Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023

Πάνος Καρνέζης (1967):

 


Μια ατραξιόν του τσίρκου

(από το βιβλίο ''Μικρές Ατιμίες'',2003)

 Tα φορτηγά είχαν φορτωθεί και το καραβάνι ήταν έτοιμο να ξεκινήσει, αλλά όταν ο Βασίλης οΤσιγγάνος τον έψαξε, δεν μπόρεσε να τον βρει πουθενά. Γύρισε πίσω στον καταυλισμό που είχαν περάσει τους τελευταίους δύο μήνες, φωνάζοντας τ' όνομα του, αλλά συνάντησε μόνο ένα αγόρι απ' το χωριό που προσπαθούσε να τρυπώσει στο τροχόσπιτο της Κασσάνδρας, της γυναίκας με τα τατουάζ. «Αν σε ξαναπιάσω εδώ, μικρέ αρουραίε, θα σε ταΐσω στον κροκόδειλο», μάλωσε το παιδί τραβώντας το από το αυτί. Μια κουρούνα που ράμφιζε τα σκουπίδια άνοιξε τα φτερά και κάθισε στη σκεπή μιας καλύβας από ξύλο και μουσαμά. Σ' ένα στραπατσαρισμένο βαρέλι πετρελαίου, στη μέση του καταυλισμού, κάπνιζαν τα υπολείμματα μιας φωτιάς. Ο Βασίλης κοίταξε το βαρέλι και μετά το κλότσησε. Ο υπόκωφος ήχος του αντήχησε στον καταυλισμό που είχε στηθεί σ' ένα εγκαταλειμμένο λατομείο. «Διάβολε!» μουρμούρισε. «Πάλι τα ίδια έχουμε».

Πήρε το στενό μονοπάτι που οδηγούσε στο ποτάμι και σύντομα τον βρήκε να κάθεται στην όχθη και να πετά πέτρες στο νερό. Το ποτάμι κυλούσε ήσυχα, παρασύροντας βάτα και κλαδιά που είχαν πέσει απ' τα πεύκα. Δέντρα φύτρωναν και στις δύο όχθες του ποταμού. Ένας απ' τους ατσάλινους πυλώνες της μεταφορικής ταινίας του λατομείου είχε καταρρεύσει μες στο ποτάμι και ξερόκλαδα παρασυρμένα απ' το ρεύμα είχαν πιαστεί πάνω του με τον καιρό, δημιουργώντας ένα μικρό καταρράκτη. Ο Βασίλης φώναξε πάνω απ' το θόρυβο του νερού: «Φίλε, είναι ώρα να πηγαίνουμε».

Με την πλάτη του στον Τσιγγάνο, ο Κένταυρος πέταξε άλλη μια πέτρα στο ποτάμι. «Δεν έρχομαι». Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν κι είχε μια βρόμικη άσπρη ουρά και μισόκλειστα μάτια σαν να κοίταζε κατευθείαν στον ήλιο. Τα πόδια του ήταν γρατσουνισμένα κι οι οπλές του χωρίς πέταλα. Όταν ο Βασίλης τον ακούμπησε στον ώμο, εκείνος έδιωξε το χέρι του με μια απότομη κίνηση, σαν τρομαγμένο ζώο. Η ανάσα του μύριζε ποτό. «Δεν έρχομαι», επέμεινε. «Το αποφάσισα».

Ο άντρας αναστέναξε. «Μπορούμε να σου προσφέρουμε μόνο δέκα τοις εκατό». Το ποτάμι κύλησε πάνω απ' τον πεσμένο πυλώνα και συνέχισε σε μια ρηχή στροφή, όπου λεία βράχια φαίνονταν πάνω στην επιφάνεια σαν όστρακα χελώνας. Ο Βασίλης κάθισε δίπλα στον Κένταυρο κι έψαξε τις τσέπες του. Βρήκε ένα τσιγάρο αλλά όχι σπίρτα. Παρ' όλα αυτά, έβαλε το τσιγάρο στο στόμα. «Άκουσε», είπε. «Υπόγραψε γι ' άλλον ένα χρόνο και το ξανασυζητάμε». Ο Κένταυρος δεν είπε τίποτα. Είχαν κι οι δυο τα μάτια στραμμένα στο ποτάμι.

Ο ήλιος έφτιαχνε μικρά διαμάντια στην επιφάνεια και τα χελωνόστρακα στη στροφή του ποταμού γυάλιζαν. Καθισμένος στην όχθη, τελείως ακίνητος,, ο Κένταυρος έμοιαζε σαν μαρμάρινο άγαλμα. Τα αραιωμένα μαλλιά και τα. γένια τον έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερος στην ηλικία απ' ό,τι πραγματικά ήταν. Ο Βασίλης μάσησε το φίλτρο του τσιγάρου του. 68 «Έλα μαζί μας και θα σου βρούμε φοράδα», συνέχισε ο Τσιγγάνος. «Πώς σου φαίνεται αυτό;» «Πόσες φορές πρέπει να σ' το πω: δεν είμαι άλογο!» Ο Βασίλης άλλαξε θέμα συζήτησης. «Ποιος θα σε προσέχει;» «Μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου μόνος μου».

 Ένα χρόνο νωρίτερα το καραβάνι διέσχιζε την κοιλάδα, όταν άκουσαν στο χωριό πως ο Διονύσιος ο κτηνοτρόφος είχε κάτι για πούλημα. «Πουλάς», του είπαν. Πέρα απ' τη βεράντα, η οργωμένη γη απλωνόταν μέχρις εκεί που μπορούσαν να δουν οι Τσιγγάνοι. Μονοπάτια ανοιγμένα απ' τις οπλές των μουλαριών διέσχιζαν τα χωράφια σε τυχαίες κατευθύνσεις. Ο Διονύσιος λικνίστηκε στην πολυθρόνα του. «Δε θα πιστέψετε στα μάτια σας». Ήταν ένας άντρας με κοστούμι Κενταύρου. Ήταν μεθυσμένος. Οι Τσιγγάνοι εξέτασαν τη στολή. «Καταπληκτικό!» θαύμασαν. «Μοιάζει σχεδόν αληθινός. Πόσα θες;» Ο Διονύσιος σήκωσε τους ώμους. «Θα ήταν ανεκτίμητος αν δεν έτρωγε τόσο πολύ κι έβριζε όποτε μεθάει». Οι Τσιγγάνοι κοίταξαν ξανά τα δόντια του, μύρισαν την ανάσα του και τελικά έσφιξαν το χέρι του κτηνοτρόφου. «Θα βγάλουμε περισσότερα κι απ' το περιοδεύον θέαμα με τα εξωτικά πουλιά».

 Αποδείχτηκε μεγάλη επιτυχία. Αλλά τώρα στο ποτάμι ο Κένταυρος είπε κοφτά: «Χάνεις τον καιρό σου». Το σβηστό τσιγάρο στα χείλη του Βασίλη είχε αρχίσει να μαλακώνει. «Εμένα μου λες», αποκρίθηκε. «Είμαι αθάνατος», είπε ο Κένταυρος περήφανα. «Μπορώ να θυμηθώ ακόμα και τον καιρό που oι προγονοί σου ήρθαν απ' τις Ινδίες». «Οι καιροί έχουν αλλάξει. Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό αν καταλήξεις να σέρνεις κάνα κάρο». Ο Κένταυρος έσκαψε το χώμα με τις οπλές του, οργισμένος . «Για τον πολύ κόσμο είσαι απλά ένα άλογο που μιλάει», συνέχισε ο Βασίλης. Κάθισαν εκεί σιωπηλοί κι οι δυο τους. «Άκουσε, μπεκρούλιακα», ακούστηκε ξαφνικά ο Βασίλης. «Δώσαμε καλά λεφτά για χάρη σου. Καλά θα κάνεις να αλλάξεις συμπεριφορά... αλλιώς!»

Ο Κένταυρος τον κοίταξε με το υπεροπτικό του βλέμμα, μέχρι που ο Τσιγγάνος πέταξε το τσιγάρο και ξαναπήρε το μονοπάτι προς τα φορτηγά, όπου περίμεναν με τις μηχανές αναμμένες. Όλα ήταν σε κακή κατάσταση: από το ένα έλειπε μια πόρτα, απ' το άλλο το παρμπρίζ και σε όλα η σκουριά είχε ανοίξει τόσες τρύπες που κομμάτια από μέταλλο έπεφταν απ' τους κραδασμούς της μηχανής.

Η Μέδουσα με τα κορίτσια είχαν ήδη μπει στο οικογενειακό τροχόσπιτο. Φορούσε ακόμα το κοστούμι της με τα χρυσά λέπια και τα φίδια για μαλλιά. Ο Βασίλης είπε: «Δεν έρχεται». «Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε πίσω», διαμαρτυρήθηκε η Μέδουσα. «Φόρα του το 69 χαλινάρι». «Και τι θα καταφέρω; Θα δραπετεύσει με την πρώτη ευκαιρία». «Δεν μπορούμε να τον εγκαταλείψουμε». Τα κορίτσια κοίταξαν τους γονείς τους ανέκφραστα.

Η Μέδουσα κατέβηκε απ' το τροχόσπιτο. «Θα πάω να του μιλήσω», αποφάσισε. Βρήκε τον Κένταυρο εκεί που της είχε πει ο άντρας της. Τώρα ήταν ξαπλωμένος στο πλευρό του, με το χέρι κάτω απ' το κεφάλι, τις οπλές στο νερό και μασούσε ένα καλάμι. Είχε μαντέψει ποιος ερχόταν. Η Μέδουσα έπιασε ένα φίδι που κρεμόταν πίσω απ' το αυτί της. «Κοίταξέ με». «Δεν είμαι ανόητος», είπε ο Κένταυρος. «Μόλις σε κοιτάξω θα μεταμορφωθώ σε πέτρα». «Σου έφερα κάτι». Ο Κένταυρος κοίταξε με επιφύλαξη το χέρι της γυναίκας και πήρε τους κύβους της ζάχαρης. Ήταν ποτισμένοι με κονιάκ. Τους έγλειψε αργά, κρατώντας τα μάτια του κλειστά. Οι οπλές του ανάδεψαν τη λάσπη κάτω απ' την επιφάνεια του ποταμού και το νερό έγινε καφετί όπως το δέρμα του.

Η Μέδουσα έψαξε τις τσέπες του κοστουμιού της, βρήκε μια τράπουλα κι άρχισε να την ανακατεύει. «Κόψε». Ο Κένταυρος υπάκουσε κι η Μέδουσα μελέτησε τα χαρτιά με σοβαρότητα. Στο ποτάμι ένα ξύλινο καφάσι πέρασε από μπροστά τους, παρασυρμένο απ' το ρεύμα. «Βλέπω πάρα πολλά μπαστούνια», σχολίασε η γυναίκα. Στα πεύκα τα πουλιά τιτίβιζαν και το ποτάμι χυνόταν πάνω απ' τον πεσμένο πυλώνα της μεταφορικής ταινίας. Η Μέδουσα μοίρασε κι άλλα χαρτιά. «Σε ταξίδι θα πας», είπε πονηρά κι έδειξε ένα χαρτί. «Ο βαλές κούπα... αυτός είσαι εσύ». Ο Κένταυρος κοίταξε το τραπουλόχαρτο. Η γυναίκα συνέχισε: «Κι αυτή η ντάμα σπαθί είναι ένας θηλυκός Κένταυρος». Ο Κένταυρος έγειρε πάλι στο πλάι με το χέρι κάτω απ' το κεφάλι και τα πόδια τεντωμένα, όπως ήταν όταν τον πρωτοβρήκε η γυναίκα. «Άκουσε», της εξήγησε αργά. «Είμαι αθάνατος. Ήμουν εκεί όταν έχτισαν τον Παρθενώνα. Μην προσπαθείς να με κοροϊδέψεις, ανόητη γοργόνα». «Είσαι ένας άντρας ντυμένος με αποκριάτικο κοστούμι. Πότε θα το βάλεις στο χοντρό σου το κεφάλι;» Ο Κένταυρος της γύρισε την πλάτη.

Τα φορτηγά ακόμα περίμεναν με τις μηχανές αναμμένες κι ένα σύννεφο καπνού είχε κυκλώσει το καραβάνι. Μία αγέλη αδέσποτων σκύλων περιτριγύριζε τα οχήματα, κουνώντας την ουρά τους. Κάθε φορά που κάποια εξάτμιση έσκαγε απομακρύνονταν τρομαγμένα, αλλά γρήγορα επέστρεφαν. Οι ταξιδιώτες ήταν η μόνη τους ελπίδα για φαγητό. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Βασίλης. Η Μέδουσα σήκωσε τα χέρια. «Σ' το 'πα», αγανάκτησε εκείνος. «Πάμε να φύγουμε». Σ' ένα απ' τα φορτηγά, μια πόρτα άνοιξε κι ένας άντρας πήδηξε κάτω. 70 «Λοιπόν;» ρώτησε. «Δεν έρχεται», απάντησε ο Βασίλης. «Δεν έρχεται;» «Όχι». «Μα αύριο έχουμε παράσταση στο χωριό». «Το ξέρω», είπε ο Βασίλης. «Πληρώσαμε πολλά λεφτά. Δεν μπορούμε να φύγουμε έτσι». Ο Βασίλης έξυσε το πιγούνι του. «Ας το πούμε στο γέρο».

Ο γέρος ζούσε σ' ένα ασθενοφόρο χωρίς μηχανή. Ένα φορτηγό έπρεπε να το ρυμουλκεί όποτε ταξίδευαν. Χτύπησαν την πόρτα. «Γέρο», φώναξαν, «έχουμε πρόβλημα». «Φύγετε από δω, ρε», ήρθε μια φωνή απ' την άλ[1]λη μεριά. «Ακούω μουσική». Χτύπησαν πάλι την πόρτα κι όταν δεν πήραν απάντηση την άνοιξαν. Ο γέρος ιμπρεσάριος του τσίρκου καθόταν στην πολυθρόνα του, με το κεφάλι μες στο χωνί του γραμμοφώνου του. «Τι στην οργή!» τους κατσάδιασε. Στον τοίχο ήταν κρεμασμένο ένα βαρύ αρκεβούζιο, δίπλα σε μια δαγεροτυπία ενός νεαρού ακροβάτη που έκανε κατακόρυφο σε μια καρέκλα, η οποία ισορροπούσε πάνω σε μια δερμάτινη μπάλα. «Αυτός είμαι εγώ», είπε ο γέρος. «Σας το έχω πει ποτέ;» Δεν είχε βγει ποτέ απ' το ασθενοφόρο.

Τις Κυριακές άνοιγε τις διπλές πόρτες της καρότσας, καθόταν στην πολυθρόνα του τυλιγμένος σ' ένα αμπέχονο δραγόνου και παρακολουθούσε τους ακροβάτες που προπονούνταν. «Συγγνώμη, αφεντικό. Έχουμε όμως ένα πρόβλημα». Όταν ο γέρος ιμπρεσάριος έφτασε στην όχθη του ποταμού ανάσαινε βαριά. Είχε κατέβει το απότομο μονοπάτι. Κάθισε δίπλα στον Κένταυρο κι αναστέναξε. Ο Κένταυρος έδιωξε τις αλογόμυγες με την ουρά του. «Δεν είναι και σπουδαίο ποτάμι», είπε ο ιμπρεσάριος έπειτα από λίγο και σκούπισε το μέτωπο του μ' ένα μαντίλι. «Θέλω το δικό μου τροχόσπιτο», επέμεινε ο Κένταυρος. «Έχω βαρεθεί να κοιμάμαι στο φορτηγό με τα άλογα». Ο ιμπρεσάριος σούφρωσε τα χείλη. «Έγινε». «Με το όνομα μου γραμμένο πάνω».

Μια κουρούνα ήρθε και κάθισε στον πυλώνα της μεταφορικής ταινίας. Ο ιμπρεσάριος έγνεψε και πάλι καταφατικά. «Και θέλω μερίδιο είκοσι πέντε τοις εκατό». Ο γέρος γύρισε και κοίταξε το μονοπάτι που είχε κατέβει. Ήταν πολύ απότομο. Θα είναι μαρτύριο στο δρόμο της επιστροφής, σκέφτηκε. Ακόμα ανάσαινε βαριά. «Δωδεκάμισι». Ο Κένταυρος απέρριψε την προσφορά. «Έχω σπουδάσει τέχνη, φιλοσοφία και μαθηματικά», τόνισε. 71 «Βέβαια». «Μπορώ να παίξω λύρα». Ο ιμπρεσάριος είπε: «Είσαι η σπουδαιότερη ατραξιόν μας. Αλλά αν το τσίρκο με τη Σφίγγα έρθει προς τα δω θα μας κλείσει. Έχεις δει το στήθος της;» «Αυτή η σκύλα!» ξέσπασε ο Κένταυρος κι έφτυσε. «Και βγάζουν του κόσμου τα λεφτά απ' τα αινίγματα της», πρόσθεσε ο γέρος. «Ούτε ο διάβολος δεν μπορεί να τα λύσει».

Ο Κένταυρος έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Είκοσι τοις εκατό», είπε. «Τελευταία προσφορά». «Όχι». «Είμαι αθάνατος! Ήμουν εκεί όταν...» Ο ιμπρεσάριος προσποιήθηκε πως πήγαινε να φύγει. Στην πραγματικότητα η θέα του απότομου μονοπατιού έκανε τα πόδια του να τρέμουν. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ξαφνικά ο Κένταυρος σηκώθηκε. «Θα δεχτώ δεκαπέντε. Ούτε δραχμή λιγότερο». Ο γέρος χαμογέλασε κι έδωσε το χέρι. «Δεκαπέντε λοιπόν», συμφώνησε. Ο ήλιος έλαμπε. Ο Κένταυρος χτύπησε μια μύγα με την ουρά του και μετά οι δυο τους έσφιξαν τα χέρια πριν ο γέρος μιλήσει ξανά. «Ένας πραγματικός Κένταυρος θα μπορούσε να με πάει πίσω στο καραβάνι χωρίς να ιδρώσει ούτε σταγόνα». Ο Κένταυρος πήρε μια έκφραση δυσαρέσκειας κι έπεσε αργά στα γόνατα.

Ο Πάνος Καρνέζης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1967. Σπούδασε μηχανικός στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές του στην Αγγλία, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, μετά το 1992, όπου εργάστηκε για ένα διάστημα στη βιομηχανία. Ταυτόχρονα, άρχισε να γράφει λογοτεχνία στα αγγλικά και παρακολούθησε το περίφημο μεταπτυχιακό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου East Anglia (από όπου αποφοίτησαν, μεταξύ άλλων, οι Ian McEwan και Kazuo Ishiguro). Το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων "Little Infamies" ("Μικρές ατιμίες"), εκδόθηκε το 2002 από τον εκδοτικό οίκο Jonathan Cape, συγκέντρωσε εξαιρετικές κριτικές, μεταφράστηκε σε οκτώ γλώσσες και μεταγράφηκε στα ελληνικά από τον ίδιο τον συγγραφέα. Το μυθιστόρημα "The Maze" ("Ο λαβύρινθος"), 2004, ακολούθησε την ίδια πορεία, συμμετείχε στη βραχεία λίστα του βραβείου Whitbread First Novel Award και τιμήθηκε με το βραβείο Pendleton May First Novel Award. Το τρίτο του μυθιστόρημα, "The Birthday Party" ("Πάρτι γενεθλίων"), εκδόθηκε από τον εκδ. οίκο Jonathan Cape το 2007. Διηγήματά του έχουν μεταδοθεί στην Αγγλία από το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του BBC: Radio 4, και έχουν εμφανιστεί στα περιοδικά "Granta", "New Writing 11", "Prospect" και "Arete". Από το 1992 ζει στο Λονδίνο και ασχολείται με τη συγγραφή. Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά σε μετάφραση του συγγραφέα.

Πηγή: EPDF

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου