Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Κώστας Περδίκης:

 



Το σπίτι της οδού Κριεζή 5

 

Ιούλιος 1957.

Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, όταν κατηφορίζοντας την Πα­νεπιστημίου με τον θείο μου, τον Μήτσο, μου έδειξε και μου είπε δυο λόγια για τα κτίρια που συναντήσαμε, την Ακαδημία, το Πανεπι­στήμιο και τη Βι­βλιοθήκη. Στο πεζοδρόμιο κόσμος πολύς ανεβοκατέβαινε βια­στικός, μπαϊλντισμένος από την πολλή ζέστη.

Περάσαμε έξω από το Σινεάκ και φτάνοντας στην Ομό­νοια ανεβήκαμε στο τραμ, που από την Πειραιώς, όπως μου είπε, πήγαινε μέχρι το Ρουφ. Κατεβήκαμε στην πλατεία Κουμουν­δούρου. Ούτε εκατό μέτρα από τη στάση, στην οδό Κριεζή 5, ήταν το σπίτι όπου έμεναν, με νοίκι.

Με το που ξεκλείδωσε την εξώπορτα, άρχισε το δικό μου ψυ­χοπλάκωμα. Στο μισοσκόταδο, ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα που έτριζε στο κάθε μας βήμα, για τον πάνω όροφο. Η Αρχο­ντία, η θεία μου, φορώντας τη μακριά της ρόμπα, με καλωσόρισε στο πλα­τύσκαλο με μια φωνή χοντρή, απ’ το τσιγάρο. Έδειχνε να μ’ αγαπάει, αλλά εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω το ίδιο για κείνη.

Όλα μέσα σε κείνο το σπίτι ήσαν μια παλιατζούρα. Περα­σμένες δόξες, έπιπλα, κουρτίνες, πίνακες. Βγήκα κατ’ ευθείαν στο μπαλκονάκι, που έβλεπε στην πλατεία και τουλάχιστον εκεί υπήρχε άπλετο φως. Μέχρι που σκοτείνιασε έμεινα εκεί να χα­ζεύω, κάτω, τ’ αυτοκί­νητα και τον κόσμο.

Στη μέση της πλατείας, σε μια μεγάλη γούρνα με νερό, δε­κάδες πιτσιρίκια πλατσού­ριζαν, τρελαμένα από χαρά, ενώ οι μανάδες τους, από τα  κοντινά παγκάκια τους φώ­ναζαν, σαν  υστερικές, να προσέχουν. Λίγο πιο πέρα, πάνω από τις στέγες βλέπαμε το καμπανα­ριό της Αρμένικης εκκλη­σίας και ακού­γαμε τις  κα­μπάνες της.

Στο μπαλκόνι, την πιο πολλή ώρα, καθόταν μαζί μου κι ο θείος, λέγοντάς μου ιστο­ρίες από το Κονγκό και ανέκδοτα, που με έκαναν να ξεκαρδίζομαι. Η Αρχοντία, παραμέσα, κοντά στο φως που έμπαινε από το μπαλκόνι, πάλευε με τα ραψί­ματά της, καθότι μοδίστρα. Μπήκα μέσα όταν ήταν η ώρα να γευτώ τα εδέσματά της, άλλη μια πονεμένη ιστορία για μένα. Έκανα υπομονή να τελειώσει κι αυτό το μαρτύριο και να πάω αμέσως μετά για ύπνο.

Το ξύπνημα της επόμενης μέρας θα μου ξανάφερνε την καλή μου διάθεση. Όσο κι αν λάτρευα τον θείο μου, ήταν αδύ­νατον να μείνω κι άλλο σε κείνο το σπίτι. Ο μεγάλος μου ξά­δελφος και οι παρέες του, τα μπάνια, το σι­νεμά, αλλά και η κα­τα­σκή­νωση μετά από λίγο, με περίμεναν στην Ελευσίνα.

Πρωί-πρωί μάζεψα τα μπογαλάκια μου, ασπάστηκα  την Αρχο­ντία, που μου κλαψού­ριζε  να μείνω μαζί τους, λίγο ακόμη και πήγαμε στην πλατεία, στην αφετηρία των λεωφορείων της  Ελευσίνας. «Α ρε μπαγάσα μου φεύγεις», μου πέταξε καθώς με αγκά­λιαζε, «του χρόνου θα σε ξα­ναδώ». Βούρκωσα, κατάλαβα πόσο πολύ τον αγαπούσα.

Ανέβηκα και έπιασα θέση κοντά στο παράθυρο. Εκείνος, από κάτω, περίμενε μέχρι να ξεκινήσουμε. Του έκανα με το χέρι μου αντίο. Πριν το λεωφορείο στρίψει στην Πειραιώς, πρόλαβα να τον δω από πίσω, καθώς έφευγε. Μου φάνηκε, βα­ρύς, σαν να μην ήθελε να γυρίσει γρήγορα σε κείνο το παλιό, το σκο­τεινό σπίτι…

                                                          Η Αρμένικη εκκλησία


                                      Η πλατεία Κουμουνδούρου με την πισίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου