Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Ο τόπος μας κατά τη διάρκεια των αιώνων: Λέπρεο (Στροβίτσι)

 


Πόλη τῆς νότιας Τριφυλίας, στὰ ὑψώματα τῶν τελευταίων ἀπολήξεων τοῦ βουνοῦ Μίνθη, πάνω ἀπὸ τὴν σημερινὴ Κοινότητα Λεπρέου (πρ. Στροβίτσι). Απέχει 7 χιλ. ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ 5 χιλ. ἀπὸ τὴν Κάτω Φιγάλεια (πρ. Ζούρτσα). Στὴ θέση κλειδί, ὅπου ἦταν κτισμένη, ἐδέσποζε τῆς πιὸ εὔφορης κοιλάδας τῆς Τριφυλίας, καὶ ἤλεγχε τους δρόμους ποὺ ὡδηγοῦσαν ἀπὸ τὴν Μεσσηνία πρὸς τὴν Ἠλεία, καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα πρὸς τὴν ᾿Αρκαδία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό διαδραμάτησε κατά τήν ἀρχαιότητα ἡγετικό ρόλο ἀνάμεσα σ' ὅλες τὶς Τριφυλιακές πόλεις. Ὑπῆρξε ἡ κύρια δύναμη ἀντίστασης τῆς Τριφυλίας στις κατὰ καιροὺς πιέσεις καὶ ἀπειλὲς τῶν γειτόνων της, ἄλλοτε τῶν Μεσσηνίων καὶ ἄλλοτε τῶν ᾿Αρκάδων, κυρίως ὅμως, καὶ κατὰ τὸ πιὸ μεγάλο μέρος τῆς ἱστορίας της, τῶν Ἠλείων. Ἐξ ἄλλου ἡ εὔφορη κοιλάδα της, τὸ Αἰπάσιον πεδίον, πού ἀρδευόταν ἀπὸ ἄφθονες πηγές, το μικρό θολοπόταμο, καὶ πρὸ πάντων ἀπὸ τὸ μεγάλο ποτάμι, τη Νέδα, ποὺ ἦταν τότε πλωτό, τῆς ἐξασφάλιζαν ἄφθονα ἀγαθά. Τέλος τὰ βουνὰ ποὺ τὴν περικλείουν, τῆς χάριζαν ἤπιο καὶ γλυκό κλίμα. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶχε τὴν φήμη «εὐδαίμονος χώρας».

Ὁ χῶρος τοῦ Λεπρέου φαίνεται ὅτι ἦταν κατοικημένος ἤδη στοὺς νεολιθικούς χρόνους, ὅπως συνάγεται ἀπὸ λίγα ὄστρακα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ. Στην πρωτοελλαδική ἐποχὴ ὁ οἰκισμὸς φαίνεται πὼς εἶναι πιά ἀξιόλογος καὶ ἀπὸ τότε ἀναπτύσσε ται γοργὰ ὡς τοὺς ἱστορικούς χρόνους. Στις περιόδους αὐτὲς ἀνήκουν πολυάριθμα κινητά ευρήματα, που συγκεντρώθηκαν ἀπὸ ἁπλῆ ἐπιφανειακὴ ἔρευνα, καθώς ἐπίσης καὶ ἐρείπια κτιρίων. Ο προϊστορικὸς οἰκισμὸς ἦταν κτισμένος πάνω στὸν ἀπότομο και φυσικό ὀχυρό λόφο τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ, πρὸ πάντων στὸ τμῆμα ὅπου βρί σκεται τώρα τὸ ἐκκλησάκι τοῦ ῾Αγίου Δημητρίου. Από ἐκεῖ προέρχονται ὡραιότατα ἀντιπροσωπευτικὰ ὄστρακα ΠΕ, ΜΕ και ΥΕ ἐποχῆς. Ἐκεῖ φαίνεται πὼς ἦταν καὶ ἡ ἀκρόπολη τοῦ προϊστορικοῦ που λίσματος. Ἡ πόλη τῶν ἱστορικῶν χρόνων, Γεωμετρικῶν μέχρι ὑστέ ρων Ρωμαϊκών χρόνων, ἀναπτύχθηκε στο παρακείμενο, πρὸς Β. τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ, ὕψωμα, ἀγκάλιασε ὅμως καὶ τὸ λόφο τοῦ προϊστορικοῦ οἰκισμοῦ. Σ᾿ ὅλη αὐτὴ τὴν ἔκταση εἶδαν οἱ περιηγηταὶ τοῦ 18ου και 19ου αι. πολυάριθμα ἐρείπια κτιρίων. Πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ σώζονται ἀκόμη καὶ σήμερα, ἐνῶ ἄλλα κατάστρεψε ἡ ἐντατική καλλιέργεια καὶ ἡ οἰκοδομική δραστηριότητα τῶν τελευταίων δεκαε τιῶν, ὅπως ἄλλωστε συνέβη καὶ στὴν λοιπὴ Ἑλλάδα.

Τὰ τείχη τῆς κλασσικῆς καὶ ἑλληνιστικῆς ἀκρόπολης, στὸ βόρειο ύψωμα, πάνω ἀπό τό σημερινό χωριό, σώζονται ἀκόμα σὲ ὕψος 4,20μ. καὶ σὲ ἱκανὴ ἔκταση, μὲ τοὺς τετράγωνους πύργους των ποὺ ἔχουν τετράγωνα ἀνοίγματα. Εἶναι κτισμένα μὲ ἐξαιρετικὴ ἐπιμέλεια, ἄλλα μὲ ὀρθογώνιους πώρινους ογκόλιθους κατὰ τὸ ἰσοδομικὸ σύστημα, που θυμίζουν τὰ τείχη τῆς Μεσσηνίας, καὶ ἄλλα κατά τὸ πολυγωνικό σύστημα. Στην πλαγιά Ν.Α. τοῦ ἴδιου υψώμα τος, πρὸς τὸ σημερινό χωριό, διατηροῦνται λείψανα τῆς κάτω πόλης. Στὸν χῶρο τῆς ἀκρόπολης σώζονται ἐπίσης τὰ ἐρείπια ἀξιόλογου περίπτερου ναοῦ, κλασσικῶν χρόνων. Δὲν εἶναι βέβαιο ἂν πρόκειται γιὰ τὸ ναὸ τῆς Δήμητρας ἢ τοῦ Λευκαίου (Λυκαίου) Διός, ποὺ ἀναφέρει ὁ Παυσανίας. Αλλους τρεῖς ναοὺς ἔφεραν στὸ φῶς οἱ ἀνασκαφὲς τοῦ Φρ. Βερσάκη.

Ανατολικώτερα τῆς ἀκρόπολης πάνω σὲ βράχο, σώζονται τὰ ἐρείπια μεσαιωνικού κάστρου (σημ. Παληόπυργος), κτισμένου μὲ ὑλικὸ ἀρχαίων κτιρίων. Στὸν ἀνατολικά τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ λόφο τῆς προϊστορικῆς ἀκρόπολης, βρέθηκε μεγάλος υδρευτικὸς ἀγωγός, ἐν μέρει λαξευμένος στο βράχο καὶ ἐν μέρει κατασκευασμένος μὲ λίθινες πλάκες, ὑδατοδεξαμενὴ καὶ ἄλλα ἐρείπια κτιρίων, κλασσικῶν, ἑλληνιστικῶν καὶ ρωμαϊκῶν χρόνων.

Πολυάριθμοι εἶναι ἐπίσης οἱ τάφοι, θηκοειδεῖς, κεραμοσκεπεῖς καὶ κτιστοὶ μὲ τοῦβλα, ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὴν ἀρχαϊκὴ ὡς τὴν ρωμαϊκὴ ἐποχή. Ο τάφος τοῦ Λυκούργου, γυιοῦ τοῦ ᾿Αλέου, καὶ ὁ τάφος τοῦ Καύκωνος, γυιοῦ τοῦ Λυκάονος, ποὺ ἀναφέρει δ Παυσανίας (5,5,5), δὲν εἶναι γνωστό ποῦ ἀκριβῶς ἔκειντο.

Ἡ ἀρχαία πηγή τῆς Αρήνης, στην κάτω πόλη, δίνει ἀκόμα καὶ σήμερα τὸ ἄφθονο νερό της στους κατοίκους τοῦ Λεπρέου.

Στὸ Λέπρεο φθάνομε ὅταν στο 40ο χιλιόμετρο τῆς ὁδοῦ Πύργου- Κυπαρισσίας καὶ ἀκριβῶς στὸ ὕψος τοῦ χωριοῦ Θολό, στρίψουμε πρὸς τὰ ἄνω, σὲ ἐπαρχιακὸ ἀσφαλτόστρωτο δρόμο, ποὺ ὁδη γεῖ πρὸς Κάτω Φιγαλείαν (Ζούρτσαν). Αφού διανύσουμε ἀπόσταση ἓξ χιλιομέτρων φθάνομε στο χωριό Στροβίτσι, ποὺ τελευταῖα μετωνομάσθη σὲ Λέπρεο. Σὲ ἀπόσταση ἑνός χιλιομέτρου ἀπὸ τὴ δυτικὴ παρυφὴ τοῦ χωριοῦ, ἀκολουθώντας τὸν ἀνηφορικό χωματόδρομο πρὸς τὸ χωριὸ Ταξιάρχαι Νοφκίτσα, συναντοῦμε τὰ τείχη τοῦ Λεπρέου.

Γιὰ νὰ πᾶμε στὸ σημεῖο ὅπου ἦταν ὁ προϊστορικὸς οἰκισμός, θὰ πρέπει νὰ διασχίσουμε τό χωριό Στροβίτσι (Λέπρεο) καὶ στὸ ἀνατολικὸ ἄκρο του νὰ ἀνεβοῦμε μικρό λόφο περὶ τὰ 30 μέτρα ὕψος, ὁπότε φθάνομε στον προναφερόμενο χώρο.

Περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε «Τὸ ἀρχαῖον Λέπρεον», Ν. Γιαλούρη, Τόμος Β΄, Ολυμπιακῶν Χρονικών, σελίδα 11.

Πηγή: Αριστομένης ο Μεσσήνιος

 

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Πάνος Καρνέζης (1967):

 


Μια ατραξιόν του τσίρκου

(από το βιβλίο ''Μικρές Ατιμίες'',2003)

 Tα φορτηγά είχαν φορτωθεί και το καραβάνι ήταν έτοιμο να ξεκινήσει, αλλά όταν ο Βασίλης οΤσιγγάνος τον έψαξε, δεν μπόρεσε να τον βρει πουθενά. Γύρισε πίσω στον καταυλισμό που είχαν περάσει τους τελευταίους δύο μήνες, φωνάζοντας τ' όνομα του, αλλά συνάντησε μόνο ένα αγόρι απ' το χωριό που προσπαθούσε να τρυπώσει στο τροχόσπιτο της Κασσάνδρας, της γυναίκας με τα τατουάζ. «Αν σε ξαναπιάσω εδώ, μικρέ αρουραίε, θα σε ταΐσω στον κροκόδειλο», μάλωσε το παιδί τραβώντας το από το αυτί. Μια κουρούνα που ράμφιζε τα σκουπίδια άνοιξε τα φτερά και κάθισε στη σκεπή μιας καλύβας από ξύλο και μουσαμά. Σ' ένα στραπατσαρισμένο βαρέλι πετρελαίου, στη μέση του καταυλισμού, κάπνιζαν τα υπολείμματα μιας φωτιάς. Ο Βασίλης κοίταξε το βαρέλι και μετά το κλότσησε. Ο υπόκωφος ήχος του αντήχησε στον καταυλισμό που είχε στηθεί σ' ένα εγκαταλειμμένο λατομείο. «Διάβολε!» μουρμούρισε. «Πάλι τα ίδια έχουμε».

Πήρε το στενό μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι και σύντομα τον βρήκε να κάθεται στην όχθη και να πετά πέτρες στο νερό. Το ποτάμι κυλούσε ήσυχα, παρασύροντας βάτα και κλαδιά που είχαν πέσει απ' τα πεύκα. Δέντρα φύτρωναν και στις δύο όχθες του ποταμού. Ένας απ' τους ατσάλινους πυλώνες της μεταφορικής ταινίας του λατομείου είχε καταρρεύσει μες στο ποτάμι και ξερόκλαδα παρασυρμένα απ' το ρεύμα είχαν πιαστεί πάνω του με τον καιρό, δημιουργώντας ένα μικρό καταρράκτη. Ο Βασίλης φώναξε πάνω απ' το θόρυβο του νερού: «Φίλε, είναι ώρα να πηγαίνουμε».

Με την πλάτη του στον Τσιγγάνο, ο Κένταυρος πέταξε άλλη μια πέτρα στο ποτάμι. «Δεν έρχομαι». Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν κι είχε μια βρόμικη άσπρη ουρά και μισόκλειστα μάτια σαν να κοίταζε κατευθείαν στον ήλιο. Τα πόδια του ήταν γρατσουνισμένα κι οι οπλές του χωρίς πέταλα. Όταν ο Βασίλης τον ακούμπησε στον ώμο, εκείνος έδιωξε το χέρι του με μια απότομη κίνηση, σαν τρομαγμένο ζώο. Η ανάσα του μύριζε ποτό. «Δεν έρχομαι», επέμεινε. «Το αποφάσισα».

Ο άντρας αναστέναξε. «Μπορούμε να σου προσφέρουμε μόνο δέκα τοις εκατό». Το ποτάμι κύλησε πάνω απ' τον πεσμένο πυλώνα και συνέχισε σε μια ρηχή στροφή, όπου λεία βράχια φαίνονταν πάνω στην επιφάνεια σαν όστρακα χελώνας. Ο Βασίλης κάθισε δίπλα στον Κένταυρο κι έψαξε τις τσέπες του. Βρήκε ένα τσιγάρο αλλά όχι σπίρτα. Παρ' όλα αυτά, έβαλε το τσιγάρο στο στόμα. «Άκουσε», είπε. «Υπόγραψε γι ' άλλον ένα χρόνο και το ξανασυζητάμε». Ο Κένταυρος δεν είπε τίποτα. Είχαν κι οι δυο τα μάτια στραμμένα στο ποτάμι.

Ο ήλιος έφτιαχνε μικρά διαμάντια στην επιφάνεια και τα χελωνόστρακα στη στροφή του ποταμού γυάλιζαν. Καθισμένος στην όχθη, τελείως ακίνητος,, ο Κένταυρος έμοιαζε σαν μαρμάρινο άγαλμα. Τα αραιωμένα μαλλιά και τα. γένια τον έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερος στην ηλικία απ' ό,τι πραγματικά ήταν. Ο Βασίλης μάσησε το φίλτρο του τσιγάρου του. 68 «Έλα μαζί μας και θα σου βρούμε φοράδα», συνέχισε ο Τσιγγάνος. «Πώς σου φαίνεται αυτό;» «Πόσες φορές πρέπει να σ' το πω: δεν είμαι άλογο!» Ο Βασίλης άλλαξε θέμα συζήτησης. «Ποιος θα σε προσέχει;» «Μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου μόνος μου».

 Ένα χρόνο νωρίτερα το καραβάνι διέσχιζε την κοιλάδα, όταν άκουσαν στο χωριό πως ο Διονύσιος ο κτηνοτρόφος είχε κάτι για πούλημα. «Πουλάς», του είπαν. Πέρα απ' τη βεράντα, η οργωμένη γη απλωνόταν μέχρις εκεί που μπορούσαν να δουν οι Τσιγγάνοι. Μονοπάτια ανοιγμένα απ' τις οπλές των μουλαριών διέσχιζαν τα χωράφια σε τυχαίες κατευθύνσεις. Ο Διονύσιος λικνίστηκε στην πολυθρόνα του. «Δε θα πιστέψετε στα μάτια σας». Ήταν ένας άντρας με κοστούμι Κενταύρου. Ήταν μεθυσμένος. Οι Τσιγγάνοι εξέτασαν τη στολή. «Καταπληκτικό!» θαύμασαν. «Μοιάζει σχεδόν αληθινός. Πόσα θες;» Ο Διονύσιος σήκωσε τους ώμους. «Θα ήταν ανεκτίμητος αν δεν έτρωγε τόσο πολύ κι έβριζε όποτε μεθάει». Οι Τσιγγάνοι κοίταξαν ξανά τα δόντια του, μύρισαν την ανάσα του και τελικά έσφιξαν το χέρι του κτηνοτρόφου. «Θα βγάλουμε περισσότερα κι απ' το περιοδεύον θέαμα με τα εξωτικά πουλιά».

 Αποδείχτηκε μεγάλη επιτυχία. Αλλά τώρα στο ποτάμι ο Κένταυρος είπε κοφτά: «Χάνεις τον καιρό σου». Το σβηστό τσιγάρο στα χείλη του Βασίλη είχε αρχίσει να μαλακώνει. «Εμένα μου λες», αποκρίθηκε. «Είμαι αθάνατος», είπε ο Κένταυρος περήφανα. «Μπορώ να θυμηθώ ακόμα και τον καιρό που oι προγονοί σου ήρθαν απ' τις Ινδίες». «Οι καιροί έχουν αλλάξει. Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό αν καταλήξεις να σέρνεις κάνα κάρο». Ο Κένταυρος έσκαψε το χώμα με τις οπλές του, οργισμένος . «Για τον πολύ κόσμο είσαι απλά ένα άλογο που μιλάει», συνέχισε ο Βασίλης. Κάθισαν εκεί σιωπηλοί κι οι δυο τους. «Άκουσε, μπεκρούλιακα», ακούστηκε ξαφνικά ο Βασίλης. «Δώσαμε καλά λεφτά για χάρη σου. Καλά θα κάνεις να αλλάξεις συμπεριφορά... αλλιώς!»

Ο Κένταυρος τον κοίταξε με το υπεροπτικό του βλέμμα, μέχρι που ο Τσιγγάνος πέταξε το τσιγάρο και ξαναπήρε το μονοπάτι προς τα φορτηγά, όπου περίμεναν με τις μηχανές αναμμένες. Όλα ήταν σε κακή κατάσταση: από το ένα έλειπε μια πόρτα, απ' το άλλο το παρμπρίζ και σε όλα η σκουριά είχε ανοίξει τόσες τρύπες που κομμάτια από μέταλλο έπεφταν απ' τους κραδασμούς της μηχανής.

Η Μέδουσα με τα κορίτσια είχαν ήδη μπει στο οικογενειακό τροχόσπιτο. Φορούσε ακόμα το κοστούμι της με τα χρυσά λέπια και τα φίδια για μαλλιά. Ο Βασίλης είπε: «Δεν έρχεται». «Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε πίσω», διαμαρτυρήθηκε η Μέδουσα. «Φόρα του το 69 χαλινάρι». «Και τι θα καταφέρω; Θα δραπετεύσει με την πρώτη ευκαιρία». «Δεν μπορούμε να τον εγκαταλείψουμε». Τα κορίτσια κοίταξαν τους γονείς τους ανέκφραστα.

Η Μέδουσα κατέβηκε απ' το τροχόσπιτο. «Θα πάω να του μιλήσω», αποφάσισε. Βρήκε τον Κένταυρο εκεί που της είχε πει ο άντρας της. Τώρα ήταν ξαπλωμένος στο πλευρό του, με το χέρι κάτω απ' το κεφάλι, τις οπλές στο νερό και μασούσε ένα καλάμι. Είχε μαντέψει ποιος ερχόταν. Η Μέδουσα έπιασε ένα φίδι που κρεμόταν πίσω απ' το αυτί της. «Κοίταξέ με». «Δεν είμαι ανόητος», είπε ο Κένταυρος. «Μόλις σε κοιτάξω θα μεταμορφωθώ σε πέτρα». «Σου έφερα κάτι». Ο Κένταυρος κοίταξε με επιφύλαξη το χέρι της γυναίκας και πήρε τους κύβους της ζάχαρης. Ήταν ποτισμένοι με κονιάκ. Τους έγλειψε αργά, κρατώντας τα μάτια του κλειστά. Οι οπλές του ανάδεψαν τη λάσπη κάτω απ' την επιφάνεια του ποταμού και το νερό έγινε καφετί όπως το δέρμα του.

Η Μέδουσα έψαξε τις τσέπες του κοστουμιού της, βρήκε μια τράπουλα κι άρχισε να την ανακατεύει. «Κόψε». Ο Κένταυρος υπάκουσε κι η Μέδουσα μελέτησε τα χαρτιά με σοβαρότητα. Στο ποτάμι ένα ξύλινο καφάσι πέρασε από μπροστά τους, παρασυρμένο απ' το ρεύμα. «Βλέπω πάρα πολλά μπαστούνια», σχολίασε η γυναίκα. Στα πεύκα τα πουλιά τιτίβιζαν και το ποτάμι χυνόταν πάνω απ' τον πεσμένο πυλώνα της μεταφορικής ταινίας. Η Μέδουσα μοίρασε κι άλλα χαρτιά. «Σε ταξίδι θα πας», είπε πονηρά κι έδειξε ένα χαρτί. «Ο βαλές κούπα... αυτός είσαι εσύ». Ο Κένταυρος κοίταξε το τραπουλόχαρτο. Η γυναίκα συνέχισε: «Κι αυτή η ντάμα σπαθί είναι ένας θηλυκός Κένταυρος». Ο Κένταυρος έγειρε πάλι στο πλάι με το χέρι κάτω απ' το κεφάλι και τα πόδια τεντωμένα, όπως ήταν όταν τον πρωτοβρήκε η γυναίκα. «Άκουσε», της εξήγησε αργά. «Είμαι αθάνατος. Ήμουν εκεί όταν έχτισαν τον Παρθενώνα. Μην προσπαθείς να με κοροϊδέψεις, ανόητη γοργόνα». «Είσαι ένας άντρας ντυμένος με αποκριάτικο κοστούμι. Πότε θα το βάλεις στο χοντρό σου το κεφάλι;» Ο Κένταυρος της γύρισε την πλάτη.

Τα φορτηγά ακόμα περίμεναν με τις μηχανές αναμμένες κι ένα σύννεφο καπνού είχε κυκλώσει το καραβάνι. Μία αγέλη αδέσποτων σκύλων περιτριγύριζε τα οχήματα, κουνώντας την ουρά τους. Κάθε φορά που κάποια εξάτμιση έσκαγε απομακρύνονταν τρομαγμένα, αλλά γρήγορα επέστρεφαν. Οι ταξιδιώτες ήταν η μόνη τους ελπίδα για φαγητό. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Βασίλης. Η Μέδουσα σήκωσε τα χέρια. «Σ' το 'πα», αγανάκτησε εκείνος. «Πάμε να φύγουμε». Σ' ένα απ' τα φορτηγά, μια πόρτα άνοιξε κι ένας άντρας πήδηξε κάτω. 70 «Λοιπόν;» ρώτησε. «Δεν έρχεται», απάντησε ο Βασίλης. «Δεν έρχεται;» «Όχι». «Μα αύριο έχουμε παράσταση στο χωριό». «Το ξέρω», είπε ο Βασίλης. «Πληρώσαμε πολλά λεφτά. Δεν μπορούμε να φύγουμε έτσι». Ο Βασίλης έξυσε το πιγούνι του. «Ας το πούμε στο γέρο».

Ο γέρος ζούσε σ' ένα ασθενοφόρο χωρίς μηχανή. Ένα φορτηγό έπρεπε να το ρυμουλκεί όποτε ταξίδευαν. Χτύπησαν την πόρτα. «Γέρο», φώναξαν, «έχουμε πρόβλημα». «Φύγετε από δω, ρε», ήρθε μια φωνή απ' την άλ[1]λη μεριά. «Ακούω μουσική». Χτύπησαν πάλι την πόρτα κι όταν δεν πήραν απάντηση την άνοιξαν. Ο γέρος ιμπρεσάριος του τσίρκου καθόταν στην πολυθρόνα του, με το κεφάλι μες στο χωνί του γραμμοφώνου του. «Τι στην οργή!» τους κατσάδιασε. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα βαρύ αρκεβούζιο, δίπλα σε μια δαγεροτυπία ενός νεαρού ακροβάτη που έκανε κατακόρυφο σε μια καρέκλα, η οποία ισορροπούσε πάνω σε μια δερμάτινη μπάλα. «Αυτός είμαι εγώ», είπε ο γέρος. «Σας το έχω πει ποτέ;» Δεν είχε βγει ποτέ απ' το ασθενοφόρο.

Τις Κυριακές άνοιγε τις διπλές πόρτες της καρότσας, καθόταν στην πολυθρόνα του τυλιγμένος σ' ένα αμπέχονο δραγόνου και παρακολουθούσε τους ακροβάτες που προπονούνταν. «Συγγνώμη, αφεντικό. Έχουμε όμως ένα πρόβλημα». Όταν ο γέρος ιμπρεσάριος έφτασε στην όχθη του ποταμού ανάσαινε βαριά. Είχε κατέβει το απότομο μονοπάτι. Κάθισε δίπλα στον Κένταυρο κι αναστέναξε. Ο Κένταυρος έδιωξε τις αλογόμυγες με την ουρά του. «Δεν είναι και σπουδαίο ποτάμι», είπε ο ιμπρεσάριος έπειτα από λίγο και σκούπισε το μέτωπο του μ' ένα μαντίλι. «Θέλω το δικό μου τροχόσπιτο», επέμεινε ο Κένταυρος. «Έχω βαρεθεί να κοιμάμαι στο φορτηγό με τα άλογα». Ο ιμπρεσάριος σούφρωσε τα χείλη. «Έγινε». «Με το όνομα μου γραμμένο πάνω».

Μια κουρούνα ήρθε και κάθισε στον πυλώνα της μεταφορικής ταινίας. Ο ιμπρεσάριος έγνεψε και πάλι καταφατικά. «Και θέλω μερίδιο είκοσι πέντε τοις εκατό». Ο γέρος γύρισε και κοίταξε το μονοπάτι που είχε κατέβει. Ήταν πολύ απότομο. Θα είναι μαρτύριο στο δρόμο της επιστροφής, σκέφτηκε. Ακόμα ανάσαινε βαριά. «Δωδεκάμισι». Ο Κένταυρος απέρριψε την προσφορά. «Έχω σπουδάσει τέχνη, φιλοσοφία και μαθηματικά», τόνισε. 71 «Βέβαια». «Μπορώ να παίξω λύρα». Ο ιμπρεσάριος είπε: «Είσαι η σπουδαιότερη ατραξιόν μας. Αλλά αν το τσίρκο με τη Σφίγγα έρθει προς τα δω θα μας κλείσει. Έχεις δει το στήθος της;» «Αυτή η σκύλα!» ξέσπασε ο Κένταυρος κι έφτυσε. «Και βγάζουν του κόσμου τα λεφτά απ' τα αινίγματα της», πρόσθεσε ο γέρος. «Ούτε ο διάβολος δεν μπορεί να τα λύσει».

Ο Κένταυρος έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Είκοσι τοις εκατό», είπε. «Τελευταία προσφορά». «Όχι». «Είμαι αθάνατος! Ήμουν εκεί όταν...» Ο ιμπρεσάριος προσποιήθηκε πως πήγαινε να φύγει. Στην πραγματικότητα η θέα του απότομου μονοπατιού έκανε τα πόδια του να τρέμουν. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ξαφνικά ο Κένταυρος σηκώθηκε. «Θα δεχτώ δεκαπέντε. Ούτε δραχμή λιγότερο». Ο γέρος χαμογέλασε κι έδωσε το χέρι. «Δεκαπέντε λοιπόν», συμφώνησε. Ο ήλιος έλαμπε. Ο Κένταυρος χτύπησε μια μύγα με την ουρά του και μετά οι δυο τους έσφιξαν τα χέρια πριν ο γέρος μιλήσει ξανά. «Ένας πραγματικός Κένταυρος θα μπορούσε να με πάει πίσω στο καραβάνι χωρίς να ιδρώσει ούτε σταγόνα». Ο Κένταυρος πήρε μια έκφραση δυσαρέσκειας κι έπεσε αργά στα γόνατα.

Ο Πάνος Καρνέζης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1967. Σπούδασε μηχανικός στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές του στην Αγγλία, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, μετά το 1992, όπου εργάστηκε για ένα διάστημα στη βιομηχανία. Ταυτόχρονα, άρχισε να γράφει λογοτεχνία στα αγγλικά και παρακολούθησε το περίφημο μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου East Anglia (από όπου αποφοίτησαν, μεταξύ άλλων, οι Ian McEwan και Kazuo Ishiguro). Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων "Little Infamies" ("Μικρές ατιμίες"), εκδόθηκε το 2002 από τον εκδοτικό οίκο Jonathan Cape, συγκέντρωσε εξαιρετικές κριτικές, μεταφράστηκε σε οκτώ γλώσσες και μεταγράφηκε στα ελληνικά από τον ίδιο τον συγγραφέα. Το μυθιστόρημα "The Maze" ("Ο λαβύρινθος"), 2004, ακολούθησε την ίδια πορεία, συμμετείχε στη βραχεία λίστα του βραβείου Whitbread First Novel Award και τιμήθηκε με το βραβείο Pendleton May First Novel Award. Το τρίτο του μυθιστόρημα, "The Birthday Party" ("Πάρτι γενεθλίων"), εκδόθηκε από τον εκδ. οίκο Jonathan Cape το 2007. Διηγήματά του έχουν μεταδοθεί στην Αγγλία από το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του BBC: Radio 4, και έχουν εμφανιστεί στα περιοδικά "Granta", "New Writing 11", "Prospect" και "Arete". Από το 1992 ζει στο Λονδίνο και ασχολείται με τη συγγραφή. Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά σε μετάφραση του συγγραφέα.

Πηγή: EPDF

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Ο τόπος μας κατά τη διάρκεια των αιώνων:

 



Ἱερό Ανιγριάδων 

Νυμφῶν μέ πηγές ἰαματικές, στις δυτικές υπώρειες τοῦ βουνοῦ Λαπίθα Ν. τοῦ Σαμικοῦ. Τὰ ἰαματικὰ νερὰ ἀναβλύζουν ἀπὸ δύο σπηλιές, ἀπό τή μία θερμά γιὰ δερματικὲς καὶ ρευματικές νόσους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη γιὰ ἠπατικές. Απὸ τὰ κτίσματα τοῦ Ἱεροῦ σώζονται θεμέλια μόνο μέσα στην πρώτη σπηλιά, καθὼς καὶ «ἴχνη πλίνθων καὶ ἀμμοκονίας ὑπεράνω τοῦ κοίλου ἐπὶ τῆς θόλου τοῦ βράχου». Τα θεμέλια χρονολογεῖ ὁ Ν. Ζαφειρόπουλος (προφορική εἴδηση) στὴν Κ καὶ Ε ἐποχή. Τὸ ἱερὸ σὲ λειτουργία τουλάχιστον ἀπὸ τὴν Αρχαϊκή, ἂν ὄχι ἀπὸ τὴν Γεωμετρικὴ ἐποχή, συνέχισε τη ζωή του ὡς τὰ ΥΡ χρόνια.

Στὸ πασίγνωστο αὐτὸ ἱερὸ τῶν Ανιγριάδων νυμφῶν, τὰ γνωστότατα Λουτρά Καϊάφα, φθάνομε ὁδεύοντας πάνω στὴν ἐθνικὴ ὁδὸ Πύργου- Κυπαρισσίας καὶ ἕνα χιλιόμετρο πρὸ τῶν λουτρῶν ἀκολουθήσουμε μικρή ασφαλτόστρωτη παρακαμπτήριο 1.000 μέτρων, στις ὑπώρειες τοῦ Λαπίθα. Επίσης ἀπὸ τὴν κωμόπολη τῆς Ζαχάρως φθάνομε στὰ λουτρά Καϊάφα ἀκολουθῶντας ἀσφαλτόστρωτο δρόμο πρὸς τὰ δυτικὰ περὶ τὰ 7 χιλιόμετρα. Τέλος καὶ σιδηροδρομικῶς φθάνομε στον Καϊάφα, ὁπότε γιὰ νὰ πᾶμε στὰ σπήλαια τῶν λουτρῶν θὰ διασχίσουμε τὴ λίμνη τοῦ Καϊάφα με βενζινάκατο.




Σαμικόν 

Πόλη μὲ ἀκρόπολη. Ἡ ἀκρόπολη στὸ βουνό τῶν δυτικῶν παραφυάδων τοῦ Λαπίθα ἡ πόλη ἁπλώνεται στὰ πρανῆ τοῦ βουνοῦ ὡς τὴν ἀκτὴ τοῦ Ιονίου. Τα τείχη τῆς ἀκρόπολης τοῦ -4ου αἰ. σώζονται σε μεγάλη ἔκταση καὶ σὲ μερικά τμήματα σχεδὸν ἀκέραια μὲ τὶς πυλίδες τους, ἐσωτερικὰ τοῦ τείχους διακρίνονται τὰ λείψανα πολλῶν κτιρίων. Ἡ πόλη καὶ ἀκρόπολη χρονολογοῦνται, σύμφωνα μὲ τὰ κινητά ευρήματα καὶ τὰ κτίρια ἀπὸ τὴν Α ὡς τὴν Ρ ἐποχή. Βρέθηκαν ὅμως στὴν ἀκρόπολη καὶ ὄστρακα YEIII ἐποχῆς. Οἱ McDonald και Hope Simpson πιστεύουν ὅτι ὁ χῶρος τῆς ἀκρόπολης δὲν εἶχε οἰκισμό στην προϊστορική εποχή, ἀφοῦ αὐτός ἔχει ἐντοπισθῆ στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, στὴ θέση Κλειδί δέχονται ὡσε τόσο δυνατό, ὅτι ἦταν στὸ χῶρο τῆς ἀκρόπολης τοῦ Σαμικοῦ ἕνας πύργος- σκοπιά γιὰ τὸν οἰκισμὸ τοῦ Κλειδιοῦ. Τμῆμα τῆς κάτω πόλης τοῦ Σαμικοῦ βρίσκεται τώρα μέσα στη λιμνοθάλασσα τοῦ Σαμικοῦ ποὺ ἔχει σχηματισθῆ ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα καὶ εἶναι ὁρατὸ τοὺς καλοκαιρινούς μήνες, ὅταν τὰ νερὰ ὑποχωροῦν.

Ο προϊστορικὸς οἰκισμὸς ποὺ λεγόταν διαδοχικά Μάκιστος, Αρήνη καὶ τέλος Σαμία ή Σαμικόν ἦταν περιωρισμένος στο βράχο τοῦ Κλειδιοῦ, στους δυτικούς πρόποδες τῆς κλασσικῆς ἀκρόπολης σώζονται λείψανα κυκλώπειου τείχους ποὺ στις μέρες τοῦ Dörpfeld διατηρούνταν καλλίτερα. Στὴν ἐπιφάνεια τοῦ λόφου εἶναι διάσπαρ τα ὄστρακα ΠΕ ἕως ΥΕ ἐποχῆς. Στους βόρειους πρόποδες τοῦ Κλειδιοῦ ἀνασκάφτηκε τύμβος μὲ τάφους και πλούσια κτερίσματα ΜΕ ἕως ΥΕΙΙΙ ἐποχῆς.

Ἡ θέση τοῦ Σαμικοῦ εἶναι στρατηγικώτατη, ὄχι μόνο γιατί κυριαρχεῖ τῆς κοιλάδας τοῦ Σαμικοῦ, ἀπὸ τὶς πιὸ εὔφορες τῆς Ἠλείας, ἀλλὰ πρὸ πάντων γιατί δεσπόζει τοῦ δρόμου ἀπὸ Πισάτιδα πρὸς Τριφυλία καὶ δυτική Μεσσηνία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ στὰ Μεσαιωνικὰ χρόνια ἦτο τὸ Κλειδὶ ὠχυρωμένο, ὅπως δείχνουν λίγα λείψανα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς γνωστά σήμερα μὲ τὸ ὄνομα Καζάρμα,

Στὸ χωριὸ αὐτό, πού βρίσκεται πάνω στὴν ἐθνικὴ ὁδὸ Πύργου- Κυπαρισσίας, εὔκολη εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν Πύργο καὶ Κρέστενα καὶ ἀπὸ τὴν Κυπαρισσία. Στὴν ἀκρόπολη τῆς ἀρχαίας Σαμίας φθάνει κανεὶς ὅταν ξεκινήσει ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ ἀρχίζει ἡ παρακαμπτή ριος γιὰ τὶς λουτροπηγὲς ἀπὸ Δυτικά, στὶς ὑπώρειες τοῦ Λαπίθα, ὅπου τὸ ἀνηφορικό καὶ δύσβατο μονοπάτι, ποὺ ὁδηγεῖ ὕστερα ἀπὸ ἀνάβαση μισῆς ὥρας στα τείχη του κάστρου.





Ανάμεσα στο λόφο τοῦ Κλειδιοῦ καὶ τὴν ἀκτὴ 

ἔκειτο τὸ Ιερό τοῦ Ποσειδῶ νος. Λίγα λείψανά του βρέθηκαν στη θέση αὐτὴ κατὰ τὶς ἀνασκαφές τοῦ Dörpfeld.

Στὰ παληὰ λείψανα τοῦ Ἱεροῦ τοῦ Ποσειδῶνος θὰ πᾶμε ὅταν ξεκινήσουμε ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ εἶναι τὰ Λατομεῖα τοῦ Κάτω Σαμικοῦ στὶς ὑπώρειες τοῦ Λαπίθα, περάσουμε τη σιδηροδρομική γραμμή καὶ στὸ σημεῖο ποὺ διασχίζει ἡ σιδηροδρομική γραμμή τό βράχο, ὅπου ἦταν χτισμένη ή Καζάρμα καὶ τὸν ἀπέναντί της ἀκριβῶς λόφο καὶ ἀκολουθήσουμε τη δυτική παρυφή τοῦ λόφου αὐτοῦ (ἐκεῖ ἄλλοτε ἦταν καὶ τὸ μικρὸ Διβαράκι).