Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Κώστας Περδίκης:

 


                                                                                           Το ξενοδοχείο ''Γεράνιο''


κρεμ καραμελέ


Κάθε Αύγουστο, απαραιτήτως, κατέβαινε στον Καϊάφα για τα θερμά του μπάνια. Έμενε πάντα στο ''Γεράνιο'', το πιο αριστο­κρατικό από τα άλλα δύο ξενοδοχεία, ''Ολυμπία'' και ''Αρήνη''.

Ήταν μια Κυριακή, θυμάμαι,  όταν άκουσα τον πατέρα μου, γυρνώ­ντας από την εκκλησία, να λέει της μητέρας. «Έχει έλθει ο Ασημάκης στον Καϊάφα και πρέπει να πάω να τον δω». Ήταν ο αγαπημένος  του ξάδελφος, στρατηγός εν αποστρατεία και φα­νατικός εργέ­νης. «Πάρε και το παιδί μαζί σου, είναι ευκαιρία να τον γνωρί­σει», του απάντησε η μητέρα. Εκείνο το ''στρατηγός εν αποστρατεία'' τόσο πολύ με είχε εντυπωσιάσει, που πε­ρίμενα πως και πως την ώρα που θα τον έβλεπα από κο­ντά.

Μπήκαμε στο λεωφορείο, που πηγαινοέφερνε τους λουόμε­νους στα λουτρά και ήμαστε οι μόνοι επιβάτες που δεν κουβα­λάγαμε μαζί μας τσάντες με πετσέτες και μπουρνούζια. Φτάνο­ντας στα λουτρά, μόλις που προλάβαμε τη βενζινά­κατο, που έλυνε τον κάβο, για να περάσει τον κόσμο απέναντι στο νη­σάκι, όπου ήσαν τα ξενοδοχεία.

Βρήκαμε τον θείο Ασημάκη να κάθεται σε μια πάνινη πο­λυθρόνα στο βεραντάκι του ξενοδοχείου, και να μελετάει εμβρι­θώς την ''Καθημερινή''. Με το που μας είδε σηκώθηκε και μας πλησίασε χαμογελώντας για να μας καλωσορίσει.

Η εικόνα που είχα φανταστεί για κείνον αυτοστιγμή κατέρ­ρευσε. Αντί για έναν ψηλό, βλοσυρό στρατηγό με στολή, αστέ­ρια και σιρίτια είχα μπροστά μου έναν καλοκάγαθο γελαστό, μάλλον κοντό, ηλικιωμένο κύριο, με πολιτικά ρούχα.

Καθίσαμε και πριν πιάσει με τον πατέρα μου τα δικά τους, άρχισε από με μένα, ρωτώντας με να μάθει για την πρόοδό μου στο σχολείο. Ικανοποιημένος με το πρόσφατο ''άριστα'' που είχα πάρει, έβγαλε το μικρό δερμάτινο πορτοφόλι του και με αντά­μειψε με ένα τάλιρο. Μεγάλο χαρτζιλίκι για κείνα τα χρόνια.

Χάζευα μαγεμένος το τοπίο, τη λίμνη και το δάσος, όταν το παιδί του ξενοδοχείου, με την άσπρη του μπλούζα πέ­ρασε από κει και ο θείος Ασημάκης έσπευσε να παραγγείλει τα κερά­σματα, καφέδες για τους δυο τους και για μένα μια ''κρεμ καρα­μελέ'', όπως την είπε. Πρώτη μου φορά άκουγα ότι υπάρχει τέ­τοιο γλυκό.

Οι κουραμπιέδες και ο μπακλαβάς, άντε και καμιά γαλό­πιτα, από το γάλα της γίδας μας ήσαν τα γλυκά που συνήθιζε να μας φτιάχνει η μητέρα μας.

Το γκαρσόνι, σβέλτο καθώς ήταν, δεν άργησε να γυρίσει κρατώντας τον φορτωμένο δίσκο. Ακούμπησε τους καφέδες και τα νερά στο τραπεζάκι και σε μένα πρόσφερε την κρεμ καρα­μελέ.

Εκείνο, που αντίκρισα μέσα στο βαθουλό πιατάκι ήταν ένα μπεζ πράμα, που ’μοιαζε κάπως με  τη γαλόπιτα της μάνας μου,  ήταν όμως τρεμουλιάρικο και βουτηγμένο μέσα σε ένα καφετί σιρόπι.

Αυτόματα, μια άλλη παρόμοια εικόνα μου ’ρθε τότε στο μυαλό. Ήταν μάλιστα τόσο ζωντανή,  που θα ’πρεπε να βρω  πολύ θάρρος για να αποτολμήσω να δοκιμάσω το παράξενο τούτο κατασκεύασμα.

Το γιατί εξηγείται παρακάτω.

Με το που έμπαινε η άνοιξη η νοικοκυρά του σπιτιού είχε να κάνει, ανάμεσα στις άλλες,  μία ακόμα απαραίτητη και σο­βαρή δουλειά. Να φτιάξει το σαπούνι της χρονιάς. Γινόταν από τις μούργες[1], τα κατακάθια δηλαδή του λαδιού, που απόμεναν στις ζάρες και στα ντεπόζιτα.

Η δουλειά αυτή ήταν βαριά και για να γίνει ήθελε δυο του­λάχιστον άτομα. Η μητέρα μας ζήταγε βοήθεια, πότε από τη Ντίνα, την ανηψιά της και πότε  από τη θεια Μαρία τη γειτό­νισσά μας, σαν δανεικαριά.

Έριχναν τα λάδια στο μεγάλο χαρανί[2], μαζί με νερό και σα­πουνόπετρα[3] και τα ’βαζαν να βράσουν πάνω σε δυνατή φω­τιά. Το βράσιμο κράταγε ώρες πολ­λές και έπρεπε να ανακατεύ­ουν συνέχεια το μίγμα, πότε η μία και πότε η άλλη, με μια μα­κριά κουτάλα, προσθέτοντας κάπου, κάπου νερό ή ό,τι άλλο χρεια­ζόταν.

Όταν έφτανε η ώρα που το βράσιμο είχε ολοκληρωθεί, κα­τέβαζαν το χαρανί από τη φωτιά και το άφη­ναν όλη τη νύχτα να κρυώσει. Το άλλο πρωί το πηγμένο σα­πούνι είχε κάνει μια στρώση, γύρω στους δέκα πόντους πάχος, που κολύμπαγε πάνω στο καφετί καυστικό υγρό.

Η αγωνία τους ήταν μεγάλη, μέχρι να δουν κατά πόσο το αποτέλεσμα της δουλειάς τους ήταν πετυχημένο ή όχι. Υπήρ­χαν φορές που  το σα­πούνι δεν έβγαινε καλό και  όλος ο κόπος τους πήγαινε στράφι.

Έπρεπε την άλλη μέρα να ξανακάνουν όλη τη δουλειά. Την αποτυχία τους βέβαια, πάντα σχεδόν, την έριχναν σε κάποιο κακό μάτι, που όπως έλε­γαν πέρασε από κει και μάτιασε το σα­πούνι. Έτσι για παν ενδε­χόμενο δεν παρέλειπαν να καίνε λιβάνι πάνω σε ένα κεραμίδι, όση ώρα κράταγε το βράσιμο.

Όταν επιτέλους έφθανε η ώρα της δοκιμής, η μητέρα έμπηγε ένα μακρύ μαχαίρι και έκοβε το πρώτο μικρό κομμάτι από το πηγμένο  σαπούνι. Μόλις το τράβαγε, στη κενή θέση του κομματιού ανέβαινε από το βάθος του χαρανιού το καυ­στικό καφετί υγρό,  που είχε κατακάτσει στον πάτο του.

Η εικόνα λοιπόν εκείνου του μικρού μπεζ κομματιού από το φρέσκο σαπούνι, σε συνδυασμό με το  καφετί υγρό, ήταν που μου ήλθε στο μυαλό, μόλις πρωτοείδα την κρεμ κα­ραμελέ. Πολύ διστακτικά, πήρα μισή κουταλιά και την έβαλα στο στόμα μου. Περιέργως, δεν μου φάνηκε απαίσια όπως θα περί­μενα, κάθε άλλο μάλιστα. Με τη δεύτερη κουταλιά  τη βρήκα ενδιαφέ­ρουσα και με την τρίτη έπιασα τον εαυτό μου να νοιώ­θει σκέτη απόλαυση.

   Από τότε η κρεμ καραμελέ μπήκε για τα καλά στη ζωή μου, εξασφαλίζοντας περίοπτη θέση στο πάνθεον των αγαπημένων μου γλυκισμάτων. Όσο για κείνο το σπιτικό σαπούνι, επί πολλά χρόνια, ήταν πολύτιμο για το πλύσιμο των ρούχων στη σκάφη της μάνας μας, για τη λάτρα του σπιτιού και για το λούσιμό μας, πριν μας κατακλύσουν τα πάσης φύσεως αρωματικά σα­μπουάν…



[1] μούργα = κατακάθι λαδιού

[2] χαρανί = μεγάλο χάλκινο καζάνι, λεβέτι

[3] σαπουνόπετρα =  καυστική ποτάσα



3 σχόλια: