Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Αχιλλέας Κυριακίδης (1946):


 Παραλλαγή γ "Άνθρωπος στο παγκάκι"

  

Κάθε πρωί, ο κύριος Γ παίρνει το μπαστουνάκι του με την καμπυλωτή κοκάλινη λαβή και κατεβαίνει στην ακτή να δει τη θάλασσα. Έχει βρει το ιδανικό παγκάκι, πράσινο μεταλλικό, με πόδια λιονταριού μισοθαμμένα στα χαλίκια και στην άμμο, ακριβώς στη μέση της διαδρομής από την άσφαλτο των περιπάτων ως την υγρή αμμουδιά όπου σκάει το κύμα. Κάθεται στο παγκάκι και, καμιά φορά, αδέξιος ραβδοσκόπος, ανασκαλεύει την άμμο για κανένα μικροθησαυρό, κάνα κοχύλι, μια μικρή αλυσίδα όπως κάποτε, αλλά η ζωή του, φαίνεται έχει στεγνώσει από εκπλήξεις.

   Να, όμως, που σήμερα, κατηφορίζοντας τη ράμπα που οδηγούσε στη βίγλα του, είδε μια ράχη καθισμένη στο παγκάκι, μαύρα μαλλιά βρεγμένα που κάλυπταν το σβέρκο, ένα δεξί χέρι που τίναζε τη στάχτη του. Παίρνοντας τη γνωστή κατεύθυνση πέρασε από μπροστά του, κι όταν πλησίασε στο παγκάκι, ο άλλος παραμέρισε για να του κάνει χώρο να καθίσει. Ξένος. Και δεν ήταν μόνο τα μαλλιά του βρεγμένα. Πώς κάπνιζε, και το τσιγάρο του πώς ήτανε στεγνό, απόρησε ο κύριος Γ που, πάντως, είδε τον ξένο να του χαμογελάει και να τον καλημερίζει σε ωραία, γάργαρα ελληνικά.

   Μετά από λίγο, ξαφνικά, Εσύ δεν έχεις ανάγκη, είπε ο ξένος. Τι ανάγκη, είπε ο κύριος Γ. Να σωθείς, γέλασε ο ξένος και, θαρρείς θεόσταλτος για να γλιτώσει τον κύριο Γ απ' το να πει καμιά φιλοσοφία του τύπου Όλοι έχουμε ανάγκη να σωθούμε, έσπευσε να συνεχίσει: Βλέπεις εκείνο το βράχο, στα ψηλά, δεξιά σου, αυτόν που είναι εξώστης της μικρής σπηλιάς, εκεί μου είπαν να φυλάω, να περιμένω, κι όταν τα δω να πέσω στο νερό και να τα πιάσω και να τα φέρω έξω, να, χτες ακόμα είδα δύο με τα γιλέκα τους τα κίτρινα, πότε μες στο νερό πότε από πάνω, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι, να 'ταν οκτώ, να 'ταν στα εννιά τους, και τα 'συρα ως εδώ, τα μάλαξα με τη σειρά να βγει από μέσα ο θάνατος, τους δάνεισα λιγάκι αναπνοή να πάρει πάλι μπρος το σώμα που 'χε ναυαγήσει, άλλα δεν ξέρω, δε ρωτάω, μήτε πού βούλιαξε η βάρκα τους μήτε πόσοι άλλοι.

   Κι εσύ από πότε ζεις εκεί κι εσύ πώς σώθηκες, ρώτησε ο κύριος Γ. Εγώ είμαι απ' τους πνιγμένους, είπε ο ξένος
Από το blog ''Είμαι στα χάη μου''
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946 στο Κάιρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει εννέα βιβλία με διηγήματα, μικρά πεζά και δοκίμια (κινηματογραφικά και φιλολογικά), έχει γράψει τρία σενάρια που γυρίστηκαν σε ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, και έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια. Κυκλοφορούν πάνω από σαράντα πέντε μεταφράσεις του έργων συγγραφέων όπως ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Ζορζ Περέκ, ο Ρεϊμόν Κενό, ο Λουίς Σεπούλβεδα, ο Αλφρέντ Ζαρί, ο Ρολάν Τοπόρ, ο Άντριου Κρούμι, ο Ζαν Εσενόζ, ο Κάρλο Φραμπέτι κ.ά. Το 2004 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τις "Τεχνητές αναπνοές", το 2006 με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, για τη μετάφραση των πεζογραφικών "Απάντων" του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (στην οριστική έκδοση των "Ελληνικών Γραμμάτων" -η απονομή έγινε το 2007), την επόμενη χρονιά με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης, στο πλαίσιο των Καβαφείων 2007, και το 2009 με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ, για τη μετάφραση του μυθιστορήματος "Στο cafe της χαμένης νιότης" του Πατρίκ Μοντιανό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου