Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Κώστας Περδίκης:


Η ψυχοκόρη

Μια σταλιά κοριτσάκι ήταν η Κυριακούλα, όταν την έφερε ο πα­τέρας της, καβάλα πάνω στ’ άλογο, από την Κοπάνιτσα. Έκα­ναν μισή μέρα δρόμο για να φτάσουν από κει. Το χωριό τους ήταν μακριά, χωμένο μέσα στα βουνά, κοντά στις κολώνες του Επι­κούρειου. Την παρέδωσε, όπως είχαν συνεννοηθεί, σε καλό σπίτι, για να γίνει ψυχο­κόρη τους. Στις δυο γεροντοκό­ρες αδελφές, τη Μαρίκα και τη Νίκη. Ο φτωχός είχε κι άλλα τρία παιδιά να θρέψει και δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
Η Νίκη ήταν η πιο μεγάλη, καθηγήτρια φιλόλογος, φιλά­σθενη, πολύ μελαχρινή, δίχως μια άσπρη τρίχα, παρά τα χρόνια της. Στο γυμνάσιο τα παιδιά της είχαν βγάλει το παρατσούκλι  «Κουρούνα». Η Μαρίκα ήταν λίγα χρόνια  μικρότερη, πολύ χο­ντρή όμως, πράγμα που την έκανε να ντρέπεται να βγει από το σπίτι. Έβγαινε μονάχα για να πάει στις ολονυχτίες ή στον εσπε­ρινό του αγίου Σπυρί­δωνα, του πολιούχου μας, αργά όταν σκο­τεί­νιαζε, για να μην τη βλέπουν στην αγορά.
Έμεναν στην πάνω πόλη, κοντά στο Δημαρχείο, σ’ ένα ψηλό σπίτι πέτρινο, που με τον όγκο του ξεχώριζε από τ’ άλλα. Το σπίτι είχε μια μεγάλη σάλα, με δύο σκαλι­στούς καναπέδες και δυο όμορφες λάμπες, κρε­μασμένες από το ζωγραφιστό τα­βάνι. Η κουζίνα ήταν κι αυτή ευρύχωρη και στη μια της γωνιά, δίπλα στο τζάκι, ήταν το κρεβατάκι που κοιμόταν η Κυρια­κούλα. Δυο μπαλκονόπορτες έβγαζαν στο μακρύ μπροστινό μπαλκόνι, που ’βλεπε στον δρόμο της αγοράς. Είχε ακόμη ένα μπαλκο­νάκι πίσω, με θέα τη θάλασσα. Το σπίτι ήταν δροσερό, ακόμη και στις μεγάλες ζέστες, γιατί το ’πιανε ο κατεβατός, ο αέρας που έφτανε από τον βοριά.  Στο μπαλκόνι του δρόμου κάθο­νταν και οι γονείς μας στις εθνικές γιορτές και μας καμά­ρωναν, κα­θώς λέγαμε τα ποιήματά μας από τον εξώ­στη του Δη­μαρχείου, απέναντι.
Η Κυριακούλα ήταν ένα πλάσμα χαριτωμένο και τετραπέ­ρατο. Τη γράψανε αμέσως στο σχολειό για να βγάλει  το δημο­τικό και παράλληλα έκανε όποια δου­λειά της ζήταγαν οι «θείες», όπως τις έλεγε. Βοηθούσε παντού. Στη λά­τρα του σπι­τιού, στο σιγύρισμα και στο μαγείρεμα. Έφερνε τα ψώνια από την αγορά, νερό με τη βίκα απ’ το πηγάδι και  έκανε τα θε­λή­ματα στα συγγε­νικά τους σπίτια. Πήγαινε και γύ­ριζε σβέλτα, σοβαρή και απρόσιτη, πάντα με τα μάτια χαμηλά, όπως εκείνες είχαν φρο­ντίσει από την πρώτη στιγμή να τη δα­σκαλέ­ψουν. Τέ­λειωσε το δημοτικό εύκολα και αμέσως μετά την έστειλαν κο­ντά σε μια μοδίστρα για να μάθει τη ρα­πτική. Πιά­νανε τα χέρια της, είχε ταλέντο και έγινε μια πρώτης τάξεως μοδιστρούλα. Εκτός των άλλων είχε και  το χάρισμα του χιού­μορ. Με τα αστεία και τις παντομίμες της έφερνε λίγη ευθυμία στη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού. Ήταν για τις «θείες» ο μι­κρός γελω­τοποιός τους.
Ένα άλλο ευχάριστο γεγονός που έσπαζε κάπως τη μονο­το­νία τους, ήταν όταν κατέβαιναν από την Αθήνα για ολιγο­ήμερες δια­κοπές, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, οι δυο τους αδελφοί. Ο πιο μεγάλος ήταν δικηγόρος, πα­ντρεμένος δίχως παιδιά. Ο άλ­λος ήταν γιατρός επίσης παντρεμένος, αυτός όμως είχε και  μια  χαριτωμένη κορούλα, την Οφηλία. Ήταν το μονα­δικό παιδί σ’ ολόκληρο το σόι. Οι «θείες» δικαιολογημένα τη λάτρευαν, γι αυτές ήταν το άπαν.
     Από τις λίγες κουβέντες του πατέρα μας καταλαβαί­ναμε ότι κατά καιρούς πρέπει να πήγαν προξενιά και για τις δύο αδελ­φές, αλλά πότε για τον ένα και πότε για τον άλλο λόγο απορρί­φθηκαν όλα. Έμειναν έτσι και οι δυο τους στο ράφι και έκτοτε συνήθισαν να ζουν μια ζωή μαζί, χωρίς μεγάλες χαρές, αλλά και χωρίς μεγάλα ζόρια.
Η πε­ριουσία τους ήταν μεγάλη, εκτός από το σπίτι, είχαν πολλές ελιές και κτήματα. Τα είχαν δώσει όλα και  τα δούλευε μισακά, για πολλά χρόνια, ο κυρ Φάνης, ο σέμπρος τους. Δεν είχαν κανένα παράπονο από τη δούλεψή του. Μαζί με τους γιους του τα  φρό­ντιζε και πήγαιναν καλά τόσο οι ελιές, όσο και τα γεννήματα. Ύστερα από τόσον καιρό είχαν γίνει πια δικοί τους άνθρωποι, καλύτεροι και από συγγενείς.
Τουλάχιστον τρεις φορές τη βδομάδα, μό­λις σουρούπωνε και η μη­τέρα μας τέλειωνε με τις δου­λειές, μας έπαιρνε εμένα και την αδελφή μου και πηγαί­ναμε να τους κά­νουμε την επί­σκεψη. Η μητέρα τις αγα­πούσε και τις εκτιμούσε, όπως και εκείνες άλλωστε. Ο πατέρας μας, βλέπετε, ήταν ο πιο αγαπη­μένος τους πρωτοξάδελφος. Όποια ερώτηση ή απορία είχε η μητέρα για αρρώστιες και φάρμακα της τις έλυνε η Νίκη, που επειδή ήταν φιλά­σθενη, είχε τόσες ιατρικές γνώσεις σαν να ήτανε γιατρός. Μόνο το δίπλωμα της έλλειπε. Το δωμάτιό της, που το είχε και σαν γραφείο, για να διορθώνει τα γραφτά των μαθητών, μονίμως μύριζε οινόπνευμα και κάμφορα.
Με το που μπαίναμε στο σπίτι, εμείς τα παιδιά, τρέχαμε κατ’ ευθείαν στην κουζίνα, για να βρούμε την Κυριακούλα. Κα­θόμαστε και οι τρεις μας στο καλοστρωμένο κρεβατάκι της και εκείνη τι δεν έκανε για να μας διασκεδά­σει. Από το να μας δια­βάζει από το Ρομάντσο αστείες ιστορίες με τον Αγκόπ τον Αρ­μένη, να μας δείχνει τις γελοιογρα­φίες του κόμματος των βαρελο­φρόνων στην τελευ­ταία σελίδα, μέχρι να μας λέει τρα­γούδια και παραμύθια. Τη λατρεύαμε και δεν θέλαμε να περά­σει η ώρα για να φύ­γουμε. Ήταν η χαρά μας.
Τα χρόνια πέρναγαν ήρεμα και αδιάφορα. Οι «θείες» μεγά­λωναν, όπως άλλωστε και η Κυριακούλα. Έγινε κοτζάμ κο­πέλα. Όταν πέρναγε στην αγορά, άκουγε από τις αντρο­παρέες, ρίχνο­ντας κλεφτές ματιές, τα σφυρίγματα και τα σχόλια τους, όλο υπο­νοούμενα για την ομορφιά και την τσαχπινιά της. Εκείνη έκανε τάχα μου πως δεν άκουγε τί­ποτα.
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι που η μοίρα θέλησε να φέρει στην οικο­γένεια τα πολύ χειρότερα. Μέσα σ’ ένα χρόνο «χά­σανε» και τους δύο αδελφούς τους. Ο αβάσταχτος πόνος και η μαυρίλα  ρίζωσαν για τα καλά, από τότε, στο σπιτικό τους. Εκεί μέσα δεν μπορούσαν πια ούτε στιγμή να ζήσουν. Στη μικρή κοι­νωνία, στα μά­τια όλων των συγχωριανών τους, ήσαν οι κα­κορί­ζικες, οι αξιολύπητες. Η καθηγήτρια ζή­τησε μετάθεση για την Αθήνα και με το τέλος της σχο­λικής χρονιάς, μαζί με την Μαρίκα και την Κυριακούλα φύγανε, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους. Για ένα δυο χρόνια προσπά­θησαν όπως, όπως να στα­θούν στα πόδια τους εκεί, στο νέο πλέον πε­ριβάλλον. Ξένοι μεταξύ ξέ­νων. Πάνω όμως που άρχισαν κάπως να συνηθίζουν, δέχτηκαν και το τε­λειω­τικό χτύπημα.
     Μια μέρα, αναπάντεχα, η Κυριακούλα τους ανακοίνωσε ότι σκο­πεύει πολύ γρήγορα να παντρευτεί και να ξεκινήσει μια και­νούργια ζωή μακριά από το σπίτι τους. Τους ήλθε κεραμίδα. Το πρώτο που τη ρώτησαν ήταν ποιος είναι ο λεγάμενος. Έκατσε, τότε, ήρεμα και αποφασιστικά  και τους έδωσε όλες τις απα­ντήσεις.
    Πριν από μερικό καιρό τα είχε φτιά­ξει με τον Θάνο, τον με­γάλο γιο του κυρ Φάνη, του σέμπρου τους. Ο Θάνος, είπε, είναι συμπαθητικός, σοβαρός και δου­λευταράς και όχι κανένας επι­πόλαιος αγαπητικός. Άλλωστε και οι ίδιες πολλές φορές, τα ίδια πάνω κάτω έλεγαν για τον χαρα­κτήρα του. Την εκτίμησε και την αγά­πησε. Μαζί κάνουν σχέδια να ξενιτευτούν στην Αυ­στραλία για μερικά χρόνια για να μπο­ρέσουν μετά, με ένα καλό κομπόδεμα, να ξανα­γυρίσουν στην πατρίδα.
Από τις «θείες», είπε, δεν είχε κανένα παράπονο, ούτε κα­μία αξίωση. Έζησε τόσα χρόνια στο σπίτι τους, κοντά τους. Τη μόρφωσαν και της έμαθαν τέχνη. Την αγάπησαν και τους αντα­πόδωσε και κείνη την αγάπη της. Ήλθε η ώρα όμως πια να νοιώσει και να ζήσει πράγματα, που εκείνες δεν αξιώθηκαν ποτέ να ζήσουν. Δεν θέλησε να τις πικράνει περισ­σότερο, λέγο­ντάς τους αυτό που από καιρό τη φόβιζε, ότι δη­λαδή αν συνέ­χιζε να μένει μαζί τους σίγουρα θα είχε κι αυτή την ίδια τύχη με κείνες. Ο αποχωρισμός ήταν τυπικός, μάλλον ψυχρός, χωρίς φι­λιά και δάκρυα. Λίγο πριν φύγουν για την Αυ­στραλία, της έστειλαν το  τρα­πεζικό βι­βλιάριο με το ποσόν, που της είχαν καταθέσει στο όνομά της για  την προίκα της.
Στην Αυστραλία έμειναν γύρω στα είκοσι χρόνια. Δούλε­ψαν και οι δυο τους πολύ σκληρά και πρόκοψαν. Απόκτησαν, εκεί, και τα δυο τους παιδιά, τον γιο και την κόρη τους. Γράμμα από την Κυριακούλα οι «θείες» δεν έλαβαν ποτέ. Μάθαιναν κανένα νέο της από συγγενικά της πρόσωπα. Όταν με το καλό γύρι­σαν στην πατρίδα, με τις οικονομίες που ’φεραν στή­σανε μια μικρή επιχείρηση, ένα λιοτρίβι. Συνέχισαν τον αγώνα τους, σε πολύ καλύτερες όμως συνθήκες. Αξιώθηκαν να δουν  εγγό­νια κι απ’ τα δυο τους παιδιά. Τα δύσκολα χρόνια της ξενι­τιάς είχαν πιάσει τόπο…
 Οι «θείες» στο μεταξύ είχαν προ πολλού πεθάνει, πρώτα η Νίκη και αργότερα η Μαρίκα.
       Ξαναβρεθήκαμε με την Κυριακούλα, ύστερα από πολλά χρό­νια και πιάσαμε τα παλιά με νοσταλγία. Η πίκρα της όμως και το παράπονο για το τότε βγαίνανε σε κάθε της κουβέντα. Δεν ήταν μικρό πράγμα,  τρυφερούδι ακόμη,  να αφήσει το μι­κρό της σύμπαν, τους δικούς της και τον τόπο της. Να μπει σαν  ψυχοκόρη σ’ ένα σπίτι ξένο, όπου η χαρά και το γέλιο ήσαν σχεδόν ανύπαρκτα. Να ζήσει, εκεί μέσα, κοντά είκοσι χρόνια. Οι φιλίες και οι παρέες να είναι απαγορευμένες. Στο θερινό σι­νεμά να περνάει μόνο απ’ έξω, ένα έργο να μη δει. Πάντα με τον φόβο μήπως κάνει κάτι λίγο πέρα από τις αυστηρές τους συστάσεις και τις προειδοποιήσεις. Δεν της συγχώρεσαν ποτέ το ατόπημά της, τον έρωτά της δηλαδή με τον Θάνο. Ήθελαν και σ’ αυτό το θέμα να ’χουν τον πρώτο λόγο. Το πότε και ποιον θα ’παιρνε η Κυριακούλα για άντρα θα το αποφάσιζαν εκείνες. Έλεγε και ξανά­λεγε πως ενώ η «θεία» Νίκη ήταν καλή γυναίκα, ψυχοπονιάρα, η Μαρίκα ήταν σκληρή και άκαρδη. Αν και το θέλαμε, δεν τολμήσαμε να τη ρωτήσουμε  αν πήγε ποτέ στον τάφο τους να ανά­ψει ένα κερί.

 Η τέχνη, λένε, ότι μερικές φορές αντιγράφει τη ζωή. Ο βίος και η πολιτεία της Κυριακούλας θα μπορούσε να γίνει σενάριο για ταινία, όπως άλλωστε τόσων και τόσων φτω­χοκόριτσων, που ’γιναν ψυχοκόρες.
Η ηρω­ίδα ''στο προξενιό της Άννας'' μια Κυριακούλα  ήταν κι αυτή, με άλλο όμως όνομα…


Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Κώστας Περδίκης: Με αφορμή μια φωτογραφία (18)



Στην Πάρνηθα 

Μια Κυριακή στην Πάρνηθα,
με τη  Φωτεινή και τον Αποστόλη.

Ανάμεσά τους, φαίνομαι ξένοιαστος,
 μόλις έχω απολυθεί από τον στρατό.

Η Φωτεινή με το θλιμμένο της μειδίαμα,
σαν να κάτι να τη φοβίζει.

Ο Αποστόλης πάντα γελαστός, πάντα καλόκαρδος,
περιμένει να απολυθεί κι αυτός.
Εκείνο το κακό καλοκαίρι της  «φυγής» του
είναι πολύ μακριά ακόμη…

Θα ’ταν άνοιξη του ’75

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018

Δέκα (10) σκηνοθέτες που δεν πήραν ποτέ Όσκαρ!!!:

1. Τσάρλι Τσάπλιν


Ναι, δεν είναι αστείο ούτε τυπογραφικό λάθος. Ο εκ των κορυφαίων κινηματογραφιστών και ηθοποιών του 20ου αιώνα δεν έχει βραβευτεί ούτε μια φορά από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών για τις αριστουργηματικές ταινίες του. Ο Βρετανός πολυσύνθετος καλλιτέχνης (σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος, μοντέρ κλπ) , δημιουργός των αξεπέραστων κλασικών ταινιών «Μοντέρνοι Καιροί», «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ», «Τα φώτα της πόλης» και άλλων πολλών που χάρισαν και χαρίζουν ακόμη το γέλιο και ανοίγοντας δρόμους σκέψης και προβληματισμού για το πού πάει η ανθρωπότητα, αγνοήθηκε επιδεικτικά από την Ακαδημία, αλλά όχι και από αυτούς που αγαπούν τον κινηματογράφο. Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου έπεσε σε δυσμένεια λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του, ενώ και η λατρεία του για τις γυναίκες, ειδικά της μικρής ηλικίας, του δυσκόλεψαν τη ζωή. Πέντε χρόνια πριν πεθάνει στην Ελβετία, το 1972 η Ακαδημία τον βράβεψε με ειδικό τιμητικό Όσκαρ, για τη συνεισφορά του στον κινηματογράφο.

2. Ακίρα Κουροσάβα


Στους νεότερους μπορεί να μη λέει πολλά το όνομα του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα (1910-1998), αλλά κατ' ομολογία των μεγαλύτερων νεότερων σκηνοθετών του αμερικανικού και παγκόσμιου κινηματογράφου (Σπίλμπεργκ, Σκορτσέζε, Σέρτζιο Λεόνε, Τζορτζ Λούκας), υπήρξε ο «δάσκαλος», αυτός που τους ενέπνευσε. Είναι αξιοθαύμαστο ότι ο Κουροσάβα σε κάθε σεκάνς, κάθε πλάνο του -ασπρόμαυρο ή έγχρωμο- έβλεπες έναν πίνακα μοναδικής αξίας και έμπνευσης και όλα αυτά δεμένα με έναν εξαίσιο και απλό τρόπο που άγγιζε και τον πιο αμύητο θεατή. Μερικές από τις ταινίες του που δεν πρέπει να χάσει κανείς είναι «Ρασομόν», «Γιοζίμπο», «Οι επτά σαμουράι», «Μεθυσμένος άγγελος», «Η γειτονιά των καταφρονεμένων», «Ραν» και «Όνειρα». Αγαπημένος πρωταγωνιστής του Κουροσάβα ήταν ο υπέροχος Τοσίρο Μιφούνε.


3. Ίνγκμαρ Μπέργκμαν



Αν και προτάθηκε τρεις φορές για Όσκαρ και δεν κέρδισε κανένα, ο διάσημος Σουηδός σκηνοθέτης Ίνγκμαρ Μπέργκμαν έκανε μια ολόκληρη δική του σχολή στον κινηματογράφο. Ο δημιουργός της «Έβδομης Σφραγίδας» και ίσως ο εκ των πατέρων του υπαρξιακού κινηματογράφου, έβαλε τις προσωπικές σχέσεις σε πρώτο πλάνο στις ταινίες του. Γιος ενός λουθηρανού πάστορα και μιας φιλότεχνης μητέρας που λαχταρούσε διαζύγιο αλλά έπαψε νωρίς να το διεκδικεί, ο Μπέργκμαν δέχτηκε μια ανατροφή βασισμένη σε έννοιες όπως αμαρτία, εξομολόγηση, τιμωρία, συγχώρεση. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα από τις ταινίες του άσκησε δριμεία κριτική τόσο στην εκκλησία όσο και στην εξουσία. Μερικές από τις κλασικές του ταινίες είναι «Η έβδομη σφραγίδα», «Άγριες Φράουλες», «Κραυγές και ψίθυροι» και «Φάνι και Αλέξανδρος». Ο Μπέργκμαν είχε πλούσιο έργο και στο θέατρο, ανεβάζοντας έργα των Πιραντέλο, Τσέχοφ, Καμί, Σέξπιρ, Μπρεχτ κα.



4. Στάνλεϊ Κιούμπρικ


Ίσως ότι ακόμη και σήμερα οι πολιτικές του αντιλήψεις παραμένουν μυστήριο και οι τολμηρές του θέσεις ενοχλητικές, όπως και ο αντικομφορμισμός του, που ήταν διάχυτος σε κάθε του ταινία να απαντούν και στο ερώτημα γιατί ο Στάνλεϊ Κιούμπρικ δεν έλαβε ποτέ το Όσκαρ, παρότι είχε προταθεί με αυτό τέσσερις φορές. Ο αξέχαστος δημιουργός των «2001: Οδύσσεια του διαστήματος», «Λάμψη», «Μπάρι Λίντον», «ΣΟΣ Πεντάγωνο καλεί Μόσχα», «Σταυροί στο Μέτωπο» κατήγγειλε μέσα από τις ταινίες του τον φασισμό, τον καπιταλισμό, το ναζισμό, τους πολεμοκάπηλους, αλλά και όλες αυτές τις συμβάσεις των ανθρώπινων σχέσεων που τελικώς σκοτώνουν το ελεύθερο πνεύμα, την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, ο Κιούμπρικ τα κατάφερε άψογα και ως σκηνοθέτης μίας χολυγουντιανής υπερπαραγωγής με τον «Σπάρτακο», τον οποίο γύρισε κατ' απαίτηση του Κερκ Ντάγκλας.



5. Όρσον Γουέλς


Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι κανείς στο Χόλιγουντ δεν του συγχώρεσε τη μεγαλοφυΐα του. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Όρσον Γουέλς έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1938 με τη ραδιοφωνική του μετάδοση «ο πόλεμος των κόσμων» όταν έπεισε εκατομμύρια Αμερικανούς ακροατές του ραδιοφώνου ότι εξωγήινοι από τον Άρη εισέβαλαν στη Γη. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ταινία «Πολίτης Κέιν», που γύρισε και πρωταγωνίστησε ο ίδιος σε ηλικία μόλις 25 ετών. Ένα αριστουργηματικό φιλμ, που σίγουρα θα ήταν στη λίστα με τις δέκα καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Ωστόσο, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του, πολλές φορές αυτοκαταστροφικός, τον εμπόδισε να μας δώσει και άλλες πολλές ταινίες, πέρα από τους «Υπέροχους Άμπερσονς», τον «Μάκβεθ» και τον «Άρχων του Κακού». Επειδή όμως η τέχνη δεν είναι θέμα ποσότητας, ο Γουέλς σίγουρα θα περάσει στην ιστορία αν και η Αμερικανική Ακαδημία τον αγνόησε - ίσως γιατί δεν μπορούσε να αντέξει τόσο ταλέντο...




6. Χάουαρντ Χοκς


Ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του αμερικανικού κινηματογράφου (μαζί με τους Σεσίλ ντε Μιλ, Τζον Φορντ, Γκρίφιθ ήταν και ο Χάουαρντ Χοκς). Ένας κινηματογραφιστής που επηρέασε με τη δουλειά του πολλούς σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς (Σκορτσέζε, Κάρπεντερ, Άλτμαν κα) αν και στο ευρύτερο κοινό δεν ήταν και ιδιαίτερα γνωστός. Χαρακτηριστικό του ήταν ότι αναδείκνυε ιδανικά τους πρωταγωνιστές του και πως ασχολήθηκε και διακρίθηκε με πολλά κινηματογραφικά είδη, από κωμωδίες και περιπέτειες μέχρι δράματα και γουέστερν.Μπορεί οι ταινίες του να μην είχαν τη σφραγίδα όπως των σημαντικότερων κινηματογραφιστών, που βλέπεις τα πρώτα τρία πλάνα και καταλαβαίνεις ότι είναι Κιούμπρικ, Χίτσκοκ ή Μπέργκμαν, αλλά πραγματικά ήταν τόσο καλογυρισμένες και δουλεμένες που δεν μπορούσες παρά να υποκλιθείς στην κινηματογραφική του ματιά, στον επαγγελματισμό του. Μερικές από τις ταινίες του που πρέπει να δουν οπωσδήποτε οι φίλοι του σινεμά είναι: «Η γυναίκα με τη λεοπάρδαλη» , «Σημαδεμένος», «Η σειρήνα της Μαρτινίκα», «Ο λοχαγός Γιορκ», «Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθιές», «Πάθος και Αίμα», «Ρίο Μπράβο» και «Κόκκινο Ποτάμι». Τιμήθηκε κι αυτός με το ειδικό τιμητικό Όσκαρ για την προσφορά του στον κινηματογράφο.





7. Άλφρεντ Χίτσκοκ


Ο «μετρ του σασπένς» έμεινε κι αυτός έξω από τα Όσκαρ. Ακόμη ένας αγαπημένος του κινηματογραφόφιλου κοινού, της κριτικής και των Ευρωπαίων κυρίως σκηνοθετών, που δεν κατάφερε να κερδίσει το Όσκαρ. Ο Χίτσκοκ είχε δύο περιόδους στην καριέρα του, την αγγλική και την αμερικανική, όπου γύρισε και τις περισσότερες και πιο πετυχημένες ταινίες του. Ιδιοφυής, μεγαλομανής, αφοριστικός, λεπτολόγος (σχεδίαζε τα πλάνα του πρώτα στο χαρτί), με εμμονές, όπως οι ξανθιές πρωταγωνίστριες. Στις συνεντεύξεις του και ειδικά στη συνομιλία του με τον Φρανσουά Τριφό, απαξίωνε πολλούς από τους πρωταγωνιστές του, που τους χαρακτήριζε ηλίθιους ή ατάλαντους, ενώ δεν έκρυβε και την αντιπάθειά του προς τους Αμερικανούς. Αντιθέτως εκτιμούσε πολύ τον Τζίμι Στιούαρτ. Με τα σημερινά δεδομένα ίσως να ήταν δίπλα στο εδώλιο του κατηγορουμένου με τον Γουαϊνστιν για τις σεξουαλικές του παρενοχλήσεις και τα καψώνια στις πρωταγωνίστριές του. Και όμως ο Χίτσκοκ είναι ο ένας και μοναδικός μετρ. Κορυφαίες του ταινίες: «Δεσμώτης του Ιλίγγου», «Ψυχώ», «Σιωπηλώς Μάρτυς», «Τα 39 σκαλοπάτια», «Υπόθεση Νοτόριους». Για μία καλύτερη γνωριμία με το φαινόμενο Χίτσκοκ αξίζει να διαβάσετε το βιβλίο του Φρανσουά Τριφό «Χίτσκοκ».


8. Μπράιαν Ντε Πάλμα



Της τελευταίας γενιάς, αφού πλησιάζει τα 80 και συνεχίζει ακόμη να σκηνοθετεί. Ο Ντε Πάλμα βαφτίστηκε όχι άδικα ο διάδοχος του Χίτσκοκ (οι επικριτές του τον είπαν «αντιγραφέα») καθώς στις πρώτες του ταινίες οι θεματικές του, ακόμη και πολλές σεκάνς ήταν ίδιες με αυτή του Άγγλου σκηνοθέτη. Εξαιρετικά ταλαντούχος, όμως, έδωσε και μερικές δικές του αριστουργηματικές ταινίες με πρώτη και καλύτερη την «Υπόθεση Καρλίτο». Μία συγκλονιστική ταινία που έδωσε την ευκαιρία στον Άλ Πατσίνο να γράψει στα υπέρ του ακόμη μία μοναδική ερμηνεία. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του το ανάλωσε σε περιπέτειες της σειράς τύπου «Επικίνδυνη Αποστολή» κλπ. Πάντως, με κάθε ευκαιρία θα ήταν καλό να δείτε και τις ταινίες «Ο σημαδεμένος», «Οργισμένο Είδωλο», «Εφιάλτες από το παρελθόν», «Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας» και «Διχασμένο Κορμί».



9. Λουίς Μπουνιουέλ



Ο κορυφαίος Ισπανός σκηνοθέτης κι ένας από τους σημαντικότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου, καθιέρωσε δικό του προσωπικό αναρχικό ύφος στις ταινίες του, ενώ συνδέθηκε και με το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ακόμη ένας κινηματογραφιστής που επηρέασε πολλούς σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, ο Μπουνιουέλ αυθεντικός αναρχικός διέλυσε με τις ταινίες του, αλλά και το απαράμιλλο χιούμορ του τόσο την υποκρισία της αστικής τάξης, όσο και της εκκλησιαστικής εξουσίας. Μερικές από τις σημαντικότερες και αξέχαστες ταινίες του είναι «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας», «Η ωραία της ημέρας», «Ανδαλουσιανός σκύλος», «Το φάντασμα της Ελευθερίας», «Το σκοτεινό αντικείμενο του Πόθου».

10. Ντίνο Ρίζι

Δεν έχει την αίγλη του θρύλου του maestro Φεντερίκο Φελίνι, την αποδοχή του Βιτόριο Ντε Σίκα, τη διασημότητα των Λουκίνο Βισκόντι, Μικελάντζελο Αντονιόνι και Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ούτε το στιβαρό ύφος ενός Σέρτζιο Λεόνε ή το τολμηρό σχεδόν σκανδαλώδες στυλ των Παζολίνι και Φερέρι. Έχει όμως τη χάρη ενός μεγάλου κινηματογραφιστή που αποτύπωσε με γλυκόπικρο χιουμοριστικό τρόπο την κοινωνική και πολιτική εξέλιξη της Ιταλίας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τις ταινίες του (από κοντά κι ένας ακόμη μεγάλος, ο Μάριο Μονιτσέλι) λατρέψαμε τους φτωχοδιάβολους, τα κλεφτρόνια του νότου, την εργατική τάξη, τις απιστίες, τους αντιήρωες, τους συνηθισμένους ανθρώπους. Αυθεντικά λαϊκός μεγάλος κινηματογράφος που εμμέσως πλην σαφώς καυτηρίαζε την εξουσία, τη διαφθορά των ισχυρών, αυτών που κυριαρχούν και καταδυναστεύουν τους ανίσχυρους. Στις ταινίες του χαρήκαμε και μερικά από τα ιερά τέρατα της υποκριτικής, όπως τον Βιτόριο Γκάσμαν, τον Νίνο Μανφρέντι, τον Αλμπέρτο Σόρντι, τον Ούγκο Τονιάτσι, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, την Τζίνα Λολομπριτζίτα, την Κλάουντια Καρντινάλε και φυσικά τη Σοφία Λόρεν. Δεν πρέπει να χάσετε τις ταινίες του: «Ο φανφαρόνος», «Άρωμα γυναίκας», «Φτωχοί αλλά ωραίοι», «Τα τέρατα», «Ψωμί, έρωτας και...». Στην ταινία αυτή, με πρωταγωνιστή τον Βιτόριο Ντε Σίκα, που υποδύεται έναν ερωτύλο αστυνόμο, σε μια σκηνή, περνά δίπλα από ένα φτωχό αγρότη σε κάποιο χωριό του νότου και τον βλέπει να τρώει δύο φέτες ψωμιού αφού πρώτα τα έχει κάνει σάντουιτς. Τον ρωτά τι έχουν μέσα τα ψωμάκια και ο αγρότης του απαντά την φαντασία του. Είναι μία από τις υπέροχες ατάκες που γεμίζουν τις ιταλικές κωμωδίες. Πάντα γλυκές και πάντα με πίκρα.




(Από το in.gr)







Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

ROY LICHTENSTEIN (1923-1997): Ο βασιλιάς της Pop Art


Τον αποκάλεσαν πρωτοπόρο της εφήμερης τέχνης. Ο ίδιος διέθετε πολύ χιούμορ και σε στιγμές αυτοκριτικής έλεγε πως δεν του άρεσε η τέχνη του και τη θεωρούσε προσβολή ακόμα και για τα δικά του γούστα. Κατάφερε πάντως να την επιβάλλει με αποτέλεσμα οι τιμές των έργων του να εκτοξευθούν σε δυσθεώρητα ύψη.Για αυτόν ήταν σημαντικό να επιβάλλει την καθημερινότητα στην τέχνη. Η χρησιμοποίηση αυτών των μεγάλων κυκλικών στιγμάτων με μηχανικά μέσα τον βοηθούσε τα έργα του να αποκτήσουν μια στάνταρτ μορφή.

Crying girl