Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

Κώστας Περδίκης: Μια Πρωτοχρονιά του Ρεϋμόνδου


                            

Ο Ρεϋμόνδος ήτανε τενόρος της Λυρικής σκηνής, συνταξιούχος πλέον. Έμενε στην οδό Μαυρομιχάλη, λίγο πάνω από το Χημείο, στο πρώτο ρετιρέ, μιας παμπάλαιας πολυκατοικίας. Είχε πάρει αυτό το ασυνήθιστο όνομα, κατ’ απαίτηση της μητέρας του.

Καθημερινά, για να πάει στη Λυρική, ο Ρεϋμόνδος έκανε το ίδιο και απαράλλαχτο δρομολόγιο. Κατηφόριζε τη Μαυρομιχάλη και στη γωνία με τη Διδότου χάζευε  για λίγο τα αυτοκίνητα, στο υπαίθριο parking. Δεν απέκτησε δικό του αυτοκίνητο και δεν έμαθε να οδηγεί. Του φαινόταν πιο εύκολο να προσεληνώσει ένα διαστημόπλοιο, από το να σοφάρει στο χάος της Αθήνας.

Πριν βγει στη Σόλωνος, έριχνε μια φευγαλέα ματιά στο εσωτερικό του "Πανελλήνιου", του παλιού καφενείου, όπου πάντα δυο, τρία ζευγάρια ηλικιωμένων έπαιζαν με τις ώρες δυνατές παρτίδες σκάκι. Περνώντας τη Σόλωνος, στη δεξιά γωνία, αγόραζε από το "Άρτιστον" την καθιερωμένη ζεστή του τυρόπιτα. Μασουλώντας τη, διέσχιζε την Ακαδημίας και έμπαινε στο φουαγιέ της Λυρικής.

Με το που η Λυρική μεταστεγάστηκε στο καινούργιο της κτίριο, στο Φάληρο, έσπευσε να υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης. Γλίτωσε, έτσι, αυτό που του φαινόταν βουνό, να κάνει δηλαδή,  κάθε μέρα, τη διαδρομή  από το σπίτι του έως εκεί.

«Την πήγαν εκτός συνόρων, στο εξωτερικό», ήταν η ειρωνική του ατάκα.

Στη Λυρική μπορούμε να πούμε ότι έκανε μια καλή καριέρα, χωρίς βέβαια να είναι από τα πρώτα ονόματα. Συμμετείχε, όμως, σε πολλές παραστάσεις παίζοντας σημαντικούς ρόλους, που τον έκαναν αγαπητό και αρκετά δημοφιλή στους φανατικούς και απαιτητικούς θεατές της όπερας.

Ήτανε ένα κλασσικό γεροντοπαλίκαρο, με την όλη του εμφάνιση να έχει κάτι το καλλιτεχνικό. Μεσαίο ανάστημα, προς το γεμάτος. Γνώριμα χαρακτηριστικά του, οι μακριές καπαρντίνες και τα παλτά, αλλά και τα γκρίζα του μαλλιά, όσα του είχαν απομείνει, που τα άφηνε να πέφτουν μέχρι τους ώμους του.

Μια ολόκληρη ζωή, μέχρι τον θάνατό της, έμενε με τη μητέρα του. Το ότι δεν αξιώθηκε να κάνει οικογένεια ή τουλάχιστον να βρει μια γυναίκα για σύντροφό του, ουδόλως στεναχωρούσε τη μητέρα του. Τολμώ να πω ότι αυτή η κατάσταση τη βόλευε κιόλας.

Ο Ρεϋμόνδος ήταν η μεγάλη της αδυναμία. Κάθε νέα παράσταση που θα έπαιζε είχε γι’ αυτήν ιδιαίτερη σημασία. Φρόντιζε από νωρίς να κλείσει θέση μπροστά, στην πλατεία και η κομμώτρια να της φτιάξει τον τεράστιο κότσο της. Τη βραδιά της παράστασης ντυνόταν στην πένα και κρέμαγε πάνω της τα ακριβά της χρυσαφικά.

Στο παλιό εκείνο διαμέρισμα, με τα βαρύτιμα έπιπλα, το μεγάλο πιάνο και τις εντοιχισμένες βιβλιοθήκες να ξεχειλίζουν από βιβλία και δίσκους μουσικής, συνυπήρχε πάντα και ένας γάτος. Σε όλους, τους ανά καιρούς γάτους του, ο Ρεϋμόνδος έδινε το ίδιο όνομα.

"Σιλβέστρος".

Ήθελε ,έτσι, να θυμάται το "Γέλιο και χαρά", το παιδικό περιοδικό, που κάποτε διάβαζε ανελλιπώς. Ο τελευταίος του γάτος ήταν ο Σιλβέστρος ο  3ος.

Η συνταξιοδότησή του, δυστυχώς γι’ αυτόν συνέπεσε με τον θάνατο της μητέρας του. Τότε ήταν που θέλησε να βάλλει και κάτι άλλο στη ζωή του, έτσι, σαν μια προσπάθεια να διώξει τη μαυρίλα, που είχε πλακώσει τη ψυχή  και το σπίτι του.

Πήγε, λοιπόν και αγόρασε ένα καναρίνι. Ήταν το πρώτο του. Όλη του η ζωή με τις νότες και τις μουσικές είχε να κάνει και το καναρίνι με το κελάιδισμά του ήτανε ό, τι εκείνη τη στιγμή ήθελε πιο πολύ. Δεν δυσκολεύτηκε πολύ να του βρει όνομα, το "Τουίτι" ήταν εκείνο που του πήγαινε γάντι. Θα ζωντάνευε, έτσι, μαζί με  τον Σιλβέστρο και το αγαπημένο του ντουέτο.

Η πρώτη του φροντίδα ήταν να βρει ασφαλή θέση για να κρεμάσει το κλουβί με το καναρίνι, μακριά από τις βουλιμικές προθέσεις του γάτου. Πρόσεχε ιδιαίτερα την καθαριότητα και τη διατροφή του. Τα γεύματά του ήσαν ξηροί καρποί, αλλά απαραιτήτως περιλάμβαναν και πράσινη σαλάτα, από τρυφερά μαρουλόφυλλα.

Τα φρούτα και τα λαχανικά του ο Ρεϋμόνδος τα προμηθευόταν από τον Μπάμπη τον φίλο του, που όλη τη μέρα ήταν στημένος στη γωνία Αραχώβης και Μαυρομιχάλη με το καρότσι του γεμάτο φρέσκα εμπορεύματα.

Με το καναρίνι, η ζωή του Ρεϋμόνδου βρήκε και πάλι ένα ενδιαφέρον και μια γλύκα. Ο Τουίτι με τα πρωινά χαρούμενα τιτιβίσματά του τον ξύπναγε και τον έκανε να ξεκινάει την καινούργια μέρα με όρεξη και αισιοδοξία. Η μαυρίλα μέρα με τη μέρα έφευγε και η μοναξιά του τώρα ήταν πιο διαχειρίσιμη. Αλλά και ο Σιλβέστρος έδειχνε με τα φερσίματά του να συμπαθεί τον Τουίτι και να μην τον ζηλεύει.

Τις ώρες του ο Ρεϋμόνδος τις πέρναγε συνήθως διαβάζοντας αστυνομικές ιστορίες, ακούγοντας άριες ή χαζεύοντας στην τηλεόραση. Τηλεφωνιόταν συχνά με συναδέλφους ή φίλους του και αν είχε καλό έργο πήγαινε σινεμά, στην "Έλλη" ή στην "Όπερα". Να πάει, όμως, στην καινούργια Λυρική για να δει καμιά παράσταση, με τίποτα. Έτσι κυλούσε η ζωή των τριών, σε εκείνο το σπίτι, ήρεμα και χωρίς φουρτούνες.

Όμως, εδώ και καιρό τον Ρεϋμόνδο τον βασάνιζε ένα θέμα που τον είχε ρίξει σε περίσκεψη. Είχε να κάνει με τον εγκλεισμό του Τουίτι στο κλουβί του. Του ήταν αδύνατο να χωνέψει ότι εκείνο το πλασματάκι ήταν γραφτό του να περάσει όλη του τη ζωή και να πεθάνει φυλακισμένο.

Το έφερνε από δω, το έφερνε από κει, οι μέρες πέρναγαν και πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Είχε φθάσει πια ο κόμπος στο χτένι και είχε πάρει την τελική του απόφαση.

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, στο ξεκίνημα του καινούργιου χρόνου, θα χάριζε την ελευθερία του στον Τουίτι. Μια καινούργια ζωή, πιο όμορφη, θα άρχιζε για κείνον.

Ο Ρεϋμόνδος θα άνοιγε την πορτούλα του κλουβιού, ο Τουίτι θα πεταγόταν και περνώντας από τον ανοικτό μικρό φεγγίτη της μπαλκονόπορτας θα βρισκόταν έξω. Πόσες και πόσες φορές το καναρίνι βλέποντας εκείνο τον φεγγίτη απέναντί του να μένει συνέχεια ανοικτός, για λίγο φρέσκο αέρα, δεν θα σκέφθηκε να μπορούσε να αποδράσει.

Ο Σιλβέστρος, από την άλλη, ήταν μια διαφορετική περίπτωση. Όποτε γούσταρε να βολτάρει, ο Ρεϋμόνδος τον έβγαζε έξω στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας και κείνος σουλατσάριζε πάνω κάτω μέχρι να χορτάσει και κουραστεί. Μερικές φορές του άνοιγε, κάτω, την κεντρική εξώπορτα για να πάει μέχρι το διπλανό ψιλικαντζίδικο του κυρ – Θόδωρου, να εισπράξει τα χάδια και τις λιχουδιές του. Ύστερα τον μάζευε πάλι μέσα και ανέβαιναν μαζί στο ρετιρέ.

Όπως τα είχε σκεφθεί και σχεδιάσει ο Ρεϋμόνδος, έτσι ακριβώς και έγιναν.

Το πρωινό της καινούργιας εκείνης χρονιάς, πλησίασε στο κλουβί του Τουίτι και άνοιξε το πορτάκι του. Είδε το καναρίνι να παραξενεύεται για δευτερόλεπτα, βλέποντας το πορτάκι ολάνοιχτο και αμέσως μετά να φτεροκοπάει με λαχτάρα και να την κοπανάει από τον μικρό φεγγίτη. Ο Ρεϋμόνδος έμεινε να κοιτάει το αδειανό κλουβί ανακουφισμένος, αλλά και πικραμένος συνάμα.

Η γιορτινή μέρα, όμως, τον βοήθησε να διώξει τις στενάχωρες σκέψεις του και οι επόμενες ώρες κύλισαν ευχάριστα ανταλλάσοντας ευχές με γνωστούς και φίλους. Η γυναίκα, που τον φρόντιζε τελευταία, μετά τον θάνατο της μητέρα του, είχε ετοιμάσει το γιορτινό τραπέζι, στο οποίο ήταν καλεσμένη και η ίδια. Μόνη της ήτανε κι αυτή, πού να πάει για να περάσει καλύτερα. Έμεινε εκεί, κάνοντάς του συντροφιά μέχρι αργά.

Κάποια στιγμή τα μάτια του Ρεϋμόνδου βάρυναν, σημάδι πως ήταν ώρα να πέσει στο κρεβάτι του. Ο ύπνος δεν άργησε να τον πάρει.

Τον ξύπνησε το συνηθισμένο πρωινό, παιχνιδιάρικο τιτίβισμα του καναρινιού. Άνοιξε τα μάτια του προσπαθώντας να καταλάβει αν αυτό που άκουγε ήταν στ’ όνειρό του ή ερχόταν από το κλουβί του Τουίτι.

Μην πιστεύοντας στ’ αφτιά του φόρεσε τις παντόφλες του και πήγε κατ’ ευθείαν προς τα κει. Ε, αυτό που είδε, τότε, μόνο σαν θαύμα θα το ’λεγες, αλλιώς δεν εξηγείται. Ο Τουίτι είχε επιστρέψει στο βασίλειό του και φτεροκόπαγε χαρούμενος, βγάζοντας γλυκές φωνούλες.

Ύστερα από αυτό, τι θα μπορούσε να είναι ο Ρεϋμόνδος, παρά ο ευτυχέστερος άνθρωπος στον κόσμο. Μονάχα ο Σιλβέστρος έμοιαζε να τα έχει λίγο χαμένα. Το πήγαινε – έλα του καναρινιού τον μπέρδευε. Είχε, άλλωστε γεράσει πια και τα ενδιάφεροντά του ήσαν περιορισμένα.

Από κείνη τη μέρα μια νέα κατάσταση άρχισε στο σπίτι, που συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό και πρόγραμμα. Ο Τουίτι ξύπναγε πρώτος, πρωί, πρωί, τσιμπολογούσε ό, τι του έκανε κέφι και μετά άρχιζε το κελάιδισμα, για να ξυπνήσει και τον Ρεϋμόνδο. Ο Σιλβέστρος ως συνήθως συνέχιζε να χουζουρεύει. Ο Ρεϋμόνδος πλησίαζε το κλουβί για να πει στον Τουίτι "καλημέρα", με ένα τρυφερό του βλέμμα και αμέσως μετά να τον δει να δίνει μια και να φεύγει, για να επιστρέψει και πάλι, μόλις σκοτείνιαζε.

Φθάσαμε, έτσι, αισίως στο καλοκαίρι και πλησίαζε το δεκαπενταύγουστο, με την Αθήνα να φλέγεται από καύσωνα. Οι κάτοικοι άφησαν την πόλη τους σχεδόν "έρημη χώρα" και έφυγαν στα νησιά και στα χωριά τους. Ο Ρεϋμόνδος από τότε που έχασε τη μητέρα του έκοψε και το Λουτράκι, όπου κάθε καλοκαίρι έκανε τις διακοπές του, έχοντά την για παρέα. Δεν το κούναγε από το ρετιρέ του.

Εκείνη τη μέρα ο Τουίτι είχε περάσει κάτι παραπάνω από καλά, υπέροχα. Είχε χορτάσει παιχνίδι και ξεφωνητό με τα άλλα πετούμενα στο πάρκο και είχε αρχίσει έρωτες με μια χαριτωμένη κανάρα που ο τυχερός συνάντησε εκεί. Με το που άρχισε το φως να λιγοστεύει βιάστηκε να γυρίσει πάλι στην έδρα του.

Βρήκε, ως συνήθως, στο σπίτι να βασιλεύει ησυχία και τον φωτισμό χαμηλωμένο. Ο Σιλβέστρος, κατά τα γνωστά, κοιμόταν μακάριος. Η τηλεόραση ανοικτή, συνέχιζε να παίζει πολύ σιγανά και στον καναπέ, απέναντί της ο Ρεϋμόνδος είχε βολευτεί μισοξαπλωμένος και κοιμόταν ροχαλίζοντας.

Το επόμενο πρωινό ο Τουίτι, ορεξάτος ως συνήθως, άρχισε να εκτελεί το καθημερινό του ρεπερτόριό, περιμένοντας το ξύπνημα και την "καλημέρα" του Ρεϋμόνδου. Όμως εις μάτην.

Ο φίλος του είχε μείνει ακούνητος στον καναπέ, στην ίδια θέση, όπως τον είχε βρει το περασμένο βράδυ. Μια παγεράδα έπεφτε τώρα στο σπίτι, παρ’ όλο που ο ήλιος έμπαινε λοξά από τη μπαλκονόπορτα. Δεν χρειάζονταν εξηγήσεις, το κακό που είχε συμβεί ήταν ολοφάνερο. Μέχρι και το τόσο δα μυαλουδάκι του Τουίτι το είχε καταλάβει.

Ο Ρεϋμόνδος πέθανε στον ύπνο του.

Ο θάνατος του φίλου του ήταν το μήνυμα ότι η δική του παρουσία σε κείνο το σπίτι δεν είχε πλέον νόημα. Κοίταξε  ολόγυρα, τις βιβλιοθήκες με τα άπειρα βιβλία και τους δίσκους, το πιάνο, τον καναπέ, το παγωμένο άψυχο σώμα του Ρεϋμόνδου και τινάζοντας τα φτεράκια του πέρασε τον φεγγίτη για τελευταία φορά.

Πετώντας πάνω από το ψιλικατζίδικο είδε τον κυρ – Θόδωρου να κρεμάει τις πρωινές εφημερίδες και την οικιακή βοηθό του Ρεϋμόνδου να κτυπάει το κουδούνι του εντελώς ανυποψίαστη …   

 



Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994): Κάλαντα


 

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΑΣ

 

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας

του Χατζιδάκι βάσανα θα πω στ' αρχοντικό σας.

Με του Μαγιού τις ευωδιές του φθινοπώρου τ' άνθη

γεννήθηκε, μεγάλωσε και σπούδασε στην Ξάνθη.

Η μάνα του Πολίτισσα, ο κύρης του απ' την Κρήτη,

τον Καζαμία διάβαζε και τον Ονειροκρίτη.

Από μικρός τα γράμματα του φέρναν αηδία

τη μουσική αγάπησε μα όχι τα ωδεία.

Κι αντί να φύγει σ' άλλη γη να πάει σ' άλλα κράτη

την Αττική προτίμησε και τ' όμορφο Παγκράτι.

Κι αντί σαν όλα τα παιδιά να βγει κι αυτός στο πάρκο

τους οικοδόμους άκουγε που τραγουδούσαν Μάρκο.

Καλήν εσπέραν άρχοντες κι ακούστε παρακάτω

πώς άλλοι βγαίνουν στον αφρό κι άλλοι κολλάν στον πάτο.

Με τα χειρόγραφα σωρό τις μελωδίες μάτσο

βρήκε έναν τύπο βλοσυρό που τον ελέγαν Γκάτσο.

Κάτσανε κάτω και μαζί πολλά τραγούδια γράψαν

που τα πουλιά σωπάσανε κι όλα τ' αηδόνια πάψαν.

Καλήν εσπέραν άρχοντες!

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2023

Ο τόπος μας κατά τη διάρκεια των αιώνων: Ανήλιο (Γλάτσα)



 Το Ανήλιο είναι χωριό της Τριφυλίας και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ζαχάρως. Απέχει έξι χιλιόμετρα από τη θάλασσα, τρία από τη Εθνική οδό Πύργου - Κυπαρισσίας και πέντε από τη Ζαχάρω. Βρίσκεται σε ύψος 135 μέτρων και ανάμεσα στα χωριά Καλύδονα -Νεοχώρι.

Στην θέση "Κάστρο" υπάρχει Προϊστορική ακρόπολη των Μεσοελλαδικών χρόνων, -2200. Είναι πολύ πιθανή η διασύνδεση της ακρόπολης με το σπουδαίο Μυκηναϊκό κέντρο του Κακοβάτου που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση.
Η κατοίκηση στο Ανήλιο συνεχίστηκε και στους Αρχαϊκούς, Κλασικούς και Ελληνιστικούς χρόνους, ενώ πρέπει να υπήρξε και σημαντικό κέντρο και στην Βυζαντινή περίοδο όπως μαρτυρούν τα σπουδαία μνημεία αυτής της εποχής.



Το πρώτο όνομα του οικισμού μέχρι το 1927 ήταν Γλάτσα. Υπάρχουν δύο εκδοχές για το όνομα αυτό. Η πρώτη ότι είναι σλαβική λέξη. Η άλλη εκδοχή είναι ότι κατοικούσε στη περιοχή, μετά τις σταυροφορίες, ένας Γάλλος βαρόνος Ντε Γλάτσης. Το πιθανότερο όμως να προήλθε από το ρήμα γλιστρώ (γλίστρα, γλίτσα, γλάτσα). Υπάρχει και άλλη μία εκδοχή ότι προέρχεται από τον πανάρχαιο ήρωα της Μυθολογίας μας Γλαύκων.
Βορειοανατολικά του χωριού και σε απόσταση 1500 μέτρων βρίσκεται ο λόφος "Κάστρο". Ο λόφος βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο αφού εποπτεύει ολόκληρη την γύρω περιοχή. Σ΄αυτόν υπάρχουν εκτεταμένες αρχαίες οχυρώσεις των Προϊστορικών χρόνων αλλά και των Αρχαϊκών, Κλασικών, Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων.[1]
Η ακρόπολη του "Κάστρου" χρησιμοποιήθηκε και κατά τους βυζαντινούς χρόνους αφού βρέθηκαν τείχη αλλά και πύργος της εποχής αυτής τα οποία χτίστηκαν με τα παλαιότερα Προϊστορικά οικοδομικά υλικά. Επίσης στο τμήμα αυτό της ακρόπολης βρέθηκαν Βυζαντινά αγγεία και νομίσματα.
Ο ναός της μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που βρίσκεται κοντά στο "Κάστρο" και σήμερα είναι σχεδόν κατεστραμένος, κατά μία άποψη είναι χτισμένος τον 7ο αιώνα και πιθανό σχετίζεται με την Βυζαντινή περίοδο.
Εκτός του ναού της μεταμορφώσεως του Σωτήρος σημαντικό μνημείο της Γλάτσας (Ανήλιου) είναι ο Φραγκοβυζαντινός ναός της Παναγιάς της των Πάντων Χαράς που κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα

Στις πηγές τό χωριό αναφέρεται άπό τόν 14ο αιώνα καί σχετίζεται μέ τήν παρουσία τών Φράγκων στην περιοχή. Τό χωριό μέ 25 εστίες άνηκε τό 1391 σέ κάποιον Pierre Gros καί αναφέρεται στίς πηγές μέ τό όνομα La Glace
Το Ανήλιο Τριφυλίας πρέπει να ήταν αξιόλογο κέντρο στους Βυζαντινούς χρόνους και την περίοδο της Φραγκοκρατίας, όπως καταδεικνύουν τα μεσαιωνικά μνημεία,  χωρίς βέβαια να συναγωνίζεται τις μεγάλες πόλεις της εποχής αυτής στην Τριφυλία .(Ολυμπία, Κυπαρισσία, Αγία Κυριακή Φιλιατρών, Χριστιάνοι) 


Ο ναός της μεταμόρφωσης του Σωτήρος: 
Σύμφωνα με τον Άγγελο Κολιαδήμα, πρώην γραμματέας τη κοινότητας, ο ναός πρέπει να κτίστηκε τον 7ο αιώνα. Βρίσκεται σε απόσταση 150 μέτρων από το κέντρο του χωριού και δυστυχώς σήμερα δεν σώζετε σχεδόν τίποτα από αυτόν. Σύμφωνα με παλαιότερες μαρτυρίες στον ναό αυτό ήταν ενσωματωμένα πολλά αρχαία αρχιτεκτονικά μέλη τα οποία η παράδοση αναφέρει ότι ανήκαν σε αρχαίο ναό του Απόλλωνος. Γύρω στο 10ο αιώνα η περιοχή και ο ναός εγκαταλείπονται ενώ στα νεότερα χρόνια τα μάρμαρα και ο ναός λεηλατήθηκαν.


Ο Φραγκοβυζαντινός ναός της Παναγιάς της των Πάντων Χαράς:
Κάτω από τον οικισμό Πάνω Γλάτσα και γύρω στα 100 μέτρα υπάρχει σχεδόν ερειπωμένος ο ναός της Παναγίας της των Πάντων Χαράς, μεγαλοπρεπή και σχετικά μεγάλων διαστάσεων. Από τα υλικά που έχει κατασκευασθεί ορισμένα, όπως μάρμαρα και πωρόλιθοι, πρέπει να έχουν παρθεί από τον ναό της μεταμόρφωσης του Σωτήρος.
Σύμφωνα με τον Βυζαντινολόγο Χαράλαμπο Μπούρα[2] ο ναός αυτός κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα. Επίσης αναφέρει ότι γιά τήν Πελοπόννησο, από πλευράς ιστορίας τής αρχιτεκτονικής, ό 13ος αιώνας είναι μιά εποχή πού θά μπορούσε ίσως νά χαρακτηριστεί ώς μεταβατική, μεταξύ τής Μεσοβυζαντινής καί τής Παλαιολογείου. Μετά τόν διαμελισμό τής αυτοκρατορίας άπό τους Σταυροφόρους, στην επικράτεια τού φραγκικού πριγκιπάτου τής Αχαϊας θά διαπιστωθεί μιά διπλή αρχιτεκτονική δραστηριότητα με τήν ανέγερση αφενός μερικών μεγάλων, καθαρά γοτθικών μνημείων από τό επικυρίαρχο φραγκικό στοιχείο καί αφετέρου μικρών ορθόδοξων εκκλησιών πού συνεχίζουν τήν ντόπια παράδοση καί επηρεάζονται κατά περίπτωση από τήν ξένη. Στή δεύτερη αυτή κατηγορία ανήκει ή εκκλησία τής Θεοτόκου του Ανήλιου. Είναι ενα μνημείο πού, έγινε μέ κάποιες προθέσεις καί ενώ διατήρησε σέ πολλά τήν τοπική παράδοση, έχει στοιχεία πού μαρτυρούν τίς νέες ιδέες τής εποχής. Η σημασία της, λοιπόν, γιά τήν έρευνα τών προβλημάτων τής ναοδομίας στην Πελοπόννησο κατά τή φραγκοκρατία, δέν είναι μικρή.


Για τον ναό ο Άγγελος Κολιαδήμας αναφέρει:
"Ο ναός αυτός ήταν σε καλή κατάσταση σχεδόν μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα όπου κάθε χρόνο, το ψυχοσάββατο και την παραμονή της Πεντηκοστής λειτουργούσαν καθ' ότι εκεί μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα ήταν νεκροταφείο. Επίσης αντί για κόλλυβα μοίραζαν κρέατα και διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα διότι εκεί ήταν κτηνοτρόφοι. Ο ναός αυτός κατέρρευσε πιθανότατα κατά τα έτη 1896-98 από σεισμούς, ο πρόναος και τμήμα της οροφής, και επειδή ο οικισμός της Άνω Γλάτσας «παλιοχωρίου» εγκαταλείφθηκε.
Ο κόσμος δεν γνώριζε την αξία του μνημείου και άρχισε να το καταστρέφει αφαιρώντας τους πωρόλιθους αλλά και οι προεστοί το ίδιο έκαναν όταν το 1950 κτιζόταν το δημοτικό σχολείο αφαίρεσαν πωρόλιθους για αγκωνάρια και ο παπάς του χωριού για την καμπάνα του ναού του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου αφαίρεσαν τους ολίγους πωρόλιθους.
Το 1950 το τμήμα του ιερού ήταν σε σχεδόν καλή κατάσταση και όταν συνειδητοποίησαν οι προεστοί την αξία του μνημείου, αν και το είχαν οι ίδιοι καταστρέψει, ειδοποίησαν την αρχαιολογική υπηρεσία και ήρθαν αρχαιολόγοι ως και ο καθηγητής βυζαντινολογίας Χαράλαμπος Μπούρας περίγραψε και προσδιόρισε το χρόνο κατασκευής του. Όμως για την διατήρησή του στο σημείου που βρίσκεται χρειάζονταν έξοδα που το ελληνικό κράτος και η αρχαιολογική υπηρεσία δεν είχαν να τον συντηρήσουν. Επίσης υπήρχε μέχρι κάποια εποχή αρχαιοφύλακας που 2 φορές το μήνα τον επισκεπτόταν.
Όταν το 1998 δόθηκαν χρήματα για την συντήρηση του ναού ήρθαν και στύλωσαν το ναό με, «καλάμια» λέω εγώ, καδρόνια τα οποία τα κάλυψαν με νάιλον αλλά ήταν χλωρά και άναψαν. Όταν είδε η υπηρεσία ότι κακώς έκανε, το έδιωξε το νάιλον, όμως η ζημιά είχε γίνει αφού τα ξύλα σάπισαν και η νότια αχιβάδα κατέρρευσε, ήρθαν και οι πυρκαγιές του 2007 και τα έκαψε. Τότε η βυζαντινή υπηρεσία συνειδητοποίησε την αξία του ναού και χρηματοδότησε στο σημείο που είναι σήμερα να τον υποστυλώσει και να τον σκεπάσει."

Πηγή: Αριστομένης ο Μεσσήνιος

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

Κώστας Περδίκης: Ο Πολιούχος μας





 


Χρόνια και χρόνια τώρα στέκεται εκεί, στο ψηλότερο σημείο της πόλης μας, φύλακας και προστάτης μας,  εποπτεύοντας ολόγυρα.

Το πρωί αντικρίζει τον ήλιο να βγαίνει από τη Βουνούκα και το βασίλεμα να βουτάει στο πέλαγος.

Καμαρώνει τον εύφορο κάμπο μας, που απλώνεται μπροστά του, από τον Λαπίθα και τη λίμνα μέχρι τα βουνά της Αρκαδιάς.

Έχει την έγνοια όλων μας, είτε ζούμε κοντά του, είτε μακριά, στα πέρατα του κόσμου.

Βλέπει τον μόχθο και την προκοπή μας, τις καλοσύνες και τις κακίες μας, τις χαρές και τις λύπες μας.

Πρόθυμος πάντα να δώσει συγχώρεση, σ’ όποιον του τη ζητήσει.

Αγάλλεται με το κλάμα ενός παιδιού, που γεννιέται και θλίβεται όταν η καμπάνα του σημαίνει πένθιμα για ένα φευγιό.

Είναι ο δικός μας Άγιος, ο Πολιούχος μας.

Ο Άγιος Σπυρίδωνας.

Από μας δεν ζητάει πολλά.

Του αρκεί να βλέπει την αγάπη να περισσεύει αναμετάξυ μας και κάθε 12 του Δεκέμβρη να μη λησμονάμε τη γιορτή του.

Στη χάρη του λοιπόν, σήμερα, ας ανάψουμε όλοι μας ένα κεράκι και οι νοικοκυρές μας ας στρώσουν, μπροστά από το σπιτικό τους, το πιο όμορφο ανδρομίδι τους, για να περάσει πάνω του η στολισμένη εικόνα του, κατά την περιφορά της…

Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2023

Μάριος Χάκας (1931-1972):

 


Το ψαράκι της γυάλας

Απρίλης και πήρε φρατζόλα. Βέβαια και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο για μήνα Απρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε, όπως άλλωστε όλος ο κόσμος. Μέσα στο γενικό πανικό, πέσαν όλοι στα τρόφιμα. Περίμενε κι αυτός κάπου μισή ώρα σειρά και στο τέλος βρέθηκε με μια ζεματιστή φρατζόλα στο χέρι. Άλλοι παίρνανε τρεις και τέσσερες, αυτός μόνο μία. Για τη δουλειά που την ήθελε και μία αρκούσε. Την έβαλε κάτω από τη μασχάλη και πήρε τους δρόμους. Το σωστό είναι όταν κάποιος κρατάει μία φρατζόλα, να πηγαίνει στο σπίτι του. Όμως ο δικός μας δεν μπορούσε να πάει. Στη συνοικία που έμενε, από τα χαράματα είχαν αρχίσει συλλήψεις και μόλις πρόλαβε να ντυθεί βιαστικά, πετάχτηκε έξω και ξεμάκρυνε γρήγορα, αναζητώντας το πιο κατάλληλο αντικείμενο για καμουφλάζ στις κινήσεις του.

Σ' όλους τους ανθρώπους, ακόμα και στους πρωτόγονους, είναι γνωστή η αξία χρήσης των αντικειμένων. Στις προηγμένες εμπορευματικές κοινωνίες τα πράγματα φυσικά έχουν και μια άλλη αξία, την ανταλλακτική, όπως συνήθως τη λένε. Στην Ελλάδα εκτός απ' αυτές τις δύο γνωστές και πολυσυζητημένες αξίες έχει ανακαλυφθεί και μια τρίτη: Η παραλλακτική, που παίζει σημαντικό ρόλο στις έκτακτες περιστάσεις που ζει τόσο συχνά αυτός ο τόπος. Είναι δε η παραλλακτική αξία ενός πράγματος απευθείας ανάλογη της εφευρετικότητας του παραλλάκτη και της αντίληψης του αστυνομικού οργάνου που επιχειρεί να παραπλανήσει. Δηλαδή, όσο πιο ατσίδας είναι ο αστυνομικός, τοσο πιο πειστικό πρέπει να είναι το αντικείμενο που κρατάει ο παραλλάκτης στα χέρια του, για να λειτουργήσει ο νόμος της παραλλαγής.

Στα Ιουλιανά, πηγαίνοντας ο ανθρωπός μας στις συγκεντρώσεις είναι αλήθεια, πάντα στα άκρα, κρατούσε κι ένα καρπούζι. (Αξία παραλλαγής). Αν γινόταν καμιά φασαρία, γλιστρούσε, δείχνοντας στους αστυνομικούς το καρπούζι: «Είμαι ένας φιλήσυχος άνθρωπος και πάω στο σπίτι μου». Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε.

Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή. Τα τελευταία χρόνια είχε κι αυτός  την Καπούη* του: Ένα σπιτάκι με βεράντα που έβλεπε προς το βουνό. Αφού έζησε τη μισή ζωή του σε θαλάμους φυλακής και σε τσαντήρια εξορίας, μετά από τόσες στερήσεις, όταν κάποτε βρέθηκε ελεύθερος, μπλέχτηκε με κάτι οικόπεδα, κέρδισε ξαφνικά μερικά λεφτουδάκια κι αγόρασε αυτό το σπιτάκι όπου και ζούσε μονάχος.

Για παντρειά δεν αποφάσιζε. «Δεν ξέρεις τι γίνεται πάλι», έλεγε κάθε φορά που του φέρναν εκεί την κουβέντα. «Ο γάμος σε δένει με τούτον τον κόσμο, ευθύνες, παιδιά. Ε- Καπούη: ιταλική πόλη όπου ξεχειμώνιασαν οι στρατιώτες του Αννίβα μετά τη μάχη των Καννών. Από τοτε η φράση «απολαύσεις της Καπούη» σημαίνει απώλεια πολύτιμου χρόνου. εγώ έχω ένα παρελθόν κι ένα αβέβαιο μέλλον». Κι όμως, έστω χωρίς γάμο μα με μόνο το σπίτι, δημιουργούσε γερό δέσιμο με τούτον τον κόσμο κι αγεφύρωτο χάσμα με το παρελθόν. Γιατί δεν ήταν μόνο οι τέσσερεις τοίχοι στολισμένοι με κάδρα, παράθυρα δίχως κάγκελα και μια πόρτα που την άνοιγε όποτε ήθελε, δεν ήτανε φυσικά αιτίες να ξεκόψει από την παλιά του ζωή μόνον αυτά.

Ήταν κι ένα σαλονάκι δανέζικο. Ήταν κι ένα κρεβάτι μ' αναπαυτικό στρωματέξ. Σόμπα στα χειμωνιάτικα βράδια, ψυγείο για τα καυτά καλοκαίρια, παγάκια, και μια σειρά άλλα ψιλοπράγματα εκ πρώτης όψεως που δεν είχε συναντήσει στους ηρωικούς αλλά τόσο σκληρούς χώρους της νιότης του. Είναι αλήθεια, καλά καλά δεν είχε ξεκόψει με το παρελθόν. Όσο μπορούσε συνέχιζε, πηγαίνοντας στις συγκεντρώσεις, παραγγελτικά φυσικά, δίνοντας τακτικά τη συνδρομή του κι ακούγοντας στο πικάπ δίσκους που αποκλειστικά αναφέρονταν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια.

 Ήταν ωραία ν' ακούς στους δίσκους για καημούς και στερήσεις, για μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, άσχετα αν δεν κατάληξε κάπου, για μια στάση ηρωική που μετείχε κι ο ίδιος. Ήταν πολύ ωραία να κάθεσαι στη σαιζ λογκ και ν' αναπολείς ακόμη και τους περασμένους πόνους σου, απαλότεροι τώρα, τυλιγμένοι στο μύθο, σα να μη συνέβηκαν σε σένα τον ίδιο. «Ε, πάει περάσανε όλα. Δύσκολα χρόνια, αλλά είχε μια ομορφιά αυτή η ιστορία».

 Ήταν καλά μέσα στο σπίτι του με τις αναμνήσεις και το πικάπ· ήταν πολύ καλά έτσι που ζούσε, τι αρχίσανε πάλι να πάρει ο διάβολος, τι φταίει να παίρνει πάλι μπάλα τους δρόμους; Ήταν μια χαρά βολεμένος και τώρα το κυνηγητό και πού να πάει; Ποια δύσπιστη πόρτα να χτυπήσει, που όλοι, συγγενείς, γνωστοί, φίλοι, θα είχανε την ίδια αιτία; Πολλοί απ' αυτούς τώρα θα 'ταν κιόλας πιασμένοι κι άλλοι ίσως τριγυρίζουν όπως κι ο ίδιος με μια φρατζόλα στο χέρι.

 Έκανε ένα μεγάλο κύκλο μακριά απ' το κέντρο. Πέρασε Βύρωνα, Δάφνη κι έπεσε στην Καλλιθέα. Ήταν μια καλή άσκηση. Είχε καιρό να περπατήσει τόσο πολύ. Κι ήταν ένα φωτεινό πρωινό, λες επί τούτου φτιαγμένο για ένα μεγάλο περίπατο. Ασυναίσθητα άρχισε να τσιμπάει τη γωνιά της φρατζόλας, ενώ ταυτόχρονα του 'ρθανε αισιόδοξες, σκέψεις: «Μπα, δεν κρατάει για πολύ αυτή η κατάσταση. Όπου να 'ναι θα πέσουν». Τώρα όποιος θα 'θελε να ψιλοκοσκινίσει αυτό το απόφθεγμα θα παρατηρούσε ότι η αοριστία της πρώτης πρότασης συνεχίζεται μέσα στη δεύτερη κι αυτό οφείλεται στη χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου. Βέβαια, η χρήση πρώτου προσώπου και μάλιστα ενικού αριθμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, θέλει καρδιά και προσωπική προπαρασκευή για τέτοιο ενδεχόμενο. «Πώς θα πέσουν;» άκουσε μια φωνή μέσα του, «όπως τα ώριμα φρούτα από μόνα τους ή τινάζοντας το δέντρο γερά;». «Θα τους ρίξει ο λαός», διόρθωσε πικραμένος λιγάκι, γιατί ήτανε δεδομένο ότι θεωρούσε τον εαυτόν του ένα μ' αυτό το λαό κι επομένως δεν έβγαζε την ουρά του απ' έξω.

Ναι, αλλά τότε, έπρεπε να κινηθεί προς το κέντρο εκεί που μπορούσε να διαδραματιστούν γεγονότα, να συμμετάσχει σ' αυτά ή μήπως πίστευε στη θεωρία της πρωτοπορίας (τα στελέχη χρειάζονται) κι έπρεπε να φυλαχτεί; «Δεν μπορώ» σκέφτηκε, «προς το κέντρο δεν πάνε τα πόδια μου. Όσο κι αν το βλέπω σωστό, μου είναι αδύνατο. Ας ενεργήσουν οι άλλοι, ας κατεβούνε στο κέντρο οι νέοι». Είχε φτάσει σε μια περιοχή που κατοικούσε μια μακρινή εξαδέλφη του. Δίστασε να πάει προς το σπίτι της. Όμως το στόμα του ήταν πικρό απ' τα τσιγάρα και του χρειαζόντανε ένας καφές. Τελικά τ' αποφάσισε.— Τι γίνεται; ρωτούσε της ξαδέρφης ο άντρας, γερό παλικάρι και γερό μεροκάματο. — Τι γίνεται; ρώτησε κι ο ίδιος μην ξέροντας τι ν' απαντήσει. — Θα 'χει την Κυριακή ποδόσφαιρο άραγε; — Πού να ξέρω; είπε εκείνος που έρχονταν απ' έξω. — Τι μας βρήκε! Τι μας βρήκε! έκανε απελπισμένος ο άλλος κι έπιασε το μέτωπό του. Έχεις και το ραδιόφωνο, μόνο εμβατήρια παίζει. Για τα γήπεδα τίποτε.

Ο δικός μας ρούφηξε καυτό τον καφέ του, προσπαθώντας να γλιτώσει το γρηγορότερο από της εξαδέλφης τον άντρα κι από τα άσματα του ραδιοφώνου, και πετάχτηκε πάλι στο δρόμο, αυτή τη φορά μ' ένα νευρικό, σβέλτο βήμα. Πρώτη φορά περπατούσε μ' αυτό τον τρόπο κι απορούσε κι ο ίδιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να δουλεύει μέσα του το εμβατήριο, θα μπορούσε να πει πως το σιγομουρμούριζε κιόλας; Το πυροβολικό, το πυροβολικό, το πυροβολικό, πολύ το αγαπώ. Παρατήρησε ότι κι ένας άλλος άνθρωπος που βάδιζε μπρος του πήγαινε με τον ίδιο ρυθμό, τον ίδιο βηματισμό, λες και μικροσκοπικά μεγάφωνα κολλημένα εκεί δίπλα στ' αυτιά του μετέδιδαν το γνωστό εμβατήριο. Ήταν φορτωμένος μια τσάντα φίσκα με τρόφιμα κι αυτό κάθε φορά τον έκανε να χάνει το βήμα του. Όμως αμέσως ένα πηδηματάκι κουτσό, και το έβρισκε. Τον πήρε από πίσω.

 Δύο τετράγωνα παραπέρα τον ρούφηξε μια πόρτα. Αυτόν θα τον περίμενε ίσως μια γυναίκα με τα νυχτικά, ο απέναντι γείτονας για κανένα ουζάκι, ο μπατζανάκης μ' έτοιμο στρωμένο το τάβλι. Τίποτε δεν άλλαξε γι' αυτόν. Μόνο ένα κουτσό βηματάκι κι αμέσως ήτανε με το ρυθμό της ημέρας κι αυτό του επέτρεπε να κοιμάται στο σπίτι του. Γιατί λοιπόν να μην κάνει κι ο ίδιος αυτή τη μικρή προσαρμογή, πάντα θα περπατούσε παράταιρα; Ένα τίποτε είναι η αποδοχή της κατάστασης κι έπειτα γυρίζεις στο σπίτι σου. Βέβαια μπορεί εκεί να μην τον περίμενε μια γυναίκα με το νυχτικό, ένας μπατζανάκης, οι γείτονες να κάνουν παρέα, όμως είχε εκείνο το ψαράκι στη γυάλα, και ποιος θα του αλλάζει το νερό; Είναι μια ζωούλα κι αυτό, έχει ευθύνη.

Το φαντάζονταν να κόβει βόλτες στο στενό χώρο της γυάλας. Έκανε όλο χάρη κινήσεις, δείχνοντας τη χρυσή του κοιλιά, πότε τα πλαϊνά του πτερύγια. Το στόμα του ανοιγόκλεινε ρυθμικά. Και ξαφνικά η αναπνοή του γινόντανε γρήγορη, ασφυκτιούσε. Τώρα σπαρτάραγε, πνίγονταν, έπεφτε μολύβι το σώμα του στον πάτο της γυάλας. Έβγαλε το μαντίλι απ' την κωλότσεπη και σφούγγισε το ιδρωμένο του μέτωπο. «Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη. Επέστρεφε μέσα στο απριλιάτικο απόγευμα σπίτι του κι ήταν παρμένη η απόφαση. Εκεί θα κλειδώνονταν κι ας έρχονταν από εκεί να τον πάρουν. Σουρουπώνοντας έμπαινε στην Καισαριανή.

 

Μ ά ρ ι ο ς Χ ά κ κ α ς ( 1 9 3 1 - 1 9 7 2 ) Γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας και μεγάλωσε στην Καισαριανή. Το 1954 τον συνέλαβαν λόγω των πολιτικών του φρονημάτων και καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση. Για δεύτερη φορά τον συνέλαβαν με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Ποιήματα: Όμορφο καλοκαίρι (1965). Διηγήματα: Ο μπιντές και άλλες ιστορίες (1970). Θεατρικά μονόπρακτα: Ενοχή, Αναζήτηση, Τα κλειδιά (1971).

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ 

Κ ε ί μ ε ν α Ν ε ο ε λ λ η ν ι κ ή ς Λ ο γ ο τ ε χ ν ί α 

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Κ. Θ. Δημαράς (1904-1992):

                       

  


 

Τρεις ξένοι, ένας Ρώσος, ένας Άγγλος και ένας Γάλλος, επισκέπτονται την υπόδουλη Ελλάδα και συναντούν… αλλά ας παραθέσω την εισαγωγή του έργου:

Ρώσσος, Άγγλος και Γάλλος, κάμνοντες την περιήγησιν της Ελλάδος και βλέποντες την αθλίαν της κατάστασιν, ηρώτησαν κατ’ αρχάς ένα Γραικόν φιλέλληνα, δια να μάθουν την αιτίαν, μετ’ αυτόν ένα μητροπολίτην, είτα ένα βλάχμπεην, έπειτα ένα πραγματευτήν και ένα προεστώτα. Και τελευταίον εσυναπάντησαν και την ιδίαν Ελλάδα.

Ο «Γραικός φιλέλληνας» είναι, υποθέτω,  ένας Έλληνας  που εμφορείται από πατριωτικά αισθήματα. Τον ρωτούν γιατί κατάντησε έτσι η Ελλάδα, και απαντάει:

Ρωσσαγγλογάλλοι,
Ελλάς, και όχι άλλη,
ήτον, ως λέτε, τόσον μεγάλη.
Νυν δε αθλία
και αναξία
επειδή άρχει η αμαθία.

Οσ’ ημπορούσι
να την ξυπνούσι
τούτ’ εις το χείρον την οδηγούσι.
Αυτή στενάζει,
τα τέκνα κράζει,
στο να προκόπτουν όλα προστάζει.

Και τότ’ ελπίζει
ότι κερδίζει·
εκείν’ οπού ‘χει νυν την φλογίζει.
Μα τις τολμήσει
μ’ αληθή κλίσι
σ’ ελευθερίαν να την κινήση;
Όστις τολμήση
να την ξυπνήση
πάγει στον Άδην χωρίς τινα κρίσιν.

Ύστερα συναντούν έναν δεσπότη, μητροπολίτη, ο οποίος βέβαια  είναι απόλυτα ικανοποιημένος από τον τουρκικό ζυγό και το μονο που τον ενδιαφέρει είναι τα άσπρα (τα λεφτά) και οι κοκόνες:

Να έχετε, τέκνα την ευχήν μου,
κι ακούσατε την απόκρισίν μου:

Εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω,
ούτε ξεύρω να τον νοματίζω.
Τρώγω πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν,
δεν δοκιμάζω την τυραννίαν.
Τότε υποφέρω αδημονίαν,
όταν με βλάπτουν στην επαρχίαν.
Αυτή του Τούρκου η τυραννία
σε μένα είναι ζωή μακαρία.

Το ράσον τούτο αφού εφόρεσα,
ζυγόν κανένα εγώ δεν εγνώρισα.
Δύο ποθώ, ναι, μα τες εικόνες,
άσπρα πολλά και καλές κοκόνες.

Περί δε της Ελλάδος, που λέτε,
ολίγον με μέλει, αν τυραννιέται.
Αν βαστάζη χωρίς να στενάζη,
όλες τις αμαρτίες εβγάζει.

Ημείς πάντα τους ξομολογούμεν,
εις τα ψυχικά τους νουθετούμεν,
πίστιν να έχουν στον βασιλέα
και σέβας εις τον αρχιερέα,
στον Τούρκον τ’ άσπρα να μη λυπούνται,
τι την ψυχήν των τότ’ ωφελούνται·
και αρχιερέων παρρησίες,
και παπάδων πολλές λειτουργίες,

Ο πνευματικός τούς διορίζει
πως πρέπει καθείς να δευτερίζη.
Αυτοί άρχισαν να παρακούσι,
κι όλοι λευθερίαν φρονούσι.
Δια τούτο κ’ ημείς συμφωνούμεν,
ομού με Τούρκους και τους βαρούμεν,
επειδή όλοι μας το θεωρούμεν
πως θέλει λείψει ό,τι βαστούμεν.
Χριστός, μας λέγουν, θέλει λευθερίην
ημείς δ’ έχομεν το δεσμείν και λύειν.

Με θλίβει η μικρή επαρχία,
ελπίζω δ’ άλλην, πλέον πλουσία·
έχω πασάδες και τους ελτζήδες,
και είναι σίγουρες αι ελπίδες.
Και οι κοκόνες είναι μέγα θαύμα,
ευκολύνουν γαρ το κάθε πράγμα.
Φθάνει γουν η τόση απολογία,
ιδού γυνή φέρει παρρησία.

(Ελτζής είναι ο πρέσβης, ενώ δευτερίζω  σημαίνει «νηστεύω τη  Δευτέρα»).

Στη συνέχεια συναντούν έναν μπέη της Βλαχιάς, Φαναριώτη. Αυτός δηλώνει ευθαρσώς ότι η ελευθερία της Ελλάδας θα ήταν  γι’ αυτόν  καταστροφή:

Αντιχαίρετε, ω ξένοι,
η ευχή κάτω ας μένη.
Τούτα που εσείς μου λέτε,
φλόγα στην καρδιά μου φέρτε.
Της Ελλάδος λευθερία
εις εμέ είναι πτωχεία.
Τότε η παρούσα δόξα
σβύει, φέρει τόσα τόξα.

Σκλάβος είμαι δοξασμένος,
απ’ τους Τούρκους αγαπημένος·
πρέπει εγώ εξ εναντίας,
ως πιστός πάσης Τουρκίας,
την Ελλάδα ν’ αφανίζω
και τους Τούρκους να δωρίζω.

Τότε ημπορώ να ζήσω,
όταν τους Γραικούς εκδύσω.
Φίλοι, η ελευθερία
ειν’ κοινή συγκοινωνία.
Πλούσιος, πτωχός και πένης
φαίνετ’ άλλος Δημοσθένης·
εις αυτήν όλοι προστάζουν,
σοφοί, δίκαιοι ετάζουν.

Μα η δόξα η εδική μου
τέρπει μόνον την ψυχήν μου.
Έχω όλους υπό χείρα,
με τρομάζει κάθε χήρα.
Μ’ αν ο Τούρκος μάς δικάζει,
και ως αρνιά όλους μας σφάζει,
φθάνει όσον εντρυφούμε,
πάλιν ‘μείς τον αγαπούμε.

Βρήκαμε το ιατρικόν μας,
να ‘βγωμ’ απ’ τον θάνατόν μας·
όταν τους Γραικούς γυμνούμεν
και τα άσπρα τούς μαδούμεν,
εις την Πόρταν τα δωρούμεν,
κι ούτω την ζωήν λυτρούμεν.
Ποτίζομεν και την αυλήν,
γλυτώνομε και την ζωήν.

Οι προπάτορές μας πρώτα
δεν ελάβαν τέτοια φώτα ·
ζούσαν πλιο ταπεινωμένοι
κ’ εις το γένος πλιο δοσμένοι.
Εις ετούτο το βραβείον
να μας ζη το ιερατείον,
που μας άνοιξε τα μάτια,
κ’ έχομε χρυσά μακάτια.

Φίλοι, συγχωρήσατέ μοι,
θε να πάγω στο χαρέμι·
είδα, μπήκ’ ένας Δεσπότης,
που ‘ν’ της Δόμνας χρυσοδότης·
φέρει, βέβαια, σολδία,
για να λάβη επαρχία.

Υγιαίνετε ομάδι,
φίλοι μου Ρωσσαγγλογάλλοι.

Μακάτι είναι το επίστρωμα. Μετά, οι τρεις ξένοι συναντούν έναν πλούσιο έμπορο, που κι αυτός δεν φλέγεται από την επιθυμία να δει λεύτερη την Ελλάδα, παρόλο που «κλαίει» για το σκλαβωμένο Γένος. Λέει ο Πραγματευτής:

Χαίρετε και σεις, φίλοι και περιηγηταί,
βλέπω κ’ είσθε τω όντι πατρίδος ζηλωταί.
Εγώ για την Γραικίαν δεν είχα στοχασμόν,
με όλον όπου φέρει ζυγόν τυραννικόν·
αλλά πάντα προσμένω από την Μπαρμπαριά
καράβια φορτωμένα και από τη Φραγκιά·
ειν’ μέρες δεν τα βλέπω, για να αναπαυθώ.
Για τούτο συλλογούμαι χωρίς να κοιμηθώ.

Το γένος μου το κλαίω, ότ’ είναι στον ζυγόν,
μα δια ελευθερίαν δεν δίδω οβολόν∙
στον Τούρκον τα σκορπίζω, χωρίς να τα ψηφώ,
την σκέπην του να έχω κ’ εχθρούς να πολεμώ.
Εγώ άσπρα δανείζω εις όσους αγρικώ,
ότι έχω να τα λάβω με κέρδος αρκετό·
μα όταν εγνωρίζω πως δεν τα αβγατώ,
τότε βαθιά τα θάπτω κι ουδέ τα μαρτυρώ.

Είναι τινές δε, πάλιν, οπού πολλά πετούν
εις γένος και σχολεία, για να τους εξυπνούν·
αλλ’ ούτοι ειν’ ολίγοι, τα άσπρα των δεν αρκούν,
δια να απολαύσουν εκείνο π’ αγαπούν.

Ημείς, το πλείστον μέρος εκ των πραγματευτών,
θέλομεν πάντα άσπρα, κι ας έχομεν ζυγόν·
τα πλούτη μας ευφραίνουν και μας παρηγορούν,
κι ουδέποτε του Τούρκου τα βάρη μάς ‘νοχλούν.

Μετά συναντούν κι έναν  κοτζάμπαση, που το μόνο του  παράπονο είναι πως  κάποιος αντίζηλός του, με πολλά μέσα στο δοβλέτι, τον διέβαλε και του πήρε «την αξίαν» (εδώ, το αξίωμα, τη θέση):

Αχ το γένος μου πολλά με κατατρέχει,
μοι λέγει τάχα πως τ’ άρπαξα τα έχει·
εγώ εστάθην τρεις χρόνους στην αξίαν,
κι ως ήθελα εβάσταξα την επαρχίαν∙
έδειχνα εις όλους πως είμαι ευεργέτης,
ουδείς δ’ ετόλμα να φανή ως προπέτης.

Εάν πολλ’ άσπρα τους άρπαξα βιαίως,
πάλιν στους Τούρκους τα ‘δωσα δια χρέος.
Τους πτωχούς σκληρά τους τυραννούσα,
όμως τους Τούρκους πολλά τους αγαπούσα.
Και όστις Γραικός Τούρκον εκαταλάλει,
τον επρόδιδα, να βάλουν γνώσ’ οι άλλοι.

Τόσον εστάθην πιστός εις το δοβλέτι,
ως ουδείς άλλος τιμών τον Μωχαμέτη.
Καλά εζούσα, κι όλους τους εκδικούσα,
αλλ’ ένας άλλος, όπου εγώ μισούσα,
με μέσ’ αγάδων μ’ επήρε την αξίαν·
αυτού νυν πάσχω να σβύσω την οικίαν.

Έχω κ’ εγώ πολλά μέσα αγάδες,
να αφανίσω και όλους τους ραγιάδες.
Θέλω τους κάμει τις είμαι να γνωρίσουν,
μικροί, μεγάλοι, για να με προσκυνήσουν·
κοινώς γαρ άλλοι λέγουν για να με ψήσουν,
κι άλλοι φωνάζουν κάλλιο να με φουρκίσουν.

Αυτό, φίλοι, το παράπονον έχω,
και εις τους Τούρκους δια τούτο προστρέχω.

Τέλος, συναντούν την Ελλάδα,  μια γυναικεία μορφή «Ξυπόλυτη, ακτένιστη και όλη πληγωμένη, και μέσα εις τα δάκρυα όλη βεβυθισμένη». Την πλησιάζουν, συστήνονται, της λένε ότι συνάντησαν τον δεσπότη, τον έμπορο, τον κοτζάμπαση  και τον Φαναριώτη και ήταν όλοι φίλοι της τυραννίας, οπότε εκείνη απαντά επικρίνοντας τη στάση των τριών μεγάλων δυνάμεων απέναντι στην υπόδουλη Ελλάδα. Από τα λεγόμενά της βοηθούμαστε και να χρονολογήσουμε το κείμενο, διότι υπάρχει  έμμεση αλλά σαφής αναφορά στη ρωσοτουρκική συμμαχία που έδιωξε τους Γάλλους από τα Επτάνησα το 1798-99:

Γένη σκληρά και ύπουλα, φυλαί γεμάται δόλον,
μη λέτε πρόφασες ψευδείς, με φέρετε γαρ πόνον.
Αρχιερείς και μπέηδες και προεστούς τυράννους,
λέτε πως τους ευρήκατε όλους Μωαμετάνους·
τούτο ποσώς δεν έπρεπε για να σας ενόχληση·
και πότ’ αυτοί ηγάπησαν την ανθρωπίνην φύσι;

(τω Ρώσσω)

Εάν καλούς γνωρίζετε αυτούς τους καλογήρους,
και από τους άρχοντας πολλούς, ωσάν αυτούς ομοίους,
ποτέ δεν τους εστέλνετε να ζουν στο μοναστήρι,
και άρχοντας τους δολερούς ομοίως στο Σιμπίρι.

(τω Γάλλω)

Μα κ’ εσύ, Γάλλε, θαυμάζεις;
Φαίνεταί μοι πώς με παίζεις.
Αν εσείς αυτών την δόξα
δεν γκρεμίζατε με τόξα,
κι αν δεν στούνταν γιουλοτίνα,
σεις εχάνεσθε απ’ την πείνα.

(τω Άγγλω)

Εάν εσείς τον Πάπαν γνωρίζετε καλόν,
γιατί τον κάθε χρόνον τον καίετε πλαστόν;
Λοιπόν μην απορείτε πως είναι οπαδοί,
καθένας το γνωρίζει, και μέσα τον πονεί.

(εις τους τρεις)

Τας πληγάς και τραύματά μου,
που μου δίδουν τα παιδιά μου,
ίσως έχουν και αιτίαν
ότι γίνονται με βίαν.

Πώς δε να αλησμονήσω
και παντού να μη κηρύσσω
ότι εισθ’ εσείς αιτία
οπού φέρω ‘γώ μυρία;

Βλέπετε τούτας τας πληγάς, που έχω στο κεφάλι,
και άλλας πάνω στην καρδιά, μία κοντά στην άλλη;
Όλας ‘πό σας τας έλαβα χωρίς φιλανθρωπίαν.
Σ’ εμέ την ευεργέτιν σας δείξατ’ αχαριστίαν.

Τρεις μάχες Ρώσσος κήρυξεν ενάντιον Τουρκίας,
τα τέκνα μου εσύναξεν από πολλάς οικίας,
εγγράφως τα υπέσχετο για να τα λευθερώση,
μα ο σκοπός του απέβλεπε σκληρά να τα σκλαβώση.
Δεν έφθασε που ‘σφάγησαν τόσ’ Έλληνες μαζί του,
αλλ’ έσβησε κι άλλους πολλούς ησύχως το σπαθί του.

Άρχισε και η Γαλλία
να κηρύττη ελευθερία·
έφθασε στα σύνορά μου,
κ’ ηύξησε τα βάσανά μου.
Ύβριζε την τυραννία,
μα διψούσε για σολδία.

Η Ρωσσία κ’ η Αγγλία,
βλέποντάς τους στην Τουρκία,
έτρεξαν να τους εξώσουν,
για να μη με λευθερώσουν.

Τρέχει η μία πληρωμένη
και η άλλη κομπασμένη
τους Αγαρηνούς να σώσουν
και εμέ να θανατώσουν.

Δεν είσθ’ εσείς που λάβετε τόσα μεγάλα φώτα
από τας βίβλους των σοφών, που ‘ταν παιδιά μου πρώτα;
Και αν εσείς δεν είχετε κείνων τας ερμηνείας,
ακόμη ήθελ’ ευρίσκεστε δούλοι της αμαθείας.
Και πάλιν αν με βγάζετε από την τυραννίαν,
ευθύς αι Μούσαι άσουσι νέαν φιλοσοφίαν∙
και τότ’ εσείς μανθάνετε πολλά, που δεν νοείτε,
από τα τέκνα μου αυτά, που τώρα τυραννείτε.

Μα πού φιλανθρωπία;
λείπει από σας φιλία.
Τρέφεται η κακία.
Άρχ’ η μισανθρωπία

Λόγω φωνείτε
πως με πονείτε,
έργω δε τον χαμόν μου ποθείτε.

Ω της κακίας
κι αχαριστίας
και της υμών άκρας απονίας!

Ο Κωνσταντίνος Θησέως Δημαράς γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Μαΐου 1904 και πέθανε στο Παρίσι στις 18 Φεβρουαρίου 1992. Υπήρξε κριτικός και ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας και ο πρώτος και σημαντικότερος μελετητής του νεοελληνικού διαφωτισμού. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην ιατρική, αλλά ύστερα γράφτηκε στην Φιλοσοφική Aθηνών και πήρε τελικά πτυχίο από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το οποίο και τον αναγόρευσε διδάκτορα Φιλολογίας. Tα επιστημονικά του δημοσιεύματα άρχισαν το 1926. Συνεργάστηκε με πολλά έντυπα (όπως οι εφημερίδες "Eλληνικά Γράμματα" και "Πρωΐα", αλλά κυρίως η εφημερίδα "Tο Bήμα" και το περιοδικό "Nέα Eστία"). Tο έργο ζωής του Κ. Θ. Δημαρά είναι η "Iστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας" (πρώτη έκδοση 1948), όπου συνέθεσε γνωστά και άγνωστα στοιχεία καταγράφοντας την πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ερμηνεύοντας και εντάσσοντάς την σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Tο τελευταίο συνθετικό του έργο ήταν το "Kωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Η εποχή του, η ζωή του, το έργο του", όπου το έργο του μεγάλου ιστορικού θεωρείται από νέα οπτική γωνία, και εξετάζεται ο ρόλος του στη διαμόρφωση των νεοελληνικών νοοτροπιών. Διετέλεσε γενικός διευθυντής του Iδρύματος Kρατικών Yποτροφιών, από τη σύστασή του το 1951, και διευθύνων σύμβουλος του Eθνικού (τότε Bασιλικού) Iδρύματος Eρευνών, επίσης από τη σύστασή του το 1961. Aπομακρύνθηκε και από τις δύο θέσεις από το δικτατορικό καθεστώς, το 1967, και αποδέχτηκε πρόσκληση του πανεπιστημίου της Σορβόννης για να διδάξει στην έδρα Nέας Eλληνικής Λογοτεχνίας, καθώς και να διευθύνει το Nεοελληνικό Iνστιτούτο. Tις θέσεις αυτές διατήρησε έως το 1978, οπότε και αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία.

Πηγή: Βιβλιονέτ