Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

Κώστας Περδίκης:

 


Τα παπαδάκια

 

Τις Κυριακές, μετά τη λειτουργία, μόλις τέλειωνε και το μοίρασμα των αντίδωρων, τρέχαμε μέσα  στο ιερό και ζητά­γαμε από τον παπα Μήτσο ή τον παπα Γιάννη να μας επιτρέψει να ντυθούμε την άλλη Κυριακή παπαδάκια.

Εκείνοι, κρατώντας μια σειρά  για να μην υπάρχουν μεταξύ μας παράπονα και ζήλιες, όριζαν τα δυο παιδιά και τους παρέ­διναν τις στολές. Έπρεπε οι μητέρες μας να τις πλύνουν και να τις σιδερώσουν, ώστε να είναι έτοιμες για την επόμενη λειτουρ­γία.

Οι στολές συνήθως ήσαν άσπρες με γαλάζιους μεγάλους σταυρούς κεντημένους πάνω τους. Ήσαν φαρδιοί χιτώνες, σαν φουστάνια, που ’φταναν μέχρι κάτω. Το πιο όμως ενδιαφέρον στοιχείο της στολής ήταν η μακριά ζώνη, από το ίδιο ύφασμα, που είχε ένα αρκετά πολύπλοκο δέσιμο και χρειαζόταν το ένα παιδί τη βοήθεια του άλλου για να την περάσει και να τη δέσει σωστά.

Εννοείται ότι από το βράδυ του Σαββάτου έπρεπε να έχουμε λουστεί και μπανιαριστεί στην τσίγκινη σκάφη της μά­νας μας, για να είμαστε καθαροί και να μπορούμε έτσι να φέ­ρουμε εις πέρας το ιερόν καθήκον, που μας είχε ανατεθεί. Με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας πεταγόμαστε, όλο αγωνία, από τα κρεβάτια μας και τρέχαμε να προλάβουμε να δώσουμε το παρόν στους παπάδες, όταν εκείνοι άρχιζαν τη λειτουργία.

Τα παπαδάκια είχαν συγκεκριμένα πράγματα να κάνουν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας. Να ανάβουν και να ετοιμά­ζουν το θυμιατό και να το δίνουν στον παπά για να θυμιατίσει πρώτα την Αγία Τράπεζα, μετά τις εικόνες του τέμπλου και τε­λευταία το εκκλησίασμα. Να κρατούν τις λαμπάδες, δεξιά και αριστερά, όταν ο παπάς έβγαινε στην Ωραία Πύλη για να δια­βάσει το ευαγγέλιο. Να βαδίζουν κρατώντας τις λαμπάδες, μπροστά, μπροστά, όταν έβγαιναν τα Άγια και ο παπάς έλεγε την μακρόσυρτη δέηση υπέρ πάντων, ζώντων και τεθνεόντων.

Να ετοιμάζουν και να δίνουν στον παπά το Ζέον για τη Θεία Κοινωνία και να τον πλαισιώνουν όταν εκείνος μεταλά­βαινε τους πιστούς. Τέλος, να κρατούν το ψάθινο πανέρι με τα αντίδωρα, για να παίρνει ένα, ένα ο ιερέας και να το προσφέρει σε όσους έσπευδαν με κατάνυξη να το πάρουν, φιλώντας του το χέρι.

Το να ντυθείς, όμως, παπαδάκι και να λάβεις μέρος στην περιφορά του Επιταφίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, ήταν σίγουρα κάτι πολύ πιο σημαντικό. Στον επιτάφιο ντυνόμαστε πολλά παιδιά παπαδάκια κι αυτό γιατί έπρεπε να βρεθούνε χέρια για να κρατούν μια σειρά από ιερά αντικείμενα. Τον Σταυρό, τα εξαπτέρυγα, τα ιερά λάβαρα, τις λαμπάδες και τα χρωματιστά φανάρια.

Το ποιος θα κράταγε τι στην περιφορά του Επιταφίου το κανόνιζε κατά αποκλειστικότητα εκείνη τη βραδιά ο γιος του παπα Γιάννη, ο Γιώργος. Ο Γιώργος, ήταν αρκετά πιο μεγάλος από μας και μαγκάκι. Διάλεγε και  ανέθετε καθήκοντα σύμ­φωνα με τις προσωπικές του συμπάθειες.

Εμένα, εκείνη τη χρονιά,  ευτύχησα να μου αναθέσει να κρατάω ένα από τα  φανάρια. Λέω ευτύχησα γιατί ο Σταυρός, όπως και τα εξαπτέρυγα και τα λάβαρα με τα μακριά κοντάρια είχαν μεγαλύτερο βάρος και κόπο να τα κρατάς τόση ώρα. Οι λαμπάδες και τα φανάρια είχαν μικρά κοντάρια και ήσαν πολύ πιο ελαφριά.

Το φανάρι μάλιστα είχε και μια ξεχωριστή γοητεία. Το φως από τη φλόγα του κεριού του, περνώντας μέσα από τα χρωματιστά τζαμάκια του, δημιουργούσε μια μοναδική, μαγική ατμόσφαιρα.

Η περιφορά του Επιταφίου άρχιζε από τον Άγιο Σπυρίδωνα και  κατηφόριζε τον κεντρικό δρόμο. Φτάνοντας στην πλα­τειούλα, κάτω από το παλιό Δημαρχείο, έκανε την πρώτη στάση και οι παπάδες έψελναν τη σχετική δέηση. Συνέχιζε, ύστερα, διασχίζοντας την πάνω αγορά, με πολλούς να έχουν βγει στα μπαλκόνια, αριστερά και δεξιά και να έχουν ανάψει κεριά.

Λίγο πριν φτάσει μπροστά από το σπίτι μας η μάνα μας έσπευδε να στρώσει στον δρόμο το πιο καλό της ανδρομίδι, για να περάσει πάνω του ο Επιτάφιος και να πάρει το σπιτικό μας την ευχή του. Να έχει υγεία και προκοπή.

Λίγο πιο κάτω, μπροστά στο περίπτερο του μπάρμπα Γιάννη, του Μπελέκα, έκανε άλλη μια στάση για μια ακόμη δέηση. Μετά έστριβε  αριστερά και ανηφόριζε τον δρόμο μέχρι την Κορδόρουγα, περνώντας μπροστά από το παλιό Τηλεγρα­φείο,  το Ειρηνοδικείο και τη Χωροφυλακή.

Ήταν λίγο πριν φτάσουμε στο τέλος της ανηφόρας, όταν ο φουκαράς έπαθα εκείνο το χουνέρι.

Κράταγα όλο καμάρι το φανάρι μου όταν ξαφνικά ένοιωσα ένα δυνατό φύσημα να ’ρχεται από τη μεριά της γράνας και να προσπαθεί να μου το αρπάξει από τα χέρια. Μπόρεσα, βάζο­ντας τα δυνατά μου να το συγκρατήσω, όχι όμως και να γλι­τώσω και τη φλόγα του κεριού του, που έσβησε πάραυτα.

Μαύρο σκοτάδι έπεσε γύρω μου, εκεί που λίγο πριν απλω­νόταν το πολύχρωμο φως του φαναριού. Τα χρειάστηκα, ένοιωσα ντροπιασμένος και άχρηστος. Ευτυχώς, για καλή μου τύχη, με πλησίασε τότε ένας άντρας και με σβέλτες κινήσεις ξανάναψε με τον αναπτήρα του το κερί του φαναριού. Ήρθε η καρδιά μου στη θέση της.

Όμως μετά, μέχρι να κάνουμε την επόμενη στάση, μια σκέψη και απορία βασάνιζαν το μυαλό μου. Το φως του κεριού, ύστερα από το άναμμά του με τον αναπτήρα, να ήταν άραγε το ίδιο ιερό και άγιο με κείνο που είχε βγαίνοντας από την εκκλησία;

Με αναπάντητη την απορία μου, ύστερα και από την τελευ­ταία στάση που κάναμε στο σταυροδρόμι της Κορδόρουγας, μπροστά στο τρίφατσο σπίτι της Συλογιαννούλας, ο Επιτά­φιος έφτανε  και έμπαινε στην εκκλησία μας.

Πριν γυρίσουμε στα σπίτια μας έπρεπε να κάνουμε κάτι ακόμη, σαν τάμα, που σύμφωνα με τα λόγια των γονιών μας θα μας προστάτευε όλη τη χρονιά.  Να περάσουμε κάτω από τον επιτάφιο. Μποσουλώντας, αγόρια και κορίτσια  σμίγαμε εκεί αποκάτω, ανταλλάσοντας με νόημα φευγαλέες ματιές. Μια διαφορετική, παράξενη, αλλά και τόσο γλυκιά αίσθηση νοιώθαμε τότε μέσα μας.

Η άνοιξη, που είχε μπει για τα καλά, μαζί με τα χρώματα και τα αρώματα έφερνε, αναπόφευκτα, στις παιδικές μας καρδιές  και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα…


Τετάρτη 21 Απριλίου 2021

Τάκης Γιαννούσας (1923-2010):

 




Φτερωτά κριάρια, σκοτεινή μνήμη: 

ο μαγικός κόσμος του Τάκη Γιαννούσα μια άγνωστη, μοναδική περίπτωση λαϊκού ζωγράφου από τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, το Βελβεντό της Κοζάνης.




Ο συγγραφέας Γιάννης Παλαβός γράφει:

Τον Τάκη Γιαννούσα ή Δημήτρη Καραματσούκα, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, τον ήξερα από παιδί. Ήταν μια έκκεντρη φιγούρα του Βελβεντού, αγαπητή ωστόσο και ευπρόσδεκτη στις παρέες. Το χωριό τον αντιμετώπιζε σαν ένα μεγάλο, αγαθό παιδί, όταν γύριζε από σπίτι σε σπίτι τις Απόκριες ντυμένος «Του κουρίτσ’ απ’ του Ορτάκ’» –η αυτοσχέδια μεταμφίεση που προτιμούσε–, όταν έβγαινε με τη φλογέρα να πει τα κάλαντα, όταν βόλταρε στην πλατεία.
Ο Γιαννούσας δεν μπορούσε να εκφραστεί επαρκώς με τον λόγο. Η αιτία ήταν ότι το 1925, όταν ήταν δύο ετών, αρρώστησε από δυσεντερία και, λόγω αφυδάτωσης, υπέστη εγκεφαλική βλάβη. Πήγε σχολείο ως την τετάρτη δημοτικού, όμως δεν έμαθε να γράφει ούτε να διαβάζει. Από τον αδελφό του, που ήταν δάσκαλος, διδάχτηκε κι έπαιζε φλογέρα, την οποία είχε πάντα μαζί του. Ζούσε μόνος στην άκρη της πλατείας, υπό την επίβλεψη της αδελφής και των ανιψιών του. Όταν πέθανε, το 2010, σχεδόν ενενήντα χρονών, πέθανε παιδί.

Πηγή: Lifo

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Κώστας Περδίκης:

 


Στο τραίνο

 

Το τραίνο με τα πολλά βαγόνια έτρεχε καταμεσίς στον κάμπο. Αγκομαχούσε και από το χοντρό φουγάρο του ο μαύρος καπνός έβγαινε ντουμάνι.

Κάπου, κάπου το δυνατό του σφύριγμα έσπαγε τη σιγαλιά.

 Εκείνος, συνήθως, ανέβαινε στον σταθμό του Πύργου.

Γύρω στα εξήντα, καλοβαλμένος, με ένα ξεχαρβαλωμένο βιολί, παρουσιαζόταν από το βάθος του βαγονιού.

Περπατώντας στον διάδρομο, ανάμεσα στα ξύλινα καθίσματα, σταμάταγε για λίγο και έπαιζε μερικές δοξαριές, κουτσά στραβά, όπως είχε μάθει.

Με λίγη καλή θέληση καταλάβαινες ότι επρόκειτο για το «σαν πας στην Καλαμάτα και ρθεις με το καλό».

Ύστερα, με τη θήκη του βιολιού του ανοιχτή, τον ακούγαμε να  επαναλαμβάνει  την ίδια φράση.

«Αχ ρε παιδιά, βοηθάτε κι εμένα τον βασάνη».

Από το όλο σκηνικό εκείνο το «βασάνης» ήταν που έκανε τη διαφορά.

Μερικά φραγκοδίφραγκα πέφτανε στη θήκη του και περνώντας απ’ όλα τα βαγόνια έφτανε και στο τελευταίο.

Την ίδια στιγμή το τραίνο έμπαινε στον σταθμό της Αμαλιάδας.

Εκεί, ο βιολιστής μας, ο «βασάνης», κατέβαινε και τον χάναμε.

 Την άλλη στιγμή ο ελεγκτής των εισιτηρίων εμφανιζόταν στον διάδρομο.

Φόραγε σκούρο μπλε κουστούμι και στο κεφάλι του πηλίκιο με χρυσό σιρίτι και το μεταλλικό σηματάκι των «ΣΠΑΠ».

Μας πλησίαζε με ύφος σοβαρό, ανάλογο της θέσης του και άπλωνε το χέρι του, ζητώντας να ελέγξει το εισιτήριό μας.

Του το δίναμε, ένα καρτάκι τόσο δα μικρό κι εκείνος με το εργαλείο του, κάτι σαν μικρή τανάλια, το τρύπαγε και μας το επέστρεφε.

Όλα καλά λοιπόν, το ταξίδι μας ύστερα από τον έλεγχο, θα συνεχιζόταν κανονικά.

Μια μικρή τρυπούλα, σε σχήμα τριγώνου, πάνω στο εισιτήριό μας, το πιστοποιούσε τώρα πια περίτρανα…  

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

Pablo Picasso (1881-1973):

 Guernica 26-04-1937





Η Γκερνίκα των 7000 κατοίκων υπήρξε η πρώτη πόλη που καταστράφηκε ολοσχερώς από αεροπορικό βομβαρδισμό – πριν από τη Δρέσδη, πριν από τη Χιροσίμα. Ο αφανισμός της από τα πλέον σύγχρονα πολεμικά μέσα –τη γερμανική λεγεώνα «Κόνδωρ»– στις 26 Απριλίου του 1937, κι ενώ ο εμφύλιος στην Ισπανία μαινόταν, φάνηκε σε απερίγραπτο βαθμό αποτρόπαιος.

 

Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, όταν η κεντρική αγορά της πόλης έσφυζε από ζωή, συγκλόνισαν συθέμελα τον εκπατρισμένο στη Γαλλία Πάμπλο Πικάσο. Κι από την επόμενη μέρα κιόλας, ήξερε πως θ’ απαθανατίσει την καταστροφή στην τοιχογραφία που είχε ήδη δεσμευτεί να φιλοτεχνήσει για το περίπτερο της δημοκρατικής ισπανικής κυβέρνησης στην επικείμενη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού.

 




Την ώρα που ένα εκατομμύριο εργάτες ξεχύνονταν την Πρωτομαγιά στους δρόμους για να καταγγείλουν τη φασιστική αυτή επίθεση εναντίον αμάχων, ο Πικάσο αποσυρόταν στο ατελιέ του στην Αριστερή Όχθη για να σχεδιάσει τις πρώτες σπουδές της «Γκουέρνικα»: σπουδές ενός πεσμένου αλόγου που υπέφερε κι ενός ατρόμητου αλλά για μια στιγμή ανέκφραστου ταύρου.

 

Ο μουσαμάς πάνω στον οποίο δούλευε ήταν τόσο μεγάλος, ώστε είχε αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει σκάλα και πινέλα στερεωμένα πάνω σε ξύλινα κοντάρια. Ίχνος όμως από αεροπλάνα, βόμβες ή κτίρια που κατέρρεαν δεν υπήρχε πάνω του.

 

Ο Πικάσο θα στεκόταν στη μεταφορική σημασία της καταστροφής. Επιστρατεύοντας μια εικαστική γλώσσα ριζωμένη στη βία, στον πόνο και το πάθος της ταυρομαχίας και χρησιμοποιώντας τις αποχρώσεις του άσπρου, του μαύρου και του γκρι, είχε μέσα σε λίγες βδομάδες ολοκληρώσει μια κραυγή αγανάκτησης και φρίκης, γιγαντωμένη από την ιδιοφυΐα του.


Πηγή: Lifo

Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Κώστας Περδίκης:


 Το γράμμα

  

Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Στον κεντρικό δρόμο της πάνω αγοράς λιγοστοί έκαναν τα βραδινά τους ψώνια, οι πιο πολλοί είχαν χωθεί στο καφενείο του Μουσαμά και στο απέναντι Ζαχαροπλαστείο.

Στο κουρείο του Μήτσου, απέναντι από το καφενείο, η ηλε­κτρική λάμπα,  κρεμασμένη από το ταβάνι, φώτιζε ζωηρά τον χώρο και τα πρόσωπα. 

Ο Μήτσος μόλις είχε τελειώσει, με σίγουρες και μετρημέ­νες κινήσεις, το άπλωμα της παχιάς σαπουνάδας στο πρόσωπο του πελάτη του. Η όλη διαδικασία του ξυρίσματος ήταν γι’ αυ­τόν μια πραγματική ιεροτελε­στία.

Ο πελάτης με κλειστά μάτια και το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, χαλαρός, περίμενε ν’ αρχίσει το ξύρισμα, παραδομένος στα χέρια του. Ο κουρέας πήρε το ξυράφι από τον πάγκο, το άνοιξε και με το άλλο του χέρι έπιασε από την άκρη το κρεμα­σμένο πετσί για να το ακονίσει.

Τότε ήταν που το διπλωμένο χαρτάκι ξέφυγε από το πετσί, που ήταν κρυμμένο και έπεσε στο πάτωμα.

Κάπως έτσι άρχισαν όλα…

 Ο Μήτσος δεν ήταν μόνο καλός κουρέας, ήταν επίσης και κα­λός οικογενειάρχης. Με τη Γλυκερία, την κυρά του, είχαν αποκτήσει τέσσερα παι­διά, μια θυγατέρα και τρεις γιους. Ζού­σαν νοικοκυρεμένα με όσα έβγαζε το μαγαζί και με όσα τους έδινε το χωράφι τους στον Λούρο και οι καμιά δεκαπε­νταριά ρίζες ελιές στο Στροβίτσι. 

Για τον Μήτσο όλοι οι συμπολίτες του μόνο καλό λόγο εί­χαν να  πούνε. Αν και αγράμματος ήταν πολυτεχνίτης, έπιαναν τα χέρια του. Ό, τι και να σκαρφιζόταν το κεφάλι του μπορούσε να το φτιάξει με τέλεια μαστοριά.

Στο κουρείο του έμπαινε όποιος ήθελε να κουρευτεί και να ξυριστεί, ο Μήτσος δεν έκανε διακρίσεις. Τον οβολό του καθε­νός τον είχε ανάγκη. Πλούσιος ή φτωχός, γέρος ή νιος, δεξιός ή αριστερός όλοι ήσαν καλοδεχούμενοι. Μεταξύ των θαμώνων, σχεδόν μόνιμοι, ήσαν και δυο τρεις χω­ροφύλακες. Έβρισκαν βολικό το κουρείο, στο κέντρο της αγο­ράς και το είχαν  κάνει στέκι τους για να περνούν την ώρα τους, καθώς δεν σκοτώνο­νταν και στην πολλή  δουλειά.

Εκείνα τα δυο χρόνια ο τόπος μας είχε περάσει μαύρες μέ­ρες. Τρεις φορές οι αντάρτες είχαν επιτεθεί και επιχειρήσει να πάρουν την πόλη μας, καθότι η θέση της ήταν νευραλγική. Δεν τα είχαν καταφέρει. Όμως, πολλές ψυχές χάθηκαν, πολλά κορ­μιά  έπεσαν κι από τη μια και από την άλλη πλευρά, στις άγριες εκεί­νες μάχες. Νέα παιδαρέλια, εικοσάχρονα, που μόλις είχαν καταταγεί στη χω­ροφυλακή, αλλά και άλλα, που ’χαν βγει αντάρτες στο βουνό. 

Ο κόσμος χωρισμένος, οι από δω και οι από κει. Φόβος, καχυ­ποψία και κουβέντες λιγοστές. Στη μικρή μας κοινωνία μια μαυρίλα είχε πέσει. Από ένα κουτσομπολιό, από μια λάθος κουβέντα, σκόπιμα ή όχι ειπωμένη, μπορούσες απ’ τη μια στιγμή στην άλλη να βρεθείς πολύ άσχημα μπλεγμένος.

 Ο χωροφύλακας, που ήταν πιο κοντά στον πάγκο έσκυψε να μαζέψει το πε­σμένο χαρτί, αλλά ο άλλος, ο ανώτερός του, πληροφορημένος φαίνεται, πρόλαβε και του τ’ άρπαξε από το χέρι κάνοντάς του μια απα­ξιωτική γκρι­μάτσα, σαν να του ’λεγε, «δεν ξέρεις εσύ». Έριξε στο χαρτί μια γρήγορη ματιά και χωρίς να πει κου­βέντα έφυγε αφή­νοντας πίσω του την πόρτα μισάνοιχτη.

Το άλλο πρωί ήλθαν και πήραν τον Μήτσο. Ίσα που πρό­λαβαν οι δικοί του να του βάλουν σ’ ένα σακούλι δυο, τρεις  αλλαξιές. Ακολούθησε η δίκη και η καταδίκη του σε θάνατο, με την κα­τηγορία ότι ήταν κομμουνιστής και διακινούσε μηνύματα μεταξύ των ανταρτών.

Με άλλους θανατοποινίτες τον μετέφεραν στο χωριό Κά­λαμος, κοντά στα Χανιά. Την παραμονή της εκτέλεσής του πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί, που βρήκε μπροστά του, έγραψε το γράμμα:

 

 Εν Καλάμω τη 18-7-1949

 Αγαπητή μου Γλυκερία, παιδιά μου, Ντίνα, Γιώργο, Σπύρο και Γιάννη γεια σας.

Το τελευταίο μου γράμμα, αύριο πάω εις την εκτέλεση.

Να μην στενοχωρηθείτε καθόλου.

Το χωράφι και το σπίτι του κοριτσιού και τα παιδιά να μην αξιώσουν από αυτά.

Μόνο η Ντίνα και επίσης τα παιδιά να κοιτάξουν τη μητέρα τους και να πάρουτε τη σύνταξή μου και εάν θέλει η Ντίνα να πα­ντρευτεί, όπως η Ελένη της Αγαθοκλί­νας.

Εις το 1951 δικαιούμαι τη σύνταξή μου.

Να συγχωρήσουτε τους εχτρούς μας και μη ζητήσετε εκδίκηση.

Την εκδίκηση θα την κάνει ο Παντοδύναμος.

Σας φιλώ όλους.

Γιάννη να ακούς τη μητέρα σου και τη Ντίνα.

Όλοι την ευχή μου.

Εις τη σύζυγό μου να μην κλάψει καθόλου, τα παιδιά μου επίσης.

Ο πατέρας σας

υπογραφή


 Ποτέ στην πολιτική να μην ανακατευτούνε  τα παιδιά μου.

Να ψηφίζουτε την τάξη σας. Δ.Κ.

  

Υ.Γ.

Τον Μήτσο τον θάψανε εκεί, στον Κάλαμο Χανίων, μαζί με τους άλλους εκτελεσμέ­νους, σ’ έναν ομαδικό τάφο. Σε μια μαρμάρινη πλάκα είναι γραμμένα τα ονόματά τους και ο τόπος καταγωγής τους. Οι δικοί του άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ αν έκανε δήλωση μετά­νοιας ή αίτηση για να του δοθεί χάρη…


Το  παρόν ντοκουμέντο μου το ενεχείρισε  ο εξάδελφός μου Γιώργος,  γιος του εκτελεσθέντος, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, (12 Φεβρουαρίου 2021, σε ηλικία 95 ετών).