Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Ο ''Τσάκα-τσούκας'':

 Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΒΙΟΥ ΒΙΚΤΩΡΑ, ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗ ΣΤΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ, 

ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΚΑΤΕΓΡΑΨΕ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΙΣΙΜΙΣΗΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ 
«ΒΟΥΡΛΑ - ΤΡΟΥΜΠΑ»



Εγώ πριν τον πόλεμο, μετά τη δουλειά μου τα βράδια, πούλαγα σποράκια, στραγάλια και φιστίκια με το καλαθάκι. Πήγαινα στους σινεμάδες και όταν δεν ξεπούλαγα, κατέβαινα στην Τρούμπα. Εκεί ήταν πιο ήσυχα. Στα Βούρλα δεν πήγαινα βράδυ γιατί εκεί ήταν όλο χασικλήδες, εκτός από κάτι απογεύματα πριν νυχτώσει, όταν ήταν φύλακας ο Μήτσος απ’ τον Πύργο. Μπασκίνας ήτανε· αλλά καλός άνθρωπος. Του ’δινα λίγα φιστίκια και μ’ άφηνε να τρυπώνω και να πουλάω μέσα, στις κοπέλες. Εκεί μου γυάλισε μια Κρητικιά – η Σούλα. Ήταν ψηλή, μελαχρινή, όμορφη κοπέλα. Είχε και δυο παιδιά· τα φύλαγε η μάνα της μου είχε πει. Εγώ της χάριζα στραγάλια για τα παιδιά της κι εκείνη μου έλεγε τον πόνο της. Είχαμε γίνει φίλοι. Πώς να της πω ότι ήθελα να πάω μαζί της; Όχι ότι δεν θα πλήρωνα, αλλά ντρεπόμουνα.

 

Μια φορά από τις πολλές που κουβεντιάζαμε, φαίνεται πως το κατάλαβε. Φορούσε κάτι πολύ ανοιχτό κι εγώ δεν είχα ξεκολλήσει τα μάτια μου από τα στήθια της. "Ρε Τσάκα-τσούκα" μου είπε "με γουστάρεις;" (έτσι με φώναζαν, από τα σποράκια που πουλούσα. Ο Βίκτωρας ο Τσάκα-τσούκας). Εγώ ντράπηκα πολύ, αλλά είχα φουντώσει κιόλας. Χαμήλωσα τα μάτια μου και της έκανα νόημα με το κεφάλι, που σήμαινε ναι. Μ’ αγκάλιασε και κάναμε ό,τι κάναμε. Είπα να την πληρώσω αλλά δεν το δέχτηκε. "Από σένα θα πάρω λεφτά; Εσύ είσαι ο δικός μου άνθρωπος" μου είπε.

 

Μετά ήλθε ο πόλεμος και χαθήκαμε. Τα Βούρλα έγιναν φυλακές. Εγώ δεν έβρισκα φιστίκια για να πουλήσω. Μόνο καμιά φορά στη μαύρη αγορά. Δεν τα έβαζα όμως στο καλαθάκι, γιατί στον δρόμο θα ’τρωγαν κι εμένα· όχι μόνο τα φιστίκια. Και με το δίκιο τους. Ο κόσμος πεινούσε. Πέθαινε απ’ την πείνα. Τα έκρυβα σε μια τσαντούλα πάνινη που είχα φτιάξει από μαξιλαροθήκη και πήγαινα στην Τρούμπα το βράδυ. Εκεί, είχα τους πελάτες μου – τις πατρόνες που είχαν τα σπίτια.

 

Ένα βραδάκι, χειμώνας ήτανε κι έβρεχε πολύ, είχα αγοράσει λίγα φιστίκια και πήγα στην Τρούμπα να τα πουλήσω. Μπαίνοντας σ’ ένα σπίτι στη Νοταρά, όλες οι κοπέλες ήταν μαζεμένες γύρω από το μαγκάλι με τα κάρβουνα για να ζεσταθούνε. Μαζί και η χοντρή πατρόνα – δεν θυμάμαι τ’ όνομά της να σ’ το πω. Εγώ μουσκεμένος ως το κάκκαλο. Άκουσα τότε μια από τις κοπέλες να μου φωνάζει: "Ρε Τσάκα-τσούκα, τι θες εσύ εδώ;". Γνώριμη φωνή. Ήταν η Σούλα η Κρητικιά από τα Βούρλα, που είχαμε χαθεί.

 

Έκατσα να ζεσταθώ λίγο μαζί τους και να μιλήσω με τη Σούλα. "Τι έγινες; Για πες μου, Σούλα". "Κατέβηκα στην Κρήτη με τα παιδιά και τη μάνα μου μόλις μας έδιωξαν από τα Βούρλα. Εκεί βρίσκεις και κάτι να φας. Αλλά μετά από λίγο καιρό είδα ότι δεν με σήκωνε άλλο το κλίμα. Όλο υπονοούμενα ήταν ο κόσμος και φοβήθηκα μη μάθουν τα παιδιά μου τη δουλειά που κάνω. Έτσι, ξαναγύρισα εδώ".

 

Φεύγοντας, αφού πούλησα τα φιστίκια στην πατρόνα, φώναξα τη Σούλα να τη χαιρετήσω. Μόλις ήλθε κοντά μου, έβαλα το χέρι μου στην τσέπη –είχα κρύψει μισή χουφτίτσα φιστίκια– και της είπα: "Πάρε αυτά, να τα δώσεις στα παιδιά". "Μα τα παιδιά είναι στην Κρήτη". "Ε... τότε φάτα εσύ". Έφυγα γιατί ένιωθα ότι βουρκώνουν τα μάτια μου. Και η Σούλα μου φώναξε: "Α ρε Τσάκα-τσούκα, πάντα ο ίδιος έμεινες!".

Πηγή: Lifo

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Παναγιώτης Κ. Γεωργακόπουλος:

 Ένας αξιόλογος ποιητής





Στοχασμοί περί Ποιήσεως

Για να κατακτήσει κανείς την ποίηση, της οφείλει μια σχετική αγάπη και αφοσίωση, για να μπορεί να διεισδύει μέσα στις γραμμές.

Έτσι θα μπορέσει να μετασχηματίζει έννοιες και νοήματα με βάση τη δική του κοσμοθεωρία, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο δημιουργικού διαλόγου με το συγγραφέα. Αλλιώς είναι ένας απλός διαβαστής, που δεν έχει βρει τον πλούτο του υπεδάφους και απλώς αγγίζει την επιφάνεια των πραγμάτων.

Ο ποιητής είναι ο μύστης της ζωής. Είναι αυτός που προσπαθεί να διακρίνει ότι κρύβεται πίσω από ένα δάκρυ που κύλισε στο μάγουλο, πίσω από το σκοτεινιασμένο βλέμμα, κάτω από ένα λυπημένο μειδίαμα που μόλις διακρίνεται στις άκρες των χειλιών.

Η δε ποίηση είναι μια μετουσίωση των συναισθημάτων πρώτα σε στοχασμό και κατόπιν ο στοχασμός γίνεται λέξεις, στίχοι.

Θεωρώ ότι κανείς, ούτε και ο ίδιος πολλές φορές, δεν μπορεί να πει με ακρίβεια τι γράφει ένας ποιητής, ή τι είναι αυτό που τον κάνει να γράφει.

Ίσως περισσότερο θα πρέπει να σταθούμε στο σκοπό και σε τι προσφέρει ή βοηθά η ποίηση.

Η ποίηση είναι ίδια η ζωή, όπως κι ο έρωτας, που κρύβει περίτεχνα αυτό που μας κάνει ερωτευμένους. Έχει τη δυνατότητα να είναι πράξη ερωτική, πράξη απόγνωσης, μαγεία, διαφυγή, απόδραση. Ακροβατεί και είναι αυτό που χαρίζει ίσως συγκίνηση.

Σε ανεβάζει στον ουρανό, σε κατεβάζει στη κόλαση, σε κάνει να χαίρεσαι ή να λυπάσαι.

Είναι σαν να λέμε τι συναισθήματα σου προκαλεί το άκουσμα ενός κελαϊδισμού αηδονιού, κοκκινολαίμη ή κοτσυφιού τώρα το χειμώνα.

Είναι το απροσδιόριστο ευλαβικό συναίσθημα ενός μη θρησκόληπτου, όταν μπαίνει σε ένα έρημο εκκλησάκι της Σκύρου, πλάι στη θάλασσα ή στο βουνό, με τις μισοσβησμένες - ξεθωριασμένες τοιχογραφίες από την υγρασία και το χρόνο.

Η αγαλλίαση που προσφέρει το άναμμα ενός φτηνού κεριού στο μανουάλι από άμμο...


Ο Παναγιώτης Κ. Γεωργακόπουλος γεννήθηκε στη Ζαχάρω Ηλείας το 1962.
Απόφοιτος της στρατιωτικής σχολής Ικάρων.
Σήμερα Αντιπτέραρχοες ε.α.

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Κώστας Περδίκης:

 Μια φωτογραφία, πολλές θύμησες...


1976

Με τον συνεργάτη και συνέταιρό μου Σπύρο Γρηγορόπουλο, στο νεοσυσταθέν γραφείο μας στον Λυκαβηττό, οδός Αποκαύκων, αρ. 21

Νέοι Μηχανικοί, φερέλπιδες.

Οι προσωπικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τα σχεδιαστικά βοηθήματα (αutocad, κ.ά.) καθώς και τα υπολογιστικά προγράμματα Στατικών μελετών ανύπαρκτα, ακόμη και στα πιο τρελά όνειρά μας.

Τότε, σχεδιάζαμε με μολύβι σε ριζόχαρτα και μελανώναμε σε διαφανή  χαρτιά με ραπιδογράφους.

Για βοήθεια στο σχέδιο είχαμε τρίγωνα, χάρακες, καμπυλόγραμμα, διαβήτες, ταφ ή parallilo.

Για τους υπολογισμούς μας μόλις είχαν εμφανιστεί τα πρώτα κομπιουτεράκια τσέπης των τεσσάρων (4) πράξεων.

 

Υ.Γ. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μας στο Ε.Μ.Π.  προλάβαμε, πριν εγκαταλειφθούν οριστικά,   τους γραμμοσύρτες και τους  λογαριθμικούς  κανόνες…


Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Γιώργος Λιόδης:


 

Κάνει καλό

 

          Η σκοπιμότητα του εμφυλίου επέβαλε να δοθούν κάποιες παροχές στους αστυνομικούς που υπηρετούσαν στην Αττική. Για Θες/νίκη, Πάτρα και Κέρκυρα δεν ξέρω τι έγινε. Σίγουρα κάτι θα πήρανε.

          Θυμάμαι τα ελευθέρας στα λεωφορεία, τραμ και ηλεκτρικό, τα δωρεάν εισιτήρια δύο ατόμων για σινεμά, θέατρα, βαριετέ (τότε λειτουργούσαν μόνο δύο, Όαση και Πεύκα) και παραστάσεις στο καλλιμάρμαρο.

          Επίσης παίρναμε και τρόφιμα. Κυρίως ζάχαρη, γάλα σκόνη κονσέρβες corned beef αλλά και κατεψυγμένο κρέας, γύρω στη μισή οκά κατά οικογένεια που δινόταν από συγκεκριμένα κρεοπωλεία.  

          Μη πάει το μυαλό σε τυχόν νόστιμα κατεψυγμένα που βρίσκουμε τώρα σε κάποια σούπερ μάρκετ ή στη κεντρική αγορά. Μιλάμε για μεγάλα βοοειδή Αργεντινής πολύ παχιά. Ξύγκι κι’ άγιος ο θεός.

          Η μάνα μας ξεχωρίζοντας ψαχνό το μαγείρευε πετώντας το λίπος.

Ο διαχωρισμός δεν ήταν εύκολη δουλειά. Έπρεπε να τη βοηθάει και το κομμάτι.

Όμως παρά το μαγείρεμα έμεναν η μυρωδιά και η γεύση του λίπους.

          Μερικές φορές ήταν τόσο έντονα που δεν κατέβαινε ούτε μπουκιά. Τότε  άκουγα τον πατέρα μου, σοβαρό να λέει «τρώγε το,  κάνει καλό ! ! !». Μάλλον σκέφτηκε ότι στη κατοχή, αυτό θ’ ήταν  παντεσπάνι.

          Αυτό το «κάνει καλό» είχε καταντήσει εφιάλτης κάθε φορά που είχαμε κρέας. Ακόμα και τις λίγες φορές που το καλομαγειρεμένο ψαχνό, μοσχομύριζε από τα μπαχαρικά. 

          Όμως οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν χωρίς να καταργούν τον κανόνα.

Έτσι μια φορά που θα πήγαινα να το πάρω (με στέλνανε συχνά) και παρά το «κοίτα να σου δώσει καλό κομμάτι» είπα ότι η μάνα μου ζήτησε μόνο λίπος.

          Ο χασάπης ξαφνιάστηκε αλλά είχε και την περιέργεια, και ρώτησε γιατί το θέλει. Τα έχασα, ψέλλισα ένα «δεν ξέρω» οπότε άρχισε να ρωτάει μήπως θα κάνει … ή … και αράδιασε μερικές, άγνωστες συνταγές.

          Ευτυχώς δεν υπήρχε τηλέφωνο στο σπίτι για να ρώταγε. Βολεύτηκε όμως αφού θα ξεφορτωνόταν ξύγκι γλυτώνοντας καυγάδες με κάποιους ζόρικους που θα ζητούσαν «καλό κομμάτι».

          Κατάλαβα ότι το’ χα τραβήξει αλλά δεν εύρισκα και τρόπο να ξεφύγω.

Στο δρόμο για το σπίτι σκεφτόμουν την αντίδραση, αφού με την καμία αυτό που κρατούσα δεν το λες «καλό κομμάτι».  

          Τόσο εγώ, όσο και ο πατέρας μας, είχαμε ακούσει συχνά και σε επιτιμητικό ύφος «τι είναι αυτό; δεν είχε χειρότερο να σoυ φορτώσει». Είχε βέβαια κάποιο δίκιο, γιατί η απολίπωση ήταν δύσκολη δουλειά. 

          Η πρώτη κουβέντα ήταν γιατί άργησα. Άντε τώρα να πεις ότι έφταιγε ο κρεοπώλης που άργησε να ξεχωρίσει ψαχνό από λίπος. Μάλλον θα ξέφυγα  με κανένα «είχε ουρά» ή κάτι ισοδύναμο. Ανακουφίστηκα όταν μου είπε να το αφήσω κάπου. Το ‘κανα και πήγα στο δωμάτιο με τα παιχνίδια μου.

          Έπαιζα ξένοιαστος όταν ακούστηκε το «Γιώργο έλα γρήγορα». Περίμενα μάλωμα, λίγο αυστηρότερο, αλλά αυτό που άκουσα ήταν χειρότερο. «Να το πάς πίσω και πες του  ότι αυτό δεν είναι κρέας».

          Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο πατέρας (ψιλοκοπάνες από την υπηρεσία) και του λέει «Δώστο συ και πες ότι δεν πρέπει να κοροϊδεύει μικρά παιδιά». Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη αναγκάστηκα να πω το τι έγινε.

          Ξεθάρεψα, αφού γλύτωνα τα χειρότερα (κυρίως το ξύλο) έτσι όταν ρωτήθηκα γιατί το έκανα είπα με ύφος ελαφρά ειρωνικό, αλλά ακόμα φοβισμένο ότι «ο μπαμπάς λέει ότι κάνει καλό».

          Περίμενα κεραυνούς αλλά το μόνο που έγινε ήταν να κοιταχτούν και ο μπαμπάς να φύγει λέγοντας ότι πρέπει να γυρίσει στο τμήμα.

          Το λίπος δεν πήγε χαμένο. Κόπηκε κομματάκια, τσιγαρίστηκε και έγινε μια κρητική συνταγή με χόρτα, δεν θυμάμαι πως λεγόταν, αλλά, τι ειρωνεία, ήταν νοστιμότατη και όντως  έκανε  καλό.   

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Θανάσης Κ. Δαϊκος (1920-2022):

 Αποχαιρετήσαμε σήμερα στο Α' Νεκροταφείο τον ευπατρίδη συμπολίτη μας,

αγαπημένο μου θείο και συνάδελφο...





Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Αχιλλέας Κυριακίδης (1946):


 Παραλλαγή γ "Άνθρωπος στο παγκάκι"

  

Κάθε πρωί, ο κύριος Γ παίρνει το μπαστουνάκι του με την καμπυλωτή κοκάλινη λαβή και κατεβαίνει στην ακτή να δει τη θάλασσα. Έχει βρει το ιδανικό παγκάκι, πράσινο μεταλλικό, με πόδια λιονταριού μισοθαμμένα στα χαλίκια και στην άμμο, ακριβώς στη μέση της διαδρομής από την άσφαλτο των περιπάτων ως την υγρή αμμουδιά όπου σκάει το κύμα. Κάθεται στο παγκάκι και, καμιά φορά, αδέξιος ραβδοσκόπος, ανασκαλεύει την άμμο για κανένα μικροθησαυρό, κάνα κοχύλι, μια μικρή αλυσίδα όπως κάποτε, αλλά η ζωή του, φαίνεται έχει στεγνώσει από εκπλήξεις.

   Να, όμως, που σήμερα, κατηφορίζοντας τη ράμπα που οδηγούσε στη βίγλα του, είδε μια ράχη καθισμένη στο παγκάκι, μαύρα μαλλιά βρεγμένα που κάλυπταν το σβέρκο, ένα δεξί χέρι που τίναζε τη στάχτη του. Παίρνοντας τη γνωστή κατεύθυνση πέρασε από μπροστά του, κι όταν πλησίασε στο παγκάκι, ο άλλος παραμέρισε για να του κάνει χώρο να καθίσει. Ξένος. Και δεν ήταν μόνο τα μαλλιά του βρεγμένα. Πώς κάπνιζε, και το τσιγάρο του πώς ήτανε στεγνό, απόρησε ο κύριος Γ που, πάντως, είδε τον ξένο να του χαμογελάει και να τον καλημερίζει σε ωραία, γάργαρα ελληνικά.

   Μετά από λίγο, ξαφνικά, Εσύ δεν έχεις ανάγκη, είπε ο ξένος. Τι ανάγκη, είπε ο κύριος Γ. Να σωθείς, γέλασε ο ξένος και, θαρρείς θεόσταλτος για να γλιτώσει τον κύριο Γ απ' το να πει καμιά φιλοσοφία του τύπου Όλοι έχουμε ανάγκη να σωθούμε, έσπευσε να συνεχίσει: Βλέπεις εκείνο το βράχο, στα ψηλά, δεξιά σου, αυτόν που είναι εξώστης της μικρής σπηλιάς, εκεί μου είπαν να φυλάω, να περιμένω, κι όταν τα δω να πέσω στο νερό και να τα πιάσω και να τα φέρω έξω, να, χτες ακόμα είδα δύο με τα γιλέκα τους τα κίτρινα, πότε μες στο νερό πότε από πάνω, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, να 'ταν οκτώ, να 'ταν στα εννιά τους, και τα 'συρα ως εδώ, τα μάλαξα με τη σειρά να βγει από μέσα ο θάνατος, τους δάνεισα λιγάκι αναπνοή να πάρει πάλι μπρος το σώμα που 'χε ναυαγήσει, άλλα δεν ξέρω, δε ρωτάω, μήτε πού βούλιαξε η βάρκα τους μήτε πόσοι άλλοι.

   Κι εσύ από πότε ζεις εκεί κι εσύ πώς σώθηκες, ρώτησε ο κύριος Γ. Εγώ είμαι απ' τους πνιγμένους, είπε ο ξένος
Από το blog ''Είμαι στα χάη μου''
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946 στο Κάιρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει εννέα βιβλία με διηγήματα, μικρά πεζά και δοκίμια (κινηματογραφικά και φιλολογικά), έχει γράψει τρία σενάρια που γυρίστηκαν σε ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, και έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια. Κυκλοφορούν πάνω από σαράντα πέντε μεταφράσεις του έργων συγγραφέων όπως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Ζορζ Περέκ, ο Ρεϊμόν Κενό, ο Λουίς Σεπούλβεδα, ο Αλφρέντ Ζαρί, ο Ρολάν Τοπόρ, ο Άντριου Κρούμι, ο Ζαν Εσενόζ, ο Κάρλο Φραμπέτι κ.ά. Το 2004 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τις "Τεχνητές αναπνοές", το 2006 με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, για τη μετάφραση των πεζογραφικών "Απάντων" του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (στην οριστική έκδοση των "Ελληνικών Γραμμάτων" -η απονομή έγινε το 2007), την επόμενη χρονιά με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης, στο πλαίσιο των Καβαφείων 2007, και το 2009 με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ, για τη μετάφραση του μυθιστορήματος "Στο cafe της χαμένης νιότης" του Πατρίκ Μοντιανό.