Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Το σπίτι της οδού Κριεζή, αρ.5, στην πλατεία Κουμουνδούρου:

Τα θεατρικά σκηνικά της οδού Κριεζή
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ εφημ.''Καθημερινή'' 01/07/2018



Νεοκλασικό σπίτι στην οδό Κριεζή 5, κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου. Μάρτυρας παλιάς ακμής.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:ΠΤΥΧΕΣ  
Σ​​τα πέριξ της πλατείας Κουμουνδούρου, στους δρόμους που αγγίζουν τα όρια του Ψυρρή, περπατώ για να συναντήσω εκείνα τα ερειπωμένα θεατρικά σκηνικά που κάποτε ήταν σπίτια. Συχνά, τα βλέπω από μακριά σαν καπνισμένα κελύφη ή σαν ξεκοιλιασμένα κήτη, με λινάτσες να κυματίζουν σαν διάτρητα λάβαρα. Με έκπληξη είδα ότι ένα από αυτά επισκευάζεται αυτήν την περίοδο, γωνία Σαρρή και Κριεζή, αλλά ακριβώς απέναντι στον αριθμό 5 της Κριεζή, υπάρχει ατόφιο, ασάλευτο και επιβλητικό, ένα από τα αυθεντικά αρχοντόσπιτα που έδιναν ύφος σε αυτήν την παλιά γειτονιά της Αθήνας.
Κάθε φορά, το περιεργάζομαι, σχολαστικά, επίμονα, για να καταλάβω τη διάθεση εκείνου που το σχεδίαζε στο χαρτί, που έσβηνε και έγραφε πάνω σε κρουστές κόλλες, πριν από πόσα χρόνια; 120 ή και παραπάνω; Αυτή τη φορά, βρήκα το σπίτι της οδού Κριεζή πιο πένθιμο παρά ποτέ, με τις δύο κεντρικές μπαλκονόπορτες μισάνοιχτες, να γεννούν ήχους, σκιές και κρωξίματα, και να προκαλούν το βλέμμα να βρει χαραμάδα να απλωθεί στις κάποτε ολόφωτες κάμαρες, που θα είχαν εκείνη τη ζωγραφισμένη ταινία σε χρώμα βαθύ κόκκινο της Πομπηίας σαν μπορντούρα στους τοίχους...
Από το σημείο που βρισκόμουν δεν μπορούσα παρά να μαντέψω το εσωτερικό και για μια στιγμή ζήλεψα δύο περιστέρια που φτερούγιζαν στο μπαλκόνι. Το φτερούγισμά τους με έκανε να προσέξω καλύτερα τα σχέδια στα κάγκελα, και να παρατηρήσω τους τέσσερις γρύπες, δύο ως κεντρικό θέμα, σε αντικριστή θέση, και άλλοι δύο ως ακρόπρωρα και στυλοβάτες. Σκέφτηκα ότι μπορεί όταν σχεδιαζόταν το σπίτι, ο ιδιοκτήτης να είχε τη δυνατότητα να διαλέξει μοτίβα, γρύπες, κύκνους ή αγγελάκια, ή απλώς φυτικά μοτίβα και έλικες... Οι γρύπες είχαν επιζήσει πολλούς κύκλους ζωής και μπορούσα να τους δω από το απέναντι πεζοδρόμιο, σαν φρουρούς σε κενοτάφιο.
Υπάρχει, πάντα, μια περίεργη αίσθηση ζωής και θανάτου γύρω από την Κουμουνδούρου. Ισως γιατί είναι πλέον τόσο μακρινή η εποχή της αστικής ακμής της, όταν οι δρόμοι ολόγυρα, πάνω και κάτω από την Πειραιώς πύκνωναν με νεοκλασικά αρχοντικά υψηλής τέχνης. Αλλά, να, αυτό που κάνει την Αθήνα μοναδική είναι η ευρυχωρία της συνύπαρξης. Η άνεση με την οποία μπορούσε να δει κανείς ένα αρχοντικό δίπλα σε μία μάντρα με υλικά οικοδομής, ένα νεοκλασικό σπίτι με ζωγραφισμένα ταβάνια δίπλα σε μία μικρή ταβέρνα.
Λίγο πιο κάτω στην Κριεζή, μετά την Αρμενική Εκκλησία και τη συμβολή με την οδό Τομπάζη, υπάρχει αριστερά μια συστάδα από παλιά σπίτια. Δίπλα στο γωνιακό κόκκινο σπίτι, τρία μονώροφα στη σειρά, κλειστά, με χτισμένες πόρτες και παράθυρα, με λαμαρίνες να κρύβουν το πρόσωπό τους, με πράσινες αυλαίες από τούλι να τυλίγουν τα παράθυρα. Αγάπησα το μεσαίο σπιτάκι, ίσως γιατί είναι το λιγότερο καλυμμένο και τα όμορφα παμπάλαια παντζούρια του, τα «γερμανικά», είναι χαμηλά. Αν υπήρχε μια γυναίκα στο παράθυρο θα μπορούσες να της αγγίξεις το χέρι και να κρυφοκοιτάξεις το ένα μεγάλο δωμάτιο που θα έβλεπε μπροστά. Πίσω, θα υπήρχε αυλή. Γιατί έβλεπα τον θεόρατο αείλανθο που βρήκε χώρο και άπλωσε ρίζες και φούντωσε και στεφάνωσε το παλιό, μικρό σπιτάκι, σαν γιγαντιαίος πράσινος θύσανος, σαν θεότητα της παλιάς γειτονιάς.
Δίπλα στο αρχοντικό που είχα δει και πάλι στον αριθμό 5 της Κριεζή, με τους γρύπες και τη νεοκλασική ευγένεια, αυτά τα σπιτάκια μου έδειχναν το μέτρο της παλιάς γειτονιάς. Ολα μαζί, ήταν η Αθήνα, που ζει ακόμη, έστω και ως σκιά, ερειπιώνας ή ψευδαίσθηση. Αλλά ήταν εκεί, εμπρός μου, τα σπαράγματα της γλυκιάς Αθήνας, όσα απέμειναν, στη σειρά.

Για το ίδιο  σπίτι υπάρχει χαρακτηριστική αναφορά στο διήγημα βόλτα με τον θείο μου από το βιβλίο μου ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, 2016 εκδ. Οροπέδιο.
Το σπίτι ήταν ιδιοκτησία του Νικολάου Τσελεμεντέ, του γνωστού αρχιμάγειρα!

 ...Κατεβήκαμε στην πλατεία Κουμουν­δούρου. Ούτε εκατό μέτρα από τη στάση, στην οδό Κριεζή 5, ήταν το σπίτι όπου έμεναν, με νοίκι.
Με το που ξεκλείδωσε την εξώπορτα, άρχισε το δικό μου ψυ­χοπλάκωμα. Στο μισοσκόταδο, ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα που έτριζε στο κάθε μας βήμα, για τον πάνω όροφο. Η Αρχο­ντία, φορώντας τη μακριά της ρόμπα, με καλωσόρισε στο πλα­τύσκαλο με μια φωνή χοντρή, απ’ το τσιγάρο. Έδειχνε να μ ’αγαπάει, αλλά εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω το ίδιο για κείνη.
Όλα μέσα σε κείνο το σπίτι ήσαν μια παλιατζούρα. Περα­σμένες δόξες, έπιπλα, κουρτίνες, πίνακες. Βγήκα κατ’ ευθείαν στο μπαλκονάκι, που έβλεπε στην πλατεία και τουλάχιστον εκεί υπήρχε άπλετο φως. Μέχρι που σκοτείνιασε έμεινα εκεί να χα­ζεύω, κάτω, τ’ αυτοκί­νητα και τον κόσμο.
Στη μέση της πλατείας, σε μια μεγάλη γούρνα με νερό, δε­κάδες πιτσιρίκια πλατσού­ριζαν, τρελαμένα από χαρά, ενώ οι μανάδες τους, από τα  κοντινά παγκάκια τους φώ­ναζαν, σαν  υστερικές, να προσέχουν. Λίγο πιο πέρα, πάνω από τις στέγες βλέπαμε το καμπανα­ριό της Αρμένικης εκκλη­σίας και ακού­γαμε τις  κα­μπάνες της...

                Η μεγάλη ''γούρνα με νερό'' της πλατείας                                                Κουμουνδούρου