Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Κώστας Περδίκης:




ο Νιόνιος


Ο Νιόνιος ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός μου.
Έξυπνο παιδί, φτωχό και μαγκάκι.
Έκανε πράγματα, που εγώ δεν μπορούσα να κάνω.
Έφτιαχνε ωραία "λάστιχα", που μπορούσε μ΄ αυτά να κτυπάει πουλιά από πολύ μακριά.
Πλατσούραγε ξυπόλητος ή με γαλότσες στις λούμπες με τα λασπόνερα.
Αργότερα, κάπνιζε και με κόλπο έβγαζε κουλουράκια καπνού από το στόμα του.
Με τον Νιόνιο, κάθε Σεπτέμβρη, όταν τρυγούσαμε το αμπέλι, μοιραζόμαστε το κουβάλημα των σταφυλιών στο σπίτι μου, όπου βρισκόταν ο λινός.
Ο Νιόνιος επιστράτευε, για το κουβάλημα, τη γριά γκρίζα γαϊδούρα που είχαν και εγώ το οικογενειακό μας γαϊδούρι, που ήταν πολύ πιο νέο και βαρβάτο.
Το κουβάλημα άρχιζε το πρωί και διαρκούσε μέχρι που έπεφτε ο ήλιος.
Τα σταφύλια μπαίνανε μέσα σε δύο μεγάλες ψάθινες κόφες, που ήσαν δεμένες και ζυγιασμένες από τις δύο πλευρές του σαμαριού κάθε ζώου.
Όταν εγώ πήγαινα προς το αμπέλι, ο Νιόνιος πήγαινε προς τον λινό.
Η συνάντηση γινόταν κάπου στο μέσο της διαδρομής και είχε ενθουσιαστικό χαρακτήρα.
Τα σταφύλια, φτάνοντας στο σπίτι, έπεφταν μέσα στον λινό, που έπιανε τη μία γωνιά του σκοτεινού κατωγιού μας.
Ήταν σαν μια μεγάλη χτιστή ψηλή δεξαμενή, τετράγωνη σαν δωμάτιο.
Η εσωτερική του πλευρά ήταν σοβατισμένη, λεία και καθαρή.
Στην άλλη πλευρά του κατωγιού, τα τεράστια βαγένια με τα σφιχτά στεφάνια, φρεσκοπλυμένα, ήσαν πανέτοιμα να δεχτούν την καινούργια σοδιά.
Μέσα στον λινό, ο μπαρμπα-Χρηστίδης, τυφλός εκ γενετής, ψηλός και γεροδεμένος άντρας, με σηκωμένα τα μπατζάκια του, τσαλαπατούσε όλη μέρα τα σταφύλια για να βγει ο μούστος.
Όλο το κατώι, αλλά και η αυλή, γέμιζαν από τη μυρουδιά και τη σπιρτάδα του φρέσκου χυμού.
Από τον μούστο, η μάνα μας πάντα κράταγε όσο χρειαζόταν για να φτιάξει μουσταλευριά και πετιμέζι.
Με το που αδειάζαμε τα σταφύλια και παίρναμε τον δρόμο για το αμπέλι άρχιζε το πανηγύρι.
Μπορούσαμε τώρα πια, χωρίς τύψεις, μια και τα ζώα ήσαν ξεφόρτωτα, να απολαύσουμε μια πρώτης τάξεως καβαλαρία.
Τα έρμα ζωντανά, αγόγγυστα, πήγαιναν και έρχονταν λούτσα στον ιδρώτα.
Η γαϊδούρα του Νιόνιου, προς το τέλος της μέρας, δεν άντεχε και γονάτιζε η φουκαριάρα κάτω στο χώμα, στη μέση του δρόμου, φορτωμένη με τις κόφες.
Ο Νιόνιος με φωνές και παροτρύνσεις, βάζοντας κι αυτός ένα χεράκι, κατόρθωνε να τη σηκώσει και να φθάσουν επί τέλους μέχρι το σπίτι.
Αυτό σήμαινε ότι, για κείνη τη μέρα, ήταν το τελευταίο τους δρομολόγιο.

  


Υ.Γ.
Το αμπέλι πουλήθηκε και ο νέος ιδιοκτήτης το ξερίζωσε για να βάλει ντομάτες.
Η γαϊδούρα του Νιόνιου, όπως και το δικό μας γαϊδούρι, προ πολλού, μας έχουν αφήσει χρόνους.
Ο λινός γκρεμίστηκε.
Ο Νιόνιος ζει στην Αυστραλία, στο Σίδνεϋ και έχω να τον δω από τότε.
Φυλάω όμως τη φωτογραφία, από μια σχολική κωμωδία, που παίζαμε μαζί. Ο Νιόνιος είναι στο κέντρο της φωτογραφίας, εγώ δεξιά και αριστερά είναι ένας συμμαθητής μου, ο Μίμης.
Η φωτογραφία γίνεται έτσι  αφορμή για να τα ξαναθυμάμαι όλα με νοσταλγία…

Από το βιβλίο μου ''Σινική Μελάνη'', 2014

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Kengo Kuma (1954):

 Η «αναπνέουσα αρχιτεκτονική» του Kengo Kuma στην Αθήνα 








Το μικρό αρχιτεκτόνημα αποτελεί την υψηλής αισθητικής ιαπωνική απάντηση στο φλερτ του μοντερνισμού με την παράδοση και σχεδιάστηκε από τον Κένγκο Κούμα, τον «Καλατράβα της Άπω Ανατολής», ως αυτόνομο έργο τέχνης αλλά και ως κτίριο συνοδευτικό της σχεδιαζόμενης έκθεσης «Λαμπαδηδρομία προς το Τόκιο - Κληρονομιά & Αφομοίωση». Η εν λόγω έκθεση, που αναβλήθηκε λόγω της πανδημίας, θα ήταν η συμβολή του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου (σε συνεργασία με το Ιαπωνικό Πολιτιστικό Ινστιτούτο και την Ιαπωνική Πρεσβεία στην Αθήνα) στις εορταστικές εκδηλώσεις της τελετής παράδοσης της Ολυμπιακής Φλόγας των Ολυμπιακών & Παραολυμπιακών Αγώνων - Τόκιο 2020. 

Πηγή: www.lifo.gr















Σάββατο 23 Μαΐου 2020

Κώστας Περδίκης:



Θερμά λουτρά



      Ο Καϊάφας, ή επί το λαϊκότερο Καγιάφας, τα χρόνια εκείνα, λίγο πριν το 1960, ήταν πολύ γνωστός και δημοφιλής προορι­σμός για  θεραπευτικούς λόγους. Τη φήμη του τη χρωστούσε, κυρίως, στα θερμά λουτρά  και το νερό του, που είχαν ιαματι­κές ιδιότητες, αλλά και στο μοναδικό του τοπίο, που συνδύαζε αρμονικά και σε θαυμαστή κλίμακα θάλασσα, δάσος, λίμνη και βουνό. 
Κάθε χρόνο κατέφθαναν, από όλα τα σημεία της χώρας, επι­σκέπτες για να κάνουν την υποδειχθείσα σ΄ αυτούς θερα­πεία, ήτοι: θερμά λουτρά και πόση ιαματικού νερού. Οι «λουό­μενοι», όπως τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι, έφταναν ως εκεί με το μο­ναδικό μέσο, που τότε υπήρχε και ήταν το ωτομοτρίς. Η λουτρική περίοδος άρχιζε τέλη Μαϊου και τελείωνε τέλη Σε­πτεμβρίου.
Τους επισκέπτες μπορούσες να τους κατατάξεις σε τρεις κα­τη­γορίες. Στους αριστοκράτες, που προτιμούσαν να διαμέ­νουν στα τρία προπολεμικά ξενοδοχεία, που υπήρχαν στον Καϊάφα, Αρήνη, Γεράνιον και Ολυμπία. Στους ανήκοντες στη μεσαία τάξη, που επέλεγαν τη μικρή μας κωμόπολη, όπου λίγοι μεν βολεύονταν στα δύο υποτυπώδη ξε­νοδοχεία της, Rex και Διεθνές, οι δε περισσότεροι σε ενοικια­ζόμενα δωμάτια, που διέθεταν τα πιο μεγάλα και ευπρεπή σπί­τια της. Τέλος, σ΄ αυ­τούς με τα πολύ χαμηλά βαλάντια, που κατέφευγαν στα «λαϊκά», λεγόμενα, καταλύματα του Καϊάφα.
Η κωμόπολή μας, αν και μικρή σε πληθυσμό, είχε από πολύ παλιά χαρακτηριστεί ως Δήμος, λόγω των γειτονικών της λου­τρών. Το ωτομοτρίς από την Αθήνα έφθανε στον Σταθμό μας το από­γευμα. Εκεί περίμεναν τα δυο, τρία ταξί, καθώς και οι ιδιοκτήτες των ενοικιαζόμενων δωματίων, προς άγραν πελα­τών. Μέχρι να φτάσει το ωτομοτρίς, κάθονταν όλοι στο μικρό καφε­ναδάκι, παράρτημα του Σταθμού, όπου ομονοούντες έπι­ναν το καφεδάκι ή την γκαζόζα τους συζητώντας επί παντός επιστη­τού.
Αυτά μέχρι τη στιγμή που το ωτομοτρίς, σφυρίζοντας, έμπαινε στον Σταθμό. Τότε ξέσπαγε ένας πανικός. Έτρεχαν όλοι προς τον σταματημένο συρμό και διαγκωνίζονταν ποιος θα φτάσει πρώτος  στις πόρτες για να αρπάξει τις βαλί­τσες των επισκεπτών. Τις περισσότερες φορές, ο τυχερός, που θα άρπαζε τα μπαγκά­ζια από τους  αποβιβαζόμενους ταξιδιώτες, θα ήταν και ο εκλε­κτός, στο σπίτι του οποίου θα κατέληγαν. Υπήρχαν και περιπτώσεις, που οι ξένοι άνθρωποι ζητούσαν να τους δοθεί λίγος χρόνος, για να ζητήσουν πληροφορίες από τους προστρέ­χοντες, ώστε να επιλέξουν ψύχραιμα το κατάλυμά τους.
Δεν έλειπαν βέβαια οι μικροκαβγάδες μεταξύ των συμπολι­τών μας, που μερικές φορές έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις. Όπως ένα απόγευμα, που ο μπάρμπα-Νίκος, ένας εύσωμος και δυνατός άντρας, μέλος του σωματείου φορτοεκφορτωτών, δά­γκωσε το αφτί ενός ανταγωνιστή του, με αφορμή κάποια κου­βέντα που εκείνος του πέταξε. «Πω-πω Παναγία μου, τον έφαγε τον άνθρωπο», ξεφώνισε έντρομη μία καθώς πρέπει κυρία, που μόλις είχε πατήσει το πόδι της στην αποβάθρα.
Από την κωμόπολή μας μέχρι τα λουτρά, έφτανε ένας στε­νός ασφαλτοστρωμένος δρόμος, που περνούσε ανάμεσα από λιο­στάσια, αμπέλια και περιβόλια με λεμονοπορτοκαλιές. Οι «λουόμενοι» πήγαιναν μέχρι εκεί, είτε με τα λιγοστά ταξί, είτε με ένα ταλαίπωρο λεωφορείο, που έκανε συνεχή δρομολό­για, πηγαινοφέρνοντας πότε άντρες και πότε γυναίκες, ανάλογα με τις ξεχωριστές λούσεις.
 Για μας τα παιδιά ήταν πολύ αστεία η εικόνα των «λουομέ­νων», όταν επέστρεφαν μετά το μπάνιο τους, μπαμπουλοδεμέ­νοι με μάλλινες ζακέτες, καμπαρντίνες και σκουφιά μέσα στη ντάλα ζέστη. Οι οδηγίες, βλέπετε, του υπεύθυνου Λουτρίατρου ήσαν σαφείς: «Προσοχή στα ρεύματα, διότι μετά το θερμό μπάνιο επέρχεται έντονη εφίδρωση».
Αργά το απόγευμα, και αφού η μεσημεριάτικη λαύρα είχε υπο­χωρήσει, οι περισσότεροι έκαναν τη βόλτα τους στον δημό­σιο δρόμο, προς τον Σταθμό. Οι κύριοι, με ριχτά σακάκια, κρα­τούσαν στα χέρια τους αθη­ναϊκές εφημερίδες , οι δε κυρίες τις ζακέτες τους. Η βόλτα τους έφτανε μέχρι την πανύψηλη λεύκα, δίπλα στο γεφυράκι προς το Πλατανούλι, ή το πολύ μέχρι τις ράγες του τραίνου.   
Επέστρεφαν μετά το ηλιοβασίλεμα, όταν άρχιζε να σουρου­πώ­νει και να πέφτει η βραδινή ψύχρα, που έκανε απαραίτητες τις ζακέτες των κυριών. Τα φώτα στους στύλους κατά μήκος του δρόμου άναβαν, ενώ από τις καλαμιές της πλαϊνής γράνας τα βατράχια άρχιζαν την ακατάπαυστη φλυαρία τους. Μετά τη βόλτα τους, οι πιο ευκατάστατοι κατέληγαν στο μονα­δικό, πο­λυτελές για την εποχή του, εστιατόριο, τη Χαραυγή του κυρ-Λάμπρου.
Η Χαραυγή διέθετε μια μεγάλη αυλή με ψηλή περικοκλάδα ολόγυρά της, ώστε να απομονώνεται από τον δρόμο, όπου ο κυρ-Λάμπρος τοποθετούσε τα τραπέζια του με τα κατάλευκα τραπεζομάντιλα και σέρβιρε παγωμένη βαρελίσια μπύρα, Φιξ ή Μάμος, σε χοντρά γυάλινα ποτήρια.
Άλλοι, κατά το πλείστον άντρες, που τους άρεσε το καλό κρα­σάκι,  προτιμούσαν τις δυο τρεις μικρές ταπεινές ταβέρνες. Οι υπόλοιποι γύριζαν στα δω­μάτιά τους, όπου δειπνούσαν με ό,τι μπορούσαν να ετοιμάσουν πρόχειρα στην κοινόχρηστη κουζίνα του σπιτιού.
Όσοι προτιμούσαν να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύ­θυνση, ανηφόριζαν τον κεντρικό δρόμο προς την πάνω αγορά. Περ­νούσαν το παλιό Δημαρχείο, τον Άγιο Σπυρίδωνα, την Κορδό­ρουγα και έφταναν μέχρι τη μάντρα του νεκροταφείου. Αν ήθελαν, μπορούσαν να λοξοδρομήσουν, λίγο πριν το νεκρο­ταφείο, και να πάρουν το δρομάκι που κατέληγε στη βρύση του Λώρη. Εκεί σε μια υπερυψωμένη ταράτσα λειτουργούσε, κάτω από τον βαθύ ίσκιο των δέντρων, μικρό αναψυκτήριο, όπου μπο­ρούσε κανείς να ξαποστάσει και να δροσιστεί ακούγοντας, λίγα μέτρα πιο κει, την πέτρινη βρύση να κελαρύζει αενάως το νε­ράκι της.
Υπήρχαν και άλλες δυνατότητες για να σπάσει ο επισκέ­πτης αλλά και ο ντόπιος κάτοικος την καθημερινή του ρουτίνα, όπως ο θερινός κινηματογράφος Ολυμπία, στην κάτω αγορά, το ζα­χαροπλαστείο με το περίφημο γαλακτομπούρικο του κυρ-Γιώρ­γου και το απέναντί του μεγαλοπρεπές καφενείο Μουσαμά, στην πάνω αγορά. Στο καφενείο αυτό σύχναζε η υψηλή τάξη της μικρής κοινωνίας μας. Οι Αρχές του τόπου! Ο Δήμαρχος, ο Ειρηνοδίκης, ο Συμβολαιογράφος, οι καθηγητές και οι δάσκα­λοι ήσαν μόνιμοι θαμώνες. Που και που έβλεπες να κάθεται και κάποιος εκπρόσωπος της χειρονακτικής εργασίας.
Το παραπάνω καφενείο ήταν επίσης σπουδαίο και για τη βε­ρά­ντα του. Τα καλοκαίρια γέμιζε με τραπεζάκια και καρέ­κλες, απ΄ όπου οι καθήμενοι μπορούσαν να απολαύσουν τη θέα του Ιονίου, προς τα δυτικά, από την Κυπαρισσία μέχρι το Κατά­κολο. Το θεσπέσιο άρωμα της μεγάλης γαζίας, που έθαλλε στη μία άκρη της βεράντας, συμπλήρωνε την απόλαυσή τους. Από βορειοανατολικά, έφτανε μέχρι εκεί το δροσερό και ξηρό αε­ράκι, ο Κατεβατός και γι΄ αυτό πολλοί ήσαν αυτοί που  προ­τι­μούσαν την πάνω αγορά από την κάτω, όπου το κλίμα ήταν πολύ πιο υγρό.
Με τον καιρό, η αίγλη των θερμών λουτρών ξεθώριασε, σαν επακόλουθο, μεταξύ άλλων, της αμφισβήτησης και απομυ­θο­ποίησης των θεραπευτικών τους αποτελεσμάτων. Τα υπέ­ροχα ξενοδοχεία του Καϊάφα, οι λουτρικές εγκαταστά­σεις απέ­ναντι, στους βράχους του Λαπίθα, καθώς και ό,τι άλλο λειτουρ­γούσε εύρυθμα πάνω στη νησίδα της Αγίας Αικατερίνης θα αφεθούν στη μοίρα τους και χρόνο με το χρόνο θα μαραζώ­νουν.
 Οι «λουόμενοι», λάτρεις των θερμών υδάτων, στα χρόνια που θα επακολουθήσουν, όλο και θα λιγοστεύουν, ενώ αντιθέ­τως όλο και  θα αυξάνονται οι εραστές των δροσερών νερών της θάλασσας…


Υ.Γ.        
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, ο σπουδαίος διηγηματογράφος από τον Πύργο, έχει γράψει μεταξύ των άλλων και ένα διήγημα με τίτλο «Θερμά θα­λάσσια λουτρά», που αναφέρεται στη θάλασσα του Κατακόλου.

Από το βιβλίο ''Μικρές Ιστορίες'', Οροπέδιο 2016

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Κώστας Περδίκης:

Λίγο πιο πάνω από τον σταθμό


Hercules


     Η μεγάλη συκιά, στη μια άκρη του κτήματος, υπάρχει ακόμη.
Συνεχίζει να κάνει τα μεγάλα ανοιχτοπράσινα σύκα, που είναι όλο μέλι. Εκείνο το καλοκαίρι, συμφώνησα με τον Χρήστο να μαζεύω και να του πηγαίνω κάθε μέρα μια κανίστρα σύκα.
Είχε ένα μικρό μανάβικο στην αγορά κι απ ΄αυτό ζούσε.
    Η δουλειά από την αρχή πήγαινε ρολόι. Κάθε πρωί σκαρφά­λωνα και μέσα σε λίγη ώρα γέμιζα ξέχειλα την κανίστρα με φρέσκα σύκα. Με το που τα πήγαινα στο μανάβικο, σε μια, το πολύ δυο ώρες, είχαν γίνει ανάρπαστα.
Το απόγευμα έπεφτε το παραδάκι.
Αυτό κράτησε περίπου δυο μήνες, Αύγουστο και Σεπτέμ­βριο. Τις εισπράξεις τις έχωνα σε ένα κουτί, από Ελβιέλες και μέρα με τη μέρα τις έβλεπα να αβγατίζουν. Στόχος μου και όνειρο ήταν να μπορέσω να αποκτήσω ένα δικό μου ποδήλατο.
Με το που συγκέντρωσα το ποσό, αφού τσοντάρησε κάτι και ο πατέρας μου, έγραψα στον ξάδελφό μου, που έμενε στην Ελευ­σίνα, να το διαλέξει εκείνος και να το αγοράσει. Στο γράμμα εσώκλεισα και τα απαραίτητα χρήματα. Το ευχάριστο μαντάτο ήρθε γρήγορα. Το ποδήλατο είχε ήδη αγοραστεί και παραδοθεί στον Σταθμό της Ελευσίνας. Το πολύ σε τρεις μέρες θα ήταν κάτω.
    Η αδιαίρετος τριάδα, εγώ, η αδελφή μου και ο φίλος μου ο Γιάννης, στις πέντε η ώρα το απόγευμα, που το τραίνο από την Αθήνα έφτανε στον Σταθμό, ήταν εκεί. Εναγώνια ερώτηση προς τον Σταθμάρχη: «Μήπως ήρθε το πο­δήλατο;» Απάντηση: « Όχι ακόμη». Γυρνούσαμε στο σπίτι με κατεβασμένα τα κεφά­λια. Στην πέμπτη απόπειρα, βρήκαμε τον Σταθμάρχη  σκυμμένο στον τηλέγραφο να μελετάει εμβριθώς τα σήματα.
Μόλις μας βλέπει, το πρόσωπό του παίρνει   μια υποψία χαμό­γελου. « Ήρθε», μας λέει.
    Το αντικείμενο του πόθου μου ήταν εκεί και ήταν μια οπτα­σία! Ο σκελετός βαμμένος στο κόκκινο του Πάσχα. Σε εμφανές σημείο η μάρκα του: HERCULES. Οι ζάντες, οι ακτίνες και το τιμόνι από ανοξείδωτο μέταλλο. Η σέλα δερμάτινη με ελατή­ρια. Το φανάρι μπροστά και στη πίσω ρόδα το δυναμό. Ακόμη, σχάρα πίσω για τον συνεπιβάτη, τρόμπα και τριγωνική δερμά­τινη θήκη για τα εργαλεία.
Και βέβαια το απαραίτητο κουδουνάκι.
Παραλάβαμε το ποδήλατο και το πηγαίναμε όπως πάνε τη νύφη στην εκκλησία. Μπροστά, από τη μια μεριά εγώ και από την άλλη ο Γιάννης, κρατούσαμε το τιμόνι. Από πίσω έσπρωχνε ελαφρά η Δήμητρα. Πρώτα έμαθε ισορροπία η αδελφή μου και ύστερα εγώ. Ο Γιάννης, αν και μικρότερός μας, είχε ήδη μάθει. Σε κάτι τέτοια ήταν πρώτος.
Από εκείνη τη μέρα, «καβάλα παν στην εκκλησιά, καβάλα προ­σκυνάνε».Δεν θυμάμαι τον εαυτό μου χωρίς το ποδήλατο.
Στη θάλασσα για μπάνιο, στο σχολείο και στα Αγγλικά, ή για μικροθελήματα από δω κι από κει. Ήταν φορές που βολευόμα­στε τρεις πάνω στο ποδήλατο, εγώ, η αδελφή μου και η μητέρα μας κι άλλες φορές που βρισκόμαστε και οι τρεις ξάπλα  στην άσφαλτο. Τα πόδια μου με το ζόρι έφταναν στα πετάλια. Αργό­τερα, παρέα με τους φίλους μου, κάναμε με τα ποδήλατα μα­κρινές βόλτες στον Καϊάφα, και στον Κακόβατο.
Μια φορά φτάσαμε μέχρι το Θολό.
    Τελειώνοντας τη δεύτερη τάξη του λυκείου, ήρθα στην Αθήνα για να βγάλω εκεί την τρίτη και παράλληλα να κάνω φροντι­στήριο για τις εξετάσεις. Ακολούθησαν τα χρόνια των σπουδών μου στο Πολυτεχνείο. Ένα καλοκαίρι, στις διακοπές, θυμήθηκα και αναζήτησα το πο­δήλατο. Πληροφορήθηκα, τότε, από τους γονείς μου, ότι το είχε προ πολλού οικειοποιηθεί ο Βασίλης, ο μικρός μου ξάδελφος. Ένα διαβολόπαιδο.
    Από την πολλή χρήση τού είχε βγάλει τα μάτια. Το βρήκα, μια μέρα, πεταμένο στον κήπο του σπιτιού του, μέσα σε κάτι χορτάρια. Ό,τι είχε απομείνει ήταν μόνο ο σκελετός κι αυτός σκουριασμέ­νος, χωρίς τις ρόδες και τα υπόλοιπα.
Από το HERCULES είναι ζήτημα αν είχαν απομείνει δύο, ή το πολύ τρία γράμματα κι αυτά μισοσβησμένα…


Από το βιβλίο ''Μικρές Ιστορίες'', Οροπέδιο 2016

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Γιώργος Μαρκόπουλος (1951):


Η ευγενική αφιέρωση από τον φίλο ποιητή



Η Θλιψις Του Προαστιου
(1976)


Ζ ι γ κ ο υ ά λ α - Α θ ή ν α


Ακόμα φοβάμαι ν’ ανοίξω την πόρτα το βράδυ.
Κι αν καμιά φορά ανέμελος πετάγομαι στο δρόμο,
ένα χέρι είναι, όπως και τότε, που πισθάγκωνα με δένει,
ενώ ξοπίσω μου αόρατοι φυλάγαν να μ’ αρπάξουν
νομάτοι τρεις χιλιάδες, μαγκουροφόροι, τέως χίτες,
κουκουλοφόροι και ραβδάτορες της τρισενδόξου Μεσσηνίας.


Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.


Εδώ αφήσαν τη ζωή τους
«λεβέντες» αγαπητικοί και φουστανελοφόροι,
ενώ σε παρακείμενα νυχτόβια μπαράκια πεντέμισι και κάτι
εραστές της αειπάρθενης Γκόλφως
τσοπαναραίοι με κοστούμι κι αόρατη αγκλίτσα
κατέθεταν το στερνό δάκρυ τους
στη μεγάλη ιστορία του τόπου.


Τη μάνα μου τη λέγαν Αγλαΐτσα,
ίδιο το όνομα της Καραγκιόζαινας,
ενώ τα κολλητήρια, που είχε το μάτι τους θολώσει
για ψωμί και για παπούτσι,
 πήραν τους δρόμους σβάρνα, αδέσποτα, για γόπες.


Αθήνα, πόλη επική και χαμένη.


Εκείνοι που παίρνουν βιαστικοί
το τελευταίο τραίνο της νύχτας σου
έχουν μια θλίψη στα μάτια.
Κάνουν Πρωτοχρονιά στους δρόμους,
αυτοί κι ο εαυτός τους, κι ο νέος χρόνος τους βρίσκει
με τράκα ένα τσιγάρο από τον άγνωστο διαβάτη.


Γι’ αυτό και συ, αγάπη μου, μην ησυχάζεις στην ιδέα
πως δεν θα με ξαναβρείς μπροστά σου πια ποτέ.


Πέντε δρόμοι είν’ η Αθήνα
και εδώ κλειστήκαμ’ όλοι, κάθε καρυδιάς καρύδι,
κι εκείνο κει το πούστικο τ’ απωθημένο
που δεν λέει ποτέ να βγει,
καθώς έγραφε κι ο φίλος Ταβάνης.


Θα συναντηθούμε, αγάπη μου,
εκεί που δεν θα το περιμένεις,
ενώ εσύ θα ’χεις «αρνηθεί» μόλις πριν από λιγάκι
και το τελευταίο παιδικό σου απόγευμα,
κι εγώ μονάχος θα γυρνώ
έχοντας ξεράσει — άδειος — στο Βοτανικό ή στη Βάθη
μαζί με το ούζο στον υπόνομο
και το τελευταίο πελοποννησιακό μου όνειρο,
έχοντας ξεράσει, τελείως, ακόμα και σένα.


Οι κλειστές μπλούζες
είναι για να κρύβουν τις σκοτεινές αραχνιασμένες τρύπες
που άφησαν οι αόρατες σφαίρες μες στα σπλάχνα μας
στα παιδικά μας χρόνια.


Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951, αλλά από το 1965 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά και στατιστική. Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες.
Έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δύο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση. Το 1996 τιμήθηκε με το "Βραβείο Καβάφη" στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 1999 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του "Μη σκεπάζεις το ποτάμι", η οποία, στη συνέχεια, ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο του 2000. Σε μετάφραση Michel Volkovitch εκδόθηκε στα γαλλικά μια επιλογή από όλες τις ποιητικές συλλογές του με τον γενικό τίτλο "Ne recouvre pas la riviere" (εκδ. Desmos/ "Cahiers grecs", Paris 2000). Το 2011 τιμήθηκε και πάλι με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, για τη συλλογή του "Κρυφός κυνηγός", και με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων από το 1982, ενώ στο διάστημα 1984-1986 διετέλεσε μέλος του διοικητικού της συμβουλίου.




Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Κώστας Περδίκης:




Μικρό ταξίδι



Κάθε καλοκαίρι, μία από τις ανταμοιβές των κόπων της πε­ρασμένης σχολικής χρονιάς, των δικών μου και της αδελφής μου, ήταν και το ταξιδάκι στον γειτονικό Καϊάφα, με την ομώ­νυμη λίμνη. Την πραγματοποίηση αυτού του ταξιδιού αναλά­βαινε αποκλειστικά η μητέρα μας.
Ο εθνικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα, δεν είχε φτιαχτεί ακόμη και ο μοναδικός τρόπος για να πάει κανείς εκεί ήταν με το ωτομοτρίς. Το ταξίδι άρχιζε γύρω στις τέσσερις το απόγευμα από τον Σταθμό μας και δεν διαρκούσε πάνω από δέκα λεπτά. Το ωτομοτρίς, στρίβοντας ελαφρά πότε δεξιά και πότε αρι­στερά, διέσχιζε κατά μήκος το πυκνό πευκοδάσος μέχρι να φτάσει στον επόμενο σταθμό, που ήταν και ο προορισμός μας.
Το μικρό κτίριο του σταθμού ήταν ένα όμορφο πέτρινο κα­τασκεύασμα με το απαραίτητο μεταλλικό στέγαστρο και την επιγραφή ΚΑΪΑΦΑΣ. Στην άλλη πλευρά, σχεδόν απέναντι, υπήρχε μία διώροφη οικοδομή και στο ισόγειό της ένα εστιατό­ριο, πολύ καλό για την εποχή του. Ένα ξύλινο μικρό περίπτερο, με τσιγάρα κι άλλα μικροπράγματα, ολοκλήρωνε το σύνολο των εκεί κτισμάτων.
Δυτικά του σταθμού, περνώντας τις γραμμές του τραίνου και μετά τους χαμηλούς αμμόλοφους, έμενες εμβρόντητος στη θέα της απέραντης θάλασσας. Ανατολικά, κάθετα με τις γραμ­μές, ξεκινούσε ένα στενό τσιμεντένιο δρομάκι, ανάμεσα από πανύψηλες κουκουναριές, που έφτανε μέχρι την αρχή της λί­μνης. Στα νερά της, που είχαν ένα γαλαζοπράσινο χρώμα, κο­λυμπούσαν ένα σωρό ψάρια ενώ στις όχθες μέσα στα καλάμια και τα βούρλα φώλιαζαν βατράχια και νεροχελώνες.
Μετά από λίγα ακόμη μέτρα το δρομάκι κατέληγε στη νη­σίδα της Αγίας Αικατερίνης, που όλη κι όλη ήταν λίγα στρέμ­ματα. Πάνω στη νησίδα λειτουργούσε εύρυθμα μια μικρή πολι­τεία. Υπήρχαν τρία όμορφα προπολεμικά ξενοδοχεία με ονό­ματα όπως ΑΡΗΝΗ, ΓΕΡΑΝΙΟΝ και ΟΛΥΜΠΙΑ, καθώς και μια πτέρυγα από ταπεινά ισόγεια καταλύματα, τα λεγόμενα Λαϊκά, για τα φτωχότερα βαλάντια.
Ένα πολυτελές εστιατόριο, με λευκά τραπεζομάντηλα και κολωνάτα ποτήρια, εντυπωσίαζε στο ισόγειο του κεντρικού ξενοδοχείου. Ήσαν ακόμη το γραφείο της Διεύθυνσης, το Ια­τρείο, και τα τοπικά παραρτήματα της Χωροφυλακής, και του Ταχυδρομείου. Τέλος ένα μικρό μπακάλικο και ένα δεύτερο περίπτερο, που εξυπηρετούσαν τους εκεί διαμένοντες.
Στη Νότια άκρη της νησίδας, το τελευταίο κτίσμα, ήταν το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης. Από εκεί άρχιζε και η περιήγησή μας. Προσκυνούσαμε, ανάβαμε το κεράκι μας και μετά επιβιβαζόμαστε στη βενζινάκατο, που ήταν δεμένη στη μικρή ξύλινη προβλήτα, έτοιμη για το επόμενο δρομολόγιο.
Ο μαγευτικός διάπλους της λίμνης, με τον χαρακτηριστικό υπόκωφο ήχο της μηχανής, διαρκούσε δυστυχώς για μας μόνο λίγα λεπτά. Ο μελαψός συμπολίτης μας, ο περίφημος Κώστας, περίφροντις και σοβαρός, κουμαντάριζε το μικρό σκάφος με ύφος τουλάχιστον καπετάνιου υπερωκεανίου. Το πλοιάριο φτά­νοντας στην απέναντι όχθη έδενε σε μια παρόμοια ξύλινη προ­βλήτα μπροστά από το παλιό κτίριο των Λουτρών.
Οι συνεπιβάτες μας, οι αποκαλούμενοι Λουόμενοι, με τις πετσέτες στα χέρια έσπευδαν να πιάσουν σειρά για το θερμό λουτρό τους. Άλλοι, κρατώντας κύπελλα, βάδιζαν λίγο πιο μα­κριά για το Γεράνιο αυλάκι.  Εκεί έπιναν από το  ζεστό νερό, που έβγαινε μέσα από το βουνό και το οποίο είχε ιαματικές ιδιότητες, αλλά και τη φοβερή δυσοσμία του κλούβιου αυγού.
Κάνοντας πάλι τον διάπλου της λίμνης, προς την αντίθετη τώρα κατεύθυνση, καταλήγαμε στο εστιατόριο, δίπλα στον σταθμό, για να ξεκουραστούμε και για να απολαύσουμε ένα υποβρύχιο ή μια παγωμένη πορτοκαλάδα. Έπρεπε άλλωστε να περάσει λίγη ώρα γιατί το καλύτερο, για μένα και την αδελφή μου, ήταν εκείνο που θα επακολουθούσε στη συνέχεια. Κι αυτό ήταν η παράσταση του Καραγκιόζη.
Ο μπερντές έστεκε λίγα μέτρα πιο κει, απέναντι από το εστιατόριο, στο ίσιωμα μετά τις γραμμές και περίμενε τους θε­ατές. Από το μεγάφωνο ο καραγκιοζοπαίχτης διαλαλούσε στε­ντορείως το έργο, που σε λίγο θα παρουσίαζε. Με το που άρχιζε να σκοτεινιάζει παίρναμε θέση μπροστά, μπροστά. Το λευκό πανί φωτιζόταν πάραυτα και συγχρόνως από το μεγάφωνο άρ­χιζε θριαμβευτικά να ακούγεται η μουσική τής έναρξης. Οι φι­γούρες του Καραγκιόζη και της παρέας του έβγαιναν επιτέλους στο πανί σκορπώντας τη μαγεία τους στην πιτσιρικαρία, που ξεσπούσε σε γέλια και παλαμάκια.
Είμαστε μέσα στην καλή χαρά και ευτυχία, μέχρι την ώρα που ακουγόταν από μακριά το σφύριγμα του ωτομοτρίς. Όλα για μας τότε ξαφνικά κατέρρεαν. Άλλο δρομολόγιο για την επι­στροφή δεν υπήρχε και έτσι έπρεπε να φύγουμε αφήνοντας τη παράσταση όχι στη μέση αλλά στην αρχή της. Ουδέποτε, απ΄ όσο θυμάμαι, είδαμε μέχρι το τέλος μία παράσταση.
Το κενό αυτό είχα την ευκαιρία να το καλύψω πολύ αργό­τερα. Όταν αρχικά παρέα με τον Γιάννη, τον πρωτότοκο γιο μου, τρέχαμε όπου ακούγαμε ότι υπάρχει παράσταση Καρα­γκιόζη, αλλά και αργότερα όταν με τον άλλο μου γιο, τον Τάκη, παρα­κολουθούσαμε παρέα, κάθε Κυριακή πρωί, Καραγκιόζη στην τηλεόραση…

Από το βιβλίο ''Σινική Μελάνη'', 2014


Τρίτη 5 Μαΐου 2020

ΙΣΑΑΚ ΝΕΥΤΩΝ (1643-1727):



1665
Καραντίνα: Πώς ο Ισαάκ Νεύτων άλλαξε τον κόσμο στη διάρκεια της πανούκλας


ΟΙσαάκ Νεύτωνας ήταν περίπου 20 χρονών, όταν το Λονδίνο χτυπήθηκε από την πανώλη. Δεν ήταν ακόμα Sir τότε, αλλά ένας απλός φοιτητής στο κολλέγιο Τρίνιτιτου Κέιμπριτζ.
Θα περνούσαν άλλα 200 χρόνια πριν οι επιστήμονες ανακαλύψουν τα βακτήρια που προκαλούν την πανώλη, αλλά ακόμη και χωρίς να ξέρουν ακριβώς γιατί, ακόμα και τότε οι άνθρωποι έκαναν μερικά από τα ίδια πράγματα που κάνουμε και σήμερα για να αποφύγουμε τις ασθένειες.
Το Κέιμπριτζ έστειλε τους φοιτητές στο σπίτι για να συνεχίσουν τις σπουδές τους από το σπίτι τους. Για το Νεύτωνα, αυτό σήμαινε πως θα πήγαινε στο κτήμα της οικογένειας, περίπου 60 μίλια βορειοδυτικά του Κέιμπριτζ.
Ήταν κι αυτό ένας είδος «κοινωνικής αποστασιοποίησης» του 1965-ένα εργαλείο της δημόσιας υγείας που βλέπουμε να κάνει την επιστροφή του αυτή την εβδομάδα, καθώς οι κυβερνήσεις, τα σχολεία και πολλές επιχειρήσεις, στέλνουν τους ανθρώπους τους στο σπίτι προσπαθώντας να επιβραδύνουν τη διάδοση του νέου κορονοϊού.
Ο Νεύτωνας φαίνεται πως «άνθισε», ακόμα και χωρίς να τον καθοδηγούν οι καθηγητές του. Αυτή η χρονιά που πέρασε μακριά από το πανεπιστήμιο, έμελε να αναφέρεται αργότερα ως το annus mirabilis του, δηλαδή το «έτος των θαυμάτων».
Πρώτον, συνέχισε να δουλεύει πάνω στα μαθηματικά προβλήματα που είχε αρχίσει στο Κέιμπριτζ, ενώ τα έγγραφα που έγραψε σχετικά με αυτό εξελίχθηκαν στα πρώιμα λογιστικάΣτη συνέχεια, απέκτησε μερικά πρίσματα και πειραματίστηκε μαζί τους στην κρεβατοκάμαρά του. Από αυτό ξεπήδησαν οι θεωρίες του για την οπτικήΚαι ακριβώς έξω από το παράθυρο του στο οικογενειακό κτήμα, υπήρχε μια μηλιά.
Η μηλιά που έμελλε να γίνει η γνωστότερη όλων.
Η ιστορία για το πώς ο Νεύτωνας κάθισε κάτω από το δέντρο, του έπεσε στο κεφάλι ένα μήλο και ξαφνικά κατανόησε τις θεωρίες της βαρύτητας και της κίνησης, είναι σε μεγάλο βαθμό απαρχαιωμένη. Αλλά σύμφωνα με τον βοηθό του, Τζον Κοντουίτ υπάρχει ένα στοιχείο αλήθειας σε αυτή:
“… Ενώ καθόταν στον κήπο, του ήρθε στο μυαλό η σκέψηότι η ίδια δύναμη βαρύτητας (η οποία έκανε ένα μήλο να πέσει από το δέντρο στο έδαφος) δεν περιοριζόταν αποκλειστικά σε κάποια συγκεκριμένη απόσταση από τη γη αλλά πρέπει να εκτείνεται πολύ μακρύτερα απ ‘ότι νόμιζαν μέχρι τότε. «Γιατί όχι τόσο μακριά όσο η Σελήνηείπε στον εαυτό του ..
Στο Λονδίνο, ένα τέταρτο του πληθυσμού πέθανε από πανώλη από το 1665 έως το 1666. Ήταν ένα από τα τελευταία μεγάλα κρούσματα στα 400 χρόνια που ο Μαύρος Θάνατος κατέστρεφε την ΕυρώπηΟ Νεύτωνας επέστρεψε στο Κέιμπριτζ το 1667, έχοντας τις θεωρίες του στο χέρι.
Μέσα σε δύο χρόνια έγινε καθηγητής.
Έτσι εάν εργάζεστε ή σπουδάζετε από το σπίτι τις επόμενες εβδομάδες, ίσως χρειαστεί να θυμηθείτε το παράδειγμα του Νεύτωνα. Έχοντας χρόνο να πειραματιστεί μέσα σε μια αδόμητη άνεση, άλλαξε τη ζωή του και κανένας δεν νοιάζεται αν κοιμόταν μέχρι το μεσημέρι ή αν δούλευε φορώντας πιτζάμες.