Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ: Η μνήμη της νοσταλγίας


Από την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Ι. Περδίκη Μικρές Ιστορίες

(εκδ. Οροπέδιο)








Ύφος σημαίνει ήθος. Και ήθος σημαίνει έθος, δηλαδή έθιμο, συνήθεια,
τόπος καταγωγής. Ένας τέτοιος τόπος μέσα από ποιες διεργασίες
περνάει στη μνήμη; Μέσα από ποιο ύφος και ήθος μεταμορφώνεται σε
μνήμη γραφή; Κι ακόμη: Η μνήμη, ως διαδικασία ανάκλησης, πώς,
άραγε, συνομιλεί με εκείνη την άλλη μνήμη, της νοσταλγίας; Ως
σύμβολο τόπου πραγματικού ή ως εικόνα φασματική για κάποιον για
πάντα χαμένο χρόνο; Ποια η θέση της μέσα στο σήμερα, είτε του
συγγραφέα είτε του αναγνώστη; Θα μπορούσε μια τέτοια μνήμη (μνήμη
του νόστου) να αναστήσει απολεσθείσες Εδέμ; Ή πρόκειται για
ψευδαίσθηση που αναδύεται μέσα από τη νοσταλγία για έναν τόπο «ου
τόπο»;

Στην εισαγωγή του βιβλίου «Μικρές ιστορίες» (σελ. 9) αντί προλόγου ή
διακειμενικού αποσπάσματος και σε συνομιλία με τα αναγραφόμενα
στο οπισθόφυλλο ο συγγραφέας Κώστας Ι. Περδίκης επιλέγει ένα
ποίημα που φέρει τον τίτλο: «ο τόπος μου». Στην επόμενη σειρά και με
πλάγια γράμματα διαβάζουμε: ανάμεσα στα σημεία του ορίζοντα, και
ακολουθούν οι στίχοι: «στα Δυτικά το Ιόνιο αγναντεύει και χαίρεται το
κύμα του/ παρά θιν’ αλός αφρίζοντας να σκάει//». Κάμποι, λιόδεντρα,
ποτάμια (στον Βορρά τον Λαπίθα και στην Ανατολή τη Βουνούκα)… το
ποίημα κλείνει με «τα ψηλά βουνά της Αρκαδιάς στο Νότο, να μας
χαιρετούν και να μας γνέφουν».

Οι μικρές ιστορίες του συγγραφέα αναφέρονται άμεσα σ’ αυτόν τον
γενέθλιο τόπο και σε όλα εκείνα που τον ορίζουν. Πρόκειται για
εικοσιέξι ολιγοσέλιδα διηγήματα που αποτελούν «μνήμες πολύτιμες
και αγαπημένες. (Μνήμες) που μιλούν για γεγονότα, πρόσωπα και
συναισθήματα άλλων χρόνων, αρκετά μακρινών. Τότε, που τα ελάχιστα
και απλά μπορούσαν και να σημαίνουν τη χαρά ή τη μαγεία».
Τόσο οι ήχοι όσο και οι σιωπές, οι κατευναστικές μυρωδιές από τα
μανουσάκια αλλά και ο φόβος όταν ο συγγραφέας παιδί διάβαινε
βράδυ το στρατόνι, οι θύμησες από τη στράτευση και τον καιρό της
χούντας με τα τραγουδάκια της εποχής και τον Γιάννη Πουλόπουλο, η
μαγεία μιας παλιάς μάκινας που δούλευε μες στο σκοτάδι, ένας γερο
Δήμος που αν και τυφλός κουβάλαγε με το γαϊδουράκι το πόσιμο νερό
και το μοίραζε από σπίτι σε σπίτι, ο Διαμαντής ο μπακάλης ο
επονομαζόμενος και φιλόσοφος, ο πλούτος της ντοπιολαλιάς αλλά και
το τέλος του Αηδόνη, αγαπημένου σκύλου του συγγραφέα, με τη ζωή
εντέλει να συνεχίζεται όπως και στο διήγημα του Παπαδιαμάντη «το
μοιρολόι της φώκιας», η ιδιόρρυθμη μορφή του Βασίλη του Μπούρη
και η σοφίτα του σε αντίστιξη με τον πράο και κοινωνικό
μπαρμπαΧρηστίδη που μέσα στη χαμοκέλα του ήξερε να επινοεί
ιστορίες και να καθηλώνει με την αγάπη του τα παιδιά, ένας θείος από
το Κογκό και ο μετανάστης που του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «ο
Αμερικάνος», οι αείμνηστες μορφές του παππού και του πατέρα του
συγγραφέα, οι εμπειρίες του από την κατασκήνωση και η πρώτη του
μέρα στο σχολείο, τα θερμά λουτρά και οι τουρίστες, όλα μες στην
συγκλονιστική απλότητα και ειλικρίνεια της περιγραφής τους μοιάζει να
αγγίζουν σύμβολα-αρχέτυπα.

Ο Περδίκης, σ' αυτή τη συλλογή των διηγημάτων του, μπορεί να
χαρακτηριστεί ηθογραφικός, εφόσον δεχόμαστε ότι τα ηθογραφικά
κείμενα έχουν ως βασικό τους στόχο την όσο το δυνατόν πιο πιστή
παρουσίαση της ζωής στην ύπαιθρο, τη ζωή με τις τοπικές παραδόσεις,
τα ήθη και τα έθιμα καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη
νοοτροπία του, ταυτόχρονα όμως και ψυχογραφικός, αφού στις
διηγήσεις του υπάρχει, πέραν της εξωτερικής και ηθογραφικής
σκιαγράφησης των ηρώων του, σπουδή στα ψυχολογικά τους
χαρακτηριστικά. Υπάρχει δηλαδή, παράλληλα με την καταγραφή των
συνηθειών και του τρόπου που αυτοί οι ήρωες κινούνται μέσα στο
συγκεκριμένο χώρο της υπαίθρου, αναφορά και εστίαση στην
προσωπικότητα, τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά τους.
Ύφος απέριττο, γλώσσα που εμφανίζεται σε συμπόρευση με αυτό το
ύφος, αφήγηση που ρέει και περιγραφές δωρικές, δεν υπάρχει πουθενά
μεγαλοστομία, λυρισμός ή προσπάθεια εντυπωσιασμού. Σε όλα τα
διηγήματα της συλλογής, τόσο σ’ εκείνα που ο ψυχογραφικός
χαρακτήρας υπερτερεί του ηθογραφικού και κοινωνικού, «το δωμάτιο
που έβλεπε στη δύση», «το στρατόνι», «τα μανουσάκια», «έτσι έπρεπε
να γίνει», «οι διαφορετικοί», «εγκώμιονΜπαρμπαΧρηστίδη», όσο και
στα υπόλοιπα, «ο ήχος της μάκινας», «ο Δήμος και ο Μαυρής του»,
«ντοπιολαλιές (παίζοντας με τον πλούτο της γλώσσας μας)», «εδώδιμα
και αποικιακά», «όταν οι ομότεχνοι ανταμώνουν» κ.α., συναντάμε
σύμπτωση μορφής και περιεχόμενου. Καμιά εκζήτηση, κανένας
ψεύτικος εξωραϊσμός ή ωραιοποίηση των ηρώων. Τα κείμενα, είτε ως
κατάθεση ψυχής είτε ως αποστασιοποιημένες αφηγήσεις, προχωρούν
με σεβασμό στην αλήθεια τους, με τρόπο ρεαλιστικό όχι όμως και
νατουραλιστικό, αφού οι σκοτεινές τους πλευρές, αν δεν
αποκρύπτονται, σε καμιά περίπτωση δεν θα λέγαμε ότι
πρωταγωνιστούν. Εξιστορήσεις και γεγονότα ακολουθώντας αβίαστα
το ένα το άλλο παραθέτονται απλά κι έτσι απλά εκβάλλουν στο ίδιο
εσώτερο κέντρο του συγγραφέα. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου
κυριαρχεί ο χρόνος των κυκλικών εναλλαγών και μια καθημερινότητα
δεμένη με τη γη, μια ζωή που παρά τον αγώνα για επιβίωση επιτρέπει
στον άνθρωπο τη φυσική ανάταση, ο λόγος του Περδίκη αν και
μονοδιάστατος, προβάλλει ανόθευτος.

Ρεαλιστή νοσταλγό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον συγγραφέα
σ’ αυτή την πρώτη του συλλογή και ρεαλιστικά νοσταλγική τη γραφή
του. Θερμοκρασίες, αγγίγματα, γεύσεις και οσμές ανεξίτηλα
χαραγμένες στο ασυνείδητο αγγίζουν τη ψυχή του αναγνώστη
αναδεικνύοντας αλήθειες αρχέγονες. Εκεί όπου η παιδική μνήμη και
φαντασία συνηθίζουν να συμπιέζονται ή, στην καλύτερη των
περιπτώσεων, κουρνιάζουν αθέατες, ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας
αυτή τη βιωματική ειλικρίνεια και με κύριο όχημά του τη νοσταλγία
καταφέρνει να δώσει στα κείμενά του μια αίσθηση ονειρική.
Επιπρόσθετα, ενώ φαινομενικά δίνει βάση σε μια καθημερινότητα
μακρινή, δεν παύει να αναφέρεται, είτε άμεσα είτε έμμεσα, είτε
εμφανώς είτε υποδορίως, στα δεινά της σύγχρονης εποχής. Χωρίς
αμετροέπεια, προσχηματικά ηθικά διδάγματα, κοινοτοπίες και
ρητορείες, ξετυλίγει το γενέθλιο κουβαράκι της μνήμης του σε τόνους
χαμηλούς, τηρώντας ταυτόχρονα μια κριτική στάση και διάθεση
απέναντι στους απάνθρωπους ρυθμούς της ζωής στις πόλεις. Στον
Περδίκη τα ίδια τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους και για λογαριασμό
τους.

«Ρίζωμα και ξεριζωμός: το ασφυκτικό και γλυκό συναίσθημα της
νοσταλγίας» γράφει η φιλόσοφος Μπάρμπαρα Κασσέν, ανιχνεύοντας
τη σχέση των ανθρώπων με τον χρόνο, την πατρίδα και τη γλώσσα ή τις
γλώσσες τους, και μνημονεύοντας Οδυσσέα και Αινεία. «Μέσ’ από το
βάθος των καλών καιρών οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε/ Δεν
αγαπάς και δε θυμάσαι, λες/ Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν
δακρύζεις που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα/ δεν αγαπάς και δε
θυμάσαι, ας κλαις» γράφει ο Καρυωτάκης στην δική του «Νοσταλγία».
Κάθε μετανάστευση, εξωτερική ή εσωτερική, για τον άνθρωπο που
πιεσμένος από τις συνθήκες (κοινωνικές, οικονομικές ή άλλες) την
επιλέγει, αποτελεί «ξερίζωμα». Πράξη εξαιρετικής βιαιότητας που
ισοδυναμεί με άκαιρο και επώδυνο απογαλακτισμό. Ένας άνθρωπος
“χωρίς ρίζες” μπορεί να πεθάνει από μελαγχολία ή από κείνη την
υπαρξιακή αίσθηση της ξενότητας που κάποτε εξωθεί στο έγκλημα ή
την αυτοκτονία. Συχνότερα όμως, αυτός ο «Ξένος» θα καταφύγει στη
νοσταλγία: ο νόστος του Οδυσσέα, ο πόθος του οικονομικού ή
πολιτικού πρόσφυγα για την επιστροφή, ή του νέου που αναγκάζεται να
μεταναστεύσει για να σπουδάσει, να επιβιώσει.

Νοσταλγία όμως δεν είναι μόνο το τοπικό ή «εξωτερικό» ξερίζωμα.
Είναι και ο πόθος για την αναβίωση όλων εκείνων των καταστάσεων
που δεν μπορείς πλέον να ανακαλέσεις, πόσο μάλλον να αναστήσεις,
όλων εκείνων που ξέρεις πως έσβησαν για πάντα. Αυτή η δεύτερη, είναι
μια νοσταλγία πολύ πιο επίπονη. Μια κατάσταση πολύ πιο εσώτερη και
βασανιστική. Θεωρητικά, μπορείς πάντα να γυρίσεις στο χώρο που
ονειρεύεσαι, αυτός ο χώρος όμως δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος με κείνον
στον οποίο έζησες και ονειρεύτηκες. Άλλοις λόγοις: ο χρόνος στον
οποίο «κτίζεις» τη νοσταλγία σου, είναι πάντα ένας χρόνος που έχει ήδη
περάσει ανεπιστρεπτί. Για τον άνθρωπο της πόλης αυτό μοιάζει όχι
μόνο δυσβάσταχτο αλλά και μοιραίο. Για τον αστό η ζωή είναι μια
ευθεία, ένα ποτάμι που κυλάει προς μια μοναδική κατεύθυνση, χωρίς
ελπίδα αναστροφής, χωρίς την προσδοκία της αναβίωσης. Αντίθετα. Για
τον άνθρωπο της υπαίθρου, παρελθόντα, τωρινά και μελλούμενα
ανήκουν στον ίδιο κύκλο. Ανήκουν στο νόμο της φυσικής και αέναης
επιστροφής. Δεν μπαίνει θέμα να κερδίσει την αιωνιότητα, την
αιωνιότητα, ως ένα βαθμό, ήδη τη ζει. Η Εδέμ, ο γενέθλιος τόπος του,
«η επιστροφή του», είναι πάντοτε παρούσα. Αυτή η τελευταία μορφή
βιώματος, πολύ κοντά στο ποιητικό βίωμα του Ρώσου μυστικιστή
Ταρκόφσκι, φαίνεται να διαπερνά υποδορίως και την αφήγηση του
Περδίκη στις μικρές ιστορίες του.

«Το μεγάλο δυστύχημα, λέει ο Ταρκόφσκι, δεν είναι ότι πέθανε ο Θεός,
αλλά το ότι πεθαίνουν οι μάνες μας. Και τούτη η απώλεια είναι η
απώλεια της ρίζας. Και η απώλεια της ρίζας δημιουργεί τη νοσταλγία
για την ανέφικτη επιστροφή στην κοιτίδα. Ο Παράδεισος έχει χαθεί για
πάντα και για όλους. Δουλειά των ποιητών είναι να μας θυμίζουν τούτη
τη μεγάλη απώλεια». Διόλου τυχαία, στο πρώτο κατά σειρά διήγημα
της συλλογής του Περδίκη, αυτό με τον τίτλο: «το δωμάτιο που έβλεπε
στη δύση» διαβάζουμε: «Το σπίτι μας στην πόλη ήταν μεγάλο, δίπατο,
με κεραμιδένια στέγη. Και παρακάτω: «Το ένα, από τα δυο δυτικά
δωμάτια, το χαμε για σάλα και δεν πολυπηγαίναμε. Το άλλο ήταν το
δωμάτιο των γονιών μας. Το διπλό κραβάτι τους, ένα μεγάλο κομό στα
πόδια του, η ραπτομηχανή singer της μάνας μας… (…) «Μου άρεσε»,
λέει για τη μητέρα του, «να την νιώθω κοντά μου, να μου κάνει
συντροφιά, κι ας μη μιλάγαμε την πιο πολλή ώρα». Και στην απέναντι
σελίδα τοποθετεί μια φωτογραφία της μητέρας του με τη λεζάντα: «η
εικόνα της, που θέλω να θυμάμαι».




Η Χρύσα Φάντη γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα. Σπούδασε παιδαγωγικά και Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ασχολήθηκε με τη δικηγορία, τη μετάφραση κειμένων από τα γαλλικά και τα αγγλικά και τη μελέτη θεμάτων που αφορούν την παιδεία. Επί μία δεκαετία (1992 - 2002) έζησε διαδοχικά στο Κάιρο, τη Μόσχα, τη Δαμασκό και τη Λευκωσία της Κύπρου. Από το 1986 μέχρι και σήμερα εργάζεται στη δημόσια εκπαίδευση. Διηγήματα της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά "Πανδώρα" και "Πλανόδιον".


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου