Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ: Η μνήμη της νοσταλγίας


Από την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Ι. Περδίκη Μικρές Ιστορίες

(εκδ. Οροπέδιο)








Ύφος σημαίνει ήθος. Και ήθος σημαίνει έθος, δηλαδή έθιμο, συνήθεια,
τόπος καταγωγής. Ένας τέτοιος τόπος μέσα από ποιες διεργασίες
περνάει στη μνήμη; Μέσα από ποιο ύφος και ήθος μεταμορφώνεται σε
μνήμη γραφή; Κι ακόμη: Η μνήμη, ως διαδικασία ανάκλησης, πώς,
άραγε, συνομιλεί με εκείνη την άλλη μνήμη, της νοσταλγίας; Ως
σύμβολο τόπου πραγματικού ή ως εικόνα φασματική για κάποιον για
πάντα χαμένο χρόνο; Ποια η θέση της μέσα στο σήμερα, είτε του
συγγραφέα είτε του αναγνώστη; Θα μπορούσε μια τέτοια μνήμη (μνήμη
του νόστου) να αναστήσει απολεσθείσες Εδέμ; Ή πρόκειται για
ψευδαίσθηση που αναδύεται μέσα από τη νοσταλγία για έναν τόπο «ου
τόπο»;

Στην εισαγωγή του βιβλίου «Μικρές ιστορίες» (σελ. 9) αντί προλόγου ή
διακειμενικού αποσπάσματος και σε συνομιλία με τα αναγραφόμενα
στο οπισθόφυλλο ο συγγραφέας Κώστας Ι. Περδίκης επιλέγει ένα
ποίημα που φέρει τον τίτλο: «ο τόπος μου». Στην επόμενη σειρά και με
πλάγια γράμματα διαβάζουμε: ανάμεσα στα σημεία του ορίζοντα, και
ακολουθούν οι στίχοι: «στα Δυτικά το Ιόνιο αγναντεύει και χαίρεται το
κύμα του/ παρά θιν’ αλός αφρίζοντας να σκάει//». Κάμποι, λιόδεντρα,
ποτάμια (στον Βορρά τον Λαπίθα και στην Ανατολή τη Βουνούκα)… το
ποίημα κλείνει με «τα ψηλά βουνά της Αρκαδιάς στο Νότο, να μας
χαιρετούν και να μας γνέφουν».

Οι μικρές ιστορίες του συγγραφέα αναφέρονται άμεσα σ’ αυτόν τον
γενέθλιο τόπο και σε όλα εκείνα που τον ορίζουν. Πρόκειται για
εικοσιέξι ολιγοσέλιδα διηγήματα που αποτελούν «μνήμες πολύτιμες
και αγαπημένες. (Μνήμες) που μιλούν για γεγονότα, πρόσωπα και
συναισθήματα άλλων χρόνων, αρκετά μακρινών. Τότε, που τα ελάχιστα
και απλά μπορούσαν και να σημαίνουν τη χαρά ή τη μαγεία».
Τόσο οι ήχοι όσο και οι σιωπές, οι κατευναστικές μυρωδιές από τα
μανουσάκια αλλά και ο φόβος όταν ο συγγραφέας παιδί διάβαινε
βράδυ το στρατόνι, οι θύμησες από τη στράτευση και τον καιρό της
χούντας με τα τραγουδάκια της εποχής και τον Γιάννη Πουλόπουλο, η
μαγεία μιας παλιάς μάκινας που δούλευε μες στο σκοτάδι, ένας γερο
Δήμος που αν και τυφλός κουβάλαγε με το γαϊδουράκι το πόσιμο νερό
και το μοίραζε από σπίτι σε σπίτι, ο Διαμαντής ο μπακάλης ο
επονομαζόμενος και φιλόσοφος, ο πλούτος της ντοπιολαλιάς αλλά και
το τέλος του Αηδόνη, αγαπημένου σκύλου του συγγραφέα, με τη ζωή
εντέλει να συνεχίζεται όπως και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «το
μοιρολόι της φώκιας», η ιδιόρρυθμη μορφή του Βασίλη του Μπούρη
και η σοφίτα του σε αντίστιξη με τον πράο και κοινωνικό
μπαρμπαΧρηστίδη που μέσα στη χαμοκέλα του ήξερε να επινοεί
ιστορίες και να καθηλώνει με την αγάπη του τα παιδιά, ένας θείος από
το Κογκό και ο μετανάστης που του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ο
Αμερικάνος», οι αείμνηστες μορφές του παππού και του πατέρα του
συγγραφέα, οι εμπειρίες του από την κατασκήνωση και η πρώτη του
μέρα στο σχολείο, τα θερμά λουτρά και οι τουρίστες, όλα μες στην
συγκλονιστική απλότητα και ειλικρίνεια της περιγραφής τους μοιάζει να
αγγίζουν σύμβολα-αρχέτυπα.

Ο Περδίκης, σ' αυτή τη συλλογή των διηγημάτων του, μπορεί να
χαρακτηριστεί ηθογραφικός, εφόσον δεχόμαστε ότι τα ηθογραφικά
κείμενα έχουν ως βασικό τους στόχο την όσο το δυνατόν πιο πιστή
παρουσίαση της ζωής στην ύπαιθρο, τη ζωή με τις τοπικές παραδόσεις,
τα ήθη και τα έθιμα καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη
νοοτροπία του, ταυτόχρονα όμως και ψυχογραφικός, αφού στις
διηγήσεις του υπάρχει, πέραν της εξωτερικής και ηθογραφικής
σκιαγράφησης των ηρώων του, σπουδή στα ψυχολογικά τους
χαρακτηριστικά. Υπάρχει δηλαδή, παράλληλα με την καταγραφή των
συνηθειών και του τρόπου που αυτοί οι ήρωες κινούνται μέσα στο
συγκεκριμένο χώρο της υπαίθρου, αναφορά και εστίαση στην
προσωπικότητα, τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά τους.
Ύφος απέριττο, γλώσσα που εμφανίζεται σε συμπόρευση με αυτό το
ύφος, αφήγηση που ρέει και περιγραφές δωρικές, δεν υπάρχει πουθενά
μεγαλοστομία, λυρισμός ή προσπάθεια εντυπωσιασμού. Σε όλα τα
διηγήματα της συλλογής, τόσο σ’ εκείνα που ο ψυχογραφικός
χαρακτήρας υπερτερεί του ηθογραφικού και κοινωνικού, «το δωμάτιο
που έβλεπε στη δύση», «το στρατόνι», «τα μανουσάκια», «έτσι έπρεπε
να γίνει», «οι διαφορετικοί», «εγκώμιονΜπαρμπαΧρηστίδη», όσο και
στα υπόλοιπα, «ο ήχος της μάκινας», «ο Δήμος και ο Μαυρής του»,
«ντοπιολαλιές (παίζοντας με τον πλούτο της γλώσσας μας)», «εδώδιμα
και αποικιακά», «όταν οι ομότεχνοι ανταμώνουν» κ.α., συναντάμε
σύμπτωση μορφής και περιεχόμενου. Καμιά εκζήτηση, κανένας
ψεύτικος εξωραϊσμός ή ωραιοποίηση των ηρώων. Τα κείμενα, είτε ως
κατάθεση ψυχής είτε ως αποστασιοποιημένες αφηγήσεις, προχωρούν
με σεβασμό στην αλήθεια τους, με τρόπο ρεαλιστικό όχι όμως και
νατουραλιστικό, αφού οι σκοτεινές τους πλευρές, αν δεν
αποκρύπτονται, σε καμιά περίπτωση δεν θα λέγαμε ότι
πρωταγωνιστούν. Εξιστορήσεις και γεγονότα ακολουθώντας αβίαστα
το ένα το άλλο παραθέτονται απλά κι έτσι απλά εκβάλλουν στο ίδιο
εσώτερο κέντρο του συγγραφέα. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου
κυριαρχεί ο χρόνος των κυκλικών εναλλαγών και μια καθημερινότητα
δεμένη με τη γη, μια ζωή που παρά τον αγώνα για επιβίωση επιτρέπει
στον άνθρωπο τη φυσική ανάταση, ο λόγος του Περδίκη αν και
μονοδιάστατος, προβάλλει ανόθευτος.

Ρεαλιστή νοσταλγό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον συγγραφέα
σ’ αυτή την πρώτη του συλλογή και ρεαλιστικά νοσταλγική τη γραφή
του. Θερμοκρασίες, αγγίγματα, γεύσεις και οσμές ανεξίτηλα
χαραγμένες στο ασυνείδητο αγγίζουν τη ψυχή του αναγνώστη
αναδεικνύοντας αλήθειες αρχέγονες. Εκεί όπου η παιδική μνήμη και
φαντασία συνηθίζουν να συμπιέζονται ή, στην καλύτερη των
περιπτώσεων, κουρνιάζουν αθέατες, ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας
αυτή τη βιωματική ειλικρίνεια και με κύριο όχημά του τη νοσταλγία
καταφέρνει να δώσει στα κείμενά του μια αίσθηση ονειρική.
Επιπρόσθετα, ενώ φαινομενικά δίνει βάση σε μια καθημερινότητα
μακρινή, δεν παύει να αναφέρεται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, είτε
εμφανώς είτε υποδορίως, στα δεινά της σύγχρονης εποχής. Χωρίς
αμετροέπεια, προσχηματικά ηθικά διδάγματα, κοινοτοπίες και
ρητορείες, ξετυλίγει το γενέθλιο κουβαράκι της μνήμης του σε τόνους
χαμηλούς, τηρώντας ταυτόχρονα μια κριτική στάση και διάθεση
απέναντι στους απάνθρωπους ρυθμούς της ζωής στις πόλεις. Στον
Περδίκη τα ίδια τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους και για λογαριασμό
τους.

«Ρίζωμα και ξεριζωμός: το ασφυκτικό και γλυκό συναίσθημα της
νοσταλγίας» γράφει η φιλόσοφος Μπάρμπαρα Κασσέν, ανιχνεύοντας
τη σχέση των ανθρώπων με τον χρόνο, την πατρίδα και τη γλώσσα ή τις
γλώσσες τους, και μνημονεύοντας Οδυσσέα και Αινεία. «Μέσ’ από το
βάθος των καλών καιρών οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε/ Δεν
αγαπάς και δε θυμάσαι, λες/ Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν
δακρύζεις που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα/ δεν αγαπάς και δε
θυμάσαι, ας κλαις» γράφει ο Καρυωτάκης στην δική του «Νοσταλγία».
Κάθε μετανάστευση, εξωτερική ή εσωτερική, για τον άνθρωπο που
πιεσμένος από τις συνθήκες (κοινωνικές, οικονομικές ή άλλες) την
επιλέγει, αποτελεί «ξερίζωμα». Πράξη εξαιρετικής βιαιότητας που
ισοδυναμεί με άκαιρο και επώδυνο απογαλακτισμό. Ένας άνθρωπος
“χωρίς ρίζες” μπορεί να πεθάνει από μελαγχολία ή από κείνη την
υπαρξιακή αίσθηση της ξενότητας που κάποτε εξωθεί στο έγκλημα ή
την αυτοκτονία. Συχνότερα όμως, αυτός ο «Ξένος» θα καταφύγει στη
νοσταλγία: ο νόστος του Οδυσσέα, ο πόθος του οικονομικού ή
πολιτικού πρόσφυγα για την επιστροφή, ή του νέου που αναγκάζεται να
μεταναστεύσει για να σπουδάσει, να επιβιώσει.

Νοσταλγία όμως δεν είναι μόνο το τοπικό ή «εξωτερικό» ξερίζωμα.
Είναι και ο πόθος για την αναβίωση όλων εκείνων των καταστάσεων
που δεν μπορείς πλέον να ανακαλέσεις, πόσο μάλλον να αναστήσεις,
όλων εκείνων που ξέρεις πως έσβησαν για πάντα. Αυτή η δεύτερη, είναι
μια νοσταλγία πολύ πιο επίπονη. Μια κατάσταση πολύ πιο εσώτερη και
βασανιστική. Θεωρητικά, μπορείς πάντα να γυρίσεις στο χώρο που
ονειρεύεσαι, αυτός ο χώρος όμως δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος με κείνον
στον οποίο έζησες και ονειρεύτηκες. Άλλοις λόγοις: ο χρόνος στον
οποίο «κτίζεις» τη νοσταλγία σου, είναι πάντα ένας χρόνος που έχει ήδη
περάσει ανεπιστρεπτί. Για τον άνθρωπο της πόλης αυτό μοιάζει όχι
μόνο δυσβάσταχτο αλλά και μοιραίο. Για τον αστό η ζωή είναι μια
ευθεία, ένα ποτάμι που κυλάει προς μια μοναδική κατεύθυνση, χωρίς
ελπίδα αναστροφής, χωρίς την προσδοκία της αναβίωσης. Αντίθετα. Για
τον άνθρωπο της υπαίθρου, παρελθόντα, τωρινά και μελλούμενα
ανήκουν στον ίδιο κύκλο. Ανήκουν στο νόμο της φυσικής και αέναης
επιστροφής. Δεν μπαίνει θέμα να κερδίσει την αιωνιότητα, την
αιωνιότητα, ως ένα βαθμό, ήδη τη ζει. Η Εδέμ, ο γενέθλιος τόπος του,
«η επιστροφή του», είναι πάντοτε παρούσα. Αυτή η τελευταία μορφή
βιώματος, πολύ κοντά στο ποιητικό βίωμα του Ρώσου μυστικιστή
Ταρκόφσκι, φαίνεται να διαπερνά υποδορίως και την αφήγηση του
Περδίκη στις μικρές ιστορίες του.

«Το μεγάλο δυστύχημα, λέει ο Ταρκόφσκι, δεν είναι ότι πέθανε ο Θεός,
αλλά το ότι πεθαίνουν οι μάνες μας. Και τούτη η απώλεια είναι η
απώλεια της ρίζας. Και η απώλεια της ρίζας δημιουργεί τη νοσταλγία
για την ανέφικτη επιστροφή στην κοιτίδα. Ο Παράδεισος έχει χαθεί για
πάντα και για όλους. Δουλειά των ποιητών είναι να μας θυμίζουν τούτη
τη μεγάλη απώλεια». Διόλου τυχαία, στο πρώτο κατά σειρά διήγημα
της συλλογής του Περδίκη, αυτό με τον τίτλο: «το δωμάτιο που έβλεπε
στη δύση» διαβάζουμε: «Το σπίτι μας στην πόλη ήταν μεγάλο, δίπατο,
με κεραμιδένια στέγη. Και παρακάτω: «Το ένα, από τα δυο δυτικά
δωμάτια, το χαμε για σάλα και δεν πολυπηγαίναμε. Το άλλο ήταν το
δωμάτιο των γονιών μας. Το διπλό κραβάτι τους, ένα μεγάλο κομό στα
πόδια του, η ραπτομηχανή singer της μάνας μας… (…) «Μου άρεσε»,
λέει για τη μητέρα του, «να την νιώθω κοντά μου, να μου κάνει
συντροφιά, κι ας μη μιλάγαμε την πιο πολλή ώρα». Και στην απέναντι
σελίδα τοποθετεί μια φωτογραφία της μητέρας του με τη λεζάντα: «η
εικόνα της, που θέλω να θυμάμαι».




Η Χρύσα Φάντη γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Σπούδασε παιδαγωγικά και Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολήθηκε με τη δικηγορία, τη μετάφραση κειμένων από τα γαλλικά και τα αγγλικά και τη μελέτη θεμάτων που αφορούν την παιδεία. Επί μία δεκαετία (1992 - 2002) έζησε διαδοχικά στο Κάιρο, τη Μόσχα, τη Δαμασκό και τη Λευκωσία της Κύπρου. Από το 1986 μέχρι και σήμερα εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Διηγήματα της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά "Πανδώρα" και "Πλανόδιον".


Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Κώστας Περδίκης: Με αφορμή μια φωτογραφία (14)

Η βόλτα του



Έτσι και ο πατέρας μου, ο μακαρίτης.
Κάθε απόγευμα, ύστερα από τη σύντομη σιέστα του,
κίναγε για μια βόλτα στο κτήμα μας,
λίγο πιο πάνω από τον Σταθμό.
Καβάλα πάντα στο γαϊδούρι
και με τη γίδα μας να ακολουθεί,
δεμένη με το σχοινί της από το κολιτσάκι του σαμαριού.
Μια ζωή το ίδιο δρομολόγιο.
Μέχρι που ΄φυγε πρώτα το γαϊδούρι
και λίγο μετά και κείνος.
Ήταν Σεπτέμβρης σαν τώρα, του ’80…

φωτογραφία: Μανώλης Σόφιος

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Ν.Δ.ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ: Βραχύτατο σημείωμα για ένα αξιανάγνωστο βιβλίο


Διάβασα τις Μικρές Ιστορίες του πολιτικού μηχανικού Κώστα Ι. Περδίκη
και τις ευχαριστήθηκα, όχι μόνο γιατί ανάμεσά τους υπάρχει και η
πεντασέλιδη “ο δικός μου Αμερικάνος” με ρητή αναφορά στον
παπαδιαμαντικό, ούτε γιατί αυτός που ιστορεί έχει καλά μαθητεύσει
στον Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο, ούτε γιατί ως φιλόλογος νοιάζομαι
για την ερμηνεία των ιδιωματικών λέξεων. Όχι μόνον γι’ αυτά, αλλά και
διότι αγαπάει τη γη του τόπου του και πάντα τα εν αυτή και την αγάπη
του την ομολογεί άμεσα και λιτά.
Συχνότατα οι ιστορίες του δεν υπερβαίνουν τις δυο ή τρεις
σελίδες. Οι ήρωές του άνθρωποι του μόχθου, η μητέρα του βυζαντινή
καλλονή, άλλου κόσμου ομορφιά εντελώς άσχετη με μοντέλα
διαφήμισης καλλυντικών και ποτών, ο πατέρας του αρχαϊκός
ταχυδρόμος, αληθινός υπ-άλληλος, αμπαστάρδευτος από την
ξεσαλωμένη συνδικαλαρία.
Τίποτα δεν εξιδανικεύεται και τίποτα δεν υβρίζεται. Θα διάβαζα
αρκετές από τις Ιστορίες στην τάξη μου, αν είχα.
Ν.Δ.Τ.

Ο Ν. (Νίκος) Δ. Τριανταφυλλόπουλος είναι Έλληνας φιλόλογοςλογοτέχνης, κριτικός εκδότης, φιλολογικός επιμελητής, ανθολόγος, μεταφραστής. Γεννήθηκε το 1933 στο Διδυμότειχο[1][2], όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως καθηγητής φιλόλογος. Μεγάλωσε και ζει στη Χαλκίδα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε από το 1959 ως το 1990 στη Μέση Εκπαίδευση (τα τρία πρώτα χρόνια στη Κύπρο)[3].Το κύριο πεδίο μελέτης του είναι το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, στον οποίο έχει αφιερώσει πλήθος μελετών και ερμηνευτικών δοκιμίων. Είναι ο φιλολογικός εκδότης της πεντάτομης κριτικής έκδοσης των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Δόμος 1981-88)[4], της Αλληλογραφίας του (Δόμος, 1991) και της αναθεωρημένης σε χρηστική μορφή έκδοσης "Άπαντα Παπαδιαμάντη Το Βήμα-Βιβλιοθήκη» (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2011).Ο «πατριάρχης των παπαδιαμαντικών σπουδών», σύμφωνα με το ψήφισμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα, τα τελευταία χρόνια έχει αφιερωθεί, (συνεπικουρούμενος από την κόρη του Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου) στον εντοπισμό και στην έκδοση των παπαδιαμαντικών μεταφράσεων. 

Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2017

ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΑΝΑΓΙΩΣΟΥΛΗΣ (1933): Ένας αξιοαγάπητος Έλληνας της διασποράς



  τα σχοινιά
Όλη μου την εφηβική ηλικία και όχι μόνο την πέρασα μπλεγμένος με σχοινιά πασχίζοντας να απελευθερωθώ λες και ήμουν ένας Λαοκόωντας που τον πνίγουν τα φίδια, που όμως δεν ήταν φίδια αλλά σχοινιά, ιβιλάϊ, κάβοι, γούμενες, συρματόσχοινα,  μπαστέκες,  μπίγες, μαγκιόρες και όχι σε μπαρούμες σε  αμπάρια, με μουκαπόρτες και μετζανιά, σε σαμπάνια και  μουσαμάδες σε σακοράφες  και σφήνες, σε μπαλαούρο και μαγαζιά σε πλώρες και πρύμες,   σε  μάϊνα κι αγάντα, σε άρμπουρα και κόφες, σε σήματα μορς, σε   βίρα, σε μπουνάτσες και φουρτούνες, σε ψαρόλαδο, σε πάκτωνα για το εξωτερικό χρωμάτισμα, σε μπότζι και σκαμπανέβασμα, σε τροπικές ζέστες και παγωμένους ωκεανούς. Όχι καμιά ευκολία    ούτε κλιματισμός ένας ανεμιστήρας που εργαζόταν με συνεχές ρεύμα 220 DC τον χειμώνα μόνο καλοριφέρ που ο ατμός σφύριζε σαν οχιά από την  σκουριασμένη βαλβίδα. Εκ φύσεως συνεσταλμένος μπορώ να πω ντροπαλός, μα και αμαθής, δύσκολο πράγμα να τα φέρνεις βόλτα στη ζωή.
Ένα πράγμα έλειπε από όλη αυτήν την θεογονία των θνητών η γυναίκα, ταξιδεύαμε μήνες ολόκληρους, ουρανός και θάλασσα, είχαμε ξεχάσει το πώς είναι η γυναίκα, φθάναμε στα λιμάνια διψασμένοι τις βλέπαμε και σταματούσε το μυαλό μας. Ρε για δες τι ευτυχία που έχουν οι στεριανοί, τρέχαμε σαν τρελοί.
Όλα αυτά τα χρόνια τα έζησα χωρίς να έχω ανακατευθεί ψυχικώς σε μια κοινωνία ανταποδόσεως αλλά περιστοιχιζόμενος από αντικείμενα, όπου κι αυτό ανταπέδιδα.  
Νόμιζα ότι έτσι ήταν η ζωή, μια ζωή γεμάτη τρισδιάστατες εφήμερες περιπέτειες που κράτησε πολλά, πολλά  χρόνια.  Μια ζωή αφύσικη, σήμερα τι να πω, όπου και να κατασταλάξω, με πνίγουν οι αναμνήσεις σαν να είμαι μπλεγμένος σε ιστό αράχνης. Τρομάζω ν’ αναγνωρίσω τον εαυτόν μου αυτόν που ήμουνα. Δυστροπώ και εναντιώνομαι 
Αλλά  δυστυχώς ο δρόμος της ζωής μας προχωρά προς μία κατεύθυνση, one way, una vía.


Το λυχνάρι


Η φλόγα του λύχνου τρεμόσβηνε, κάνοντας, με το τρεμούλιασμα της, τις σκιές του ταβανιού πάνω στις χοντροκομμένες κυπαρισσένιες τάβλες γεμάτες ρόζους, αυτού του φτωχικού ουρανού του σπιτιού μου  να κινούνται, τα ποτάμια να ρέουν, τα πουλιά να πετούν, τις νεράιδες να με εγγίζουν με τη μαγική ράβδο τους για να μου χαρίσουν τις χάριτες της ζωής, τις καμπάνες της εκκλησίας να χτυπούν χαρμόσυνα, το πρόσωπο του Θεού να χαμογελά.
Ο αέρας σφύριζε περνώντας από τις χαραμάδες, η βροχή μαστίγωνε τα κεραμίδια, έτσι αγκαλιασμένοι και οι δυο αέρας και βροχή, στροβιλιζόταν κάνοντας ένα σιγανό ψιθυριστό σα φτερούγισμα Αγγέλων που είχαν κατέβει απ τον γαλάζιο ουρανό. Ξάφνου το φως του λύχνου έσβησε, σκοτάδι απόλυτο, αισθάνθηκα το χέρι του θεού να με σκεπάζει, έχωσα το κεφάλι μου κάτω απ τα σκεπάσματα και αποκοιμήθηκα στον δικό μου κόσμο, γεμάτο παιδικά αθώα χρώματα, αυτά  που μου χάριζε το φως του λύχνου.
Τώρα  κοιτώ το σβηστό λυχνάρι, είναι αυτό το ίδιο που μου κράταγε συντροφιά τις παιδικές αθώες νύχτες, αναλογίζομαι τις εποχές που πέρασαν και νιώθω ένας μικροσκοπικός  διαβάτης σε μια πολύχρωμη παγκόσμια τροχιά, σα να είναι το φως της λάμπας αυτής όπου σπέρνει την ελπίδα, στο ατέρμονο πέπλο της νύχτας.


ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης γεννήθηκε στην Πύλαρο Κεφαλονιάς το 1933. Μεγάλωσε στην κοινωνία της παγκοσμιότητας, έζησε στη θάλασσα ναυτικός 12 χρόνια, στη Γουατεμάλα, Κεντρική Αμερική 8 χρόνια, και από το 1970 ζει μόνιμα με την οικογένειά του στη Νέα Υόρκη Η.Π.Α. Έχει γράψει πέντε βιβλία στα ελληνικά και ένα μεταφρασμένο στα αγγλικά με τίτλο: "THE UPROOTED", που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία.
Το μυθιστόρημά του με τον τίτλο 
"Αχ! Νάξερα..." που κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο "Β. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ" (Αθήνα), τιμήθηκε με το Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2003 από την "ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ - ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΑΝΟΥΛΗΣ". ’ρθρα του με θέμα τα προβλήματα της Ομογένειας, αλλά και επιστολές του, δημοσιεύονται σε ιστοσελίδες, εντός και εκτός Ελλάδας. Είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Επιτροπής Πρωτοβουλίας για την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων (Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η.) και αποσπάσματα από έργα του περιλαμβάνονται στα δύο συλλογικά βιβλία που κυκλοφόρησαν από την Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. Πρόσφατα τον παρουσίασε η ΝΕΤ στα πλαίσια της ενημερωτικής σειράς "Δεύτερη Πατρίδα", στο επεισόδιο "ΕΛΛΗΝΕΣ και ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ", που σκηνοθέτησε ο ταλαντούχος κ. Τάσος Ρηγόπουλος. Επισκέπτεται τακτικά την Ελλάδα και ιδιαίτερα το χωριό του στην Κεφαλονιά

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (1883-1957): Η πρώτη μέρα στο σχολείο

(απόσπασμα από την ''Αναφορά στον Γκρέκο")



Με τα μαγικά πάντα μάτια, με το πολύβουο, γεμάτο μέλι και μέλισσες μυαλό, μ’ ένα κόκκινο μάλλινο σκούφο στο κεφάλι και τσαρουχάκια με κόκκινες φούντες στα πόδια, ένα πρωί κίνησα, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι. Η μητέρα μού είχε δώσει ένα κλωνί βασιλικό να τον μυρίζουμαι, λέει, να παίρνω κουράγιο, και μου κρέμασε το χρυσό σταυρουλάκι της βάφτισής μου στο λαιμό.
— Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου…, μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.
Ήμουν σαν ένα μικρό καταστολισμένο σφαγάρι κι ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο· μα το χέρι μου ήταν σφηνωμένο βαθιά μέσα στη φούχτα του πατέρα μου κι αντρειευούμουν. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ-Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιάν αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές κι ένα κατασκονισμένο πλατάνι στη μέση. Κοντοστάθηκα, δείλιασα· το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή φούχτα.
O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε· τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
— Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το σταυρό σου.
O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα, γιατί φορούσε καπέλο.
— Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.
— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
— Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα.



Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

''ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ'': Παρουσίαση του βιβλίου, Ζαχάρω 13 Αυγούστου 2017

 Η ομιλία της φιλολόγου κας Ρούσσας Μωραϊτου-Ζαφειροπούλου




            Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας.
            Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι κοντά σας σήμερα, συγχαίρω τον σύλλογο των εν Αθήναις Ζαχαραίων για αυτή τη πρωτοβουλία και ευχαριστώ θερμά τον συμπατριώτη μας Κώστα Περδίκη, που μου έκανε την τιμή να μιλήσω για το βιβλίο του με τίτλο “Μικρές Ιστορίες”. Αφού τον συγχαρώ για την προσπάθειά του αυτή, θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημά του: Τι εντύπωση κάνουν και πόσο συγκινούν τον αναγνώστη αυτές οι ιστορίες.
            Εμένα προσωπικά με συγκίνησαν πάρα πολύ, νομίζω και όλους της γενιάς μας, γιατί οι περισσότεροι έχουμε τα ίδια βιώματα. Αναγνωρίζουμε τους ήρωές του, οι οποίοι είναι πρόσωπα που κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας στη Ζαχάρω, τις δεκαετίες του 50' και 60'. Ήταν μια δύσκολη εποχή για όλη την Ελλάδα, που προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να ορθοποδήσει, αφήνοντας πίσω της την μαύρη δεκαετία του 40' με πόλεμο, κατοχή και εμφύλιο αλλά και ζώντας κάτω από το ζυγό της δικτατορίας και την ηθική διαπαιδαγώγηση και τους περιορισμούς της χούντας των συνταγματαρχών.
            Διαβάζοντας τις “Μικρές Ιστορίες” διαπιστώνουμε ότι είναι και δικές μας ιστορίες, μόνο που αλλάζουν τα πρόσωπα. Με ύφος γλαφυρό, λιτό και απέριττο, ο συγγραφέας μάς μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, τότε που δεν κάναμε ταξίδια μακρινά αλλά πηγαίναμε μέχρι τη σταφίδα, τις ελιές, την εξοχή. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα γιατί οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας αποπνέουν μια ηρεμία, μια τρυφερότητα και μια κατανόηση για τους ανθρώπους του μόχθου, δείχνουν την αγάπη και τον θαυμασμό του για τον συγγενή, τον φίλο, τον συγχωριανό.
            Διακρίνουμε μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τις ντοπιολαλιές, λέξεις που δεν χρησιμοποιούμε πια, όπως: λάτα, ντρίτσα, ζαλιά, λογανιά για τις οποίες παραθέτει και την σημασία τους, για τους νεότερους βεβαίως. Αναδεικνύει τον πλούτο και την πλαστικότητα της γλώσσας μας, η οποία εξελίσσεται και παραμένει ζωντανή εδώ και 4.000 χρόνια. Οι εικόνες του οπτικές και ακουστικές είναι χωρίς στολίδια, διότι πιστεύει ότι το αληθινό και γνήσιο συγκινεί από μόνο του.
            Στην αρχή με ένα του ποίημα, μας δίνει το γεωγραφικό στίγμα του τόπου μας, ένα ειδυλλιακό τοπίο, μοναδικής ομορφιάς με τις αντιθέσεις του αφού συνδυάζει βουνό, θάλασσα, πεδιάδα και λίμνη, με ναυαρχίδα τον Καιάφα, πόλο έλξης για τουρισμό από εκείνα τα χρόνια. Το πρώτο αυτοτελές διήγημα αφιερωμένο στην μητέρα του και το τελευταίο στον πατέρα του, τους δύο πυλώνες της οικογένειάς του, μια παραδοσιακή οικογένεια, άνθρωποι απλοϊκοί, καλοκάγαθοι, αθόρυβοι, αφοσιωμένοι στα καθήκοντά τους. Η ραπτομηχανή Singer της μητέρας και η πέτσινη τσάντα του πατέρα γεμάτη γράμματα και τηλεγραφήματα είναι σφραγίδες ανεξίτηλες στην ψυχή του συγγραφέα. Με την παρουσίαση του παππού του, μας δίνει μαθήματα καλής συμπεριφοράς των παππούδων προς τα εγγόνια τους. Κρατάει ακόμη την γλυκιά γεύση της σοκολάτας, της καραμέλας και του λουκουμιού. Η ήρεμη μορφή του, η γεωμετρία του περιβολιού του, όλα άψογα καμωμένα, οι αράδες, οι πεζούλες, οι φράχτες, η μεγάλη μουριά, η κρεβατωμένη κληματαριά, αλλά και ο ανθώνας της γιαγιάς συνθέτουν πίνακα ζωγραφικής.
            Ο συγγραφέας θυμάται να περπατούν στην αγορά τα παιδιά που πουλούσαν τα ευωδιαστά μανουσάκια, τους λουόμενους από τα Ιαματικά Λουτρά μπαμπουλωδεμένους με μάλλινες ζακέτες, καμπαρντίνες και σκουφιά μέσα στη ντάλα ζέστη, φοβούμενοι, την εφίδρωση μετά από το θερμό μπάνιο. Θυμάται ακόμη και κάποιους ιδιαίτερους τύπους, τους διαφορετικούς, όπως τους κατανομάζει και με την μεγαλοψυχία του, τους ζητά συγγνώμη εκ μέρους της τοπικής κοινωνίας για τα πειράγματα που δέχονταν, για το “bulling”, όπως θα λέγαμε σήμερα. Τα πολιτικά διαγγέλματα ενός εξ αυτών κατά τη διάρκεια της νύχτας έχουν γράψει ιστορία. Ζωντανεύει τους τεχνίτες του ξύλου και της πέτρας, υλικά ζεστά και αγαπημένα, οι οποίοι με τα χέρια τους έφτιαχναν στολίδια, όλα καμωμένα με ψυχή και μεράκι. Στο διήγημα “η άλλη”, εν αντιθέσει με τους προηγούμενους τεχνίτες ο δημιουργός καταστρέφει το δημιούργημά του προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Είναι μια ιστορία αρκετά πρωτότυπη για τα λογοτεχνικά δεδομένα.
            Αναφέρεται σε επαγγέλματα που έχουν εξαφανιστεί, όπως εκείνο του νερουλά με μια ιστορία του Δήμου με το Μαυρή του, άκρως συγκινητική. Δεν ξεχνάει και το φιλόσοφο μπακάλη με την επιγραφή στο μαγαζί του που έγραφε: “Ο ξύπνιος έμπορας πουλάει τοις μετρητοίς και ο χαζός επί πιστώσει”.
            Ένα κοινωνικό πρόβλημα της εποχής εκείνης ήταν η μετανάστευση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και αυτό θίγει στο διήγημα “ο δικός μου Αμερικάνος”. Φαίνεται η στεναχώρια αγαπημένων προσώπων κατά τον αποχαιρετισμό, το πόσο δύσκολο ήταν να επιβιώσει ο ήρωάς του στην Αμερική, να μην μπορεί να επισκέπτεται συχνά την πατρίδα για να αναβαπτίζεται στην κολυμπήθρα της γενέθλιας γης, να τον τρώει το σαράκι της νοσταλγίας και τέλος να τον αγκαλιάζει για πάντα η δεύτερή του πατρίδα.
            Ο συγγραφέας αγαπάει τη φύση, τη ζωή στην ύπαιθρο με τις ομορφιές της και κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις ασχολίες των κατοίκων όπως είναι η καλλιέργεια της σταφίδας, του μαύρου χρυσού της περιοχής, της ντομάτας και του καλαμποκιού που έθρεψαν γενιές και γενιές. Λατρεύει τον Αηδόνη, τον φύλακα του σπιτιού του και κάποια στιγμή που άκουσε την λέξη ευθανασία νόμιζε ότι ήταν γιατρειά. Ποτέ του δεν έγινε κυνηγός, αν και ο επιστήθιος φίλος του ήταν δεινός σκοπευτής. Από την ζωή στην εξοχή τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες είναι και οι αναμνήσεις με την αδελφή του. Περπατάνε μαζί στο στρατώνι μέσα στο σκοτάδι, με φόβο και θαυμασμό, προσπερνώντας την λυγιά, βλέποντας τις άφθονες κωλοφωτιές, ακούγοντας τα τριζόνια, τους γκιώνηδες και τις κουκουβάγιες. Και όταν μένουν μόνοι στο σπίτι σφίγγουν το χέρι ο ένας του άλλου και προσπαθούν να φανούν γενναίοι, σαν τους μεγάλους, όπως τους είχαν πει οι γονείς τους. Τελικά ήταν πολύ σπουδαίο σχολείο η ζωή στην ύπαιθρο, έφτιαχνε δυνατούς χαρακτήρες.
            Πολύτιμα ενθύμια οι φωτογραφίες του βιβλίου, ασπρόμαυρες και αντιπροσωπευτικές: Η χαμοκέλα, το δίπατο σπίτι, η βρύση του Λώρη, το πρώτο σχολείο, όπου εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα, αξία διαχρονική και ανεκτίμητη για την ευρύτερη κοινωνία. Δεσπόζουσα θέση κατέχει η φωτογραφία από τη σχολική εκδρομή στον Καιάφα, ταξιδεύοντας με το τρένο, με τους αείμνηστους και αξιαγάπητους δασκάλους μας.
 (Ανάγνωση αποσπασμάτων  από το βιβλίο σελ. 25, 30, 40, 84,100)
            Αγαπητοί μου, έχουν περάσει όντως πολλά χρόνια από τότε. Ο κόσμος αυτός υπάρχει στις καρδιές μας και τα παλιά αντικείμενα, εργαλεία και σκεύη, είναι τώρα πια αξιοθέατα στα λαογραφικά μας μουσεία. Κανείς μας δεν φανταζόταν τότε ότι όλα αυτά θα γίνονταν κάποια μέρα  παρελθόν. Αγαπητέ Κώστα, σε συγχαίρω και πάλι που αποτύπωσες στο χαρτί όλες αυτές τις εμπειρίες σου, τις παρέδωσες στην “αθανασία”, θα διαβάζονται και από τις επόμενες γενιές για να μαθαίνουν το παρελθόν των γονιών τους διότι τα λόγια πετούν και τα γραπτά μένουν. Είμαι σίγουρη ότι θα συγκινηθούν, διότι την σημερινή εποχή της τεχνολογίας και της ταχύτητας, έχουν την ανάγκη να διαβάσουν τρυφερές, γαλήνιες, αληθινές, μικρές ιστορίες οι οποίες είναι βάλσαμο ψυχής. 

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Στιβ Βασιλάκης: Ο ομογενής πωλητής φυστικών στον Λευκό Οίκο


ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ. Ο Νικόλας Στέφανος (Στιβ) Βασιλάκης (Nicholas Stefanos “Steve” Vasilakes) μετανάστευσε από τον Λυγερέα Λακωνίας στις ΗΠΑ το 1910 και σύντομα εγκατέστησε το καρότσι του με ζεστά φυστίκια και φρέσκο ποπ κορν σε σημείο το οποίο ήταν στην πραγματικότητα περιουσία του Λευκού Οίκου, ανέφερε η ιστοσελίδα whitehousehistory.org.
O ίδιος, έδωσε ως διεύθυνση της επιχείρησής του την «1732 Pennsylvania Avenue» και οι δημοσιογράφοι παρατήρησαν πως ήρθε να εκπροσωπήσει τους «μικρούς» στην Αμερική. Τον περιέγραφαν ως «εύσωμο/δυνατό, άγριο, Ελληνα με μουστάκι» και κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, με έμφαση διαφήμιζε, με χειρόγραφη ταμπέλα επάνω στο καρότσι του, πως ορισμένες εβδομάδες δώριζε όλα του τα έσοδα στον Ερυθρό Σταυρό.
Ο Βασιλάκης κατέστη ένας από τους πιο γενναιόδωρους δωρητές γι’ αυτό τον σκοπό και κέρδισε ευρεία δημοσιότητα για τον πατριωτισμό του.
Πούλησε φυστίκια στους προέδρους, William Howard Taft, Woodrow Wilson και Warren Harding, αλλά ο καλύτερος πελάτης του ήταν ο Calvin Coolidge, ο οποίος πήγαινε να αγοράσει φυστίκια και άλλα φαγώσιμα από τον πωλητή και να μιλήσει μαζί του σχεδόν κάθε μέρα. Ο πρόεδρος Coolidge τον αποκαλούσε τον «άνθρωπο επαφή» του με τον αμερικανικό λαό.
Οταν η Αστυνομία της District of Columbia Metropolitan προσπάθησε να απομακρύνει το καρότσι με τα φυστίκια και το ποπ κορν από την East Executive Avenue ως «απειλή» για την κυκλοφορία, ο Πρόεδρος επέτρεψε στον πωλητή να το μεταφέρει στο πεζοδρόμιο.
Οταν ερωτήθηκε για τη φιλία του με τον Coolidge μετά τον θάνατό του το 1933, ο Βασιλάκης απάντησε με όχι τόσο καλά αγγλικά: «Μιλούσαμε για τα πάντα. Πολιτική, νομίζω όχι. Για όλα τα καλά. Καλές δουλειές, καλές τιμές. Ολα να γίνουν καλύτερα. Καλός άνθρωπος».
Σχετικό άρθρο του έτους 1936 ανέφερε ότι καθοριστικό ρόλο στην παραμονή του στο ίδιο στέκι έπαιξε η πρώτη κυρία των ΗΠΑ Eleanor Rosevelt, η οποία παρενέβη.
Ο Νικόλας Στέφανος (Στιβ) Βασιλάκης δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1938 πολιτογραφήθηκε και μάλιστα κοινοποιήθηκε και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, λόγω της προφοράς και της δημοτικότητάς του.
Ενα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Βασιλάκη ήταν η ενασχόλησή του με την πώληση ομολόγων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ομογενής κατάφερε να πουλήσει ομόλογα συνολικής αξίας $50.000 στο καροτσάκι του, καθώς επίσης και μέσω του ταχυδρομείου.
Ο Βασιλάκης άρχισε να ασχολείται με την πώληση των ομολόγων ανήμερα της δεύτερης επετείου της ιταλικής εισβολής στην Ελλάδα και του νικηφόρου αγώνα των Ελλήνων με το σλόγκαν «Make a monkey out of Mussolini». Ενας από τους πρώτους που έλαβε ομόλογα από τον ομογενή ήταν ο τότε πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Sam Rayburn. Ο ομογενής μικροπωλητής έδινε δώρο ένα πακέτο με φυστίκια σε κάθε έναν που αγόραζε ομόλογο πολέμου.
Ο Βασιλάκης απεβίωσε το 1943 και ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο Cedar Hill Cemetery στην Ουάσιγκτον και είχε αποστείλει στεφάνι και ο πρόεδρος Ρούσβελτ και η πρώτη κυρία. Μετά τον θάνατο του Βασιλάκη, δεν δόθηκε ξανά άδεια για πώληση φυστικιών σε έδαφος του Λευκού Οίκου.

Από τον ''Εθνικό Κήρυκα'' 

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Κώστας Περδίκης: Ο χαιρετισμός μου

στην παρουσίαση του βιβλίου μου Μικρές Ιστορίες στη Ζαχάρω, 13 Αυγούστου 2017


Φίλες και φίλοι καλησπέρα.
Θα σας διαβάσω λίγα λόγια, που έγραψα για την αποψινή εκδήλωση.
Είναι σε όλους μας γνωστή η φράση: «ουδείς προφήτης στον τόπο του», αλλά θέλω να πιστεύω ότι αυτό δεν θα επαληθευθεί και για μένα.
Συνηγορεί, άλλωστε, σ’ αυτό η εδώ παρουσίας σας, η οποία  με τιμά ιδιαίτερα και μου δίνει μεγάλη χαρά, γι’ αυτό θέλω να σας ευχαριστήσω όλες και όλους, από καρδιάς.
Ύστερα, θέλω να ευχαριστήσω και δημοσίως τον Σύλλογο Ζαχαραίων Αθήνας και Πειραιά και προσωπικά τον Πρόεδρό του κ. Βασίλη Φουρλή, που με προθυμία και αγάπη ανέλαβαν την διοργάνωση της αποψινής παρουσίασης του βιβλίου μου Μικρές Ιστορίες.
Η πρώτη παρουσίαση του βιβλίου έγινε στις 24 Νοεμβρίου 2016, στο κεντρικό βιβλιοπωλείο Επί Λέξει, στην Αθήνα, με μεγάλη συμμετοχή συμπολιτών μας , φίλων και γνωστών.
Την παρουσίαση του βιβλίου, τότε, είχαν κάνει πρόσωπα γνωστά, από τον χώρο της λογοτεχνίας και της κριτικής βιβλίου.
Για την αποψινή παρουσίαση, εδώ, στη Ζαχάρω, προτίμησα να ακούσουμε τον λόγο και τις σκέψεις ενός δικού μας ανθρώπου, της φιλολόγου κας Ρούσσας Μωραϊτου-Ζαφειροπούλου.
Αυτό το έκανα γιατί νομίζω ότι έχει  ενδιαφέρον να πληροφορηθούμε τι εντύπωση κάνουν και κατά πόσο αγγίζουν και συγκινούν σήμερα, τους συμπολίτες μας και μάλιστα τους νεώτερους, παρόμοια θέματα, που αναφέρονται, δηλαδή, σε  χρόνους μακρινούς και σε πρόσωπα απόντα πλέον, στον ίδιο όμως πάντα χώρο.
 Για τον παραπάνω λόγο, θέλω να ευχαριστήσω πολύ την κα Ρούσσα Μωραϊτου-Ζαφειροπούλου, που είχε την καλοσύνη και την διάθεση να ασχοληθεί με το βιβλίο μου και να κάνει απόψε την παρουσίασή του.
Την περιπέτεια της «γραφής» άρχισα πολύ όψιμα, το 2010, όταν τερμάτισα ευδοκίμως, όπως συνηθίζεται να λέγεται, το επάγγελμα του Πολιτικού Μηχανικού.
Μέχρι τότε τα μόνα μου «γραπτά», πέραν των επαγγελματικών, ήσαν οι επιστολές που έστελνα σε φίλους και συγγενείς, με τις οποίες τότε συνηθίζαμε να επικοινωνούμε, αφού τα σημερινά emails και sms ήσαν ακόμη άγνωστα.
Η δυνατότητα να χειρίζομαι ηλεκτρονικό υπολογιστή με βοήθησε πολύ στο να γράφω, να διορθώνω και να επεξεργάζομαι τα κείμενά μου, αλλά και στο να τα κοινοποιώ, άμεσα, σε δυο, τρεις φίλους μου, για να παίρνω τη γνώμη τους. 
Τα θέματά μου είναι μνήμες αγαπημένες και βιώματα πολύτιμα από τα παιδικά μου χρόνια και τη ζωή μου, μέχρι τα 17, στον γενέθλιο τόπο μου, την αγαπημένη μας Ζαχάρω. Τότε που τα ελάχιστα και απλά μπορούσαν και να σημαίνουν τη χαρά ή τη μαγεία.
Όλα, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, είναι αληθινά.
Θέλησα, γράφοντάς τα, να κρατήσω ζωντανή την τότε ατμόσφαιρα της μικρής μας πόλης, αλλά και το άρωμα εκείνων των χρόνων, περιγράφοντας πρόσωπα, γεγονότα και συναισθήματα.
Οι περισσότεροι ήρωες των διηγημάτων μου είναι άνθρωποι γνώριμοί μας, που έζησαν ανάμεσά μας  στην μικρή κοινωνία μας.
Όλους τους αντιμετώπισα με αγάπη και σεβασμό, θέλοντας να κρατήσω τη μνήμη τους ιερή.
Σαν είδος γραφής έχω ιδιαίτερη προτίμηση στο διήγημα και τούτο γιατί μέσα σε λίγες μόνο σελίδες, συμπυκνωμένα, χωρίς πλατειασμούς, αλλά με σαφήνεια και ένταση μπορείς να αποδώσεις και να εξαντλήσεις το θέμα σου.
Τα διηγήματα των αγαπημένων μου συγγραφέων Αλ. Παπαδιαμάντη, Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλου, Αντ. Σαμαράκη, Θαν. Βαλτινού, Γ. Ιωάννου αλλά και του Άντον Τσέχωφ ήσαν για μένα φάροι μακρινοί και απλησίαστοι.
Επέλεξα τα κείμενά μου να είναι μικρά σε έκταση, λιτά και ανεπιτήδευτα.
Χωρίς να το πολυκαταλάβω, το ένα θέμα έφερε το άλλο, με αποτέλεσμα το 2014 να έχω γράψει δέκα έξι (16) μικρά αφηγήματα, τα οποία αποτέλεσαν και το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο Σινική Μελάνη, σε εκατό (100) μόλις αντίτυπα, που μοίρασα σε γνωστούς και φίλους.
Τα μηνύματα που πήρα από αυτό, το πρώτο μου βιβλιαράκι, μου έδωσαν κουράγιο και αυτοπεποίθηση ότι τα γραφόμενά μου άγγιξαν τους αναγνώστες τους και κέρδισαν το ενδιαφέρον τους.
Έτσι μετά από δυο χρόνια, το καλοκαίρι του 2016, είχα τη χαρά να δω τυπωμένο το δεύτερο βιβλίο μου, τις Μικρές Ιστορίες, που περιλαμβάνει είκοσι ένα (21) νέα διηγήματα, πέντε (5) παλιά και ένα μικρό στιχούργημά μου.
Τελειώνοντας θέλω να σας εξομολογηθώ ότι τα μικρά αυτά κείμενα, που μέχρι σήμερα έχω γράψει, τα νοιώθω σαν νεογέννητα παιδιά μου.
Μου χάρισαν χαρά και συγκίνηση.
Δεν σας κρύβω ότι τους έχω ξεχωριστή αδυναμία και τα αγαπώ.
Θα ήμουν ευτυχής αν τα αγαπήσετε και σεις.

Και πάλι σας ευχαριστώ.