Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Τάκης Σινόπουλος (1917-1981):

 


Ελπήνωρ

Eλπήνορ, πώς ήλθες…

—Όμηρος


Τοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.

Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Kοιτάχτε ο Eλπήνωρ πρέπει νάναι εκείνος.
Eστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Eλπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Kαι τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Eλπήνορα
Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
M’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν’ ακούς τ’ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Tώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα πούχες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις αποκρίσου.

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Tο φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
H θάλασσα τα κυπαρίσσια τ’ ακρογιάλι πετρωμένα
σ’ ακινησία θανατερή. Kαι μόνο αυτός ο Eλπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.

Τον Οκτώβριο του 1944 δημοσιεύτηκε στα «Φιλολογικά Χρονικά», που έμελλε να αποτελέσει και το πρώτο ποίημα της πρώτης συλλογής του.

Γι’ αυτό το ποίημα ο ίδιος ο Σινόπουλος έγραψε το 1965 τα εξής:

«Θα μου επιτρέψετε να σας αφηγηθώ τη μικρή ιστορία του δικού μου Ελπήνορα. Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι 1944, με φοβερό ήλιο και ζέστη, περνώντας μέσα από το πεδίο του Άρεως, κάθησα εξαντλημένος από την πείνα και την κούραση της κατοχής σ’ ένα παγκάκι. Πρέπει να με είχε ζαλίσει πολύ ο ήλιος κι η εξάντληση. Ξαφνικά στον άσ­προ μικρό δρόμο, μες στο φως, πέρασε μπροστά μου η φιγούρα ενός φίλου μου ποιητή που τον σκότωσαν οι Γερμανοί έπειτα από φριχτά βασανιστήρια στην Πάτρα το 1942. Ήταν ο Φώτης Πασχαλινός [= Θοδωράκης Ζώρας]. Γυρίζοντας στο σπίτι μου έ­γραψα τον Ελπήνορα. Αλλά εκείνο που για μένα είχε σημα­σία είναι πως το όραμα αυτό σφράγισε αποφασιστικά ένα με­γάλο μέρος, το μεγαλύτερο μέρος της ποίησής μου».

Ο Ελπήνορας στην Οδύσσεια:

Ο Ελπήνορας δεν διακρινόταν για τη δύναμη ή την ευφυία του, ωστόσο επέζησε του Τρωικού Πολέμου. Μεταμορφώθηκε από την Κίρκη σε γουρούνι, αλλά, όπως και οι άλλοι σύντροφοι του Οδυσσέα, επαναφέρθηκε στην ανθρώπινη μορφή του. Την παραμονή της αναχωρήσεώς τους από το νησί της Κίρκης, όταν όλοι συγκεντρώθηκαν και «το γλέντησαν», ο Ελπήνορας, μεθυσμένος, αποκοιμήθηκε στη στέγη του ανακτόρου της Κίρκης. Το πρωί, όταν τον φώναξαν για να φύγουν, εκείνος ξύπνησε, αλλά ξεχνώντας ότι βρισκόταν στην οροφή, έπεσε κάτω από ψηλά και σκοτώθηκε. Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν και απέπλευσαν.

Ο Οδυσσέας τον συνάντησε όταν επισκέφθηκε τον Άδη, και μάλιστα ήταν ο πρώτος που συνάντησε στον κάτω κόσμο. Εκεί ο Ελπήνορας του υπενθύμισε ότι του όφειλε μια κανονική κηδεία, οπότε επιστρέφοντας ο Οδυσσέας στον επάνω κόσμο εκπλήρωσε την υποχρέωσή του: επέστρεψε στην Αιαία, έκαψε τη σορό του Ελπήνορα και μετά την έθαψε μαζί με την πανοπλία του, σημαδεύοντας τον τάφο με ένα κουπί του πλοίου του.

Ο θάνατος του Ελπήνορα από δυστύχημα εξ απροσεξίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα και επιστέγασμα της απερίσκεπτης συμπεριφοράς των συντρόφων του Οδυσσέα σε όλο το έπος, συμπεριφορά που έρχεται σε αντίθεση με την παροιμιώδη εξυπνάδα του ίδιου του Οδυσσέα, η οποία έτσι τονίζεται περισσότερο.

Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

Κώστας Περδίκης:

 


Το κρίμα μου

Τ

ο Πάσχα εκτός από τις ανέμελες σχολικές διακοπές που μας χάριζε, έφερνε και τις μέρες της Μεγάλης βδομάδας, που έσπαζαν την καθημερινή μας μονοτονία, στη μικρή επαρχιακή μας  πόλη και έδιναν στη ζωή μας ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Κάθε βράδυ σπεύδαμε στον Άγιο Σπυρίδωνα να παρακολουθήσουμε τη θεία λειτουργία, που η κάθε μία είχε τη δική της κατανυκτική ατμόσφαιρα.

Η Μεγάλη βδομάδα άρχιζε με την ακολουθία του Νυμφίου, για να ακολουθήσουν διαδοχικά το τροπάριο της Κασσιανής, η ακολουθία του Νιπτήρα, τα δώδεκα ευαγγέλια και η Σταύρωση, τα εγκώμια της Παναγίας  και η περιφορά του Επιτάφιου.

Τα μεσάνυχτα του Μ. Σαββάτου έφτανε, επί  τέλους, η χαρμόσυνη Ανάσταση και την επομένη, την  Κυριακή του Πάσχα, το απόγευμα ήταν αφιερωμένο στην  "Αγάπη". 

Κάθε Μ. Πέμπτη η μάνα μας δεν παρέλειπε να μας θυμίσει και να μας τονίσει, κάτι σαν εντολή, ότι μέχρι την Ανάσταση δεν θα έπρεπε να πιάσουν τα χέρια μας σιδερένια εργαλεία, σφυριά, μαχαίρια και ψαλίδια, γιατί με κάτι τέτοια οι Εβραίοι έμπηξαν τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια του Χριστού.

Μια όμως Μ. Παρασκευή ξεχάστηκα και παράβηκα την εντολή της.

Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα είχα συνεννοηθεί με τον Γιάννη, τον "κολλητό" μου, να σμίξουμε στον δρομάκο που περνάει πίσω από το γυμνάσιο, κάπου στο μέσον της απόστασης, ανάμεσα στα σπίτια μας.

Είμαστε, τότε, στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.

Ο Γιάννης, εκτός από καλός ποδοσφαιριστής, ήταν, αν και μικρός ακόμη, καλός και στο κυνήγι. Όταν έκλεισε τα δώδεκα, ο πατέρας του, ο κυρ-Νίκος, του είχε κάνει δώρο ένα ελαφρύ 16άρι δίκανο τουφέκι.

 Αντίθετα, στο δικό μας σπίτι δεν είχε μπει ποτέ τουφέκι.

Ο πατέρας μου, είχε λάβει μέρος σαν απλός φαντάρος στη Μικρασιατική εκστρατεία, φτάνοντας μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ, στα βάθη της Τουρκίας.

Από τότε, δεν ξανάπιασε στα χέρια του τουφέκι.

Ποιος ξέρει τι θα είχαν δει τα ματάκια του εκεί πέρα.

Τον Αύγουστο, μόλις άρχιζε το κυνήγι, μου άρεσε να ξυπνάω πολύ νωρίς και να συνοδεύω  τον Γιάννη που πήγαινε στο δάσος για τρυγόνια.

Τον θαύμαζα να προλαβαίνει να σημαδεύει και να πετυχαίνει ένα πουλί, καθώς πέταγε σε μεγάλο ύψος και με μεγάλη ταχύτητα.

Μερικές  φορές έδινε και σε μένα  το τουφέκι και έριχνα κανένα σμπάρο, πάντα όμως σε σταθερό στόχο, σε πεταμένα τενεκεδάκια ή μπουκάλια, ποτέ σε πετούμενο πουλί

Δεν τα πήγαινα και άσχημα.

Από τότε έκανα όνειρα, κάποια μέρα να αποκτήσω το δικό μου τουφέκι και να γίνω κι εγώ ένας καλός κυνηγός.

Το Πάσχα, εκείνη τη χρονιά ήταν αργά και η άνοιξη είχε μπει για τα καλά.

Στα γύρω μας χωράφια τα χορτάρια είχαν ρίξει μπόι με τα αγριολούλουδα, ανάμεσά τους, να οργιάζουν.

Άλικες παπαρούνες, άσπρες αγριομαργαρίτες, κίτρινες λαψάνες.

Ο Γιάννης είχε φέρει μαζί του και το τουφέκι του, μπας και του τύχαινε καμιά τσίχλα, από τις τελευταίες της χρονιάς.

Η ώρα ήταν τέτοια, που κανείς άλλος δεν πέρναγε από τον δρομάκο.

Αρχίσαμε να βαριόμαστε λίγο, όταν τον άκουσα να μου λέει.

--Πάρε να ρίξεις ένα σμπάρο μόλις περάσει κανά πουλί.

Ήταν η πρώτη φορά που ο φίλος μου με  προέτρεπε να ρίξω σε κινούμενο στόχο.

Έπιασα το τουφέκι και χωρίς να το πολυπιστεύω, αγχωμένος και πανέτοιμος, περίμενα  για τη μεγάλη στιγμή.

Βλέποντας κάτι να έρχεται, πετώντας κατά πάνω μας, μόλις και πρόλαβα να σημαδέψω όπως, όπως και να ρίξω.

Ως εκ θαύματος είδαμε το πουλί να διπλώνει τα φτερά του και να γκρεμίζεται, πέφτοντας λίγα μέτρα μακριά από τα πόδια μας.

Όσο δεν μπορούσα εγώ να το πιστέψω άλλο τόσο και περισσότερο ο Γιάννης.

--Μπράβο σου ρε, μου λέει, το πέτυχες, είναι το πρώτο σου.

Εκείνο, όμως, που άκουσα αμέσως μετά να ξεστομίζει, μου έκοψε όλη τη χαρά και το καμάρι για την επιτυχία μου.

--Όχι ρε γαμώτο, είναι χελιδόνι, αυτά δεν τα τουφεκάμε, θεωρείται αμαρτία.

Έσκυψα και το έπιασα.

Είδα, τότε, με φρίκη στη φούχτα μου ποιο ήταν το θύμα της εγκληματικής μου ενέργειας.

Ένα τόσο δα πουλάκι, πανέμορφο, με τα γυαλιστερά κατάμαυρα φτερά  του και την λευκή κοιλίτσα του να ’χει μια σταγόνα αίμα, εκεί που το ’χε βρει το σκάγι.

Ήταν ζεστό ακόμη.

Συνειδητοποίησα, τότε, ο έρμος τι είχα κάνει.

Μου ήρθαν, για μια στιγμή, όλα μαζεμένα στο κεφάλι.

Ήταν Μ. Παρασκευή, είχα παραβεί την εντολή της μάνας μου, είχα πιάσει σιδερικό και σαν να μην έφταναν αυτά, είχα γίνει και φονιάς.

Μόλις, είχα σκοτώσει ένα αθώο πλασματάκι του Θεού.

Συμφωνήσαμε με τον Γιάννη να μείνει μεταξύ μας το συμβάν, εφτασφράγιστο μυστικό και χωρίσαμε  για τα σπίτια μας.

Από τη μάνα μου δεν άντεξα να το κρύψω για πολύ και μετά από λίγες μέρες της το ξεφούρνισα.

Η εξιλέωσή, όμως, για το κρίμα μου ήρθε αργότερα, τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς.

Ήμουνα μαζί με τον ξάδερφό μου στην κατασκήνωση του παπα- Γιώργη του Πυρουνάκη, στους πρόποδες του "Πατέρα" κοντά στα Βίλια.

Ένα Σάββατο βράδυ ο παπα- Γιώργης μας εξομολόγησε με σκοπό να μας μεταλάβει, μετά τη λειτουργία της Κυριακής.

Όταν με ρώτησε αν κάτι με βαραίνει, έκατσα και με κατεβασμένο το κεφάλι από ντροπή, του είπα για το συμβάν με το χελιδονάκι.

Ο παπα-Γιώργης είχε τον τρόπο , με τον γλυκό και ήρεμο λόγο του, να αναλύει και να δικαιολογεί τις όποιες σκέψεις και πράξεις μας.

--Παιδί μου, άκουσα να μου λέει, ο Θεός ίσως να σε άφησε επίτηδες να κάνεις εκείνη την κακή πράξη, για να καταλάβεις αμέσως μετά το λάθος σου και να μεταμεληθείς, κερδίζοντας έτσι τη συγχώρεσή του.

Τι ωραία λόγια ήσαν εκείνα, αληθινό βάλσαμο.

Σήκωσαν το βάρος από πάνω μου και με γαλήνεψαν.

Τώρα που τα ξανασκέφτομαι, μετά από τόσα χρόνια, συνεχίζω να τα πιστεύω.

Ύστερα από κείνο το γεγονός, το αποτέλεσμα ήταν να μην αποκτήσω ποτέ μου τουφέκι, ούτε να γίνω κυνηγός όπως ονειρευόμουνα.

Αλλά και το σπουδαιότερο.

Άρχισα από τότε να δείχνω πολύ πιο μεγάλη αγάπη και φροντίδα για κάθε ζωντανό πλάσμα.

Το μικρό χελιδόνι, που εκείνο το απόγευμα κράτησα άψυχο στη φούχτα μου, είχε κάνει το θαύμα του.

Όσο για τον Γιάννη τον φίλο μου δεν μπόρεσα, αν και προσπάθησα πολύ, να τον κάνω να σταματήσει το κυνήγι και να αφήσει τα πουλάκια στην ησυχία τους…


Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Στέλιος Χαραλαμπόπουλος (1956):

«Ξερολιθιά – Σμιλεύοντας τοπία στις αιμασιές του Αιγαίου»


                                   






Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Σπούδασε Οικονομικά και Κινηματογράφο στην Ελλάδα κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Οικονομία στο Παρίσι. Έχει σκηνοθετήσει ντοκιμαντέρ για λογαριασμό της κρατικής τηλεόρασης και για ξένα κανάλια. Μεταξύ των διακρίσεων που έλαβε είναι το 1ο Κρατικό Βραβείο Ποιότητας για τις ταινίες "ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ Ο ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΒΑΦΗ" και “HΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ–ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ” και το Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών (FIPRESCI) στο 8ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης για το φιλμ "ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΟΡΑΛΗΣ”. Υπήρξε εκδότης του περιοδικού τέχνης "ΓΡΑΦΗ" και κείμενά του για τον κινηματογράφο έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά «Γραφή», «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και «Γράμματα και Τέχνες”. Την περίοδο από 2009 έως 2010 οργάνωσε στο Εργαστήρι Ποίησης του Ιδρύματος Τάκης Σινόπουλος τον κύκλο εκδηλώσεων «Ποιητές στην οθόνη». Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Αλλαγή αιώνα» από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ. Τέλος, είναι συνιδρυτής από το 1988 μαζί με τους Θάνο Λαμπρόπουλο και Γιάννη Βαρβαρίγο της εταιρείας παραγωγής ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ.


ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ

2008: "Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη” (Διεθνής Διανομή : Doc and Co – Γαλλία) - 1ο Κρατικό Βραβείο Ποιότητας (2008, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), Βραβείο Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών (2008, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), Βραβείο καλύτερης Φωτογραφίας, Μουσικής, Ήχου στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας, Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ – ΟΔΥΣΣΕΥΣ AWARDS 2009, London Greek Film Festival

2006: " Με λίγο φως στους ώμους – Μιχάλης Γκανάς"- Β΄ Βραβείο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας & Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας–Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας 2007

2005 :
 "Γιάννης Μόραλης" - Βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών (FIPRESCI) στο 8ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

2001: “Ημερολόγια Καταστρώματος – Γιώργος Σεφέρης” , 1ο Κρατικό Βραβείο Ποιότητας 2001

2000: “Είδαν τα μάτια μας γιορτές” - Βραβείο κοινού, φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης Μάρτιος 2000, 2ο Κρατικό Βραβείο Ποιότητας, Βραβείο Διεθνές Φεστιβάλ Περιβαλλοντικού Κινηματογράφου, Teramo 2000.

1996: “Άδης”- Βραβείο σκηνοθεσίας πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, Ειδική Μνεία της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής, Βραβείο αρτιότερης τεχνικά παραγωγής Ε.Τ.Ε.Κ.Τ., Βραβείο Μακιγιάζ , στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1996, Κρατικό Βραβείο Ποιότητας 1997, Συμμετοχή σε διεθνή φεστιβάλ




Σάββατο 1 Απριλίου 2023

Μενέλαος Λουντέμης (1912-1977):

 


'' Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα'' (απόσπασμα)

"Mια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το ‘βαλε κάτω και το παίδεψε, το ‘πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα ‘πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει, αυτά που του ‘κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ’ τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι «παππούδες» που κάθονται στα γόνατά σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.

Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτοπουλειά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ’ αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του ‘βαλε στη χούφτα καναδυό μεταλλίκια και, «σε παρακαλώ», του λέει, «αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρ’ το μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω, όμως…».

Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω… έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του… και του τα ‘δωσε πίσω. «Πάρ’ τα», του λέει. «Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια… μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;…». Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια… «Άιντε, άιντε… Σύχασε…», είπε. «Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;».

Σε τρεις μέρες του ‘φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό απ’ το βαγγέλιο, και του το ‘δωσε. «Το πασπάτεψα από παντού», λέει στο παιδί. «Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ’ το εσύ, μην ‘πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε».

Το παιδί τ’ άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι, «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξώφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το ‘μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το ‘χε φέρει, τ’ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ’ όποιον ήθελε.

Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία."

Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Γιάλοβας Αιγιαλού στη Μικρά Ασία το 1912. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε απ' τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας του. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία, δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το 1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα (Δημήτριος Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμό του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Πεζογραφίας το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του. Τα πλοία δεν άραξαν και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Επίσης τιμήθηκε και με το βραβείο «Μενέλαου Λουντέμη» που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική Εταιρία Λογοτεχνών και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα του προηγούμενου έτους.

Πρόσφυγας από την Αγία Κυριακή της Γιάλοβας (Αιγιαλός) της Μικράς Ασίας μετά τον Μεγάλο Ξεριζωμό της Μικρασιατικής Καταστροφής,[1] εγκαθίσταται με την οικογένεια του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Έζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Έδεσσας. Η οικογένεια του ήταν εύπορη, αλλά χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του ως λαντζιέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος σε χωριά της Αλμωπίας, ακόμη και ως επιστάτης στα υπό κατασκευή την εποχή εκείνη, έργα του Γαλλικού ποταμού. Στην Δ΄ τάξη του - εξατάξιου τότε - Γυμνασίου «αποσύρθηκε» για πολιτικούς λόγους και απεβλήθη απ' όλα τα Γυμνάσια της χώρας. (Η στράτευσή του στην Αριστερά και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.)

Μέσα από συνεχείς μετακινήσεις, από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει τελικά στην Αθήνα και συνδέεται στενά με τους Κώστα ΒάρναληΆγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να διοριστεί βιβλιοθηκάριος της «Αθηναϊκής Λέσχης» το 1938 και να ανασάνει κάπως οικονομικά.[2] Την ίδια εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, θα τον βοηθήσει να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Θα ακολουθήσουν αρκετές συγγραφικές επιτυχίες και θα γίνει μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Καζαντζάκη.