Τετάρτη 29 Απριλίου 2020

Κώστας Περδίκης: Τα μικρά μου...




το πρώτο μου σχολείο

πρώτη μέρα στο σχολείο



Το σχολείο (Δημοτικό) τότε άρχιζε, αν θυμάμαι καλά, στις 21 Σεπτεμβρίου.
Μαζί με το σχολείο άρχιζαν και τα πρωτοβρόχια.
Μέναμε ακόμη στο εξοχικό μας σπιτάκι, στον κάμπο.
Εκείνη τη μέρα η μάνα μας, πρωί-πρωί, μας ετοίμασε εμένα και την αδελφή μου για το σχολείο.
Φόρεσα την απαραίτητη μπλε ποδιά με το στρογγυλό άσπρο γιακαδάκι, που εκείνη, ούσα άριστη μοδίστρα, έγκαιρα μου είχε ράψει.
Για μένα θα ήταν η πρώτη μου μέρα στο σχολείο.
Η αδελφή μου θα πήγαινε στην τρίτη τάξη και τις πρώτες μέρες θα φόραγε την περσινή της ποδιά.
Μας ξεπροβόδισε με φιλιά, λέγοντάς μας, όταν σχολάσουμε, να πάμε στο πάνω σπίτι, στην πόλη, όπου θα πατάνε τα σταφύλια.
Ήταν η εποχή του τρύγου.
Το Δημοτικό στεγαζόταν, τότε, σε ένα διώροφο σπίτι, λίγο πιο πάνω από το Γυμνάσιο.
Η "πρώτη" τάξη έκανε μάθημα σε μια αίθουσα του ισογείου, στο πίσω μέρος του κτιρίου.
Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από εκείνη την πρώτη μέρα στο σχολείο.
Θυμάμαι όμως καλά ότι πιασμένοι από τους ώμους με ένα άλλο παιδί, που εκεί πρωτογνώρισα, τον Τάση, βολτάραμε στο προαύλιο τραγουδώντας ένα τραγούδι της εποχής που είχε σαν ρεφρέν:
"Πω-πω-πω θα μου φύγει το καφάσι".
Σχολάσαμε και όπως μας είχε πει η μάνα μας, πήγαμε κατ΄ ευθείαν στο πάνω σπίτι.
Εκείνη, μόλις μας βλέπει στο έμπα της αυλής, σκουπίζοντας τα βρεγμένα χέρια της στην ποδιά της, τρέχει να μας προϋπαντήσει.
Μας αγκαλιάζει και τα δυο και ακούω να λέει, απευθυνόμενη σε μένα:
"Πω-πω, το αγόρι μου μοσχοβολάει γράμματα".
Θα φανεί ίσως περίεργο.
Ακόμη και σήμερα θέλω να πιστεύω ότι τότε μου είχε πει την αλήθεια.


ο Άγιος Σπυρίδωνας


η συγγνώμη


Τότε κάναμε σχολείο και το Σάββατο.
Το απόγευμα όμως του Σαββάτου είχαμε και Κατηχητικό.
Ο παπα-Μήτσος μας μάζευε στον Άγιο Σπυρίδωνα και μας έλεγε ιστορίες θρησκευτικού περιεχομένου, από τη ζωή του Χριστού και των Αγίων.
Παίζαμε διάφορα παιχνίδια και στο τέλος, αφού πρώτα τραγουδούσαμε με χαρά και ενθουσιασμό «τα Χριστιανόπουλα», σκορπούσαμε για τα σπίτια μας.
Ήταν η ώρα που βασίλευε ο ήλιος.
Τη χρονιά εκείνη πήγαινα στην τετάρτη τάξη.
Τελευταία ώρα μαθήματος και τελευταία σχολική μέρα.
Σάββατο.
Με τον διπλανό μου, τον Γιώρη, έχουμε πιάσει κουβεντούλα και αγνοούμε την κυρία Καλλιόπη.
Αυτή μας βλέπει και για τιμωρία μας απαγορεύει να πάμε το απόγευμα στο Κατηχητικό.
Εγώ το πήρα βαριά. Έπεσα σε μαύρη στενοχώρια.
Γυρίζω στο σπίτι και μπήγω τα κλάματα.
Βλέποντάς με η μητέρα μου, με βουτάει από το χέρι και μια και δυο ξεκινάμε για το σπίτι της δασκάλας.
Έμενε αρκετά έξω από την πόλη, στα Πέρα Καλύβια.
Η κυρία Καλλιόπη μας βλέπει από μακριά και δαγκώνεται.
«Bρε Γιωργία, γιατί κουβαληθήκατε μεσημεριάτικα;» λέει της μάνας μου γελώντας.
Μας υποδέχεται κάτω στην εξώπορτα, με αγκαλιάζει και ανεβαίνουμε στο σπίτι.
Της ζητάω επισήμως συγγνώμη.
 Εκείνη, χαμογελώντας, μου δίνει άφεση αμαρτιών και την άδεια για να πάω στο απογευματινό Κατηχητικό.

Τα χρόνια δεν κατάλαβα πώς πέρασαν.
Η κυρία Καλλιόπη, στα ενενήντα της σήμερα, θυμάται τα πάντα.
Όταν τη συναντάω, θα αναφερθεί με αγάπη στη δική μου συγγνώμη, αλλά και στη δική της συγχώρεση.


Από το βιβλίο ''Σινική Μελάνη'', 2014

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Θοδωρής Γκόνης (1956):




Θε μου, ούτε όλα σου τα καλά ούτε όλα σου τα κακά

Την Πέμπτη, μία μέρα πριν αρχίσει η μεγάλη καταστροφή, τρίζανε τα δέντρα, φώναζαν όσο προχωρούσε η μέρα όλο και πιο δυνατά. Η μητέρα μου έξω στην αυλή σήκωσε το κεφάλι της και είπε «Θε μου, ούτε όλα σου τα καλά ούτε όλα σου τα κακά». Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Ο Βαγγέλης ο Αποστολόπουλος και ο Νίκος ο Μωραΐτης, φίλοι από τη Ζαχάρω, ετοιμάζονταν να πάνε στα λουτρά του Καϊάφα, στο δάσος της Στροφυλιάς, να πάρουν τη δροσιά τους. Σαράντα βαθμοί στη Ζαχάρω, τριάντα στου Καϊάφα. Για άλλη μια φορά θα τραγουδούσαν και ίσως επιτέλους να τελειοποιούσαν τις ιστορίες τους τις έμμετρες για τις λουτροπηγές, για τα νερά που εθεράπευαν «αλφούς και λεύκας και λειχήνας...».
Το μέρος όπου βλέπετε, το καταπληκτικό, το όμορφο, τη σιγαλιά που βασιλεύει χιλιάδες χρόνια τώρα, το 'κλεισε με την άμμο της η θάλασσα και έφτιαξε αυτή τη λίμνη την παράξενη με τις μυστήριες σπηλιές, με το βουνό της Σμέρνας και τα πυκνά τα πεύκα τα πανύψηλα.
Θα έπιναν, θα γέλαγαν, θα τέντωναν τα χέρια και τα πόδια τους κάτω από τις πυκνές σκιές, θα 'καναν τρέλες, θα κυλιόντουσαν σαν τα μικρά παιδιά κι ύστερα θα 'πιαναν τα άλλα τα τραγούδια τους, τα προσφιλή, τ' αγαπημένα από τον Στράβωνα και τα Απόκρυφα τα Ευαγγέλια.
Η κακοσμία που έχουν τα νερά είναι από το δηλητήριο της Λερναίας Υδρας. Εδώ ήρθαν οι καημένοι οι Κένταυροι, καλή ώρα σαν κι εμάς, κι έπλυναν τα τραύματά τους για να γιατρευτούν, αυτά που τους κατάφερε με τα βέλη του ο Ηρακλής.
Στη Λερναία Υδρα μέσα
βούτηξες κι εσύ μπαμπέσα
το χειλάκι σου
κι από Κένταυρος θα γίνω
το σκυλάκι σου
Θα 'ρθει μετά και το άλλο το τραγούδι, το ομώνυμο του Καϊάφα. Οταν ο Καϊάφας της Ιουδαίας, ταξιδεύοντας για τη Ρώμη όπου θα έδινε εξηγήσεις στον αυτοκράτορα για το κρίμα του, ναυάγησε στην ακτή της Ολυμπίας, βαριά τραυματισμένος και άρρωστος, λούστηκε σε αυτά εδώ τα νερά και έτσι πήραν αυτή την αφόρητη δυσοσμία «ίνα ούτω διαιωνισθεί η συνεπεία του προς το Θεό αμαρτήματος καταδίκη του».
Απ' τον Αννα στον Καϊάφα
Καλαματιανή
τι ψυχή θα παραδώσεις
στον κριτή.
Κι ενώ θα προχωράει η μέρα και τα τριξίματα από τα δέντρα θα γίνονται ακόμα πιο δυνατά, μερακλωμένοι θα ξανοιχτούν στα τοπωνύμια. Θα πάρουν τα διπλά, τα τρίδιπλα ονόματα στα χέρια τους, θα τεντώσουνε το δίχτυ, το φιλέ, θ' αρχίσουν το παιχνίδι τους: Μάκιστος - Μπαράκου και Κουμουθρέκα, Γρύλλος - Μούντριζα, Φιγαλεία - Ζούρτσα, Λέπρεον - Στροβίτσι, Φασκομηλιά - Μουντρά, Αμυγδαλιές - Ζελέχοβα, Δαφνούλα - Καλέτζι, Θολό - Θολό Ποτάμι, Σκυλλούντα - Μάζη, Χόχλακα - Χάσλακα, Ελληνικό - Λενικό, Πυργάκι στο Μπυργάκι...
Αλφειός - Ρουφιάς
Θέος, Ελος, Λούσιος
Λάδων, Ελισσών, Λευκίας
Τσεμπερούλα, Σελινούς...
Κρέστενα - Χρίσταινα...
«Απήρεν τους κι ανέβαινεν τα μέρη των Κρεστένων», Ανδρίτσαινα... Αρχαία Ολυμπία... Κρόνιο...
Κι εκεί καθώς μιλούν και φτερουγίζουν οι τόποι σαν τα τρελά πουλιά, ανοίγουν ξαφνικά τα δέντρα και τα χώματα, έρχεται μαύρο σύννεφο και παίρνει τα ονόματα απ' τα χείλη τους, φωτιά τους βάζει και τα καίει «Θε μου, ούτε όλα σου τα καλά ούτε όλα σου τα κακά».
Είκοσι Αραχαμιτάκια
«Στις 7 Αυγούστου 1825 οι στρατηγοί Μουράτ και Γαλίπ, με 2.500 τακτικούς και χιλίους ατάκτους, εκινήθησαν κατά του Ισαρι. Ετρεξε ο Σιώρης από τις Καρυές με 150 Ισαρέους, ασφάλισε τα γυναικόπαιδα, 500 ψυχές, σε ορεινή θέση, με 50 φρουρούς κι ωχυρώθη με τους άλλους 100 στην εκκλησιά του χωριού. Ο εχθρός τούς έζωσε. Από τις 9 το πρωί ώς τις 2 μετά το μεσημέρι αντέκρουσαν τις επιθέσεις των Τουρκο-αλβανο-αιγυπτίων.
»Ετρεξαν από Δραγουμάνου οι άλλοι, έπιασαν τα σπίτια, πολεμάν 4 ώρες. Οι Αλβανοί ωρμούσαν με λύσσα. Επεσαν και πληγώθηκαν 200. Οι Ελληνες εξώρμησαν όλοι μαζί από τα σπίτια, διέσχισαν τους εχθρούς, πήραν τα γυναικόπαιδα και πέρασαν στον Κραμποβό. Επεσαν 65 νεκροί να σώσουν τους αμάχους. Οι Τούρκοι έκαψαν το Ισαρι και γύρισαν στον κάμπο τον Καρυτινό.
»Του Μπραΐμη το πέρασμα ήταν τρομερό. Δέκα χιλιάδες Αιγύπτιοι, 5 χιλ. Αλβανοί και Τούρκοι και 2 χιλ. Μαμελούκοι! Κι άτακτοι, σκυλιά, καταδότες, εμπρηστές».
Είκοσι παιδιά ντόπια, Αραχαμιτάκια, μόνα τους, με τρακτέρ, με αυτοσχέδιες υδροφόρες και τα χέρια τους σώσανε το χωριό. Σηκώσανε τη φωτιά και τη διώξανε πέρα, πάνω απ' το φαράγγι του Ελισσώνα. Την πρόλαβαν πριν τρέξει προς το Μαίναλο. Τρεις μέρες τώρα γυρνούν χαϊλωμένα, καμένα, πεινασμένα. Κρύψανε στην Τρίπολη τις γυναίκες, τα μικρά παιδιά, τους γέροντες. Κατάφεραν και σώσανε τη Μεταμόρφωση, τα γλέντια, τις γιορτές τους.
Οι καστανιές καήκανε όλες απ' άκρη σ' άκρη. Δε θα 'χει φέτος κάστανα απ' τους Αραχαμίτες ούτε καρύδια και φιλέματα απ' τα μποστάνια του. Τα άσπρα περιστέρια του Παπαγιαννόπουλου κοιτούν τον μαύρο κάμπο, την Μπουτσικόλακα. Το χοντρό αλάτι που 'χαν απλώσει πάνω στους βράχους για να γλείφουνε τα ζωντανά τους, να μη διψούν, πέτρωσε, μαύρισε. Σαύρες, χελώνες και φιδοπουκάμισα καμένα. Το καθρεφτάκι το σπασμένο που 'χε σφηνώσει ο τσοπάνος έξω απ' το καλύβι του για να ξυρίζεται τις Κυριακές θόλωσε. Σπίτι δεν κάηκε κανένα εδώ κι ας μας εκύκλωσε η φωτιά. Τη διώξαμε. Στ' ανάθεμα.
Πιο κάτω στην Ασέα τα ίδια. Κι εδώ παλαίψανε οι άνθρωποι, πιαστήκανε στα χέρια «Ψηλά στου Διγενή τα κάστρα, στον τάφο του παλικαριού». Τους ξέφυγε η φωτιά προς το νεκροταφείο, το έκαψε ολόκληρο, μαύρισε σταυρούς και μάρμαρα, άνοιξε, βούλιαξε τάφους, γκρέμισε το οστεοφυλάκιο, σκόρπισε κατά γης και ανακάτεψε κόκαλα και νεκροκεφαλές. Ολοι μαζί αγκαλιασμένοι για άλλη μια φορά. Τι θλιβερό τούτο το ξαναντάμωμα!
Ο τάφος ο μεγάλος άντεξε, δε μαύρισε, δεν άνοιξε, κρατάει γερά το μυστικό του. Μόνο ο σταυρός στον άλλο τάφο απέναντι που 'ναι γραμμένο το όνομα της αδελφής του ΝΤΙΝΑ..., με κεφαλαία κι ανάποδα από την πίσω του πλευρά, για να κοιτάζει κι αυτόν και τη μάνα τους, μαύρισε, δάκρυσε.
Οι κερασιές καήκανε, το ίδιο κι οι καμπάνες. Ο κάμπος ώς την Κάτω Ασέα στάχτη. Δε θα κρεμάσουν κεράσια τα κορίτσια στα μαλλιά ούτε στ' αυτιά τους σκουλαρίκια κόκκινα. Τα χείλη τους θα τα ματώνουν με τα δόντια τους.
Δίπλα, στο Κεραστάρι τ' όμορφο, το πράσινο χωριό, η φωτιά τσουρούφλισε μόνο τα μουστάκια του. Γύρω-γύρω από το χωριό κάηκαν όλα, μαύρο χιόνι, τα σπίτια τους τα πάλεψαν, τα κέρδισαν, τα κράτησαν ορθά. Κανείς δεν έφυγε. Ολοι εκεί.
Απέναντι, στον Δήμο Φαλαισίας, Γραικού, Ανάβρυτος, Σκορτσινού, Σουλάρι, Ρούτσι, σπίτια, χτήματα, χωράφια, αμπέλια, μελίσσια, υποστατικά, όλα νεκρά, αφανισμένα. Ακόμα και στο Βουτσαρά, στον τόπο του, δεν μπόρεσε ούτε αυτός ο Δοξαπατρής ο γιγαντόσωμος ο άντρακλας να κάνει τίποτα, αυτός που το στήθος του ζύγιζε 150 λίτρες και το ρόπαλό του δεν μπορούσε κανείς να το σηκώσει, ο παλικαράς που τον ζωγράφισε ο Κόντογλου.
Οσοι έτρεξαν, όσοι ήταν εκεί βάλανε το στήθος τους μπροστά, προστάτεψαν τα σπίτια τους. Οσοι λείπανε, τα έχασαν, τα ρήμαξε η φωτιά. Για κάτι μαγκούφικα, ψηλά, παρατημένα, που τα 'χουν χτίσει οι Λαγκαδινοί, κι οι κληρονόμοι τους τσακώνονται και μαχαιρώνονται αδέλφια και ξαδέλφια…, έδωσε τη λύση τη δίκαιη, τα μοίρασε η φωτιά.
Στον δρόμο οι κολόνες της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, τσακισμένες κρέμονται, πιασμένες από τα σύρματα σα χαρταετοί της Καθαράς Δευτέρας. Τα χελιδόνια, τα πουλιά δε βρίσκουνε πού να σταθούν, κοιτάζουν και απορούν. Οι γραμμές του τρένου, εδώ και τρία χρόνια σταματημένο, ξεκοιλιασμένες. Οι πινακίδες, οι ταυτότητες των χωριών σβησμένες με μαύρη γομολάστιχα
Στ' Ανεμοδούρι μια γιαγιά ποτίζει τα βασιλικά της, τους κατηφέδες, τα λουλούδια της. «Δε μ' αφήνουνε να τα ποτίσω, δεν έχουμε άλλο νερό, αλλά τι να κάνω, είναι τα μόνα που μ' απόμειναν ζωντανά μες στα καμένα. Κόβω λίγο χειμωνιάτικο βασιλικό για να μυρίσω, ν' αναπνεύσω, να μην πνιγώ εδώ χάμου». Εφερε η φωτιά το χρώμα της φωνής στη θέση της, γύρισε η προφορά η άγια… «Καμιά βοήθεια από πουθενά. Σωθήκαμε από θαύμα, μείναμε με τη φωτιά, την κοιτάξαμε και σκιάχτηκε, το έβαλε στα πόδια. Πρόλαβε κι έκαψε τ' αμπέλια, το κρασί μας, τις συκιές, τα στάρια και τα φρούτα μας».
Στο Λεοντάρι όλα γύρω ρημαγμένα. Η μικρή πολιτεία σώθηκε. Στις άκρες καήκανε μονάχα λίγα σπίτια. Ισως τη βοήθησαν ο Νικηταράς που περπάτησε και πάτησε αρκετές φορές τα μέρη αυτά, κι αν είχε πατούσα αυτός, κι ο Κολοκοτρώνης που μικροπαντρεύτηκε κάποτε εδώ.
Τα ελικόπτερα με τους κουβάδες πετούν προς το Ισαρι που καίγεται, προς την Αγία Θεοδώρα, να σώσουν τα πουρνάρια τα αιωνόβια, που βγαίνουν μέσα απ' το ιερό της εκκλησίας. Οι πιτσιρικάδες, η μαρίδα στην πλατεία βάζει στοιχήματα, αν είναι ρώσικα ή ελληνικά, ποια είναι τα πιο γρήγορα, τα πιο αποτελεσματικά. Ρωσόφιλοι ανέκαθεν οι Αρκάδες, λόγω Κολοκοτρώνη, ποντάρουνε στα ρώσικα
Στη Μεγαλόπολη οι καπνοί από τα φουγάρα στα τρία εργοστάσια της ΔΕΗ φαίνονται βάλσαμο μπροστά στις φλόγες που κατακαίνε τα χωριά και τα βουνά απέναντι. Τι κι αν εδώ έχουν τις πηγές τους οι τρεις μεγάλοι ποταμοί, Ευρώτας, Πάμισος και Αλφειός;
Μαύρα στόματα
και σιωπή ρημαγμένων σταυρώνΟ Θοδωρής Γκόνης είναι Έλληνας στιχουργός, ποιητής, ηθοποιός και σκηνοθέτης.
στους λόφους

* Ο Θοδωρής Γκόνης κατάγεται από την Αρκαδία.
Είναι Έλληνας στιχουργός, ποιητής, ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Πηγή: ''Καθημερινή''