Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Κώστας Περδίκης: Για να μην τα ξεχάσουμε...


  20 σημεία της Γενέθλιας πόλης μας, 

μνήμης και αναφοράς άξια!



το Νεκροταφείο:
Αποτελεί το ακρότατο βορινό σημείο της πόλης.
Στη μικρή εκκλησία του, που είναι αφιερωμένη στην Παναγία, μόνο θλιβερές τελετές τελούνται, κηδείες και μνημόσυνα.
Στο καμπαναριό της, κάποια χρονιά, προστέθηκε και το ρολόι, δωρεά ομογενών εξ Αμερικής.
Σταματημένο εδώ και πολύ καιρό.
Εδώ, ανάμεσα στους πολλούς, στην κορυφή του λόφου, βρίσκεται και ο απέριττος τάφος της οικογένειάς μου.
Από εκεί, αγναντεύει τη θάλασσα δυτικά και τη Βουνούκα ανατολικά.
Μια μεγάλη κουτσουπιά  ρίχνει πάνω του τον ίσκιο και τα φύλλα της.



η βρύση του Λώρη:
Μέχρι να φτάσουμε ως εκεί, η απόσταση μας φαινόταν μεγάλη.
Από ένα σημείο και μετά, άρχιζε ο  χωματόδρομος, που περνώντας δίπλα από το μεγάλο περιβόλι του Μουσαμά, έφτανε στην πέτρινη βρύση.
Κάτω από βαθύσκιωτα ψηλά δέντρα, λειτουργούσε, σε μια υπερυψωμένη ταράτσα, μικρό αναψυκτήριο.




ο Άγιος Σπυρίδωνας:
Η εκκλησία του Πολιούχου Αγίου μας, κτισμένη στο ψηλότερο σημείο, με πανοραμική θέα.
Ανεβαίνοντας την κύρια σκάλα, με τα πολλά σκαλοπάτια, θαύμαζες, προς τα αριστερά σου, το μεγάλο παρτέρι με τις υπέροχες τριανταφυλλιές και την ψηλή του μάντρα.
Εδώ κάναμε Κατηχητικό, κάθε Σάββατο απόγευμα.
Όταν έκαναν την αγιογράφηση του ναού χάζευα, πολλές φορές, τους ζωγράφους, εντυπωσιασμένος από τη μαγική τους τέχνη.
Τις λίγες φορές που επιχείρησα να ανέβω, από τη στριφτή σκάλα, στο ψηλό καμπαναριό της, έπαθα ίλιγγο, κοιτώντας από κείνο το ύψος προς τα κάτω.




το παλιό Δημαρχείο:
Από το μπαλκόνι του Α΄ ορόφου , που βλέπει δυτικά στον κεντρικό δρόμο της αγοράς, λέγαμε τα ποιήματα στις εθνικές γιορτές, ανάμεσα από δάφνινα στεφάνια, γιρλάντες με σημαιάκια και χάρτινες εικόνες ηρώων.
Από κάτω μας καμάρωναν οι γονείς μας και οι άλλοι συμπολίτες.
Ο Δήμαρχος και οι Αρχές του τόπου έπαιρναν θέση, παρατεταγμένοι σε όλο το μήκος του μπαλκονιού, όπως και μερικοί παρείσακτοι, που κατάφερναν να χωθούν για να αποθανατιστούν στις σχετικές φωτογραφίες.



το Φαρμακείο:
Ήταν ένα και μοναδικό, στεγασμένο σε ένα υπερυψωμένο πέτρινο κτίριο με σκεπή.
Ανέβαινες λίγα σκαλοπάτια και μπαίνοντας σε έπνιγε η μυρουδιά των φαρμάκων.
Στα ξύλινα ράφια και τις βιτρίνες ήσαν τοποθετημένα γυάλινα βάζα και μπουκάλια κάθε μεγέθους.
Ψηλά στους τοίχους, οι μεγάλες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες των προγόνων και ιδρυτών του φαρμακείου προσέδιδαν ιδιαίτερο κύρος στον χώρο.

το Πρακτορείο Εφημερίδων και Περιοδικών:
Ο μικρός μας Παράδεισος.
Όλα υπήρχαν εκεί, περιοδικά, εφημερίδες, βιβλία και γραφική ύλη.
Σκόρπιζαν τη χαρακτηριστική τους μυρουδιά σ’ όλον τον χώρο του μαγαζιού.
Η Διάπλασις των παίδων, ο Μικρός Ήρωας, ο Ταρζάν, ο Υπεράνθρωπος, ο Μίκυ Μάους και αργότερα οι Εικόνες και τα βιβλία του Ιουλίου Βερν μας ταξίδευαν σε άλλους κόσμους.



το Κουρείο του Παναγιώτη:
Το πιο καλό.
Εδώ με έφερνε ο παππούς μου, μικρό, για κούρεμα.
Ο Παναγιώτης με κάθιζε πάνω σε μια σανίδα από μαόνι και με κούρευε γουλί, αφήνοντας μόνο μια τούφα μαλλί, μπροστά, πάνω από το κούτελό μου.
Συνέχισα και μεγάλος να κουρεύομαι εδώ, μέχρι που ο Παναγιώτης το έκλεισε, λόγω συνταξιοδότησης.
Τον καιρό του Ανένδοτου αποτέλεσε το άντρο των φανατικών υποστηρικτών του Γέρου της Δημοκρατίας.


το Ζαχαροπλαστείο:
Φημισμένο για το γαλακτομπούρικό του.
Τις Κυριακές μετά την εκκλησία οι εύποροι συμπολίτες μας το απολάμβαναν, συν γυναιξί και τέκνοις.
Είχε μόνιμους θαμώνες, τους οποίους ο αεικίνητος Γιάννης, ο γιος του ζαχαροπλάστη, σέρβιρε με μαεστρία και έπιανε την κουβέντα μαζί τους , σχολιάζοντας τα γεγονότα.
Καταφανής, από τότε, η μετέπειτα ροπή του στην πολιτική.
Πίσω είχε ένα μεγάλο μπαλκόνι, που έβλεπε δυτικά, προς τη θάλασσα.

το καφενείο Μουσαμά:
Ακριβώς απέναντι από το ζαχαροπλαστείο.
Φάνταζε μεγαλοπρεπές και ήταν το μόνιμο στέκι της υψηλής λεγόμενης κοινωνίας.
Διέθετε τη μεγαλύτερη αίθουσα και γι’ αυτό οι τότε περιφερόμενοι θεατρικοί θίασοι, τα μπουλούκια, εδώ έστηναν τη σκηνή τους και έδιναν τις παραστάσεις τους.
Το ίδιο έκαναν και τα σχολεία, Δημοτικό και Γυμνάσιο, με τα θεατρικά έργα που ανέβαζαν στις σχολικές γιορτές.
Προνομιούχο επίσης για τη ωραία του βεράντα, με θέα όλο το Ιόνιο και για τη μεγάλη μυροβόλο γαζία , που έθαλλε  στη μια της άκρη.



το εστιατόριο Χαραυγή:
Στη θέση που σήμερα βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα.
Η μεγάλη δροσερή αυλή του, με την ανθισμένη περικοκλάδα, ήταν ιδανικός χώρος για τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού.
Ο κυρ-Λάμπρος, ο ιδιοκτήτης και η ψυχή του μαγαζιού, διάλεγε πάντα σβέλτα και τετραπέρατα γκαρσόνια.
Τα κατάλευκα, καλοσιδερωμένα τραπεζομάντιλα και πετσέτες όπως και τα κολονάτα ποτήρια απέπνεαν μια αίσθηση πολυτέλειας.
Μεταξύ των άλλων πρόσφερε παγωμένη βαρελίσια μπύρα Φιξ ή Μάμος.
Ο κύριος Φίφας, χαρακτηριστική φιγούρα bon viveur, φορώντας πάντα μπεζ λινό κουστούμι και απαραιτήτως παπιγιόν με  πουά, έπιανε θέση αργά το απόγευμα στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην είσοδο του μαγαζιού.

η Λαϊκή αγορά:
Μεγάλο, για την εποχή του, εμπορικό κατάστημα.
Εδώ βρίσκαμε ό,τι θέλαμε από ρουχισμό ή υπόδηση.
Το ίδιο και οι κάτοικοι, των γύρω χωριών, που κατέβαιναν και ψώνιζαν αυτά που είχαν ανάγκη.
Απασχολούσε πολλές πωλήτριες.
Ο  ένας εκ των δύο συνεταίρων, ο κυρ- Θόδωρος, μονίμως είχε τη θέση του στο ταμείο, με το βαρύ χρηματοκιβώτιο.  
Ο άλλος, ο μικροσκοπικός κυρ- Κώστας, ήταν πανταχού παρών σε κάθε σημείο του μαγαζιού.
Στη χρυσή εποχή της σταφίδας ήσαν μεταξύ αυτών, που  εμπορεύονταν το προϊόν της περιοχής μας. 


η Ηλεκτρική:
Ισόγειο πέτρινο κτίριο με σκεπή, δίπλα στη γράνα, λίγο πριν το γεφύρι προς Μολύβια και Αρήνη.
Είχε πόρτες και παράθυρα σιδερένια, με τετράγωνα τζαμάκια.
Μια μεγάλη πετρελαιοκίνητη γεννήτρια παρείχε ηλεκτρικό ρεύμα συνεχές 110 Volt.
Μόλις σουρούπωνε, έπαιρνε μπροστά και οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες των σπιτιών και των μαγαζιών του κέντρου της πόλης άναβαν, σκορπίζοντας το πολύτιμο φως τους.
Ο κυρ-Θανάσης, ο άνθρωπος επί των βλαβών, πρόθυμος και ακούραστος, έτρεχε, συνεχώς, με μια μακριά ξύλινη σκάλα στον ώμο και σκαρφάλωνε, ριψοκίνδυνα, για να επιδιορθώσει τα σύρματα του δικτύου.


το Ζαχαραίικο πηγάδι:
Δίπλα στον μεγάλο πλάτανο και το μνημείο ηρώων.
Είχε το καλύτερο νερό, εύγευστο και δροσερό.
Μόλις έπεφτε ο ήλιος, βοηθούσαμε τις μανάδες μας να γεμίσουν και  να κουβαλήσουν τις βίκες μέχρι τα σπίτια μας.
Ήταν σημείο συνάντησης των νοικοκυρών της κάτω πόλης.
Τα σχοινιά των κουβάδων, από την πολλή χρήση, είχαν χαράξει τις μαρμαρόπετρες του φίλιαντρου και είχαν κάνει ολόγυρα βαθιέςγλυφές.
Αργότερα, το 1957, όταν τοποθετήθηκαν οι πρώτες κεντρικές βρύσες,  μία σε κάθε γειτονιά, η υδροληψία γινόταν από αυτές.
Το Ζαχαραίικο πηγάδι με τον καιρό έχασε την αίγλη του.



η ταβέρνα της Καπριάναινας:
Απέναντι από το Ζαχαραίικο πηγάδι.
Εδώ μας μοίραζαν, μια ή δυο χρονιές, κάθε πρωί, πριν πάμε στο σχολείο, το συσσίτιο της Unrra.
Γάλα από σκόνη και κίτρινο τυρί.
Τα μισά παιδιά έπιναν το γάλα και πέταγαν το τυρί ενώ τα άλλα μισά έτρωγαν το τυρί και έχυναν το γάλα.
Ο συνδυασμός και των δύο αγαθών μάλλον ήταν ανέφικτος.

ο θερινός κινηματογράφος ΟΛΥΜΠΙΑ:
Για να πάμε ως εκεί περνούσαμε τη γράνα πάνω σε ένα ξύλινο γεφυράκι, που αργότερα αντικαταστάθηκε με τσιμεντένιο.
Αποτελούσε την καλοκαιρινή μας χαρά και διασκέδαση.
Πως και πως περιμέναμε πότε θα καταφτάσει, κάθε Μάιο, από την Αθήνα ο μηχανικός του κινηματογράφου, ο θρυλικός Βαγγέλης, για να αρχίσει τις προβολές του.
Εδώ είδαμε τις πρώτες ταινίες, που από τότε μας έχουν μείνει αξέχαστες.
Καλλιτεχνικό γεγονός του καλοκαιριού η Τιμητική βραδιά του Βαγγέλη.
Μέχρι και καλλιστεία για την εκλογή της μις Ζαχάρω , μεταξύ των άλλων, περιλάμβανε το πρόγραμμα.





το ξενοδοχείο Ο ΚΑΪΦΑΣ:
Βρισκόταν στην ίδια θέση με το σημερινό REX και ήταν ένα μεγάλο διώροφο κτίριο με στέγη.
Κάλυπτε στοιχειωδώς, τις ανάγκες των επισκεπτών.
Στο ισόγειο ο ιδιοκτήτης του, ο κυρ-Κώστας, που ήταν επιπλοποιός, είχε το εργαστήριό του.
Στην  κάτω πλευρά, δυτικά, διέθετε μια μεγάλη αυλή με περικοκλάδα ολόγυρα και στρογγυλή πίστα για χορό.




το Γυμνάσιο:
Όμορφο και λειτουργικό κτίριο, διώροφο με στέγη και μεγάλο γήπεδο για παιχνίδι και αθλοπαιδιές.
Πολλοί καθηγητές πέρασαν από εδώ.
Λίγους θυμόμαστε σαν προσιτούς και φιλικούς μαζί μας.
Οι περισσότεροι ήσαν αυστηροί και απρόσιτοι.
Πηλίκια, απαγόρευση κυκλοφορίας πέρα από μια ώρα, απειλή αποβολής ακόμη και όταν τολμούσαμε να παίξουμε μπάλα ήσαν μερικά από αυτά που τότε μας καταπίεζαν.
Υπήρχαν όμως και όμορφες στιγμές και γεγονότα που τώρα τα νοσταλγούμε.



η λεύκα:
Πανύψηλο δέντρο, που δέσποζε στην αριστερή πλευρά του δημόσιου δρόμου προς τον Σταθμό, στη μέση σχεδόν της απόστασης, λίγα μέτρα πριν το γεφύρι προς το Πλατανούλι.
Η δασκάλα μας, η κ. Νίκη, μας πήγαινε μέχρι εκεί βόλτα και μας έβαζε να αγκαλιάσουμε τον τεράστιο κορμό του, πιασμένα χέρι χέρι καμιά δεκαριά παιδιά.
Δεν υπάρχει πια… 


ο Σιδηροδρομικός Σταθμός:
Τότε, που δεν είχε γίνει ακόμη ο εθνικός δρόμος, είχε μεγάλες δόξες.
Οι επιβάτες και τα εμπορεύματα έφταναν μέχρι εδώ με τα τραίνα.
Δύο, τρία ταξί περίμεναν και ανέβαζαν τον κόσμο στην πόλη.
Τα εμπορεύματα έφταναν στην αγορά με τα κάρα.
Ο Σταθμός διέθετε μια μικρή κατοικία για τον Σταθμάρχη, με όμορφο κήπο, καθώς και ένα ξεχωριστό μικρό κτίσμα, που λειτουργούσε σαν καφενείο.
Τώρα, εδώ και χρόνια, που τα δρομολόγια των τραίνων σταμάτησαν, ο Σταθμός ρημάζει και τις γραμμές σκεπάζουν τα αγριόχορτα…



η παραλία:
Κάθε χρόνο ερχόμαστε εδώ εκδρομή με το σχολείο.
Αριστερά και δεξιά του δρόμου, πάνω στο τούμπι, υπήρχαν δυο τρία σπίτια όλα κι όλα.
Πιο κάτω στο μέσο της αμμουδιάς έβλεπες το ένα και μοναδικό κτίσμα, το ταπεινό σπιτάκι με το μαντρί του Τάγαρη.
Εδώ, που τώρα οι κατ’ ευφημισμόν οικιστές, όλως παρανόμως, έχτισαν ένα ολόκληρο χωριό, δεν υπήρχε τίποτα άλλο από τους αμμόλοφους.
Στο τέλος του δρόμου, λίγα μέτρα πιο πάνω από εκεί που έσκαγε το κύμα, η ραποκαλύβα των Καραίων και αργότερα του Σουλίμη λειτουργούσαν τα καλοκαίρια σαν καφενεδάκια, προσφέροντας τη δροσιά και τα παγωμένα τους αναψυκτικά.

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Κώστας Περδίκης: Με αφορμή μια φωτογραφία (20)


Η κούνια

Η φαμίλια ξεκαλοκαιριάζει στο μικρό της εξοχικό,
στον κάμπο, λίγο πιο πάνω από τον Σταθμό.

Η μάνα τους δεν τους χαλάει χατίρι.
 Από την ελιά της αυλής δένει μια τριχιά
και τους φτιάχνει κούνια.

Εκείνα, μες στην καλή χαρά,
 δεν σταματούν να παίζουν.

Παιχνίδια πρόχειρα,  φτιαγμένα με αγάπη
και γι αυτό αξέχαστα.

Θα ’ταν καλοκαίρι του’53…

Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Κώστας Περδίκης: Με αφορμή μια φωτογραφία (19)



Ένα Πάσχα 


Ήταν Πάσχα, σαν και τώρα.

Για τη Ζωή και τον Βασίλη το πρώτο τους στο χωριό.

Δίπλα στα μεγαλύτερά τους ξαδέλφια δείχνουν 
προστατευμένοι και σίγουροι.

Στα πρόσωπά τους η χαρά ξεχειλίζει.

Κατηφορίζουν πιασμένοι χέρι, χέρι για το σπίτι.

Αριστερά το χαγιάτι του μπάρμπα Χρήστου
και δεξιά στο βάθος ο γέρο Σπύρος
με το μπαστούνι του.

Θα ’ταν  άνοιξη του ’63…