Σάββατο 29 Ιουλίου 2017

Κώστας Περδίκης:


σινέ "Ολυμπία"


Χειμώνας 1956.
Στη μικρή μας κωμόπολη κυκλοφορεί το χαρμόσυνο νέο.
Ο Γρηγόρης, ο Σταυρόπουλος, που έκανε λεφτά στα βαπόρια, σκοπεύει να ανοίξει θερινό σινεμά.
Δεν αργεί να βρεθεί η θέση του.
Στην αριστερή πλευρά του κεντρικού δρόμου, που πάει στον Σταθμό, μετά το ρέμα, που το λέμε "γράνα".
Οι εργασίες προχωρούν με γοργό ρυθμό.
Ο περιμετρικός τοίχος κτίζεται με τσιμεντόλιθους, καινούργιο τότε οικοδομικό υλικό.
Η καμπίνα του Μηχανικού, ελαφρώς υπερυψωμένη, εξέχει από το υπόλοιπο κατασκεύασμα.
Δίπλα είναι το δωματιάκι με τη φωτεινή επιγραφή BAR.
Πιο μακριά, στη μία άκρη, μπαίνουν οι τουαλέτες.
Φάτσα με την καμπίνα του Μηχανικού, στην απέναντι πλευρά, παίρνει τη θέση της η τεράστια οθόνη με το τεντωμένο λευκό πανί της.
Η εντυπωσιακή είσοδος δεσπόζει, με δύο κολώνες στρογγυλές αριστερά και δεξιά, που ενώνονται στο πάνω μέρος με τριγωνικό αέτωμα.
Σ΄ όλο το μήκος του αετώματος, σχηματίζεται με γράμματα "νέον" το σινέ ΟΛΥΜΠΙΑ, που μόλις σκοτεινιάσει, σκορπάει ένα υπέροχο κόκκινο φως.
Πιο πίσω, δεξιά η είσοδος και αριστερά η έξοδος, με τα απαραίτητα παραβάν.
Στο κέντρο, το καμαράκι έκδοσης των εισιτηρίων.
Μπροστά από τις δύο κολώνες, δεξιά και αριστερά, παίρνουν τη θέση τους οι δύο ξύλινες πινακίδες γεμάτες με φωτογραφίες.
Η δεξιά αναφέρεται στο έργο που τώρα παίζεται, ενώ η άλλη η αριστερή διαφημίζει εκείνο που θα παιχθεί προσεχώς .
Στον περιμετρικό τοίχο, από τη μέσα και την έξω πλευρά, φουντώνει  και απλώνεται πυκνή περικοκλάδα με τα χαρακτηριστικά της λουλακί λουλούδια.
Για να περνάει ο κόσμος τη γράνα και να φθάνει απέναντι, στο σινεμά,   φτιάχνεται ένα ξύλινο γραφικό γεφυράκι.
Αρχές καλοκαιριού, τα πάντα είναι έτοιμα.
Για τα εγκαίνια, σαν εναρκτήριο έργο, επιλέγεται η ταινία:
"o Αγαπητικός της Βοσκοπούλας", με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Αρχίζει να σκοτεινιάζει και ο κόσμος σπεύδει στο σινεμά.
Σε λίγη ώρα όλα τα καθίσματα τελούν υπό κατάληψη.
Εμείς, η μαρίδα,  πιάνουμε θέση μπροστά-μπροστά.
Τα φώτα σβήνουν.
Η προβολή ξεκινάει  και από την καμπίνα του Μηχανικού ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος που κάνει το φιλμ όταν αρχίζει να ξετυλίγεται.
Ταυτόχρονα, από μια  μικρή τετράγωνη τρύπα ξεχύνεται η φωτεινή δέσμη, που πέφτοντας απέναντι στην οθόνη, ως δια μαγείας, μεταμορφώνεται σε ζωντανές εικόνες.
Άναυδοι οι θεατές βλέπουν να γεμίζει το πανί με ανθρώπους που μιλούν και κινούνται, με σπίτια, δέντρα και  βουνά.
Οι κουβέντες των ηθοποιών και η μουσική υπόκρουση κάνουν το όλο δρώμενο πιο αληθοφανές.
Από το έργο, εκείνο που περισσότερο θυμάμαι, είναι τον  Ζάχο να τραγουδάει λαγγεμένα: "μια βοσκοπούλα αγάπησα".
Στο διάλειμμα, έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να ακούσουμε από τα μεγάφωνα τραγούδια της εποχής, αφού το ραδιόφωνο θα μπει αρκετά αργότερα στα σπίτια μας.
Τα τραγούδια κάθε τόσο κόβει στη μέση ο Μηχανικός, ο περιβόητος Βαγγέλης, για να διαφημίσει την Υπερπαραγωγή και τον Κολοσσό των Κολοσσών, που  θα παιχτούν στο σινεμά προσεχώς.
Φθάνει η στιγμή, που στο πανί γράφεται το "τέλος" και ο κόσμος εντυπωσιασμένος βγαίνει μπουλουκηδόν έξω.
Αυτοί που έχουν έλθει από τα γύρω χωριά σχηματίζουν ομάδες- ομάδες και με τη βοήθεια λαδοφάναρων παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής, προς διάφορες κατευθύνσεις, σχολιάζοντας μεγαλόφωνα το έργο.
Αυτό που μόλις έζησαν ήταν γι΄ αυτούς μια πρωτόγνωρη εμπειρία.
Θα θελήσουν, από τώρα και ύστερα, να τη ξαναζήσουν πάλι και πάλι.
Ο Βαγγέλης θα φροντίζει γι΄ αυτό.
Κάθε εβδομάδα, μια νέα ταινία θα καταφθάνει και θα παίζεται στο σινέ ΟΛΥΜΠΙΑ.

