Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Σάββατο 28 Μαΐου 2022

Κατερίνα Χαλεπά - Κατσάτου (1925-2004):

 







Η Κατερίνα Χαλεπά-Κατσάτου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου του 1925, κόρη του Βασιλείου Χαλεπά και της Ειρήνης το γένος Ιακώβου Κουβαρά. Συνεχίζει τρίτη γενιά την οικογενειακή παράδοση γλυπτών: μικρεγγονή του Γιανούλη Χαλεπά και δισεγγονή του μαρμαρογλύπτη-αρχιτέκτονα Ιωάννου Χαλεπά, πατέρα του Γιανούλη. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2004.

Διδάχθηκε σχέδιο επί τέσσερα χρόνια στο ιδιωτικό εργαστήριο του ζωγράφου Λουκά Γεραλή. Σπούδασε γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλο τον ακαδημαϊκό Μιχάλη Τόμπρο (1949-1954), καθώς και μάρμαρο με δάσκαλο τον γλύπτη Γεώργιο Ματαράγκα. Πήρε το δίπλωμα της γλυπτικής το 1954 και το δίπλωμα των Θεωρητικών Σπουδών το 1956. Το 1957, μετά το τέλος των σπουδών της, παρακολούθησε για έναν επί πλέον χρόνο μαθήματα σχεδίου στο ιδιωτικό εργαστήριο του Σπύρου Παπαλουκά. Το 1957 άρχισε η καλλιτεχνική της σταδιοδρομία. Εκτός της γλυπτικής επιδόθηκε επίσης στο μετάλλιο και τη ζωγραφική. Δημιούργησε πολλά έργα τοποθετημένα σε δημόσιους χώρους σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, σε ανώτατα Κρατικά Ιδρύματα, όπως η Ακαδημία Αθηνών, η Πινακοθήκη Ιωαννίνων, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, και άλλα σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό

Πηγή ‘’Αρχαιολογία και τέχνες’’


Σάββατο 14 Μαΐου 2022

Γιώργος Αλλαμανής (1964):

Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του



Με το brand name Γιώργος Ι. Αλλαμανής κυκλοφορούν εδώ και περίπου 35 χρόνια στην μιντιακή αγορά της Ψωροκώσταινας δύο χειροποίητα προΐόντα: ένας δημοσιογράφος με ειδικότητα στη διεθνή ειδησεογραφία (απ’ το 1984) κι ένας ραδιο-επιτηδευματίας και συγγραφέας με αυξημένο ενδιαφέρον για το τραγούδι, ελληνικό και ξένο (απ’ το 1987).

Ο πρώτος έχει εργαστεί αόκνως στις εφημερίδες Καθημερινή, Βήμα και Documento, στα δελτία ειδήσεων των καναλιών Mega και Alpha και κατά καιρούς έχει παρεκτραπεί στην αρχισυνταξία τηλεοπτικών εκπομπών, το ρεπορτάζ και την αρθρογραφία. Απολαμβάνει να σκαλίζει και την πιο ταπεινή λεζάντα. Δεν έχει απασχοληθεί ποτέ σε γραφεία Τύπου. Δεν φλέγεται να βλέπει παντού το όνομα και τη φωτογραφία του.

Ο δεύτερος έχει εργαστεί στην ΕΡΤ, στο Κανάλι 15, στον Μελωδία (10 συναπτά έτη), στον Εν Λευκώ και σήμερα συμμετέχει υπερηφάνως στο αυτοδιαχειριζόμενο web radio ΜεταΔεύτερο (www.metadeftero.gr). Δεν έχει πει όχι στην μουσικοκριτική και στο πολιτιστικό/πολιτικό χρονογράφημα. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί μεταξύ άλλων στα περιοδικά Ηχος & Hi Fi, Σχολιαστής, Μετρό και Δίφωνο και στο εβδομαδιαίο Ποντίκι. Εχει κάνει εκατοντάδες (ίσως λίγες χιλιάδες;) συνεντεύξεις και έχει συγγράψει την ερευνητική βιογραφία του τραγουδοποιού Νικόλα ‘Ασιμου «Δίχως καβάντζα καμιά» (2000).

Το σχιζοφρενικώς αξιοσημείωτο είναι ότι και οι δύο, πιστεύουν ότι είναι ένα. Με βάση αυτή την πεποίθηση, ο Γιώργος Ι.Αλλαμανής, γεννημένος στην Αθήνα το 1964 και κάτοικος Παγκρατίου, πατέρας τριών θυγατέρων και ενός γιού, ελπίζει ότι όσο ζει θα κάνει ραδιόφωνο, ότι θα αξιωθεί να γράψει κάμποσα βιβλία ακόμη και ότι θα γεράσει εν ειρήνη σε υψόμετρο 608 μέτρων απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, εποπτεύοντας τα έλατα του Πάρνωνα και όχι βιομηχανικής κλίμακας αιολικά πάρκα.

(Πηγή: "Εκδόσεις Τόπος", 2022)


Σάββατο 7 Μαΐου 2022

Κώστας Περδίκης:

 


Οι φωτογράφοι μας

Ήσαν εκείνοι, οι καλοί και ταλαντούχοι άνθρωποι, που με την τέχνη και το μεράκι τους αποθανάτισαν και διέσωσαν πάνω στο φωτογραφικό χαρτί τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής μας. Χάρη σ’ αυτούς και τις φωτογραφίες τους φτιάξαμε και γεμίσαμε τα αναμνηστικά μας άλμπουμ, αλλά και στολίσαμε τις σάλες των σπιτιών μας.

Ο πρώτος, ο πιο παλιός φωτογράφος μας, ήταν ο μπαρμπα-Αριστείδης ο Γιαννακόπουλος ή Κούκλινος. Δεν είχε, νομίζω, μόνιμο στέκι σαν φωτογραφείο, αλλά τον θυμάμαι να ανεβοκατεβαίνει από την πάνω αγορά στην κάτω με μια φωτογραφική μηχανή πάντα κρεμασμένη, με ένα λουρί, από τον ώμο του. Έσπευδε να φωτογραφίσει όποιον του το ζήταγε ή ό,τι άλλο γεγονός  εύρισκε άξιο λόγου.

Ο μπαρμπα-Αριστείδης μας έβγαλε, εμένα και της αδελφής μου, τις πρώτες μας παιδικές φωτογραφίες. Η μητέρα μας είχε την προνοητικότητα, αν και κείνα τα χρόνια ήσαν δύσκολα, να τον φωνάζει κάπου, κάπου για να μας φωτογραφίσει, καθώς χρόνο με τον χρόνο μεγαλώναμε.

Γύρω στο ’55 ήρθε και άνοιξε το πρώτο φωτογραφείο του ο Νίκος ο Μανουσόπουλος, με καταγωγή από το Στροβίτσι. Παλικαράκι τότε, άρτι απολυθείς από τον στρατό. Το φωτογραφείο του ήταν ένα στενό μαγαζάκι, απέναντι σχεδόν από το πατρικό μου, περίπου στην ίδια θέση, που σήμερα οι γιοι του έχουν το δικό τους.

Στο βάθος του μαγαζιου μια σκούρα κουρτίνα χώριζε τον σκοτεινό θάλαμο από το υπόλοιπο χώρο και κει μέσα ο Νίκος, σε ένα απόκοσμο κόκκινο φως, έκανε τα μαγικά του. Εμφάνιζε τα φιλμ και τύπωνε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η είσοδος σ’ αυτόν τον χώρο απαγορευόταν σε όλους δια ροπάλου. Μετά, έξω από τον σκοτεινό θάλαμο, πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, με ένα ειδικό ψαλίδι έκοβε τις φωτογραφίες, δημιουργώντας περιμετρικά ένα είδος γιρλάντας, που τις έκανε πιο όμορφες.

Ο Νίκος δεν ήταν μόνον πανέξυπνος και αεικίνητος, αλλά και καλοσυνάτος. Στην αρχή μ’ ένα ποδήλατο και μετά μ’ ένα μοτοσακό έτρεχε παντού, όπου λάβαινε χώρα κάποιο γεγονός, για να τραβήξει φωτογραφίες.

Και τι δεν αποθανάτισε με τη μηχανή του. Εθνικές γιορτές, γυμναστικές επιδείξεις, θεατρικές παραστάσεις, απαγγελίες ποιημάτων, απονομή επαίνων, εκδρομές, πανηγύρια, επιτάφιους, λιτανείες, γάμους και βαφτίσια. Μερικές φορές ακόμη και κηδείες.

Σπουδαία επίσης ήσαν και τα πορτραίτα του, οι περίφημες εβδομαδιαίες φωτογραφίες. Αυτές ήσαν κατάλληλες για ταυτότητες και διαβατήρια, αλλά και πολύ χρήσιμες στα συνοικέσια, που γίνονταν τότε με νύφες ή γαμπρούς που ζούσαν μακριά, στα ξένα.

Την επόμενη μέρα από ένα σημαντικό γεγονός, γέμιζε με πολλές φωτογραφίες, που εκεί είχε βγάλει, δυο μεγάλα ταμπλώ και τα μοστράριζε έξω από το μαγαζί του, αριστερά και δεξιά της πόρτας. Μπορούσε έτσι ο καθένας περνώντας να χαζέψει όλες τις φωτογραφίες και να διαλέξει για πάρτη του όποιες του άρεσαν.  

Κάποια χρονιά ο Νίκος αποφάσισε, όπως άλλωστε είχαν ήδη κάνει και πολλοί άλλοι συμπολίτες μας, να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη στη ξενιτιά. Έτσι, έκλεισε το φωτογραφείο του και έφυγε στην Αυστραλία, σαν μετανάστης. Μετά από καιρό ξαναγύρισε. Τα χρόνια όμως και ο μεγάλος μόχθος της ξενιτιάς δεν παρέλειψαν ν’ αφήσουν πάνω του τα σημάδια τους.

Μέχρι που πέθανε θυμόταν και μου ’λεγε για τη φωτογραφία που μου είχε βγάλει, μόλις είχε πρωτοέρθει και που ήταν από τις πρώτες του. Παιδάκι, γύρω στα πέντε, με ανέβασε πάνω στη μάντρα της βεράντας  του καφενείου του Μουσαμά και με αποθανάτισε με φόντο την τεράστια γαζία, που τότε έθαλλε εκεί. Κρίμα που η φωτογραφία είναι ασπρόμαυρη και δεν απεικονίζονται τα μικρά κίτρινα, σαν μπαλάκια, λουλουδάκια της γαζίας με το αξεπέραστο άρωμά τους.

Περιττεύει να σας πω ότι εκείνη τη φωτογραφία μου τη φυλάω, από τότε μέχρι σήμερα, ως κόρην οφθαλμού.

Σήμερα οι δυο γιοι του Νίκου, ο Προκόπης και ο Σπύρος, συνεχίζουν επάξια τη τέχνη του πατέρα τους, αποσπώντας μάλιστα πρωτιές και διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς φωτογραφίας, αλλά και βίντεο…