Σάββατο 9 Μαΐου 2020

Κώστας Περδίκης:




Μικρό ταξίδι



Κάθε καλοκαίρι, μία από τις ανταμοιβές των κόπων της πε­ρασμένης σχολικής χρονιάς, των δικών μου και της αδελφής μου, ήταν και το ταξιδάκι στον γειτονικό Καϊάφα, με την ομώ­νυμη λίμνη. Την πραγματοποίηση αυτού του ταξιδιού αναλά­βαινε αποκλειστικά η μητέρα μας.
Ο εθνικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα, δεν είχε φτιαχτεί ακόμη και ο μοναδικός τρόπος για να πάει κανείς εκεί ήταν με το ωτομοτρίς. Το ταξίδι άρχιζε γύρω στις τέσσερις το απόγευμα από τον Σταθμό μας και δεν διαρκούσε πάνω από δέκα λεπτά. Το ωτομοτρίς, στρίβοντας ελαφρά πότε δεξιά και πότε αρι­στερά, διέσχιζε κατά μήκος το πυκνό πευκοδάσος μέχρι να φτάσει στον επόμενο σταθμό, που ήταν και ο προορισμός μας.
Το μικρό κτίριο του σταθμού ήταν ένα όμορφο πέτρινο κα­τασκεύασμα με το απαραίτητο μεταλλικό στέγαστρο και την επιγραφή ΚΑΪΑΦΑΣ. Στην άλλη πλευρά, σχεδόν απέναντι, υπήρχε μία διώροφη οικοδομή και στο ισόγειό της ένα εστιατό­ριο, πολύ καλό για την εποχή του. Ένα ξύλινο μικρό περίπτερο, με τσιγάρα κι άλλα μικροπράγματα, ολοκλήρωνε το σύνολο των εκεί κτισμάτων.
Δυτικά του σταθμού, περνώντας τις γραμμές του τραίνου και μετά τους χαμηλούς αμμόλοφους, έμενες εμβρόντητος στη θέα της απέραντης θάλασσας. Ανατολικά, κάθετα με τις γραμ­μές, ξεκινούσε ένα στενό τσιμεντένιο δρομάκι, ανάμεσα από πανύψηλες κουκουναριές, που έφτανε μέχρι την αρχή της λί­μνης. Στα νερά της, που είχαν ένα γαλαζοπράσινο χρώμα, κο­λυμπούσαν ένα σωρό ψάρια ενώ στις όχθες μέσα στα καλάμια και τα βούρλα φώλιαζαν βατράχια και νεροχελώνες.
Μετά από λίγα ακόμη μέτρα το δρομάκι κατέληγε στη νη­σίδα της Αγίας Αικατερίνης, που όλη κι όλη ήταν λίγα στρέμ­ματα. Πάνω στη νησίδα λειτουργούσε εύρυθμα μια μικρή πολι­τεία. Υπήρχαν τρία όμορφα προπολεμικά ξενοδοχεία με ονό­ματα όπως ΑΡΗΝΗ, ΓΕΡΑΝΙΟΝ και ΟΛΥΜΠΙΑ, καθώς και μια πτέρυγα από ταπεινά ισόγεια καταλύματα, τα λεγόμενα Λαϊκά, για τα φτωχότερα βαλάντια.
Ένα πολυτελές εστιατόριο, με λευκά τραπεζομάντηλα και κολωνάτα ποτήρια, εντυπωσίαζε στο ισόγειο του κεντρικού ξενοδοχείου. Ήσαν ακόμη το γραφείο της Διεύθυνσης, το Ια­τρείο, και τα τοπικά παραρτήματα της Χωροφυλακής, και του Ταχυδρομείου. Τέλος ένα μικρό μπακάλικο και ένα δεύτερο περίπτερο, που εξυπηρετούσαν τους εκεί διαμένοντες.
Στη Νότια άκρη της νησίδας, το τελευταίο κτίσμα, ήταν το γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Αικατερίνης. Από εκεί άρχιζε και η περιήγησή μας. Προσκυνούσαμε, ανάβαμε το κεράκι μας και μετά επιβιβαζόμαστε στη βενζινάκατο, που ήταν δεμένη στη μικρή ξύλινη προβλήτα, έτοιμη για το επόμενο δρομολόγιο.
Ο μαγευτικός διάπλους της λίμνης, με τον χαρακτηριστικό υπόκωφο ήχο της μηχανής, διαρκούσε δυστυχώς για μας μόνο λίγα λεπτά. Ο μελαψός συμπολίτης μας, ο περίφημος Κώστας, περίφροντις και σοβαρός, κουμαντάριζε το μικρό σκάφος με ύφος τουλάχιστον καπετάνιου υπερωκεανίου. Το πλοιάριο φτά­νοντας στην απέναντι όχθη έδενε σε μια παρόμοια ξύλινη προ­βλήτα μπροστά από το παλιό κτίριο των Λουτρών.
Οι συνεπιβάτες μας, οι αποκαλούμενοι Λουόμενοι, με τις πετσέτες στα χέρια έσπευδαν να πιάσουν σειρά για το θερμό λουτρό τους. Άλλοι, κρατώντας κύπελλα, βάδιζαν λίγο πιο μα­κριά για το Γεράνιο αυλάκι.  Εκεί έπιναν από το  ζεστό νερό, που έβγαινε μέσα από το βουνό και το οποίο είχε ιαματικές ιδιότητες, αλλά και τη φοβερή δυσοσμία του κλούβιου αυγού.
Κάνοντας πάλι τον διάπλου της λίμνης, προς την αντίθετη τώρα κατεύθυνση, καταλήγαμε στο εστιατόριο, δίπλα στον σταθμό, για να ξεκουραστούμε και για να απολαύσουμε ένα υποβρύχιο ή μια παγωμένη πορτοκαλάδα. Έπρεπε άλλωστε να περάσει λίγη ώρα γιατί το καλύτερο, για μένα και την αδελφή μου, ήταν εκείνο που θα επακολουθούσε στη συνέχεια. Κι αυτό ήταν η παράσταση του Καραγκιόζη.
Ο μπερντές έστεκε λίγα μέτρα πιο κει, απέναντι από το εστιατόριο, στο ίσιωμα μετά τις γραμμές και περίμενε τους θε­ατές. Από το μεγάφωνο ο καραγκιοζοπαίχτης διαλαλούσε στε­ντορείως το έργο, που σε λίγο θα παρουσίαζε. Με το που άρχιζε να σκοτεινιάζει παίρναμε θέση μπροστά, μπροστά. Το λευκό πανί φωτιζόταν πάραυτα και συγχρόνως από το μεγάφωνο άρ­χιζε θριαμβευτικά να ακούγεται η μουσική τής έναρξης. Οι φι­γούρες του Καραγκιόζη και της παρέας του έβγαιναν επιτέλους στο πανί σκορπώντας τη μαγεία τους στην πιτσιρικαρία, που ξεσπούσε σε γέλια και παλαμάκια.
Είμαστε μέσα στην καλή χαρά και ευτυχία, μέχρι την ώρα που ακουγόταν από μακριά το σφύριγμα του ωτομοτρίς. Όλα για μας τότε ξαφνικά κατέρρεαν. Άλλο δρομολόγιο για την επι­στροφή δεν υπήρχε και έτσι έπρεπε να φύγουμε αφήνοντας τη παράσταση όχι στη μέση αλλά στην αρχή της. Ουδέποτε, απ΄ όσο θυμάμαι, είδαμε μέχρι το τέλος μία παράσταση.
Το κενό αυτό είχα την ευκαιρία να το καλύψω πολύ αργό­τερα. Όταν αρχικά παρέα με τον Γιάννη, τον πρωτότοκο γιο μου, τρέχαμε όπου ακούγαμε ότι υπάρχει παράσταση Καρα­γκιόζη, αλλά και αργότερα όταν με τον άλλο μου γιο, τον Τάκη, παρα­κολουθούσαμε παρέα, κάθε Κυριακή πρωί, Καραγκιόζη στην τηλεόραση…

Από το βιβλίο ''Σινική Μελάνη'', 2014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου