Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 


ο επίμονος συνταξιδιώτης


Μικρός ήμουνα πολύ ξεχασιάρης, σαν να λέμε η προσωποποί­ηση της αφηρημάδας.

Έφευγα από το θερινό σινεμά και το ζιλέ μου έμενε ξεχασμένο στο μπράτσο της πάνινης πολυθρόνας. Έφταιγε βέβαια και η μάνα μου, που με σταύρωνε να παίρνω κάτι μαζί μου για τη βραδινή υγρασία.

Γύριζα από τη θάλασσα και  ξαναθυμόμουνα το μαγιό και την πετσέτα μου μόλις έμπαινα στο σπίτι.

Στις σχολικές εκδρομές άλλες λυπημένες ιστορίες.

Σε μια απ’ αυτές, είχαμε ήδη ξεκινήσει την επιστροφή μας, όταν θυμήθηκα την καινούργια μου ζακέτα, που είχα κρεμάσει σε μια ελιά, πριν αρχίσουμε τη μπάλα.

Από τη πολλή μου λαχτάρα να προλάβω να τη μαζέψω, πριν απομακρινθούν οι άλλοι, έτρεξα πηδώντας σαν κατσίκι τις  πε­ζούλες και ό, τι άλλο έβρισκα μπροστά μου.

Περνώντας πάνω από μια βατιόνα έπεσα, κτυπώντας στο στήθος, δυο μέτρα πιο χαμηλά και μου κόπηκε η ανάσα.

Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας.

Με το ζόρι σηκώθηκα και κούτσα, κούτσα πρόλαβα τους άλ­λους στη στροφή.

Όμως, αυτά τα γεγονότα, αλλά και άλλα δεν έλεγαν να μου γί­νουν μάθημα.

Μεγάλωνα και  συνέχιζα λίγο πολύ το ίδιο βιολί.

Έπρεπε φαίνεται να μου συμβεί κάτι  ακόμα για να ξεχειλίσει το ποτήρι και να βάλω επί τέλους μυαλό.

Ήμουνα τότε στην Αθήνα, στην τελευταία τάξη του λυκείου, κάνοντας παράλληλα φροντιστήριο για τις εισαγωγικές εξετά­σεις.

Από το  καλοκαίρι, που είχα κατέβει για διακοπές, το ενδιαφέ­ρον μου επικεντρώθηκε σε ένα "πρόσωπο", με το οποίο, βοη­θούντων και των μπάνιων στη θάλασσα, είχα αρχίσει ένα φλερτ.

Ήθελα να πιστεύω ότι το ενδιαφέρον ήταν αμοιβαίο.

Επακολούθησαν κάποια τηλεφωνήματα, αλλά το πράγμα δεν έβλεπα να παίρνει τα πάνω του.

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, που θα  πήγαινα στους δικούς μου για τις γιορτές  και έγκαιρα είχα βγάλει εισιτήριο με το πρωινό τρένο, που αναχωρούσε από τον σταθμό Πελοποννή­σου.

Κανόνισα να συνταξιδεύσω με το "πρόσωπο", φροντίζοντας με τρόπο, να πληροφορηθώ τη μέρα, την ώρα ακόμα και τη θέση του εισιτηρίου της.

Είχα ο έρμος την κρυφή ελπίδα ότι συνταξιδεύοντας, καθισμέ­νοι τόσες ώρες πλάι-πλάι, το ποθητό για μένα αποτέλεσμα θα ερχόταν έτσι πιο εύκολα.

Από βραδύς ετοίμασα τη τσάντα μου και έβαλα το ξυπνητήρι, γιατί έπρεπε να σηκωθώ πολύ πρωί .

Ξύπνησα στην ώρα μου, ετοιμάστηκα και πίνοντας στο πόδι δυο γουλιές καφέ έκλεισα πίσω μου την πόρτα.

Στα επόμενα λεπτά καθόμουν δίπλα στον οδηγό του ταξί.

Έμενα, τότε, πιο πάνω από το πεδίο του Άρεως και κατηφορί­σαμε τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Μπήκαμε στην Ιουλιανού και σε λίγο είμαστε απ’ έξω από τον σταθμό.

Βγάζω το πορτοφόλι μου να πληρώσω τον ταξιτζή και διαπι­στώνω την "πατάτα", που για άλλη μία φορά είχα διαπράξει.

Το εισιτήριο έλλειπε από το πορτοφόλι, ξεχασμένο προφανώς στο τραπεζάκι της κουζίνας, από τότε που ήπια βιαστικά τον καφέ.

Μου ’ρθε ταμπλάς.

Όχι τόσο για το εισιτήριο που θα πήγαινε χαμένο, όσο για τη σχεδιασμένη από καιρό συνταξίδευση με το "πρόσωπο".

Ο ταξιτζής, μάρκα με ’καψες, βρήκε πάραυτα λύση.

«Κλείσε την πόρτα», μου λέει, «πάμε να πάρουμε το εισιτήριο και θα πιάσουμε το τρένο στους Αγίους».

Ανάθεμα και αν κατάλαβα για ποιους Αγίους έλεγε.

Φουριόζικα με πήγε στο σπίτι, πήρα το εισιτήριο και σε λίγα λεπτά γκάζωνε στη Λιοσίων.

Ήταν ακόμα πολύ πρωί και η κίνηση δεν είχε αρχίσει.

Ο ταξιτζής ψύχραιμος και σίγουρος για την ιδέα του μου εξή­γησε ότι το τρένο θα το προλαβαίναμε στον σταθμό των Αγίων Αναργύρων.

«Κουλάρισε», μου πέταξε και άναψε τσιγάρο.

Έτσι και έγινε.

Πρώτοι εμείς φτάσαμε στον σταθμό και μετά από λίγο ήρθε και το τρένο.

Με άλλον αέρα, πλέον, ανέβηκα στο βαγόνι μου και βαδίζοντας στον διάδρομο αναζήτησα τη θέση μου.

Είδα τότε "το πρόσωπο", να έχει πιάσει κουβεντούλα με τους απέναντι και να είναι μες την καλή χαρά.

Η θέση πλάι της άδεια.

Βλέποντάς με το μόνο που είπε ήταν:

«Γεια, ήρθες»;

Για την αδικαιολόγητη απουσία μου ούτε η παραμικρή αγωνία, ή ανησυχία.

Και το πιο οδυνηρό για μένα.

Μάταια προσπάθησα να διακρίνω κάποιο σημάδι αν όχι ενθου­σιασμού τουλάχιστον μιας κάποιας ευχαρίστησης από την παρουσία μου.

Άνθρακες ο θησαυρός.

Εκείνο λοιπόν το ταξίδι με το τρένο, το περιπετειώδες, έμελλε να αποβεί για μένα αξέχαστο αλλά και σημαδιακό.

Και αυτό όχι γιατί η ταξιδιωτική συνύπαρξη με το "πρόσωπο" δεν είχε το προσδοκώμενο από μένα αποτέλεσμα.

Έτσι κι αλλιώς όσα αποκόμισα ήσαν ασήμαντα, ''λίγα ψίχουλα αγάπης'', που λέει και το άσμα.

Έφερε όμως ένα άλλο πεζό μεν, αλλά πολύ πρακτικό όφελος δε.

Από τότε και έπειτα έπαψα για πάντα να είμαι ξεχασιάρης, κα­θιερώνοντας και εφαρμόζοντας μια δική μου μέθοδο.

Πριν σηκωθώ από κάπου, πριν ξεκινήσω για κάπου, πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου κάνω νοερά έναν έλεγχο για να πειστώ ότι δεν έχω ξεχάσει κάτι ή ότι δεν μου λείπει κάτι.

Είναι δε η μέθοδός μου τόσο αποτελεσματική, που δυο τρεις φίλοι μου την έχουν υιοθετήσει…  

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

''ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ'':



 Ένας επισκέπτης της πόλης μας, τη δεκαετία του '50, που υπογράφει 
 ''Ο ΛΟΥΟΜΕΝΟΣ'', σκιαγραφεί με ρίμα πρόσωπα και καταστάσεις...



Πηγή: Γιώργος Κολώκας

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Ο Γιάννης Τσαρούχης και το περιοδικό “Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός της Νεότητος”:

 


το παλιότερο δηµοσιευµένο έργο του καλλιτέχνη (1927)






Στο 3ο τεύχος του τρίτου έτους του περιοδικού, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1927, υπάρχει στη σελίδα 5 χρωµατιστό σχέδιο Ελληνίδας ντυµένης µε την εθνική ενδυµασία. Το σχέδιο δηµοσιεύεται µε τον τίτλο Σκίτσο του µικρού Ερυθροσταυρίτη Τσαρούχη και τον υπέρτιτλο Εθνική Ανάµνησι · µια στολή Αµαλίας, υπό τον τίτλο Εθνική Ανάµνησι, στα 1927, στην αρχή της Α΄ Ελληνικής Δηµοκρατίας, πέντε χρόνια µετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ενώ έχει προηγηθεί η έξωση της Βασιλείας.

Πηγή: Κώστας Γ. Τσικνάκης ktsikn@eie.gr 

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Tomas Watson (1971):

 








Tomas Watson: Ο εξαιρετικός Βρετανός ζωγράφος που ζει αφανής στην Ελλάδα εδώ και 25 χρόνια Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου και στη συλλογή του Ρίντλεϊ Σκοτ, όμως ο ίδιος προτιμά να ζει και να δημιουργεί αποτραβηγμένος από τη δημοσιότητα σε ένα νεοκλασικό στο Θησείο. 

Πηγή: www.lifo.gr

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 


                                                                                           Το ξενοδοχείο ''Γεράνιο''


κρεμ καραμελέ


Κάθε Αύγουστο, απαραιτήτως, κατέβαινε στον Καϊάφα για τα θερμά του μπάνια. Έμενε πάντα στο ''Γεράνιο'', το πιο αριστο­κρατικό από τα άλλα δύο ξενοδοχεία, ''Ολυμπία'' και ''Αρήνη''.

Ήταν μια Κυριακή, θυμάμαι,  όταν άκουσα τον πατέρα μου, γυρνώ­ντας από την εκκλησία, να λέει της μητέρας. «Έχει έλθει ο Ασημάκης στον Καϊάφα και πρέπει να πάω να τον δω». Ήταν ο αγαπημένος  του ξάδελφος, στρατηγός εν αποστρατεία και φα­νατικός εργέ­νης. «Πάρε και το παιδί μαζί σου, είναι ευκαιρία να τον γνωρί­σει», του απάντησε η μητέρα. Εκείνο το ''στρατηγός εν αποστρατεία'' τόσο πολύ με είχε εντυπωσιάσει, που πε­ρίμενα πως και πως την ώρα που θα τον έβλεπα από κο­ντά.

Μπήκαμε στο λεωφορείο, που πηγαινοέφερνε τους λουόμε­νους στα λουτρά και ήμαστε οι μόνοι επιβάτες που δεν κουβα­λάγαμε μαζί μας τσάντες με πετσέτες και μπουρνούζια. Φτάνο­ντας στα λουτρά, μόλις που προλάβαμε τη βενζινά­κατο, που έλυνε τον κάβο, για να περάσει τον κόσμο απέναντι στο νη­σάκι, όπου ήσαν τα ξενοδοχεία.

Βρήκαμε τον θείο Ασημάκη να κάθεται σε μια πάνινη πο­λυθρόνα στο βεραντάκι του ξενοδοχείου, και να μελετάει εμβρι­θώς την ''Καθημερινή''. Με το που μας είδε σηκώθηκε και μας πλησίασε χαμογελώντας για να μας καλωσορίσει.

Η εικόνα που είχα φανταστεί για κείνον αυτοστιγμή κατέρ­ρευσε. Αντί για έναν ψηλό, βλοσυρό στρατηγό με στολή, αστέ­ρια και σιρίτια είχα μπροστά μου έναν καλοκάγαθο γελαστό, μάλλον κοντό, ηλικιωμένο κύριο, με πολιτικά ρούχα.

Καθίσαμε και πριν πιάσει με τον πατέρα μου τα δικά τους, άρχισε από με μένα, ρωτώντας με να μάθει για την πρόοδό μου στο σχολείο. Ικανοποιημένος με το πρόσφατο ''άριστα'' που είχα πάρει, έβγαλε το μικρό δερμάτινο πορτοφόλι του και με αντά­μειψε με ένα τάλιρο. Μεγάλο χαρτζιλίκι για κείνα τα χρόνια.

Χάζευα μαγεμένος το τοπίο, τη λίμνη και το δάσος, όταν το παιδί του ξενοδοχείου, με την άσπρη του μπλούζα πέ­ρασε από κει και ο θείος Ασημάκης έσπευσε να παραγγείλει τα κερά­σματα, καφέδες για τους δυο τους και για μένα μια ''κρεμ καρα­μελέ'', όπως την είπε. Πρώτη μου φορά άκουγα ότι υπάρχει τέ­τοιο γλυκό.

Οι κουραμπιέδες και ο μπακλαβάς, άντε και καμιά γαλό­πιτα, από το γάλα της γίδας μας ήσαν τα γλυκά που συνήθιζε να μας φτιάχνει η μητέρα μας.

Το γκαρσόνι, σβέλτο καθώς ήταν, δεν άργησε να γυρίσει κρατώντας τον φορτωμένο δίσκο. Ακούμπησε τους καφέδες και τα νερά στο τραπεζάκι και σε μένα πρόσφερε την κρεμ καρα­μελέ.

Εκείνο, που αντίκρισα μέσα στο βαθουλό πιατάκι ήταν ένα μπεζ πράμα, που ’μοιαζε κάπως με  τη γαλόπιτα της μάνας μου,  ήταν όμως τρεμουλιάρικο και βουτηγμένο μέσα σε ένα καφετί σιρόπι.

Αυτόματα, μια άλλη παρόμοια εικόνα μου ’ρθε τότε στο μυαλό. Ήταν μάλιστα τόσο ζωντανή,  που θα ’πρεπε να βρω  πολύ θάρρος για να αποτολμήσω να δοκιμάσω το παράξενο τούτο κατασκεύασμα.

Το γιατί εξηγείται παρακάτω.

Με το που έμπαινε η άνοιξη η νοικοκυρά του σπιτιού είχε να κάνει, ανάμεσα στις άλλες,  μία ακόμα απαραίτητη και σο­βαρή δουλειά. Να φτιάξει το σαπούνι της χρονιάς. Γινόταν από τις μούργες[1], τα κατακάθια δηλαδή του λαδιού, που απόμεναν στις ζάρες και στα ντεπόζιτα.

Η δουλειά αυτή ήταν βαριά και για να γίνει ήθελε δυο του­λάχιστον άτομα. Η μητέρα μας ζήταγε βοήθεια, πότε από τη Ντίνα, την ανηψιά της και πότε  από τη θεια Μαρία τη γειτό­νισσά μας, σαν δανεικαριά.

Έριχναν τα λάδια στο μεγάλο χαρανί[2], μαζί με νερό και σα­πουνόπετρα[3] και τα ’βαζαν να βράσουν πάνω σε δυνατή φω­τιά. Το βράσιμο κράταγε ώρες πολ­λές και έπρεπε να ανακατεύ­ουν συνέχεια το μίγμα, πότε η μία και πότε η άλλη, με μια μα­κριά κουτάλα, προσθέτοντας κάπου, κάπου νερό ή ό,τι άλλο χρεια­ζόταν.

Όταν έφτανε η ώρα που το βράσιμο είχε ολοκληρωθεί, κα­τέβαζαν το χαρανί από τη φωτιά και το άφη­ναν όλη τη νύχτα να κρυώσει. Το άλλο πρωί το πηγμένο σα­πούνι είχε κάνει μια στρώση, γύρω στους δέκα πόντους πάχος, που κολύμπαγε πάνω στο καφετί καυστικό υγρό.

Η αγωνία τους ήταν μεγάλη, μέχρι να δουν κατά πόσο το αποτέλεσμα της δουλειάς τους ήταν πετυχημένο ή όχι. Υπήρ­χαν φορές που  το σα­πούνι δεν έβγαινε καλό και  όλος ο κόπος τους πήγαινε στράφι.

Έπρεπε την άλλη μέρα να ξανακάνουν όλη τη δουλειά. Την αποτυχία τους βέβαια, πάντα σχεδόν, την έριχναν σε κάποιο κακό μάτι, που όπως έλε­γαν πέρασε από κει και μάτιασε το σα­πούνι. Έτσι για παν ενδε­χόμενο δεν παρέλειπαν να καίνε λιβάνι πάνω σε ένα κεραμίδι, όση ώρα κράταγε το βράσιμο.

Όταν επιτέλους έφθανε η ώρα της δοκιμής, η μητέρα έμπηγε ένα μακρύ μαχαίρι και έκοβε το πρώτο μικρό κομμάτι από το πηγμένο  σαπούνι. Μόλις το τράβαγε, στη κενή θέση του κομματιού ανέβαινε από το βάθος του χαρανιού το καυ­στικό καφετί υγρό,  που είχε κατακάτσει στον πάτο του.

Η εικόνα λοιπόν εκείνου του μικρού μπεζ κομματιού από το φρέσκο σαπούνι, σε συνδυασμό με το  καφετί υγρό, ήταν που μου ήλθε στο μυαλό, μόλις πρωτοείδα την κρεμ κα­ραμελέ. Πολύ διστακτικά, πήρα μισή κουταλιά και την έβαλα στο στόμα μου. Περιέργως, δεν μου φάνηκε απαίσια όπως θα περί­μενα, κάθε άλλο μάλιστα. Με τη δεύτερη κουταλιά  τη βρήκα ενδιαφέ­ρουσα και με την τρίτη έπιασα τον εαυτό μου να νοιώ­θει σκέτη απόλαυση.

   Από τότε η κρεμ καραμελέ μπήκε για τα καλά στη ζωή μου, εξασφαλίζοντας περίοπτη θέση στο πάνθεον των αγαπημένων μου γλυκισμάτων. Όσο για κείνο το σπιτικό σαπούνι, επί πολλά χρόνια, ήταν πολύτιμο για το πλύσιμο των ρούχων στη σκάφη της μάνας μας, για τη λάτρα του σπιτιού και για το λούσιμό μας, πριν μας κατακλύσουν τα πάσης φύσεως αρωματικά σα­μπουάν…



[1] μούργα = κατακάθι λαδιού

[2] χαρανί = μεγάλο χάλκινο καζάνι, λεβέτι

[3] σαπουνόπετρα =  καυστική ποτάσα



Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Στις απόκρημνες σκήτες του Αγίου Όρους:

 Εκεί που οι μοναχοί ζουν κυριολεκτικά σε κελιά κρεμασμένα σε απόκρημνους βράχους, σα χελιδονοφωλιές, μακριά από την τάξη των μοναστηριών, ασκητικοί ως το τέλος της ζωής τους. 








Πηγή: www.lifo.gr

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 

Όταν με το καλό ο κορωνοϊός μας το επιτρέψει

ελπίζουμε να πούμε επιτέλους τυπωθήτω

και να δούμε την πολύχρονη προσπάθειά μας να ολοκληρώνεται

στην μορφή ενός μικρού βιβλίου.