Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940):

''Η κατάρα του πεύκου''

( Από το θρυλικό αναγνωστικό '' Τα ψηλά βουνά '' )


«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; 

Γιατί; Γιατί;» 

Αγέρας θα ’ναι, λέει ο Γιάννης 
και περπατεί.


Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι
βγάνει φωτιά. 

Να ’βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, 

μια ρεματιά!

Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο
να ένα δεντρί... 

Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου, 

δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του 

και περπατεί! 

Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης, 
γιατί, γιατί;


«Γιάννη, πού κίνησες να φτάσεις;» 

«Στα δυο χωριά.» 

«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου; 
Πολύ μακριά!»


«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω. 

Τι έφταιξα εγώ; 

Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει, 
γι' αυτό είμαι δω.


Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες...
για δυο, για τρεις... 

Ο νους μου σήμερα δε ξέρω, 

τ' είναι βαρύς».

«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι
να δροσιστείς». 

Σκύβει να πιει νερό στη βρύση, 

στερεύει ευθύς.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, 

φεύγει ο καιρός, 

Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης, 
κι ας τρέχει εμπρός...


Να το χινόπωρο, να οι μπόρες, 

μα πού κλαρί; 

Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι, 
με τη βροχή.


«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο, 

το σπλαχνικό, 

που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι 
και στο βοσκό;»


Ο πεύκος μίλαε στον αέρα 

- τ' ακούς, τ' ακούς;- 

και τραγουδούσε σα φλογέρα 
στους μπιστικούς.


«Φρύγανο και κλαρί του πήρες 

και τις δροσιές 

Και το ρετσίνι του ποτάμι 
απ΄ τις πληγές.


Σακάτης ήτανε κι ολόρθος, 

ως τη χρονιά, 

Που τον εγκρέμισες για ξύλα, 
Γιάννη φονιά!»


«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι, 

την προσκυνώ, 

Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα 
και να σταθώ...


Η μάνα μου θα περιμένει 

κι έχω βοσκή... 

Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι
και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι 

-να στοχαστείς- 

Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας 
μεσοστρατίς.


Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! 

Πότε ήρθε; Πώς; 

Άγιε, σταμάτησε το λόγκο, 
που τρέχει εμπρός.


Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω 

-με τι καρδιά;- 

Θέλω να πέσω να πεθάνω, 
εδώ κοντά.»


Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι... 

βογκάει βαριά. 

Μακριά του στάθηκε το δάσος, 
πολύ μακριά.



Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, 

φωνή καμιά. 

Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, 
στην ερημιά.-







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου