Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Κώστας Περδίκης:


Η ψυχοκόρη

Μια σταλιά κοριτσάκι ήταν η Κυριακούλα, όταν την έφερε ο πα­τέρας της, καβάλα πάνω στ’ άλογο, από την Κοπάνιτσα. Έκα­ναν μισή μέρα δρόμο για να φτάσουν από κει. Το χωριό τους ήταν μακριά, χωμένο μέσα στα βουνά, κοντά στις κολώνες του Επι­κούρειου. Την παρέδωσε, όπως είχαν συνεννοηθεί, σε καλό σπίτι, για να γίνει ψυχο­κόρη τους. Στις δυο γεροντοκό­ρες αδελφές, τη Μαρίκα και τη Νίκη. Ο φτωχός είχε κι άλλα τρία παιδιά να θρέψει και δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
Η Νίκη ήταν η πιο μεγάλη, καθηγήτρια φιλόλογος, φιλά­σθενη, πολύ μελαχρινή, δίχως μια άσπρη τρίχα, παρά τα χρόνια της. Στο γυμνάσιο τα παιδιά της είχαν βγάλει το παρατσούκλι  «Κουρούνα». Η Μαρίκα ήταν λίγα χρόνια  μικρότερη, πολύ χο­ντρή όμως, πράγμα που την έκανε να ντρέπεται να βγει από το σπίτι. Έβγαινε μονάχα για να πάει στις ολονυχτίες ή στον εσπε­ρινό του αγίου Σπυρί­δωνα, του πολιούχου μας, αργά όταν σκο­τεί­νιαζε, για να μην τη βλέπουν στην αγορά.
Έμεναν στην πάνω πόλη, κοντά στο Δημαρχείο, σ’ ένα ψηλό σπίτι πέτρινο, που με τον όγκο του ξεχώριζε από τ’ άλλα. Το σπίτι είχε μια μεγάλη σάλα, με δύο σκαλι­στούς καναπέδες και δυο όμορφες λάμπες, κρε­μασμένες από το ζωγραφιστό τα­βάνι. Η κουζίνα ήταν κι αυτή ευρύχωρη και στη μια της γωνιά, δίπλα στο τζάκι, ήταν το κρεβατάκι που κοιμόταν η Κυρια­κούλα. Δυο μπαλκονόπορτες έβγαζαν στο μακρύ μπροστινό μπαλκόνι, που ’βλεπε στον δρόμο της αγοράς. Είχε ακόμη ένα μπαλκο­νάκι πίσω, με θέα τη θάλασσα. Το σπίτι ήταν δροσερό, ακόμη και στις μεγάλες ζέστες, γιατί το ’πιανε ο κατεβατός, ο αέρας που έφτανε από τον βοριά.  Στο μπαλκόνι του δρόμου κάθο­νταν και οι γονείς μας στις εθνικές γιορτές και μας καμά­ρωναν, κα­θώς λέγαμε τα ποιήματά μας από τον εξώ­στη του Δη­μαρχείου, απέναντι.
Η Κυριακούλα ήταν ένα πλάσμα χαριτωμένο και τετραπέ­ρατο. Τη γράψανε αμέσως στο σχολειό για να βγάλει  το δημο­τικό και παράλληλα έκανε όποια δου­λειά της ζήταγαν οι «θείες», όπως τις έλεγε. Βοηθούσε παντού. Στη λά­τρα του σπι­τιού, στο σιγύρισμα και στο μαγείρεμα. Έφερνε τα ψώνια από την αγορά, νερό με τη βίκα απ’ το πηγάδι και  έκανε τα θε­λή­ματα στα συγγε­νικά τους σπίτια. Πήγαινε και γύ­ριζε σβέλτα, σοβαρή και απρόσιτη, πάντα με τα μάτια χαμηλά, όπως εκείνες είχαν φρο­ντίσει από την πρώτη στιγμή να τη δα­σκαλέ­ψουν. Τέ­λειωσε το δημοτικό εύκολα και αμέσως μετά την έστειλαν κο­ντά σε μια μοδίστρα για να μάθει τη ρα­πτική. Πιά­νανε τα χέρια της, είχε ταλέντο και έγινε μια πρώτης τάξεως μοδιστρούλα. Εκτός των άλλων είχε και  το χάρισμα του χιού­μορ. Με τα αστεία και τις παντομίμες της έφερνε λίγη ευθυμία στη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού. Ήταν για τις «θείες» ο μι­κρός γελω­τοποιός τους.
Ένα άλλο ευχάριστο γεγονός που έσπαζε κάπως τη μονο­το­νία τους, ήταν όταν κατέβαιναν από την Αθήνα για ολιγο­ήμερες δια­κοπές, πότε ο ένας και πότε ο άλλος, οι δυο τους αδελφοί. Ο πιο μεγάλος ήταν δικηγόρος, πα­ντρεμένος δίχως παιδιά. Ο άλ­λος ήταν γιατρός επίσης παντρεμένος, αυτός όμως είχε και  μια  χαριτωμένη κορούλα, την Οφηλία. Ήταν το μονα­δικό παιδί σ’ ολόκληρο το σόι. Οι «θείες» δικαιολογημένα τη λάτρευαν, γι αυτές ήταν το άπαν.
     Από τις λίγες κουβέντες του πατέρα μας καταλαβαί­ναμε ότι κατά καιρούς πρέπει να πήγαν προξενιά και για τις δύο αδελ­φές, αλλά πότε για τον ένα και πότε για τον άλλο λόγο απορρί­φθηκαν όλα. Έμειναν έτσι και οι δυο τους στο ράφι και έκτοτε συνήθισαν να ζουν μια ζωή μαζί, χωρίς μεγάλες χαρές, αλλά και χωρίς μεγάλα ζόρια.
Η πε­ριουσία τους ήταν μεγάλη, εκτός από το σπίτι, είχαν πολλές ελιές και κτήματα. Τα είχαν δώσει όλα και  τα δούλευε μισακά, για πολλά χρόνια, ο κυρ Φάνης, ο σέμπρος τους. Δεν είχαν κανένα παράπονο από τη δούλεψή του. Μαζί με τους γιους του τα  φρό­ντιζε και πήγαιναν καλά τόσο οι ελιές, όσο και τα γεννήματα. Ύστερα από τόσον καιρό είχαν γίνει πια δικοί τους άνθρωποι, καλύτεροι και από συγγενείς.
Τουλάχιστον τρεις φορές τη βδομάδα, μό­λις σουρούπωνε και η μη­τέρα μας τέλειωνε με τις δου­λειές, μας έπαιρνε εμένα και την αδελφή μου και πηγαί­ναμε να τους κά­νουμε την επί­σκεψη. Η μητέρα τις αγα­πούσε και τις εκτιμούσε, όπως και εκείνες άλλωστε. Ο πατέρας μας, βλέπετε, ήταν ο πιο αγαπη­μένος τους πρωτοξάδελφος. Όποια ερώτηση ή απορία είχε η μητέρα για αρρώστιες και φάρμακα της τις έλυνε η Νίκη, που επειδή ήταν φιλά­σθενη, είχε τόσες ιατρικές γνώσεις σαν να ήτανε γιατρός. Μόνο το δίπλωμα της έλλειπε. Το δωμάτιό της, που το είχε και σαν γραφείο, για να διορθώνει τα γραφτά των μαθητών, μονίμως μύριζε οινόπνευμα και κάμφορα.
Με το που μπαίναμε στο σπίτι, εμείς τα παιδιά, τρέχαμε κατ’ ευθείαν στην κουζίνα, για να βρούμε την Κυριακούλα. Κα­θόμαστε και οι τρεις μας στο καλοστρωμένο κρεβατάκι της και εκείνη τι δεν έκανε για να μας διασκεδά­σει. Από το να μας δια­βάζει από το Ρομάντσο αστείες ιστορίες με τον Αγκόπ τον Αρ­μένη, να μας δείχνει τις γελοιογρα­φίες του κόμματος των βαρελο­φρόνων στην τελευ­ταία σελίδα, μέχρι να μας λέει τρα­γούδια και παραμύθια. Τη λατρεύαμε και δεν θέλαμε να περά­σει η ώρα για να φύ­γουμε. Ήταν η χαρά μας.
Τα χρόνια πέρναγαν ήρεμα και αδιάφορα. Οι «θείες» μεγά­λωναν, όπως άλλωστε και η Κυριακούλα. Έγινε κοτζάμ κο­πέλα. Όταν πέρναγε στην αγορά, άκουγε από τις αντρο­παρέες, ρίχνο­ντας κλεφτές ματιές, τα σφυρίγματα και τα σχόλια τους, όλο υπο­νοούμενα για την ομορφιά και την τσαχπινιά της. Εκείνη έκανε τάχα μου πως δεν άκουγε τί­ποτα.
Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι που η μοίρα θέλησε να φέρει στην οικο­γένεια τα πολύ χειρότερα. Μέσα σ’ ένα χρόνο «χά­σανε» και τους δύο αδελφούς τους. Ο αβάσταχτος πόνος και η μαυρίλα  ρίζωσαν για τα καλά, από τότε, στο σπιτικό τους. Εκεί μέσα δεν μπορούσαν πια ούτε στιγμή να ζήσουν. Στη μικρή κοι­νωνία, στα μά­τια όλων των συγχωριανών τους, ήσαν οι κα­κορί­ζικες, οι αξιολύπητες. Η καθηγήτρια ζή­τησε μετάθεση για την Αθήνα και με το τέλος της σχο­λικής χρονιάς, μαζί με την Μαρίκα και την Κυριακούλα φύγανε, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους. Για ένα δυο χρόνια προσπά­θησαν όπως, όπως να στα­θούν στα πόδια τους εκεί, στο νέο πλέον πε­ριβάλλον. Ξένοι μεταξύ ξέ­νων. Πάνω όμως που άρχισαν κάπως να συνηθίζουν, δέχτηκαν και το τε­λειω­τικό χτύπημα.
     Μια μέρα, αναπάντεχα, η Κυριακούλα τους ανακοίνωσε ότι σκο­πεύει πολύ γρήγορα να παντρευτεί και να ξεκινήσει μια και­νούργια ζωή μακριά από το σπίτι τους. Τους ήλθε κεραμίδα. Το πρώτο που τη ρώτησαν ήταν ποιος είναι ο λεγάμενος. Έκατσε, τότε, ήρεμα και αποφασιστικά  και τους έδωσε όλες τις απα­ντήσεις.
    Πριν από μερικό καιρό τα είχε φτιά­ξει με τον Θάνο, τον με­γάλο γιο του κυρ Φάνη, του σέμπρου τους. Ο Θάνος, είπε, είναι συμπαθητικός, σοβαρός και δου­λευταράς και όχι κανένας επι­πόλαιος αγαπητικός. Άλλωστε και οι ίδιες πολλές φορές, τα ίδια πάνω κάτω έλεγαν για τον χαρα­κτήρα του. Την εκτίμησε και την αγά­πησε. Μαζί κάνουν σχέδια να ξενιτευτούν στην Αυ­στραλία για μερικά χρόνια για να μπο­ρέσουν μετά, με ένα καλό κομπόδεμα, να ξανα­γυρίσουν στην πατρίδα.
Από τις «θείες», είπε, δεν είχε κανένα παράπονο, ούτε κα­μία αξίωση. Έζησε τόσα χρόνια στο σπίτι τους, κοντά τους. Τη μόρφωσαν και της έμαθαν τέχνη. Την αγάπησαν και τους αντα­πόδωσε και κείνη την αγάπη της. Ήλθε η ώρα όμως πια να νοιώσει και να ζήσει πράγματα, που εκείνες δεν αξιώθηκαν ποτέ να ζήσουν. Δεν θέλησε να τις πικράνει περισ­σότερο, λέγο­ντάς τους αυτό που από καιρό τη φόβιζε, ότι δη­λαδή αν συνέ­χιζε να μένει μαζί τους σίγουρα θα είχε κι αυτή την ίδια τύχη με κείνες. Ο αποχωρισμός ήταν τυπικός, μάλλον ψυχρός, χωρίς φι­λιά και δάκρυα. Λίγο πριν φύγουν για την Αυ­στραλία, της έστειλαν το  τρα­πεζικό βι­βλιάριο με το ποσόν, που της είχαν καταθέσει στο όνομά της για  την προίκα της.
Στην Αυστραλία έμειναν γύρω στα είκοσι χρόνια. Δούλε­ψαν και οι δυο τους πολύ σκληρά και πρόκοψαν. Απόκτησαν, εκεί, και τα δυο τους παιδιά, τον γιο και την κόρη τους. Γράμμα από την Κυριακούλα οι «θείες» δεν έλαβαν ποτέ. Μάθαιναν κανένα νέο της από συγγενικά της πρόσωπα. Όταν με το καλό γύρι­σαν στην πατρίδα, με τις οικονομίες που ’φεραν στή­σανε μια μικρή επιχείρηση, ένα λιοτρίβι. Συνέχισαν τον αγώνα τους, σε πολύ καλύτερες όμως συνθήκες. Αξιώθηκαν να δουν  εγγό­νια κι απ’ τα δυο τους παιδιά. Τα δύσκολα χρόνια της ξενι­τιάς είχαν πιάσει τόπο…
 Οι «θείες» στο μεταξύ είχαν προ πολλού πεθάνει, πρώτα η Νίκη και αργότερα η Μαρίκα.
       Ξαναβρεθήκαμε με την Κυριακούλα, ύστερα από πολλά χρό­νια και πιάσαμε τα παλιά με νοσταλγία. Η πίκρα της όμως και το παράπονο για το τότε βγαίνανε σε κάθε της κουβέντα. Δεν ήταν μικρό πράγμα,  τρυφερούδι ακόμη,  να αφήσει το μι­κρό της σύμπαν, τους δικούς της και τον τόπο της. Να μπει σαν  ψυχοκόρη σ’ ένα σπίτι ξένο, όπου η χαρά και το γέλιο ήσαν σχεδόν ανύπαρκτα. Να ζήσει, εκεί μέσα, κοντά είκοσι χρόνια. Οι φιλίες και οι παρέες να είναι απαγορευμένες. Στο θερινό σι­νεμά να περνάει μόνο απ’ έξω, ένα έργο να μη δει. Πάντα με τον φόβο μήπως κάνει κάτι λίγο πέρα από τις αυστηρές τους συστάσεις και τις προειδοποιήσεις. Δεν της συγχώρεσαν ποτέ το ατόπημά της, τον έρωτά της δηλαδή με τον Θάνο. Ήθελαν και σ’ αυτό το θέμα να ’χουν τον πρώτο λόγο. Το πότε και ποιον θα ’παιρνε η Κυριακούλα για άντρα θα το αποφάσιζαν εκείνες. Έλεγε και ξανά­λεγε πως ενώ η «θεία» Νίκη ήταν καλή γυναίκα, ψυχοπονιάρα, η Μαρίκα ήταν σκληρή και άκαρδη. Αν και το θέλαμε, δεν τολμήσαμε να τη ρωτήσουμε  αν πήγε ποτέ στον τάφο τους να ανά­ψει ένα κερί.

 Η τέχνη, λένε, ότι μερικές φορές αντιγράφει τη ζωή. Ο βίος και η πολιτεία της Κυριακούλας θα μπορούσε να γίνει σενάριο για ταινία, όπως άλλωστε τόσων και τόσων φτω­χοκόριτσων, που ’γιναν ψυχοκόρες.
Η ηρω­ίδα ''στο προξενιό της Άννας'' μια Κυριακούλα  ήταν κι αυτή, με άλλο όμως όνομα…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου