Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Κώστας Περδίκης:


 Το γράμμα

  

Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά. Στον κεντρικό δρόμο της πάνω αγοράς λιγοστοί έκαναν τα βραδινά τους ψώνια, οι πιο πολλοί είχαν χωθεί στο καφενείο του Μουσαμά και στο απέναντι Ζαχαροπλαστείο.

Στο κουρείο του Μήτσου, απέναντι από το καφενείο, η ηλε­κτρική λάμπα,  κρεμασμένη από το ταβάνι, φώτιζε ζωηρά τον χώρο και τα πρόσωπα. 

Ο Μήτσος μόλις είχε τελειώσει, με σίγουρες και μετρημέ­νες κινήσεις, το άπλωμα της παχιάς σαπουνάδας στο πρόσωπο του πελάτη του. Η όλη διαδικασία του ξυρίσματος ήταν γι’ αυ­τόν μια πραγματική ιεροτελε­στία.

Ο πελάτης με κλειστά μάτια και το κεφάλι γερμένο προς τα πίσω, χαλαρός, περίμενε ν’ αρχίσει το ξύρισμα, παραδομένος στα χέρια του. Ο κουρέας πήρε το ξυράφι από τον πάγκο, το άνοιξε και με το άλλο του χέρι έπιασε από την άκρη το κρεμα­σμένο πετσί για να το ακονίσει.

Τότε ήταν που το διπλωμένο χαρτάκι ξέφυγε από το πετσί, που ήταν κρυμμένο και έπεσε στο πάτωμα.

Κάπως έτσι άρχισαν όλα…

 Ο Μήτσος δεν ήταν μόνο καλός κουρέας, ήταν επίσης και κα­λός οικογενειάρχης. Με τη Γλυκερία, την κυρά του, είχαν αποκτήσει τέσσερα παι­διά, μια θυγατέρα και τρεις γιους. Ζού­σαν νοικοκυρεμένα με όσα έβγαζε το μαγαζί και με όσα τους έδινε το χωράφι τους στον Λούρο και οι καμιά δεκαπε­νταριά ρίζες ελιές στο Στροβίτσι. 

Για τον Μήτσο όλοι οι συμπολίτες του μόνο καλό λόγο εί­χαν να  πούνε. Αν και αγράμματος ήταν πολυτεχνίτης, έπιαναν τα χέρια του. Ό, τι και να σκαρφιζόταν το κεφάλι του μπορούσε να το φτιάξει με τέλεια μαστοριά.

Στο κουρείο του έμπαινε όποιος ήθελε να κουρευτεί και να ξυριστεί, ο Μήτσος δεν έκανε διακρίσεις. Τον οβολό του καθε­νός τον είχε ανάγκη. Πλούσιος ή φτωχός, γέρος ή νιος, δεξιός ή αριστερός όλοι ήσαν καλοδεχούμενοι. Μεταξύ των θαμώνων, σχεδόν μόνιμοι, ήσαν και δυο τρεις χω­ροφύλακες. Έβρισκαν βολικό το κουρείο, στο κέντρο της αγο­ράς και το είχαν  κάνει στέκι τους για να περνούν την ώρα τους, καθώς δεν σκοτώνο­νταν και στην πολλή  δουλειά.

Εκείνα τα δυο χρόνια ο τόπος μας είχε περάσει μαύρες μέ­ρες. Τρεις φορές οι αντάρτες είχαν επιτεθεί και επιχειρήσει να πάρουν την πόλη μας, καθότι η θέση της ήταν νευραλγική. Δεν τα είχαν καταφέρει. Όμως, πολλές ψυχές χάθηκαν, πολλά κορ­μιά  έπεσαν κι από τη μια και από την άλλη πλευρά, στις άγριες εκεί­νες μάχες. Νέα παιδαρέλια, εικοσάχρονα, που μόλις είχαν καταταγεί στη χω­ροφυλακή, αλλά και άλλα, που ’χαν βγει αντάρτες στο βουνό. 

Ο κόσμος χωρισμένος, οι από δω και οι από κει. Φόβος, καχυ­ποψία και κουβέντες λιγοστές. Στη μικρή μας κοινωνία μια μαυρίλα είχε πέσει. Από ένα κουτσομπολιό, από μια λάθος κουβέντα, σκόπιμα ή όχι ειπωμένη, μπορούσες απ’ τη μια στιγμή στην άλλη να βρεθείς πολύ άσχημα μπλεγμένος.

 Ο χωροφύλακας, που ήταν πιο κοντά στον πάγκο έσκυψε να μαζέψει το πε­σμένο χαρτί, αλλά ο άλλος, ο ανώτερός του, πληροφορημένος φαίνεται, πρόλαβε και του τ’ άρπαξε από το χέρι κάνοντάς του μια απα­ξιωτική γκρι­μάτσα, σαν να του ’λεγε, «δεν ξέρεις εσύ». Έριξε στο χαρτί μια γρήγορη ματιά και χωρίς να πει κου­βέντα έφυγε αφή­νοντας πίσω του την πόρτα μισάνοιχτη.

Το άλλο πρωί ήλθαν και πήραν τον Μήτσο. Ίσα που πρό­λαβαν οι δικοί του να του βάλουν σ’ ένα σακούλι δυο, τρεις  αλλαξιές. Ακολούθησε η δίκη και η καταδίκη του σε θάνατο, με την κα­τηγορία ότι ήταν κομμουνιστής και διακινούσε μηνύματα μεταξύ των ανταρτών.

Με άλλους θανατοποινίτες τον μετέφεραν στο χωριό Κά­λαμος, κοντά στα Χανιά. Την παραμονή της εκτέλεσής του πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί, που βρήκε μπροστά του, έγραψε το γράμμα:

 

 Εν Καλάμω τη 18-7-1949

 Αγαπητή μου Γλυκερία, παιδιά μου, Ντίνα, Γιώργο, Σπύρο και Γιάννη γεια σας.

Το τελευταίο μου γράμμα, αύριο πάω εις την εκτέλεση.

Να μην στενοχωρηθείτε καθόλου.

Το χωράφι και το σπίτι του κοριτσιού και τα παιδιά να μην αξιώσουν από αυτά.

Μόνο η Ντίνα και επίσης τα παιδιά να κοιτάξουν τη μητέρα τους και να πάρουτε τη σύνταξή μου και εάν θέλει η Ντίνα να πα­ντρευτεί, όπως η Ελένη της Αγαθοκλί­νας.

Εις το 1951 δικαιούμαι τη σύνταξή μου.

Να συγχωρήσουτε τους εχτρούς μας και μη ζητήσετε εκδίκηση.

Την εκδίκηση θα την κάνει ο Παντοδύναμος.

Σας φιλώ όλους.

Γιάννη να ακούς τη μητέρα σου και τη Ντίνα.

Όλοι την ευχή μου.

Εις τη σύζυγό μου να μην κλάψει καθόλου, τα παιδιά μου επίσης.

Ο πατέρας σας

υπογραφή


 Ποτέ στην πολιτική να μην ανακατευτούνε  τα παιδιά μου.

Να ψηφίζουτε την τάξη σας. Δ.Κ.

  

Υ.Γ.

Τον Μήτσο τον θάψανε εκεί, στον Κάλαμο Χανίων, μαζί με τους άλλους εκτελεσμέ­νους, σ’ έναν ομαδικό τάφο. Σε μια μαρμάρινη πλάκα είναι γραμμένα τα ονόματά τους και ο τόπος καταγωγής τους. Οι δικοί του άνθρωποι δεν έμαθαν ποτέ αν έκανε δήλωση μετά­νοιας ή αίτηση για να του δοθεί χάρη…


Το  παρόν ντοκουμέντο μου το ενεχείρισε  ο εξάδελφός μου Γιώργος,  γιος του εκτελεσθέντος, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, (12 Φεβρουαρίου 2021, σε ηλικία 95 ετών).

 

2 σχόλια:

  1. Αγαπητέ Κώστα, συγχαρητήρια για μια ακόμη φορά!
    ΜΕ το "Γράμμα" μας μεταφέρεις σε μια δύσκολη περίοδο της πατρίδας μας που, αναπόφευκτα, άφησε σημάδια σε ανθρώπους, που γνωρίσαμε και εμείς.
    Το γράψιμό σου είναι ζεστό, εκφραστικό και ευχάριστο.
    Σε ευχαριστώ που μου κοινοποιείς τα κείμενά σου και χαίρομαι για τα τριάντα δύο χρόνια που είμασταν μαζίστην υπηρεσία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σε ευχαριστώ Βασίλη για τα καλά σου λόγια. Τα γραφόμενά μου νοιώθω την ανάγκη να τα μοιράζομαι με αγαπημένα μου πρόσωπα και εσύ είσαι μεταξύ αυτών. Όταν με το καλό απαλλαγούμε από το κακό που τώρα ζούμε θα τα πούμε κι από κοντά.Σας στέλνω πολλούς χαιρετισμούς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή