Η ψυχοκόρη
Μια σταλιά κοριτσάκι ήταν η Κυριακούλα, όταν την
έφερε ο πατέρας της, καβάλα πάνω στ’ άλογο, από την Κοπάνιτσα. Έκαναν
μισή μέρα δρόμο για να φτάσουν από κει. Το χωριό τους ήταν μακριά, χωμένο μέσα
στα βουνά, κοντά στις κολώνες του Επικούρειου. Την παρέδωσε, όπως είχαν
συνεννοηθεί, σε καλό σπίτι, για να γίνει ψυχοκόρη τους. Στις δυο γεροντοκόρες
αδελφές, τη Μαρίκα και τη Νίκη. Ο φτωχός είχε κι άλλα τρία παιδιά να θρέψει και
δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
Η Νίκη ήταν η πιο μεγάλη,
καθηγήτρια φιλόλογος, φιλάσθενη, πολύ μελαχρινή, δίχως μια άσπρη τρίχα, παρά
τα χρόνια της. Στο γυμνάσιο τα παιδιά της είχαν βγάλει το παρατσούκλι «Κουρούνα». Η Μαρίκα ήταν λίγα χρόνια μικρότερη, πολύ χοντρή όμως, πράγμα που την
έκανε να ντρέπεται να βγει από το σπίτι. Έβγαινε μονάχα για να πάει στις
ολονυχτίες ή στον εσπερινό του αγίου Σπυρίδωνα, του πολιούχου μας, αργά όταν
σκοτείνιαζε, για να μην τη βλέπουν στην αγορά.
Έμεναν στην πάνω πόλη, κοντά
στο Δημαρχείο, σ’ ένα ψηλό σπίτι πέτρινο, που με τον όγκο του ξεχώριζε από τ’
άλλα. Το σπίτι είχε μια μεγάλη σάλα, με δύο σκαλιστούς καναπέδες και δυο
όμορφες λάμπες, κρεμασμένες από το ζωγραφιστό ταβάνι. Η κουζίνα ήταν κι αυτή
ευρύχωρη και στη μια της γωνιά, δίπλα στο τζάκι, ήταν το κρεβατάκι που κοιμόταν
η Κυριακούλα. Δυο μπαλκονόπορτες έβγαζαν στο μακρύ μπροστινό μπαλκόνι, που
’βλεπε στον δρόμο της αγοράς. Είχε ακόμη ένα μπαλκονάκι πίσω, με θέα τη
θάλασσα. Το σπίτι ήταν δροσερό, ακόμη και στις μεγάλες ζέστες, γιατί το ’πιανε
ο κατεβατός, ο αέρας που έφτανε από τον βοριά.
Στο μπαλκόνι του δρόμου κάθονταν και οι γονείς μας στις εθνικές γιορτές
και μας καμάρωναν, καθώς λέγαμε τα ποιήματά μας από τον εξώστη του Δημαρχείου,
απέναντι.
Η Κυριακούλα ήταν ένα πλάσμα
χαριτωμένο και τετραπέρατο. Τη γράψανε αμέσως στο σχολειό για να βγάλει το δημοτικό και παράλληλα έκανε όποια δουλειά
της ζήταγαν οι «θείες», όπως τις έλεγε. Βοηθούσε παντού. Στη λάτρα του σπιτιού,
στο σιγύρισμα και στο μαγείρεμα. Έφερνε τα ψώνια από την αγορά, νερό με τη βίκα
απ’ το πηγάδι και έκανε τα θελήματα
στα συγγενικά τους σπίτια. Πήγαινε και γύριζε σβέλτα, σοβαρή και απρόσιτη,
πάντα με τα μάτια χαμηλά, όπως εκείνες είχαν φροντίσει από την πρώτη στιγμή να
τη δασκαλέψουν. Τέλειωσε το δημοτικό εύκολα και αμέσως μετά την έστειλαν κοντά
σε μια μοδίστρα για να μάθει τη ραπτική. Πιάνανε τα χέρια της, είχε ταλέντο
και έγινε μια πρώτης τάξεως μοδιστρούλα. Εκτός των άλλων είχε και το χάρισμα του χιούμορ. Με τα αστεία και
τις παντομίμες της έφερνε λίγη ευθυμία στη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού. Ήταν
για τις «θείες» ο μικρός γελωτοποιός τους.
Ένα άλλο ευχάριστο γεγονός
που έσπαζε κάπως τη μονοτονία τους, ήταν όταν κατέβαιναν από την Αθήνα για
ολιγοήμερες διακοπές, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, οι δυο τους αδελφοί. Ο
πιο μεγάλος ήταν δικηγόρος, παντρεμένος δίχως παιδιά. Ο άλλος ήταν γιατρός
επίσης παντρεμένος, αυτός όμως είχε και
μια χαριτωμένη κορούλα, την
Οφηλία. Ήταν το μοναδικό παιδί σ’ ολόκληρο το σόι. Οι «θείες» δικαιολογημένα
τη λάτρευαν, γι αυτές ήταν το άπαν.
Από τις λίγες κουβέντες του πατέρα μας καταλαβαίναμε
ότι κατά καιρούς πρέπει να πήγαν προξενιά και για τις δύο αδελφές, αλλά πότε
για τον ένα και πότε για τον άλλο λόγο απορρίφθηκαν όλα. Έμειναν έτσι και οι
δυο τους στο ράφι και έκτοτε συνήθισαν να ζουν μια ζωή μαζί, χωρίς μεγάλες
χαρές, αλλά και χωρίς μεγάλα ζόρια.
Η περιουσία τους ήταν
μεγάλη, εκτός από το σπίτι, είχαν πολλές ελιές και κτήματα. Τα είχαν δώσει όλα
και τα δούλευε μισακά, για πολλά
χρόνια, ο κυρ Φάνης, ο σέμπρος τους. Δεν είχαν κανένα παράπονο από τη δούλεψή
του. Μαζί με τους γιους του τα φρόντιζε
και πήγαιναν καλά τόσο οι ελιές, όσο και τα γεννήματα. Ύστερα από τόσον καιρό
είχαν γίνει πια δικοί τους άνθρωποι, καλύτεροι και από συγγενείς.
Τουλάχιστον τρεις φορές τη
βδομάδα, μόλις σουρούπωνε και η μητέρα μας τέλειωνε με τις δουλειές, μας
έπαιρνε εμένα και την αδελφή μου και πηγαίναμε να τους κάνουμε την επίσκεψη.
Η μητέρα τις αγαπούσε και τις εκτιμούσε, όπως και εκείνες άλλωστε. Ο πατέρας
μας, βλέπετε, ήταν ο πιο αγαπημένος τους πρωτοξάδελφος. Όποια ερώτηση ή απορία
είχε η μητέρα για αρρώστιες και φάρμακα της τις έλυνε η Νίκη, που επειδή ήταν
φιλάσθενη, είχε τόσες ιατρικές γνώσεις σαν να ήτανε γιατρός. Μόνο το δίπλωμα
της έλλειπε. Το δωμάτιό της, που το είχε και σαν γραφείο, για να διορθώνει τα
γραφτά των μαθητών, μονίμως μύριζε οινόπνευμα και κάμφορα.
Με το που μπαίναμε στο
σπίτι, εμείς τα παιδιά, τρέχαμε κατ’ ευθείαν στην κουζίνα, για να βρούμε την
Κυριακούλα. Καθόμαστε και οι τρεις μας στο καλοστρωμένο κρεβατάκι της και
εκείνη τι δεν έκανε για να μας διασκεδάσει. Από το να μας διαβάζει από το Ρομάντσο
αστείες ιστορίες με τον Αγκόπ τον Αρμένη, να μας δείχνει τις γελοιογραφίες
του κόμματος των βαρελοφρόνων στην τελευταία σελίδα, μέχρι να μας λέει
τραγούδια και παραμύθια. Τη λατρεύαμε και δεν θέλαμε να περάσει η ώρα για να
φύγουμε. Ήταν η χαρά μας.
Τα χρόνια πέρναγαν ήρεμα και
αδιάφορα. Οι «θείες» μεγάλωναν, όπως άλλωστε και η Κυριακούλα. Έγινε κοτζάμ κοπέλα.
Όταν πέρναγε στην αγορά, άκουγε από τις αντροπαρέες, ρίχνοντας κλεφτές
ματιές, τα σφυρίγματα και τα σχόλια τους, όλο υπονοούμενα για την ομορφιά και
την τσαχπινιά της. Εκείνη έκανε τάχα μου πως δεν άκουγε τίποτα.
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι
που η μοίρα θέλησε να φέρει στην οικογένεια τα πολύ χειρότερα. Μέσα σ’ ένα χρόνο
«χάσανε» και τους δύο αδελφούς τους. Ο αβάσταχτος πόνος και η μαυρίλα ρίζωσαν για τα καλά, από τότε, στο σπιτικό
τους. Εκεί μέσα δεν μπορούσαν πια ούτε στιγμή να ζήσουν. Στη μικρή κοινωνία,
στα μάτια όλων των συγχωριανών τους, ήσαν οι κακορίζικες, οι αξιολύπητες. Η
καθηγήτρια ζήτησε μετάθεση για την Αθήνα και με το τέλος της σχολικής
χρονιάς, μαζί με την Μαρίκα και την Κυριακούλα φύγανε, ρίχνοντας μαύρη πέτρα
πίσω τους. Για ένα δυο χρόνια προσπάθησαν όπως, όπως να σταθούν στα πόδια
τους εκεί, στο νέο πλέον περιβάλλον. Ξένοι μεταξύ ξένων. Πάνω όμως που
άρχισαν κάπως να συνηθίζουν, δέχτηκαν και το τελειωτικό χτύπημα.
Μια μέρα, αναπάντεχα, η Κυριακούλα τους ανακοίνωσε ότι σκοπεύει πολύ
γρήγορα να παντρευτεί και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή μακριά από το σπίτι
τους. Τους ήλθε κεραμίδα. Το πρώτο που τη ρώτησαν ήταν ποιος είναι ο λεγάμενος.
Έκατσε, τότε, ήρεμα και αποφασιστικά
και τους έδωσε όλες τις απαντήσεις.
Πριν από μερικό καιρό τα είχε φτιάξει με τον Θάνο, τον μεγάλο γιο του
κυρ Φάνη, του σέμπρου τους. Ο Θάνος, είπε, είναι συμπαθητικός, σοβαρός και δουλευταράς
και όχι κανένας επιπόλαιος αγαπητικός. Άλλωστε και οι ίδιες πολλές φορές, τα
ίδια πάνω κάτω έλεγαν για τον χαρακτήρα του. Την εκτίμησε και την αγάπησε.
Μαζί κάνουν σχέδια να ξενιτευτούν στην Αυστραλία για μερικά χρόνια για να μπορέσουν
μετά, με ένα καλό κομπόδεμα, να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα.
Από τις «θείες», είπε, δεν
είχε κανένα παράπονο, ούτε καμία αξίωση. Έζησε τόσα χρόνια στο σπίτι τους,
κοντά τους. Τη μόρφωσαν και της έμαθαν τέχνη. Την αγάπησαν και τους ανταπόδωσε
και κείνη την αγάπη της. Ήλθε η ώρα όμως πια να νοιώσει και να ζήσει πράγματα,
που εκείνες δεν αξιώθηκαν ποτέ να ζήσουν. Δεν θέλησε να τις πικράνει περισσότερο,
λέγοντάς τους αυτό που από καιρό τη φόβιζε, ότι δηλαδή αν συνέχιζε να μένει
μαζί τους σίγουρα θα είχε κι αυτή την ίδια τύχη με κείνες. Ο αποχωρισμός ήταν
τυπικός, μάλλον ψυχρός, χωρίς φιλιά και δάκρυα. Λίγο πριν φύγουν για την Αυστραλία,
της έστειλαν το τραπεζικό βιβλιάριο
με το ποσόν, που της είχαν καταθέσει στο όνομά της για την προίκα της.
Στην Αυστραλία έμειναν γύρω
στα είκοσι χρόνια. Δούλεψαν και οι δυο τους πολύ σκληρά και πρόκοψαν.
Απόκτησαν, εκεί, και τα δυο τους παιδιά, τον γιο και την κόρη τους. Γράμμα από
την Κυριακούλα οι «θείες» δεν έλαβαν ποτέ. Μάθαιναν κανένα νέο της από
συγγενικά της πρόσωπα. Όταν με το καλό γύρισαν στην πατρίδα, με τις οικονομίες
που ’φεραν στήσανε μια μικρή επιχείρηση, ένα λιοτρίβι. Συνέχισαν τον αγώνα
τους, σε πολύ καλύτερες όμως συνθήκες. Αξιώθηκαν να δουν εγγόνια κι απ’ τα δυο τους παιδιά. Τα
δύσκολα χρόνια της ξενιτιάς είχαν πιάσει τόπο…
Οι «θείες» στο μεταξύ είχαν προ πολλού πεθάνει, πρώτα η Νίκη και
αργότερα η Μαρίκα.
Ξαναβρεθήκαμε με την Κυριακούλα, ύστερα από πολλά χρόνια και
πιάσαμε τα παλιά με νοσταλγία. Η πίκρα της όμως και το παράπονο για το τότε
βγαίνανε σε κάθε της κουβέντα. Δεν ήταν μικρό πράγμα, τρυφερούδι ακόμη, να
αφήσει το μικρό της σύμπαν, τους δικούς της και τον τόπο της. Να μπει σαν ψυχοκόρη σ’ ένα σπίτι ξένο, όπου η χαρά και
το γέλιο ήσαν σχεδόν ανύπαρκτα. Να ζήσει, εκεί μέσα, κοντά είκοσι χρόνια. Οι
φιλίες και οι παρέες να είναι απαγορευμένες. Στο θερινό σινεμά να περνάει μόνο
απ’ έξω, ένα έργο να μη δει. Πάντα με τον φόβο μήπως κάνει κάτι λίγο πέρα από
τις αυστηρές τους συστάσεις και τις προειδοποιήσεις. Δεν της συγχώρεσαν ποτέ το
ατόπημά της, τον έρωτά της δηλαδή με τον Θάνο. Ήθελαν και σ’ αυτό το θέμα να
’χουν τον πρώτο λόγο. Το πότε και ποιον θα ’παιρνε η Κυριακούλα για άντρα θα το
αποφάσιζαν εκείνες. Έλεγε και ξανάλεγε πως ενώ η «θεία» Νίκη ήταν καλή
γυναίκα, ψυχοπονιάρα, η Μαρίκα ήταν σκληρή και άκαρδη. Αν και το θέλαμε, δεν
τολμήσαμε να τη ρωτήσουμε αν πήγε ποτέ
στον τάφο τους να ανάψει ένα κερί.
Η ηρωίδα ''στο προξενιό της Άννας'' μια
Κυριακούλα ήταν κι αυτή, με άλλο όμως
όνομα…