Από το βιβλίο: Σινική Μελάνη 2014

Παρασκευή 28 Ιουλίου 2017

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ (1931):


Ἑνὸς λεπτοῦ σιγή

Ἐσεῖς ποὺ βρήκατε τὸν ἄνθρωπά σας
κι ἔχετε ἕνα χέρι νὰ σᾶς σφίγγει τρυφερά,
ἕναν ὦμο ν᾿ ἀκουμπᾶτε τὴν πίκρα σας,
ἕνα κορμὶ νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἔξαψή σας,
κοκκινίσατε ἄραγε γιὰ τὴν τόση εὐτυχία σας,
ἔστω καὶ μία φορά;
Εἴπατε νὰ κρατήσετε ἑνὸς λεπτοῦ σιγή
γιὰ τοὺς ἀπεγνωσμένους;

Ὁ Φωτογράφος

Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
σ᾿ αὐτὰ ἐδῶ τὰ μερὴ
ὁ φωτογράφος θά ῾πρεπε
νὰ ἤτανε ξεφτέρι
νά ῾ταν τεχνίτης, μερακλὴς
κι ἀπ᾿ ὀμορφιὰ νὰ ξέρει.
Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γειτονιὰ
ἂς ἤμουν φωτογράφος
νὰ ὑπηρετῶ τὴν ὀμορφιὰ
μὲ τέχνη καὶ μὲ πάθος.
Νά ῾ρχοντ᾿ ὀμορφοκόριτσα
καὶ λαϊκὲς παρέες
νὰ παίρνουν πόζες ὄμορφες
καμαρωτὲς κι ὡραῖες
γιὰ εἰκοσιτετράωρες
καὶ ἑβδομαδιαῖες.




Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια
Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα


Όταν σε περιμένω

Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
νοῦς μου πάει στοὺς τσαλακωμένους,
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὧρες στέκονται σὲ μία οὐρά,
ἔξω ἀπὸ μία πόρτα μπροστὰ σ᾿ ἕναν ὑπάλληλο,
κι ἐκλιπαροῦν μὲ μία αἴτηση στὸ χέρι
γιὰ μία ὑπογραφή, γιὰ μία ψευτοσύνταξη.
Ὅταν σὲ περιμένω καὶ δὲν ἔρχεσαι,
γίνομαι ἕνα με τοὺς τσαλακωμένους.


Εγκαταλείπω την ποίηση

Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία,
δὲ θὰ πεῖ ἀνοίγω ἕνα παράθυρο γιὰ τὴ συναλλαγή.
Τέλειωσαν πιὰ τὰ πρελούδια, ἦρθε ὥρα τοῦ κατακλυσμοῦ.
Ὅσοι δὲν εἶναι ἀρκετὰ κολασμένοι πρέπει ἐπιτέλους νὰ σωπάσουν,
νὰ δοῦν μὲ τί καινούριους τρόπους μποροῦν νὰ ἀπαυδήσουν τὴ ζωή.
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Νὰ μὴ μὲ κατηγορήσουν γιὰ εὐκολία, πὼς δὲν ἔσκαψα βαθιά,
πὼς δὲ βύθισα τὸ μαχαίρι στὰ πιὸ γυμνά μου κόκαλα.
ὅμως εἶμαι ἄνθρωπος κι ἐγώ, ἐπιτέλους κουράστηκα, πῶς τὸ λένε,
κούραση πιὸ τρομαχτικὴ ἀπὸ τὴν ποίηση ὑπάρχει;
Ἐγκαταλείπω τὴν ποίηση δὲ θὰ πεῖ προδοσία.
Βρίσκει κανεὶς τόσους τρόπους νὰ ἐπιμεληθεῖ τὴν καταστροφή του.

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

LEICA: Η θρυλική φωτογραφική μηχανή.

Η πρώτη Leica (1914)


Ο Όσκαρ Μπάρνακ, ο δημιουργός της Leica (1914)


Η πόλη Βέτσλαρ της Γέρμανίας(1913), έδρα της Leica


Φωτογραφία μόδας, τραβηγμένη με Leica


Η εξελιγμένη Leica


(Από το Protagon)

Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ (1932):


                                                                 




Από το βιβλίο του: ''Επείγουσα ανάγκη ελέου''

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ (1868-1894):


Tραγούδι τῆς ξενιτιᾶς

Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Θὰ πάρω ἕναν ἀνήφορο νὰ βγῶ σὲ κορφοβούνι,
νὰ βρῶ κλαράκι φουντωτὸ καὶ ριζιμιὸ λιθάρι,
νὰ βρῶ καὶ μία κρυόβρυση, νὰ ξαπλωθῶ στὸν ἴσκιο,
νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσισθῶ νὰ πάρω λίγη ἀνάσα,
ν᾿ ἀρχίσω νὰ συλλογισθῶ τῆς ξενιτιᾶς τὰ πάθη,
νὰ εἰπῶ τὰ μαῦρα ντέρτια μου καὶ τὰ παράπονά μου.
Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμένο ἀχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο καὶ πὲς κάνα τραγούδι.
-Τραγούδια ἂν ἔχ᾿ ἡ μαύρη γῆ, κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ τὰ ξένα.
Τὰ ξένα ἔχουν καημοὺς πολλοὺς καὶ καταφρόνια πλῆθος!
Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν Ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!
Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σὲ γελάσει;
Ποὖν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποὖναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κ᾿ ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποὖν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;
Ἂν ἀρρωστήσεις, ποιὸς θαρθεῖ στὴν ξενιτιὰ σιμά σου,
νὰ σὲ ρωτᾷ τὸν πόνο σου, τὰ γιατρικὰ νὰ δίνει;
στὸ ἔρμο σου προσκέφαλο νὰ ξενυχτάει μαζί σου;
Κι ἂν ἔρθει μέρ᾿ ἀγλύκαντη στὰ ξένα νὰ πεθάνεις,
ποιὸς θὰ βρεθεῖ στὸ πλάι σου τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείσει;
Ποιὸς θὰ σοῦ λούσει τὸ κορμί, ποιὸς θὰ σὲ σαβανώσει;
Στὸ λειψανό σου ποιὸς θἀρθεῖ λουλούδια νὰ σὲ ράνει;
Καὶ ποιὸς μὲ πόνο θὰ ριχτεῖ στὸ νεκροκρέββατό σου
γιὰ νὰ σὲ κλάψει; Ποιὸς θὰ εἰπεῖ γιὰ σένα μοιρολόγι;
Ἄχ! πῶς τοὺς θάφτουν, νἄξερες, καὶ πῶς τοὺς πᾶν᾿ τοὺς ξένους!..
Χωρὶς λιβάνι καὶ κηρί, χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη!
Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!..
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρια ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψει,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν᾿ μὲ φαρμακώνουν!
Ἀνάθεμά σε ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..

Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας

Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας, νἄμουν κ᾿ ἕνας σκουτέρης,
νὰ πάω νὰ ζήσω στὸ μαντρί, στὴν ἐρημιά, στὰ δάσα,
νἄχω κοπάδι πρόβατα, νἄχω κοπάδι γίδια,
κ᾿ ἕνα σωρὸ μαντρόσκυλα, νἄχω καὶ βοσκοτόπια,
τὸ καλοκαίρι στὰ βουνά, καὶ τὸν χειμῶ στοὺς κάμπους.
Νἄχω ἀπὸ πάλιουραν βορὸ καὶ στρούγγα ἀπὸ ροδάμι,
νἄχω καὶ σὲ ψηλὴν κορφὴ καλύβα ἀπὸ ρουπάκια,
νἄχω μὲ τὰ βοσκόπουλα σὲ κάθε σκάρον γλέντι,
νἄχω φλογέρα νὰ λαλῶ, ν᾿ ἀντιλαλοῦν οἱ κάμποι,
νἄχω καὶ κόρη ὄμορφη, στεφανωτήν μου νἄχω,
νὰ μοῦ βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,
κι ὄντας θὰ τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ἴσκιους,
στῆς ρεματιᾶς τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,
νὰ μὲ κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους.

Πόθοι


Ἤθελα νἄμουν σταυραητός, νὰ πέταγα τ᾿ ἀψήλου,
ν᾿ ἀνέβαινα στὴ Λιάκουρα, κατάκορφα στὴ ράχη,
νἄριχνα ἐκεῖθε μία ματιά, ν᾿ ἀγνάντευα τὸν Πίνδο,
νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τὰ χρόνια κ᾿ ἡ σκλαβιά του.
Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;...
Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν·
κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα
τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του.
Ἄχ! πότε αὐτὸ τὸ σκούξιμο, τρανὴ κραυγὴ θὰ γίνει,
κραυγὴ ἀνήμερου θεριοῦ, ἐκδίκηση γιομάτη,
νὰ μάσει ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τὰ ἔρμα τὰ παιδιά σου,
τ᾿ ἀστροπελέκια σου ἄρματα, Πίνδε, νὰ μᾶς μοιράσεις,
μία μέρα, ν᾿ ἀναστήσουμε τὴ δόλια μας πατρίδα!...
Ἄχ! πότε ἡ καταχνιά σου αὐτὴ κ᾿ ἡ τόση σου θολούρα,
ποὺ τώρα στὸ ἀτέλειωτο σάβανο σὲ τυλίγει,
πότε νὰ γίνει θὰ τὴν δῶ καπνούρα ἀπὸ ντουφέκια!...
Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος,
πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές σου,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια,
καὶ φυτρώσουν, μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!...