρονική εξελικτική σειρά, δράση και διαγραφή χαρακτήρων, αφήγηση σε πολλαπλά επίπεδα χώρου, χρόνου και οπτικής.
Τα στοιχεία αυτά συλλειτουργούν και με τη διαλεκτική δόμησή τους αναδεικνύ­ουν το επιτυχημένο διήγημα, όπως αυτά του Κώστα του Περδίκη.
Γιατί σ’ αυτά ο διηγηματικός μύθος σε κάθε αφήγηση είναι καίριος και ουσια­στικός, καθώς περνάει μέσα από τα πρόσωπα που είναι πρωταρχικό στοιχείο του διη­γήματος.
Σκοπός του συγγραφέα δεν είναι μαζί με την ιστορία να πει μια προκατασκευα­σμένη ιδέα, αλλά να δημιουργήσει μέσα σ’ αυτήν πρόσωπα και να τα κάνει να ξανα­ζήσουν. Τα πρόσωπα έχουν όνομα, επώνυμο, γενεαλογικό δέντρο, επάγγελμα. Προ πάντων όμως διαθέτουν χαρακτήρα, τύπο δηλαδή για τη ζωή, όπως έγραψε ο Balzac.
Και η δράση τους σε κάθε διήγημα κατανέμεται εξισορροπημένη, μέσα σε μια χρονική ακολουθία και αποκαλύπτονται με την ομιλία, τη συμπεριφορά, ακόμη και με το βλέμμα.
Μερικά μάλιστα απ’ αυτά βιώνουν τη σύγκρουσή τους με τις ανεξιχνίαστες εκεί­νες δυνάμεις, που οι αρχαίοι τις είπαν μοίρα και μεις ιστορική νομοτέλεια ή κοινω­νική αναγκαιότητα. Από τη σύγκρουση αυτή προκύπτει και η τραγικότητα του αν­θρώπου, εγκλωβισμένου μέσα στη φυσική του ατέλεια, το ανικανοποίητο της ύπαρ­ξής του, τη συνείδηση του θανάτου, την αντιφατικότητα της ζωής του.
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι ο καλός μας γείτονας καταλήγει στη μοναξιά, η Κω­στούλα στη φυγή, ο Χρίστος στον μαύρο Γάτο. Σε τέτοιους πιθανόν χώρους να οφείλει την έμπνευσή του ο Κ. Βάρναλης στους περίφημους ʺ Μοιραίους ʺ:

Μες στην υπόγεια τη ταβέρνα:
μες σε καπνούς και σε βρισιές
απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα
όλοι μαζί πίναμε ψες.
Εψές σαν όλα τα βραδάκια
να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο        
και χάμου εφτυούσε καταγής
ω πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής.

Σε σύγχρονους πάντως όρους, σύμφωνα με την τυπολογία του Genette, στοιχειο­θετείται από τον Κώστα τον Περδίκη μια μορφή αφήγησης εσωτερικής εστίασης. Τα πρόσωπα ταυτίζονται με τον εναλλασσόμενο αφηγητή, κατά διήγημα και έτσι η εσω­τερική αφήγηση μεταπίπτει σε αφήγηση δυο φωνών. Ο ενδοδιηγηματικός αφηγητής εξασφαλίζει την ενότητα της δράσης και επιστρατεύει τον ορθό και πλάγιο λόγο, τον μονόλογο, τη χρονική διάταξη των αφηγουμένων.
Η αφήγηση όμως του Κώστα θα ήταν βουβή στην ουσία, χωρίς τη ανάλογη χρήση της γλώσσας. Μια γλώσσα απόλυτης λιτότητας, που απολυμαίνει το φιλολο­γικό μας κλίμα. Λέξεις γυμνές στην κυριολεξία, προτάσεις φυσικές, κομμένες στην ανθρώπινη πνοή χωρίς αυθαίρετες επεμβάσεις, που να μακραίνουν και να κονταίνουν σαν τις γυναικείες φούστες.
Και οι διάλογοι, διάλογοι στους οποίους δεν συνομιλεί ο συγγραφέας με τον εαυτό του, αλλά πρόσωπα με σάρκα και οστά.
Η γλώσσα όμως του Κώστα μεταπίπτει από τη λιτότητα των διηγημάτων στον λυρισμό στα εικονιστικά του ποιήματα. Τότε δρα ο ποιητικός λόγος, ο μόνος που μπορεί να εκφράσει τα πιο βαθιά συναισθήματα.
Στην ουσία τα ποιήματα αυτά αποτελούν σχόλιο στις φωτογραφίες που προη­γούνται. Έτσι η αποκρυσταλλομένη χρονική στιγμή των φωτογραφιών διασπά την ακινησία της και ξαναζωντανεύει όλα αυτά τα φρυγμένα πρόσωπα από τον μόχθο και τον ήλιο.
Και αυτές οι βασανιστικές χρονολογικές ενδείξεις, καλοκαίρι του ’52, Μάρτιος του ’56, Οκτώβρης του ’40 και οι υπόλοιπες τι άλλο μπορεί να σημαίνουν παρά την ακατανίκητη δύναμη του χρόνου, που καταπίνει ανθρώπους και γενιές.
Πόσο δίκαιο έχουν λοιπόν όσοι υποστηρίζουν ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο πανάρχαιος εκείνος Κρόνος, που καταβρόχθιζε τα παιδιά του. Έτσι ο λυρικός λόγος του Περδίκη μετουσιώνεται σε στοχαστικό, όπως και στις αναπολήσεις του και τότε προσεγγίζει τα κείμενα των Beat και τις αυτοβιογραφικές σημειώσεις του Borges και του Umberto Eco.
Σε τελευταία ανάλυση πέρα από ερμηνείες και διαπιστώσεις, διεισδύσεις, ανα­λύσεις και εξηγήσεις αυτό που κυρίως μετράει στη λογοτεχνία είναι η πρόσληψη του λογοτεχνήματος από τον αναγνώστη και η ένταση της αισθητικής συγκίνησης, που μπορεί αυτό να προκαλέσει. Και είναι η αισθητική συγκίνηση η ιδιαίτερη εκείνη ποιότητα συγκίνησης, που συμπυκνώνει και συσσωρεύει τις ψυχολογικές και φυσιο­λογικές μας αντιδράσεις, μπροστά σ’ ένα γεγονός, που δεν είμαστε εξοικειωμένοι.
Αν και ως συναίσθημα είναι περισσότερο υποκειμενικό, αφού κυρίως βιώνεται παρά ερμηνεύεται, ωστόσο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο αιφνιδιασμός της ψυχής, η αφύπνιση της συνείδησης, με όλα τα επακόλουθα, το δάκρυ, τον ενθουσια­σμό, το ρίγος, τον φόβο.
Πολύ περισσότερο, όταν στα διηγήματα του Κώστα, η αισθητική συγκίνηση με­ταπίπτει σε ανθρώπινη και ο καθένας από μας αναγνωρίζει στιγμές της δικής του ζωής και των παιδικών του χρόνων ή αναπολεί οικεία πρόσωπα, που ίσως δεν υπάρ­χουν πια, εξακολουθούν όμως να παραμένουν ιδανικές μορφές κι αγαπημένες. Στην πραγματικότητα το βιβλίο του Κώστα του Περδίκη αποτελεί ένα κέντρισμα στην ευ­αισθησία μας, αν τη διατηρούμε ακόμη.
Το σημαντικότερο ίσως στο βιβλίο του Κώστα του Περδίκη, κατά τη γνώμη μου, είναι η στροφή προς το παρελθόν και την τοπική παράδοση. Γιατί η παράδοση αυτή εκφράζει τη συλλογική μνήμη και τη συλλογική συνείδηση, αποτελεί σχεδία ζωής, οργανική ανάπτυξη δυνατοτήτων από τις οποίες προκύπτουν νέες πραγματικότητες. Πρόκειται δηλαδή για μια συνέργεια παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος.
Ασφαλώς στις μέρες μας δεν θα ξαναδούμε τα παιχνίδια εκείνων των καιρών ούτε τα ίδια θεάματα και τις δραστηριότητες των παλιών Ζαχαραίων, που περιγράφο­νται στο βιβλίο. Θα βιώσουμε όμως μέσα από τις σελίδες του Κώστα έναν άλλο κώ­δικα αξιών, ενός απλού και λιτού, αλλά απολεσθέντος παραδείσου. Ενός κώδικα που όλο και θολώνει στις μέρες μας και που τα πρόσωπα γίνονται προσωπεία και η μαζο­ποίηση ασπαίρουσα πραγματικότητα.
Και η Ζαχάρω και δυστυχώς ίσως ολόκληρη η Ελλάδα σπεύδει αμνήμων στον χορό, η Ελλάδα που στις αποσκευές της κομίζει τη βαθύτερη μνήμη της ανθρωπότη­τας. Και παρωδούν οι εξουσίες και πανηγυρίζουν και σκορπάνε τους λωτούς της λη­σμονιάς στους άμυαλους συντρόφους του Οδυσσέα. Και που στο τέλος αφανισθήκαν.
Όταν ο Σεφέρης μίλησε στη Σουηδική ακαδημία κατέληξε με τον πανάρχαιο μύθο του Οιδίποδα.
Σαν πήρε τον δρόμο, είπε, ο Οιδίποδας από τους Δελφούς προς τη Θήβα, συνά­ντησε στο τρίστρατο το τέρας, τη Σφίγγα, έτοιμη να τον κατασπαράξει, αν δεν έλυνε το πασίγνωστο αίνιγμα:
ʺ Έστι δίπουν επί γης
που τρίπουν και τετράπουν γίνεται ʺ.
Και ο Οιδίποδας απάντησε έτσι απλά: ο άνθρωπος και το τέρας τσακίσθηκε.
Τον άνθρωπο λοιπόν αποκαλύπτουν και αναδεικνύουν οι σελίδες του Κώστα του Περδίκη και συνάμα μας προστατεύουν από τα σύγχρονα τέρατα και τα δαιμονικά.


Σας ευχαριστώ.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου