Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Περδίκης:

 




Διηγώντας τα να κλαις ή να γελάς

 

Εκεί, γύρω στο 1963, είχε αποφασίσει ότι θέλει να γίνει δημοσιογράφος.

Διάβαζε, τότε,  τακτικά τη "Μεσημβρινή", μια νέα εφημερίδα, που σε σχέση με τις άλλες είχε αρκετές καινοτομίες, που την έκαναν ελκυστική στους νέους και του άρεσε ο τρόπος που έγραφε ο πρωτοεμφανισθείς Φρέντυ Γερμανός.

Ο μεγάλος, όμως, σεισμός του 1965 στην Ηλεία έγινε αφορμή να αλλάξει τον προσανατολισμό του.

Έβαλαν, βέβαια, το χεράκι τους οι νεαροί μηχανικοί, που ήρθαν για να καταγράψουν τις ζημιές του σπιτιού του και τα πρόχειρα σκαριφήματα που έφτιαχναν.

Εκείνα τα σκαριφήματα,  που τα κρυφοκοίταζε, μαζί με την παρότρυνση των μηχανικών, έγιναν η αιτία να αλλάξει κατεύθυνση και να στραφεί αργότερα προς Πολυτεχνείο μεριά.

Ήταν μια αρκετά παράτολμη απόφαση, γιατί στο σχολείο του Φυσική και Χημεία  σχεδόν δεν κάνανε, λόγω έλλειψης Φυσικού.

Όταν προλάβαινε ερχόταν, που και που, ένας καθηγητής από την Κυπαρισσία με το τραίνο και τους έκανε μάθημα.

Τελειώνοντας, λοιπόν, την προτελευταία τάξη ανέβηκε στην Πρωτεύουσα για να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις.

Γράφτηκε στο φροντιστήριο "Σταυρόπουλου-Τσατσάκη", που στεγαζόταν σε ένα διώροφο παλιό νεοκλασσικό σπίτι, πίσω από την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής.

Για  σχολείο, είχε αποφασίσει να πάει τον επόμενο Σεπτέμβριο, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο, στο Κλασσικό Λύκειο του Αγίου Δημητρίου ή Μπραχαμίου.

Αυτό έγινε για δύο λόγους:

Είχε μάθει ότι εκεί ήταν Λυκειάρχης ο Δ. Χρονόπουλος, ένας πολύ καλός Φυσικός, αλλά και πολύ αυστηρός σαν καθηγητής.

Ο Χρονόπουλος είχε περάσει και από τη Ζαχάρω, όπου ήταν Γυμνασιάρχης για μερικά χρόνια.

Στην πρώτη γυμνασίου πρόλαβε να τον έχει καθηγητή, πριν πάρει μετάθεση και μάλιστα να κερδίσει τη συμπάθειά του.

Ο άλλος λόγος ήταν ότι σ’ αυτό το σχολείο θα πήγαιναν και δυο άλλα παιδιά,  συμπατριώτες και συμμαθητές του.

Ήθελε, σαν νεοφερμένος εκεί μαθητής, να νοιώθει ότι θα βρεθεί σε κάπως γνώριμο περιβάλλον.

Το Μπραχάμι, τότε, ήταν ένα μεγάλο χωριό.

Το σχολείο στεγαζόταν σε ένα νοικιασμένο διώροφο κτίριο με ένα μικρό προαύλιο, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.

Εκεί, γινόταν η πρωινή συγκέντρωση και η προσευχή, ενώ η μυρουδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, από τον διπλανό φούρνο, τους έσπαγε τη μύτη.

Τη γυμναστική τους την έκαναν πεντακόσια μέτρα πιο μακριά, σε μια ερημιά, όπου τέλειωναν τα σπίτια και υπήρχε άπλετος χώρος.

Για να είναι κοντά στο σχολείο, νοίκιασαν με την αδελφή του, που ήδη είχε τελειώσει το λύκειο, ένα μικρό διαμέρισμα με ένα δωμάτιο, σε ένα διώροφο σπίτι στη Δάφνη, στην οδό Μυκηνών 7.

Το δωμάτιο ήταν εσωτερικό και έβλεπε στη μικρή αυλή του απέναντι σπιτιού.

"Αι εισιτήριοι  εξετάσεις δια τας Ανωτέρας και Ανωτάτας Σχολάς", όπως ήταν ο επίσημος τίτλος τους, γίνονταν τότε κάθε Σεπτέμβριο. 

Τους καλοκαιρινούς μήνες του 1966 και του 1967 έκανε εντατικά μαθήματα στο φροντιστήριο για να καλύψει τα πολλά κενά που είχε, ιδίως στη Φυσική και στη Χημεία.

Επιστρέφοντας το βράδυ από το φροντιστήριο έβλεπε, μέσα από το τζάμι του αστικού λεωφορείου, τα φώτα που καταύγαζαν το Παναθηναϊκό στάδιο, όπου έδιναν παραστάσεις τα διάσημα, τότε,  μπαλέτα "Holiday on ice".

Τον έπιανε τότε το παράπονο.

Με τι κουράγιο θα ξανακλεινόταν σε κείνο το  δωματιάκι για να συνεχίσει το ατέλειωτο διάβασμα.

Τι να κάνει όμως, έσφιγγε τα δόντια και συνέχιζε την προσπάθεια.

Η μόνη του παρηγοριά ήταν το φλερτ με τη Βάσω, τη συμμαθήτριά του, με τη μακριά αλογοουρά και  τα μυωπικά γυαλάκια της.

Πως και πως περίμενε να τελειώσει η χρονιά και να πάει στο αποχαιρετιστήριο πάρτι, που η Βάσω σκόπευε να κάνει στο σπίτι της,  για την αποφοίτησής τους.

Είχε ήδη γράψει ένα γράμμα, έμπλεο λυρισμού και συναισθήματος, που  σκόπευε να της το επιδώσει μ’ αυτή την ευκαιρία.

Αλίμονο όμως γι’ αυτόν, το πάρτι δεν έγινε ποτέ και το γράμμα έμεινε ανεπίδοτο, για πάντα.

Η καλή τους η μητέρα ερχότανε από την επαρχία και καθόταν αρκετές μέρες για να τους βοηθήσει σε ό,τι της πέρναγε από το χέρι.

Να τους φτιάξει κανένα νόστιμο φαγητό, να τους πλύνει τα ρούχα τους και να τους δροσίσει, ελλείψει ψυγείου, με τα καρπούζια και τα μπουκάλια με νερό, που έβαζε  μέσα σε μια σκάφη μαζί με ένα κομμάτι πάγο.

Ένα πρωινό, την Παρασκευή 21 Απριλίου του 1967, πηγαίνοντας στο σχολείο έμαθαν ότι είχε γίνει δικτατορία.

Σιγά που ήξεραν τα παιδιά, τότε, τι σήμαινε δικτατορία, το πιθανότερο να άκουγαν τη λέξη πρώτη τους φορά.

Αλλά και οι καθηγητές τους ούτε λέξη περί αυτής. Δεν έδειξαν καμία διάθεση για να τους κάνουν πιο σοφούς.

Σαν να μη συνέβηκε τίποτα, κάνανε μάθημα κανονικά, όπως και τις άλλες μέρες.

Το Πάσχα, που κατέβηκε στους δικούς του,  βρήκε εκεί άλλες γιορτές και πανηγύρια.

Άκουγε πολλούς συμπατριώτες του, προφανώς ακραιφνείς εθνικόφρονες, να ανταλλάσουν μεταξύ τους ευχές όπως, "Χριστός Ανέστη", "Ελλάς Ανέστη" και να ρίχνουν γιορταστικές ντουφεκιές στον αέρα.

Το "Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών" θα κάνει την εμφάνισή του αργότερα.

Λίγους μήνες πριν, στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 είχε συμβεί και ένα άλλο σημαδιακό και τραγικό γεγονός.

Το πλοίο "Ηράκλειο" είχε βυθιστεί αύτανδρο στα παγωμένα νερά της Φαλκονέρας.

Στο φροντιστήριο, τους έκανε έκθεση ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ένας νεαρός τότε καθηγητής, ο γνωστός, μετά, θεατρικός κριτικός και μαθηματικά ο Γιώργης Κοντογιώργης, ο σημαντικός υπερρεαλιστής ποιητής με το ψευδώνυμο  "Έκτορας Κακναβάτος".

Λίγες μέρες μετά την "Επανάσταση", όπως  όφειλαν όλοι να αποκαλούν το στρατιωτικό πραξικόπημα, αντιλήφθηκαν την απουσία δυο, τριών καθηγητών τους, που τους φαινόταν στην αρχή ανεξήγητη.

Αργότερα ακούστηκε ότι τους είχαν στείλει  για "διακοπές" σε κάποιο νησάκι του Αιγαίου.

Έδωσε εισιτήριες εξετάσεις, μαζί με τα άλλα παιδιά του σχολείου του, στο κτίριο του 2ου Λυκείου, στους Αμπελόκηπους, απέναντι από το μαιευτήριο της " Έλενας Βενιζέλου".

Τελευταίο μάθημα ήταν η Τριγωνομετρία.

Στα άλλα μαθήματα, που είχαν προηγηθεί και συγκεκριμένα στη Φυσική και στην Άλγεβρα πίστευε ότι είχε πάει πολύ καλά, ενώ είχε πάει μέτρια στη Γεωμετρία και στην Έκθεση.

Όσο για τη Χημεία, παρ’ όλο το διάβασμα, δεν τα είχε καταφέρει.

Φεύγοντας από το σπίτι, για να δώσει την Τριγωνομετρία, πέταξε μεταξύ σοβαρού και αστείου στη μητέρα του:

"Αν δεν γράψω καλά να μην με περιμένεις".

Εννοώντας ότι η επιτυχία του θα εξαρτιόταν από το πόσο καλά θα πήγαινε στην Τριγωνομετρία, που ήταν και το τελευταίο μάθημα.

Τέλειωσε το γράψιμο, έχοντας πάει και στην Τριγωνομετρία πολύ καλά.

 Ανακουφισμένος και ξένοιαστος, πλέον, μαζί και με τα άλλα παιδιά, που πήγαιναν στο ίδιο φροντιστήριο, κατευθύνθηκαν προς τα κει, περπατώντας και μιλώντας καθ’ οδόν, γιατί άλλο, από το πώς πήγε ο καθένας τους στις εξετάσεις.

Είχε ξεχαστεί τελείως και πήγε απόγευμα όταν θυμήθηκε να γυρίσει στο σπίτι.

Τηλέφωνο, σημειωτέον,  δεν υπήρχε στο σπίτι για να τους πει ότι θα αργήσει.

Ανοίγοντας την πόρτα, δεν θα ξεχάσει ποτέ, το πώς τον υποδέχθηκε η καημένη η μητέρα του.

Δίνοντας βάσει σ’ αυτό που είχε ξεστομίσει, τόσο επιπόλαια, φεύγοντας και μη βλέποντας να γυρίζει σπίτι είχε τρελαθεί από την αγωνία της.

Έκανε πολλή ώρα να σταματήσει τα κλάματα και να ηρεμίσει.

Μετά από μέρες του ζήτησε να τη συνοδέψει και να πάνε μαζί στο εκκλησάκι της Αγίας Φωτεινής, στην ρεματιά του Ιλισού, να ανάψουν ένα κερί.

Πάνω στην τρέλα της είχε κάνει τάμα στην Αγία για την Τριγωνομετρία και τον αίσιο γυρισμό του…



Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

Μανώλης Αναγνωστάκης (1925-2005):

 

ΤΟ ΣΚΑΚΙ

Έλα να παίξουμε…
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη

Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει από καιρό
πριν από μένα

Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει

Δρασκελώντας τη μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις

Έλα να παίξουμε…

Ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω!
Τραβάνε μπρος σκυφτοί δίχως καν όνειρα

Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Όλα, όλα, και τ’ άλογά μου θα στα δώσω
Μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω
που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει

Δρασκελώντας τη μιαν άκρη ως την άλλη
γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις

Έλα να παίξουμε…
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα..



Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου 

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Περδίκης:

 



Το σπίτι της οδού Κριεζή 5

 

Ιούλιος 1957.

Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, όταν κατηφορίζοντας την Πα­νεπιστημίου με τον θείο μου, τον Μήτσο, μου έδειξε και μου είπε δυο λόγια για τα κτίρια που συναντήσαμε, την Ακαδημία, το Πανεπι­στήμιο και τη Βι­βλιοθήκη. Στο πεζοδρόμιο κόσμος πολύς ανεβοκατέβαινε βια­στικός, μπαϊλντισμένος από την πολλή ζέστη.

Περάσαμε έξω από το Σινεάκ και φτάνοντας στην Ομό­νοια ανεβήκαμε στο τραμ, που από την Πειραιώς, όπως μου είπε, πήγαινε μέχρι το Ρουφ. Κατεβήκαμε στην πλατεία Κουμουν­δούρου. Ούτε εκατό μέτρα από τη στάση, στην οδό Κριεζή 5, ήταν το σπίτι όπου έμεναν, με νοίκι.

Με το που ξεκλείδωσε την εξώπορτα, άρχισε το δικό μου ψυ­χοπλάκωμα. Στο μισοσκόταδο, ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα που έτριζε στο κάθε μας βήμα, για τον πάνω όροφο. Η Αρχο­ντία, η θεία μου, φορώντας τη μακριά της ρόμπα, με καλωσόρισε στο πλα­τύσκαλο με μια φωνή χοντρή, απ’ το τσιγάρο. Έδειχνε να μ’ αγαπάει, αλλά εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω το ίδιο για κείνη.

Όλα μέσα σε κείνο το σπίτι ήσαν μια παλιατζούρα. Περα­σμένες δόξες, έπιπλα, κουρτίνες, πίνακες. Βγήκα κατ’ ευθείαν στο μπαλκονάκι, που έβλεπε στην πλατεία και τουλάχιστον εκεί υπήρχε άπλετο φως. Μέχρι που σκοτείνιασε έμεινα εκεί να χα­ζεύω, κάτω, τ’ αυτοκί­νητα και τον κόσμο.

Στη μέση της πλατείας, σε μια μεγάλη γούρνα με νερό, δε­κάδες πιτσιρίκια πλατσού­ριζαν, τρελαμένα από χαρά, ενώ οι μανάδες τους, από τα  κοντινά παγκάκια τους φώ­ναζαν, σαν  υστερικές, να προσέχουν. Λίγο πιο πέρα, πάνω από τις στέγες βλέπαμε το καμπανα­ριό της Αρμένικης εκκλη­σίας και ακού­γαμε τις  κα­μπάνες της.

Στο μπαλκόνι, την πιο πολλή ώρα, καθόταν μαζί μου κι ο θείος, λέγοντάς μου ιστο­ρίες από το Κονγκό και ανέκδοτα, που με έκαναν να ξεκαρδίζομαι. Η Αρχοντία, παραμέσα, κοντά στο φως που έμπαινε από το μπαλκόνι, πάλευε με τα ραψί­ματά της, καθότι μοδίστρα. Μπήκα μέσα όταν ήταν η ώρα να γευτώ τα εδέσματά της, άλλη μια πονεμένη ιστορία για μένα. Έκανα υπομονή να τελειώσει κι αυτό το μαρτύριο και να πάω αμέσως μετά για ύπνο.

Το ξύπνημα της επόμενης μέρας θα μου ξανάφερνε την καλή μου διάθεση. Όσο κι αν λάτρευα τον θείο μου, ήταν αδύ­νατον να μείνω κι άλλο σε κείνο το σπίτι. Ο μεγάλος μου ξά­δελφος και οι παρέες του, τα μπάνια, το σι­νεμά, αλλά και η κα­τα­σκή­νωση μετά από λίγο, με περίμεναν στην Ελευσίνα.

Πρωί-πρωί μάζεψα τα μπογαλάκια μου, ασπάστηκα  την Αρχο­ντία, που μου κλαψού­ριζε  να μείνω μαζί τους, λίγο ακόμη και πήγαμε στην πλατεία, στην αφετηρία των λεωφορείων της  Ελευσίνας. «Α ρε μπαγάσα μου φεύγεις», μου πέταξε καθώς με αγκά­λιαζε, «του χρόνου θα σε ξα­ναδώ». Βούρκωσα, κατάλαβα πόσο πολύ τον αγαπούσα.

Ανέβηκα και έπιασα θέση κοντά στο παράθυρο. Εκείνος, από κάτω, περίμενε μέχρι να ξεκινήσουμε. Του έκανα με το χέρι μου αντίο. Πριν το λεωφορείο στρίψει στην Πειραιώς, πρόλαβα να τον δω από πίσω, καθώς έφευγε. Μου φάνηκε, βα­ρύς, σαν να μην ήθελε να γυρίσει γρήγορα σε κείνο το παλιό, το σκο­τεινό σπίτι…

                                                          Η Αρμένικη εκκλησία


                                      Η πλατεία Κουμουνδούρου με την πισίνα

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022

Γιώργος Τζαβέλλας: (1916-1976)

 

Η κάλπικη λίρα

 Ήταν τρεις μέρες πριν μπει το 1956 όταν μια ελληνική ταινία θα έγραφε ιστορία στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και όχι μόνο. Στις 28 Δεκεμβρίου του 1955 προβάλλεται για πρώτη φορά στους κινηματογράφους “Η κάλπικη λίρα” και ανοίγει τον δρόμο για τις σπονδυλωτές ταινίες στην Ελλάδα, όντας η πρώτη που γυρίστηκε και παίχτηκε ποτέ στη χώρα μας.

Η ταινία, “Η κάλπικη λίρα” πέρα από τη σκηνοθετική σφραγίδα του Γιώργου Τζαβέλλα, πλαισιώθηκε κι από ένα αξιόλογο καστ. Οι ηθοποιοί ανήκαν στην αφρόκρεμα της εποχής. Οι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν στην ταινία θεωρούνται, έως και σήμερα, ανάμεσα στους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς, όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης, που ήταν ένας από τους καλύτερους Έλληνες κωμικούς της εποχής, μετά την ταινία, “Οι Γερμανοί ξανάρχονται”, όπως η Ίλυα Λιβυκού, που διακρινόταν ως κινηματογραφικό ζευγάρι με τον Λογοθετίδη. Όπως ο Μίμης Φωτόπουλος με ταινίες όπως, “Ο γρουσούζης”, “Εκατό χιλιάδες λίρες”, “Οι Απάχηδες των Αθηνών”, η Σπεράντζα Βρανά με το “Η ωραία των Αθηνών”, ο Ορέστης Μακρής με μία από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, “Ο μεθύστακας”, ενώ, τέλος, το δίδυμο Δημήτρη Χορν και Έλλης Λαμπέτη που είχε πρωταγωνιστήσει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.









Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε νομικά, αλλά δεν ασχολήθηκε με το δικηγορικό επάγγελμα, αφού δόθηκε ολόψυχα πρωτίστως στον κινηματογράφο αλλά και στο θέατρο στο οποίο ανέβηκαν δέκα περίπου θεατρικά έργα του.

Οι ταινίες του Γιώργου Τζαβέλλα αποτελούν ορόσημο για την ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου. Αυτοδίδακτος σκηνοθέτης, με εξαιρετική παιδεία και μόρφωση, ενηλικίωσε τον Ελληνικό Κινηματογράφο και του έδωσε κύρος, βγάζοντάς τον έξω από τα σύνορα της Ελλάδας.


Πηγή: ''Ελληνικός Κινηματογράφος''